Logotype
incĭdo incĭdi, incāsum, -ĕre 3
Ρήμα
[in + cado]: εμπίπτω, πέφτω σε κάτι {~ in + acc. // ~ + dat.} [≠ incīdo]

Copyright © 2003-2005 Τμήμα Φιλολογίας, Φιλοσοφικής Σχολής, Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Με την επιφύλαξη κάθε νομίμου δικαιώματος.