237-2541
σοὶ μὲν á¼Î³á½¼ πτÎÏ’ ἔδωκα, σὺν οἷς á¼Ï€’ ἀπείÏονα πόντον
πωτήσῃ καὶ γῆν πᾶσαν ἀειÏόμενος
ῥηϊδίως∙ θοίνῃς δὲ καὶ εἰλαπίνῃσι παÏÎσσῃ
á¼Î½ πάσαις, πολλῶν κείμενος á¼Î½ στόμασιν,
καί σε σὺν αá½Î»Î¯ÏƒÎºÎ¿Î¹ÏƒÎ¹ λιγυφθόγγοις νÎοι ἄνδÏες
εá½ÎºÏŒÏƒÎ¼Ï‰Ï‚ á¼Ïατοὶ καλά τε καὶ λιγÎα
ᾄσονται. καὶ ὅταν δνοφεÏῆς ὑπὸ κεÏθεσι γαίης
βῇς πολυκωκÏτους εἰς ἈÎδαο δόμους,
οá½Î´Îποτ’ οá½Î´á½² θανὼν ἀπολεῖς κλÎος, ἀλλὰ μελήσεις
ἄφθιτον ἀνθÏώποις αἰὲν ἔχων ὄνομα
ΚÏÏνε, καθ’ Ἑλλάδα γῆν στÏωφώμενος ἠδ’ ἀνὰ νήσους
ἰχθυόνετα πεÏῶν πόντον á¼Ï€’ ἀτÏÏγετον,
οá½Ï‡ ἵππων νώτοισιν á¼Ï†Î®Î¼ÎµÎ½Î¿Ï‚, ἀλλά σε Ï€Îμψει
ἀγλαὰ Μουσάων δῶÏα ἰοστεφάνων∙
πᾶσι δ’ ὅσοισι μÎμηλε καὶ á¼ÏƒÏƒÎ¿Î¼Îνοισιν ἀοιδὴ
ἔσσῃ á½Î¼á¿¶Ï‚, ὄφϒ ἂν γῆ τε καὶ á¼ Îλιος∙
αá½Ï„á½°Ï á¼Î³á½¼Î½ ὀλίγης παÏá½° σεῦ οὠτυγχάνω αἰδοῦς,
ἀλλ’ á½¥ÏƒÏ€ÎµÏ Î¼Î¹ÎºÏὸν παῖδα λόγοις μ’ ἀπατᾷς.2
|
237-254
Εγώ σου Îδωσα φτεÏά, που εÏκολα θα σε σηκώσουν πάνω από την απÎÏαντη τη θάλασσα και πάνω από τη γη και θα πετάξεις. Και θα βÏεθείς σε όλες τις γιοÏÏ„ÎÏ‚ και σε όλα τα δείπνα, καθώς για σÎνα θα μιλοÏνε πλήθος, και με τη συνοδεία γλυκÏφωνων αυλών θα σε Ï„ÏαγουδοÏν νÎοι άνδÏες ποθητοί, με χάÏη και με φωνή ωÏαία και καθαÏή. Και σαν πεÏάσεις στης σκοτεινής της γης τα βάθη, στο πολυθÏήνητο του Άδη το βασίλειο, ποτΠτη φήμη σου δεν θα χάσεις, αν και νεκÏός, μα θα σε σκÎφτονται και Ï„’ όνομά σου θα ’ναι για πάντα άφθαÏτο ανάμεσα στους ανθÏώπους, ΚÏÏνε· σ’ όλη την Ελλάδα θα πεÏιπλανιÎσαι και από νησί σε νησί θα πεÏνάς την άγονη, τη γεμάτη ψάÏια θάλασσα, και δεν θα πηγαίνεις καθιστός σε κάποιο άλογο, μα θα σε συνοδεÏουν τα λαμπÏά τα δώÏα των Μουσών, των ιοστεφανωμÎνων· και θα είσαι το Ï„ÏαγοÏδι όλων εκείνων που τα Ï„ÏαγοÏδια τους αÏÎσουν, και Ï„ÏŽÏα και στο μÎλλον, όσο υπάÏχει η γη κι ο ήλιος· αλλά, παϒ όλ’ αυτά, σεβασμό δεν μου δείχνεις οÏτε στο ελάχιστο, μα σαν μικÏÏŒ παιδί μ’ εξαπατάς με τα λόγια σου.
|