237-2541
σοὶ μὲν á¼Î³á½¼ πτÎÏ’ ἔδωκα, σὺν οἷς á¼Ï€’ ἀπείÏονα πόντον
πωτήσῃ καὶ γῆν πᾶσαν ἀειÏόμενος
ῥηϊδίως∙ θοίνῃς δὲ καὶ εἰλαπίνῃσι παÏÎσσῃ
á¼Î½ πάσαις, πολλῶν κείμενος á¼Î½ στόμασιν,
καί σε σὺν αá½Î»Î¯ÏƒÎºÎ¿Î¹ÏƒÎ¹ λιγυφθόγγοις νÎοι ἄνδÏες
εá½ÎºÏŒÏƒÎ¼Ï‰Ï‚ á¼Ïατοὶ καλά τε καὶ λιγÎα
ᾄσονται. καὶ ὅταν δνοφεÏῆς ὑπὸ κεÏθεσι γαίης
βῇς πολυκωκÏτους εἰς ἈÎδαο δόμους,
οá½Î´Îποτ’ οá½Î´á½² θανὼν ἀπολεῖς κλÎος, ἀλλὰ μελήσεις
ἄφθιτον ἀνθÏώποις αἰὲν ἔχων ὄνομα
ΚÏÏνε, καθ’ Ἑλλάδα γῆν στÏωφώμενος ἠδ’ ἀνὰ νήσους
ἰχθυόνετα πεÏῶν πόντον á¼Ï€’ ἀτÏÏγετον,
οá½Ï‡ ἵππων νώτοισιν á¼Ï†Î®Î¼ÎµÎ½Î¿Ï‚, ἀλλά σε Ï€Îμψει
ἀγλαὰ Μουσάων δῶÏα ἰοστεφάνων∙
πᾶσι δ’ ὅσοισι μÎμηλε καὶ á¼ÏƒÏƒÎ¿Î¼Îνοισιν ἀοιδὴ
ἔσσῃ á½Î¼á¿¶Ï‚, ὄφϒ ἂν γῆ τε καὶ á¼ Îλιος∙
αá½Ï„á½°Ï á¼Î³á½¼Î½ ὀλίγης παÏá½° σεῦ οὠτυγχάνω αἰδοῦς,
ἀλλ’ á½¥ÏƒÏ€ÎµÏ Î¼Î¹ÎºÏὸν παῖδα λόγοις μ’ ἀπατᾷς.2
|
237-254
237. σὺν οἷς : εμπÏόθετος του οÏγάνου.
238. πωτάομαι : ποιητ. θαμιστικό του ποτάομαι, «Ï€ÎµÏ„άω εδώ κι εκεί».
239. ῥηϊδίως : Îμφαση, μÎσω του διασκελισμοÏ.
239. θοίνη : «Î³ÎµÏμα, γιοÏτή».
239. εἰλαπίνη : «ÎµÏ€Î¯ÏƒÎ·Î¼Î¿ γεÏμα ή δείπνο».
241. σÏν αá½Î»Î¯ÏƒÎºÎ¿Î¹ÏƒÎ¹ : εμπÏόθετος της συνοδείας· το υποκοÏιστικό Ï€ÏÎπει να αναφÎÏεται σε μικÏοÏÏ‚ αυλοÏÏ‚, οξÏτεÏης συχνότητας, πιθανότατα κατά μία οκτάβα, από τους κανονικοÏÏ‚ αυλοÏÏ‚. Ο πληθυντικός αÏιθμός δεν υποδηλώνει την ÏπαÏξη δÏο ή πεÏισσότεÏων αυλητών, αλλά το απλό γεγονός πως ο αυλός αποτελοÏνταν συνήθως από δÏο σωλήνες. ΑÏχικά, η μουσική συνοδεία ακολουθοÏσε πιστά το Ï„ÏαγοÏδι· το αποτÎλεσμα ήταν καθαÏά μονοφωνικό. Μόνον αÏγότεÏα, στο δεÏτεÏο Ï„ÎταÏτο πεÏίπου του 5ου αι. Ï€.Χ., όταν άÏχισε η μουσική να ανεξαÏτητοποιείται από την ποίηση και να γίνεται αυτόνομο είδος, αναπτÏχθηκε σταδιακά η πολυφωνία και η αÏμονία με τη σημεÏινή Îννοια. Η εξÎλιξη αυτή της μουσικής Ï„Îχνης εξηγεί ίσως και τη σταδιακή κατάÏγηση της μουσικής συνοδείας κατά την ελεγειακή εκτÎλεση. Βλ. M. L. West, Ancient Greek Music, ΟξφόÏδη 1992, 205· Gentili [53-54] 25-27· A. J. Neubecker, Η Μουσική στην ΑÏχαία Ελλάδα, μτφ. Îœ. Σιμώτα-Φιδετζή, Αθήνα1986, 73-74.
241. λιγÏφθογγος, ον : «Î¼Îµ καθαÏή, γλυκιά φωνή».
