Romulus, -i Ουσιαστικό Ρωμύλος |
Remus, -i Ουσιαστικό Ρέμος |
urbs, -is Ουσιαστικό θηλ.: πόλη |
condo, -dĭdi, -dĭtum, -ĕre 3 Ρήμα ιδρύω, θεμελιώνω, χτίζω |
orior, ortus sum, oriri 4 Ρήμα αποθ. ανατέλλω, δημιουργούμαι [μτχ. μέλλ. oriturus] |
contentio, -ōnis Ουσιαστικό θηλ. διαμάχη |
uter, utra, utrum Αντωνυμία ερωτημ. // αναφορ. ποιος από τους δύο |
nomen, nominis Ουσιαστικό ουδ.: όνομα |
nouus, -a, -um Επίθετο νέος |
do, dedi, datum, dare 1 Ρήμα δίνω |
rego, rexi, rectum, -ĕre 3 Ρήμα διοικώ |
adhibeo, -ui, -ĭtum, -ēre 2 Ρήμα προσφέρω // προσθέτω // προσλαμβάνω |
auspicium, -ii Ουσιαστικό ουδ. οιωνοσκοπία // οιωνός |
prior, prior, prius Ουσιαστικό πρώτος (από τους δύο) |
postea Επίρρημα χρον. αργότερα // έπειτα |
uultur, -ŭris Ουσιαστικό αρσ. γύπας |
sex Αριθμητικό έξι |
duodecim Αριθμητικό δώδεκα |
uideo, uidi, uisum, uidēre 2 Ρήμα βλέπω |
sic Επίρρημα έτσι |
augurium, -ii Ουσιαστικό ουδ. oιωνός |
uictor, -ōris Ουσιαστικό αρσ. νικητής |
uoco 1 Ρήμα [<uox]: καλώ, ονομάζω |
prius Επίρρημα πρωτύτερα |
lex, -gis Ουσιαστικό
θηλ.: νόμος |
quam Επίρρημα επιφων.: πόσο, πώς σε σύγκριση εισάγει τον β' όρο: από με υπερθετικό: όσο το δυνατό πιο ... |
moenia, -um Ουσιαστικό ουδ. πληθ. τείχη |
munio, -iui, -itum, -īre 4 Ρήμα οχυρώνω |
edico, -dixi, -dictum, -ĕre 3 Ρήμα διατάζω |
quis, quid Αντωνυμία αόρ. ουσ. κάποιος, -α, -ο |
uallum, -i Ουσιαστικό ουδ. οχύρωμα |
transilio, -ŭi & iui, -īre 4 Ρήμα υπερπηδώ |
irrideo, -rīsi, -rīsum, -ēre 2 Ρήμα γελώ, χλευάζω |
irascor, iratus sum, irasci 3 Ρήμα αποθ. οργίζομαι |
inteficio, -fēci, -fectum, -ĕre 3 Ρήμα σκοτώνω |
incrĕpo, - ŭi, - ĭtum, -āre 1 Ρήμα βοώ // επιτιμώ, επιπλήττω |
uerbum, -i Ουσιαστικό ουδ. λόγος, λέξη |
deinceps Επίρρημα χρον.: στο εξής |
malum, -i Ουσιαστικό ουδ. κακό, ζημία |
afficio, -fēci, -fectum, -ĕre 3 Ρήμα περιβάλλω |
quicumque, quaecumque, quodcumque Αντωνυμία αόριστη: οποιοσδήποτε |
solus, -a, -um Επίθετο μόνος |
ita Επίρρημα έτσι |
potior, -ītus sum, -īri 4 Ρήμα αποθ. κυριεύω, εξουσιάζω |
imperium, -ii Ουσιαστικό ουδ. εξουσία |
imago, -ĭnis Ουσιαστικό θηλ. εικόνα |
magis Επίρρημα περισσότερο, μάλλον [magnopere-magis-maxime] |
facio, fēci, factum, facĕre 3 Ρήμα
κάνω |
desum, defui, deesse Ρήμα λείπω |
incola, -ae Ουσιαστικό αρσ. & θηλ. κάτοικος |
proximus, -a, um Επίθετο ο εγγύτερος, ο πιο κοντινός |
lucus, -i Ουσιαστικό αρσ. ιερό άλσος |
asylum, -i Ουσιαστικό ουδ. άσυλο |
eo Επίρρημα τοπ. εκεί |
statim Επίρρημα αμέσως |
multitudo, -ĭnis Ουσιαστικό θηλ. πλήθος |
latro, -ōnis Ουσιαστικό αρσ. ληστής |
pastor, -ōris Ουσιαστικό αρσ. βοσκός |
confŭgio, -fūgi, -ĕre 3 Ρήμα καταφεύγω |
uero Σύνδεσμος αντιθ.: όμως, αλλά |
populus, -i Ουσιαστικό αρσ.: λαός |
uxor, -ōris Ουσιαστικό θηλ. σύζυγος |
habeo, habui, habitum, habēre 2 Ρήμα έχω |
legatus, - i Ουσιαστικό αρσ.: απεσταλμένος |
uicīnus, -a, um Επίθετο γειτονικός |
gens. -ntis Ουσιαστικό θηλ. έθνος |
mitto, misi, missum, mittĕre 3 Ρήμα
στέλνω |
societas, -ātis Ουσιαστικό θηλ.: συμμετοχή // συμμαχία |
conubium, -ii Ουσιαστικό
ουδ.: γάμος |
peto, -īui, -ītum, -ĕre 3 Ρήμα ζητώ |
nusquam Επίρρημα πουθενά |
