VIRGINIVS, Lhomond
Μορφοποιημένο κείμενο Μετάφραση
Anno trecentesĭmo ab urbe condita, pro duobus consulibus decemuiri creati sunt, qui allatas e Graecia leges populo proponerent.

unus ex eis Appius Claudius uirginem plebeiam adamauit.
quam cum Appius non posset pretio ac spe pellicere, clienti suo negotium dedit, ut eam in seruitutem deposceret: facile uicturus, cum ipse esset et accusator et iudex.

Lucius Virginius puellae pater tunc aberat militiae causa.

cliens igitur uirgini uenienti in forum iniecit manum, affirmans suam esse seruam:
eam sequi se iubet;
ni faciat, minatur se cunctantem ui abstracturum.

pauida puella stupente, ad clamorem nutrīcis fit concursus.

cum ille puellam non posset abducere, eam uocat in ius ipso Appio iudĭce.
interea missi nuntii ad Virginium propĕrant.
is prima luce Romam aduenit, cum iam ciuitas in foro expectatione erecta staret.
Virginius statim in forum lacrimabundus et ciuium opem implōrans filiam suam deducit.
Appius obstinatum gerens animum in tribunal ascendit, et Virginiam clienti suo addixit.
tum pater, ubi nihil usquam auxilii uidit;
«quaeso, inquit, Appi, ignosce patrio dolori, sine me filiam ultimo alloqui.»
data uenia, pater filiam in secretum abducit.
ab lanio cultrum arripit, et pectus puellae transfīgit.

tum ferro sibi uiam facit, et respersus cruore ad exercitum profugit.

concitatus exercitus montem Auentinum occupauit; decem tribūnos militum creauit;
decemuiros magistratu se abdicare coegit, eosque omnes aut morte aut exilio multauit:
ipse Appius Claudius in carcere necatus est.
Το τριακοσιοστό έτος από κτίσεως Ρώμης εξελέγησαν δεκάρχες στη θέση των δύο υπάτων, για να θεσπίσουν στον λαό νόμους φερμένους από την Ελλάδα.
Ένας απ’ αυτούς, ο Άππιος Κλαύδιος, ερωτεύτηκε παράφορα μια πληβεία κόρη· καθώς ο Άππιος δεν μπορούσε να την κάνει δική του με χρήματα και υποσχέσεις, ανέθεσε σ’ έναν πελάτη του την αποστολή να τη διεκδικήσει ως σκλάβα του: εύκολα θα νικούσε, αφού ο ίδιος θα ήταν και κατήγορος και δικαστής.
Ο Λεύκιος Βιργίνιος, ο πατέρας της κοπέλας, έλειπε τότε για στρα­τιωτικούς λόγους.
Ο πελάτης, λοιπόν, την ώρα που η κοπέλα ερχό­ταν στην αγορά, έβαλε το χέρι του πάνω της, βεβαιώνοντας ότι είναι σκλάβα του:
την προστάζει να τον ακολουθήσει·
αν δεν το κάνει, απειλεί ότι, αν καθυστερεί, θα την αρπάξει με τη βία.
Ενώ έντρομη η κοπέλα μένει άφω­νη, μαζεύεται κόσμος στις κραυγές της τροφού της.
Επειδή εκείνος δεν μπορού­σε να απαγάγει την κοπέλα, την κάλεσε στο δικαστήριο με δικαστή τον ίδιο τον Άππιο.
Στο μεταξύ απεσταλμένοι αγγελιαφόροι σπεύδουν στο Βιργίνιο.
Αυτός ξημερώματα φτάνει στη Ρώμη, ενώ όλη η πόλη ήδη βρισκόταν στην αγορά ξεσηκωμένη από την προσμονή.
Αμέσως ο Βιργίνιος οδηγεί την κόρη του στην αγορά με δάκρυα στα μάτια και επικαλούμενος τη βοήθεια των συμπολιτών του.
Ο Άππιος με άκαμπτο φρόνημα ανέβηκε στο βήμα και επεδίκασε τη Βιργινία στον πελάτη του.
Τότε ο πατέρας, όταν δεν είδε βοήθεια από πουθενά, είπε:
«Σε παρακαλώ, Άππιε, συγχώρεσε τον πόνο ενός πατέρα άφησέ με να μιλήσω για τελευταία φορά στην κόρη μου.»
Του δόθηκε η χάρη και ο πατέρας πήρε την κόρη παράμερα. Αρπάζει ένα μαχαίρι από έναν χασάπη και διαπερνά το στήθος της κοπέλας.
Τότε ανοίγει μπρος του δρόμο με το μαχαίρι και λερωμένος με το αίμα καταφεύγει στο στράτευ­μα.
Ξεσηκωμένο το στράτευμα κατέλαβε τον Αβεντίνο λόφο· εξέλεξε δέκα χιλιάρχους·
ανά­γκασε τους δεκάρχες να παραιτηθούν από την εξουσία και τους τιμώρησε όλους είτε με θάνατο είτε με εξορία·
ο ίδιος ο Άππιος Κλαύδιος σκοτώθηκε στη φυλακή.