ROMVLVS, ROMANORVM REX PRIMVS, Lhomond
Μορφοποιημένο κείμενο Μετάφραση
Romulus et Remus urbem condiderunt; sed orta est inter eos contentio uter nomen nouae urbi daret, eamque regeret;

adhibuere auspicia. Remus prior sex uultŭres, Romulus postea, sed duodĕ­cim, uidit.

sic Romulus augurio uictor Romam uocauit;

et ut eam prius legibus quam moenibus muniret, edixit ne quis uallum transiliret.
quod Remus irridens transiliuit; eum iratus Romulus interfecit, his incrĕpans uerbis:
«sic deinceps malo afficiatur quicumque transiliet moenia mea.»

ita solus potitus est imperio Romulus. Romulus imaginem urbis magis quam urbem, fecerat: deerant incolae.

erat in proximo lucus: hunc asylum fecit.
eo statim multi­tudo latrōnum pastorumque confugit.
cum uero ipse et populus uxores non haberent, legatos ad uicīnas gentes misit, qui societa­tem conubiumque peterent.

nusquam benigne legatio audita est: ludibrium etiam additum:

«quidni feminis quoque asylum aperui­stis? id enim compar foret conubium.»
Romulus aegritudinem animi dissimŭlans ludos parat: indīci deinde finitimis spectaculum iubet.
multi conuenere studio etiam uidendae nouae urbis, maxime Sa­bini cum liberis et coniugibus.
ubi spectaculi tempus uenit, eoque deditae mentes cum oculis erant, tum, dato signo, uirgines raptae sunt: et haec fuit statim causa bellorum.

Sabini ob uirgines raptas bellum aduersus Romanos sumpserunt, et in eo loco ubi nunc Romanum forum est pugnam conseruerunt.

sed raptae mulieres, crinibus passis, ausae sunt se inter tela uolantia inferre; et hinc patres, inde uiros deprecatae, pacem conciliarunt.

Romulus cum Tatio, Sabinorum duce, foedus percussit et Sabinos in urbem recepit.
Ο Ρωμύλος και ο Ρώμος ίδρυσαν πόλη· ξέσπασε όμως διαμάχη ανάμεσά τους ποιος από τους δύο να δώσει στη νέα πόλη τ’ όνομά του και να τη διοικήσει.
Χρησιμοποίησαν οιωνοσκοπία. Πρώ­τος ο
Ρώμος είδε έξι γύπες· έπειτα ο Ρωμύλος ―είδε όμως δώδεκα.
Έτσι ο Ρωμύλος νικητής χάρη στον οιωνό ονόμασε την πόλη Ρώμη·
και για να την οχυρώσει πρωτύτερα με νόμους παρά με τείχη, διέταξε να μην υπερπηδήσει κανείς την οχύρωση.
Ο
Ρώμος την υπερπήδησε γελώντας κοροϊδευτικά· ο Ρωμύλος οργισμένος τον σκότωσε, κραυγάζοντας μ’ αυτά τα λόγια:
«τέτοιο κακό στο εξής να βρίσκει όποιος υπερπηδήσει τα τείχη μου.»
Έτσι ο Ρωμύλος έμεινε μόνος κύριος της εξουσίας. Ο Ρωμύλος έφτιαξε μάλλον μια εικονική πόλη παρά πόλη: έλειπαν οι κάτοικοι.
Υπήρχε πολύ κοντά ένα ιερό άλσος: το έκανε άσυλο.
Εκεί κατέφυγε αμέσως πλήθος ληστών και βοσκών.
Επειδή όμως ο ίδιος και ο λαός του δεν είχαν γυναίκες, έστειλε πρεσβευτές στα γειτονικά έθνη για να ζητήσουν σύναψη σχέσεων και γάμους.
Πουθενά δεν εισακούστηκε ευμενώς η πρεσβεία· προστέθηκε ακόμη και ο χλευασμός:
«γιατί δεν ανοίγετε ένα άσυλο και για τις γυναίκες; Αυτό πράγματι θα ήταν δίκαιος γάμος.»
Ο Ρωμύλος κρύβοντας τη στενοχώρια του ετοιμάζει αγώνες: έπειτα διατάζει να αναγγελθεί το θέαμα στους γείτονες.
Συγκεντρώθηκαν πολλοί, και από επιθυμία να δουν τη νέα πόλη, πρωτίστως οι Σαβίνοι με τα παιδιά και τις γυναίκες τους.
Μόλις έφτασε η ώρα του θεάματος και ο νους με τα μάτια είχαν αφοσιωθεί σ’ αυτό, τότε δόθηκε το σύνθημα και απήχθησαν οι παρθένες: και αυτό στάθηκε αμέ­σως αιτία πολέμου.
Οι Σαβίνοι άρχισαν πόλεμο εναντίον των Ρω­μαί­ων για την απαγωγή των παρθένων, και συνήψαν μάχη σ’ αυτόν τον τόπο, όπου τώρα βρίσκεται το Forum Romanum.
Οι απαχθείσες γυναίκες, όμως, με τα μαλλιά λυμένα τόλμησαν να μπουν ανάμεσα στα εξακοντιζόμενα βέλη· και ικετεύοντας από τη μια τους πατέρες από την άλλη τους άνδρες τους συνήψαν ειρήνη.
Ο Ρωμύλος με τον Τάτιο, τον αρχηγό των Σαβίνων, έκανε συνθήκη και δέχτηκε τους Σαβίνους στην πόλη.

#?-:nbsp;