legatio, -ōnis Ουσιαστικό θηλ. πρεσβεία |
audio, -īui, -ītum, -īre 4 Ρήμα ακούω |
ludibrium, -ii Ουσιαστικό ουδ. χλευασμός |
addo, -dĭdi, -dĭtum, -ĕre 3 Ρήμα προσθέτω |
ni Σύνδεσμος υποθ. [= nisi] : εάν δεν |
quis? quid? Αντωνυμία ερωτημ. ποιος; ποια; ποιο; / τι; |
femina, -ae Ουσιαστικό θηλ. γυναίκα |
aperio, -perui, -pertum, -īre 4 Ρήμα ανοίγω // αποκαλύπτω |
compar, -ăris Επίθετο ίσος, όμοιος |
forem Ρήμα forem = essem υποτ. παρατ. του ρ. sum |
aegritūdo, -ĭnis Ουσιαστικό θηλ. λύπη, αθυμία |
animus, -i Ουσιαστικό αρσ.: ψυχή, νους |
dissimulo 1 Ρήμα κρύβω |
ludus, -i Ουσιαστικό αρσ. παιχνίδι [στον πληθ. αγώνες] |
paro 1 Ρήμα ετοιμάζω |
indīco, -dixi, -dictum, -ĕre 3 Ρήμα κηρύσσω, αναγγέλλω |
deinde Επίρρημα χρον. έπειτα |
finitĭmus, -a, um Επίθετο όμορος, γειτονικός [>finis, -is αρσ.: όριο] // finitimi, -orum αρσ.: γείτονες |
spectaculum, -i Ουσιαστικό ουδ. θέαμα |
iubeo, iussi, iussum, iubēre 2 Ρήμα διατάζω |
conuenio, -ueni, -uentum, -īre 4 Ρήμα συνέρχομαι, συγκεντρώνομαι |
studium, -ii Ουσιαστικό ουδ. προθυμία, ζήλος, επιθυμία |
maxime Επίρρημα κυρίως, πρωτίστως [υπερθ. του magnopere] |
liberi, -orum Ουσιαστικό αρσ. πληθ. τα παιδιά |
coniu(n)x, -ŭgis Ουσιαστικό αρσ. & θηλ.: σύζυγος |
tempus, -ŏris Ουσιαστικό ουδ. χρόνος |
dedo, -dĭdi, -dĭtum, -ĕre 3 Ρήμα παραδίνομαι // αφοσιώνομαι |
mens, -ntis Ουσιαστικό θηλ.: νους |
oculus, -i Ουσιαστικό αρσ. μάτι |
uirgo, -inis Ουσιαστικό θηλ.: παρθένος |
signum, -i Ουσιαστικό ουδ.: σήμα |
rapio, rapui, raptum, -ĕre 3 Ουσιαστικό αρπάζω |
causa, -ae Ουσιαστικό
θηλ.: αιτία, πρόφαση, δικαιολογία |
bellum, -i Ουσιαστικό ουδ.: πόλεμος |
aduersus Πρόθεση + αιτ: έναντι, προς, εναντίον |
sumo, sumpsi, sumptum, -ĕre 3 Ρήμα λαμβάνω // αναλαμβάνω, επιχειρώ |
locus, -i Ουσιαστικό αρσ.: τόπος· πληθ. loci, -orum: χωρία βιβλίου loca, -orum: τόποι |
ubi Σύνδεσμος χρον.: μόλις, αφού |
nunc Επίρρημα τώρα |
forum, -i Ουσιαστικό ουδ.: αγορά |
pugna, -ae Ουσιαστικό θηλ. μάχη |
consĕro, -serŭi, sertum, -ĕre 3 Ρήμα συνάπτω |
mulier, -ĕris Ουσιαστικό θηλ. γυναίκα |
crinis, -is Ουσιαστικό αρσ.: τρίχα, μαλλιά |
pando, pandi, passum (pansum), -ĕre 3 Ρήμα απλώνω, ανοίγω, εκτείνω // crinibus passis: με τα μαλλιά λυμένα |
audeo, ausus sum, -ēre 2 Ρήμα ημιαποθ.: τολμώ |
telum, -i Ουσιαστικό ουδ. βέλος |
uolo 1 Ρήμα πετώ |
infero, intuli, illatum, inferre Ρήμα εισφέρω // infero me: ρίχνομαι (στον κίνδυνο |
hinc Επίρρημα από εδώ, από εκεί από τη μια πλευρά σε εκφρ. hinc ... illinc, hinc ... inde (αφενός ... αφετέρου) από αυτό το γεγονός, επομένως, εξαιτίας |
pater, -tris Ουσιαστικό αρσ.: πατέρας patres, -um: πατρίκιοι // Συγκλητικοί |
uir, uiri Ουσιαστικό αρσ.: άνδρας |
inde Επίρρημα τοπ.: από εκεί // χρον.: έπειτα |
deprĕcor, deprecatus sum, deprecari 1 Ρήμα αποθ.: εκλιπαρώ, ικετεύω |
pax, pacis Ουσιαστικό θηλ.: ειρήνη |
concilio 1 Ρήμα συνάπτω |
dux, -cis Ουσιαστικό αρσ. αρχηγός |
foedus, -ĕris Ουσιαστικό ουδ. συνθήκη |
percutio, -cussi, -cussum, -ĕre 3 Ρήμα πλήττω, χτυπώ // percutio foedus: κάνω συνθήκη |
recipio, -cēpi, -ceptum, -ĕre 3 Ρήμα αναλαμβάνω, δέχομαι |