242. εá½ÎºÏŒÏƒÎ¼Ï‰Ï‚ : «Î¼Îµ σειÏά, με τάξη· με χάÏη»· πβ. Σόλ. 4.9-10 W Î¿á½ Î³á½°Ï á¼Ï€Î¯ÏƒÏ„ανται ... / εá½Ï†ÏοσÏνας κοσμεῖν δαιτὸς á¼Î½ ἡσυχίῃ· το επίÏÏημα χÏησιμοποιείται και σε πολιτικά συμφÏαζόμενα, βλ. 677 χÏήματα δ’ á¼Ïπάζουσι βίῃ, κόσμος δ’ ἀπόλωλεν και Σόλ. 4.13 W Εá½Î½Î¿Î¼Î¯Î· δ’ εὔκοσμα καὶ ἄÏτια πάντ’ ἀποφαίνει. Για τον παÏαλληλισμό πόλης και συμποσίου, βλ. σχόλια στους στ. 15-18 και 19-38.
243. δνοφεÏός, ά, όν : ποιητ., «ÏƒÎºÎ¿Ï„εινός».
243. κεῦθος, εος = κευθμών : «ÎºÏυψώνας».
243. δνοφεÏῆς ὑπὸ κεÏθεσι γαίης : υπαλλαγή: ὑπὸ δνοφεÏοῖς κεÏθεσι γαίης.
244. πολυκωκÏτους : ἅπαξ λεγόμενον.
246. ὄνομα : ως συνώνυμο του κλÎους ήδη στον ΌμηÏο, Ï€.χ. ω 93 κεξ. σὺ μὲν οá½Î´á½² θανὼν ὄνομ’ ὤλεσας, ἀλλά τοι αἰεὶ / πάντας á¼Ï€’ ἀνθÏώπους κλÎος ἔσσεται á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÎ½.
247. Ἑλλάδα : επίθετο, πβ. Αισχ. Ἑπτά 243 Ἑλλὰς χθών.
247. γῆν : ως αντίθετο του νήσους δηλώνει την ηπειÏωτική χώÏα.
247. στÏωφάομαι : ποιητ. και ιων. θαμιστικό του στÏÎφομαι : «Ï€ÎµÏιπλανιÎμαι, πεÏιφÎÏομαι».
248. ἀτÏÏγετος, ον : «Î±ÎºÎ±Î»Î»Î¹ÎÏγητος, άγονος».
249. ἔφημαι : παθ. Ï€Ïκμ. ως ενεστ., «ÎºÎ¬Î¸Î¿Î¼Î±Î¹ πάνω σε κτ».
249. οá½Ï‡ ἵππων νώτοισιν á¼Ï†Î®Î¼ÎµÎ½Î¿Ï‚ : σχολιάζει ο Hudson-Williams ([1-18] 193): «Î¯ÏƒÏ‰Ï‚ να Ï€Ïόκειται για αναφοÏά στα άλογα κάποιου Ï€Î¿Î»Ï Î³Î½Ï‰ÏƒÏ„Î¿Ï Î¼Ïθου· ή ίσως ο ποιητής ασκεί κÏιτική σε μια εικόνα που συνÎθεσε κάποιος συνάδελφός του, ή ίσως Îχει κατά νου κάποιο άγαλμα που απεικονίζει την ποιητική αθανασία». Ο van Groningen ([1-18] 98) αποÏÏίπτει ως παÏάλογες τις δÏο τελευταίες Ï€Ïοτάσεις και, αν και θεωÏεί εÏλογη την Ï€Ïώτη, δίνει μια Ï„ÎταÏτη Ï€Ïόταση: ο ΘÎογνης υπαινίσσεται τη συμμετοχή του νεαÏÎ¿Ï Î±ÏιστοκÏάτη ΚÏÏνου στο ιππικό των ΜεγάÏων και την ενασχόλησή του με την ιππασία. Ο J. Cressey (“Theognis 249: An Interpretation”, AJP 97 (1976) 210-212) θεωÏεί πως Ï€Ïόκειται για μια μεταφοÏά: οι ἵπποι δηλώνουν συνεκδοχικά τον ὄχον, που αποτελεί με τη σειÏά του μια ποιητική μεταφοÏά για την ναῦν (βλ. Αισχ. ΠΔ 468, Ικετ. 33, Σοφ. ΤÏαχ. 656 κ.α.)· με άλλα λόγια, ο ποιητής ισχυÏίζεται πως ο ΚÏÏνος δεν θα ταξιδÎψει ἀνὰ νήσους με τον συμβατικό Ï„Ïόπο, δηλαδή με κάποιο πλοίο, αλλά με τον Ï„Ïόπο της ποίησης και των Μουσών. Πιο λογική είναι, ίσως, η Ï€Ïώτη εÏμηνεία του Hudson-Williams, ότι Ï€Ïόκειται δηλαδή για αναφοÏά σε κάποιον μÏθο: ο Edmonds ([8] 258) αναφÎÏει ως πιθανότητα τον μÏθο του ΒελλεÏοφόντη ή του Î Îλοπα· ο E. Diehl (Anthologia Lyrica Graeca, Leipzig 1950) Ï€Ïοτιμά τον μÏθο των ΔιοσκοÏÏων ΚάστοÏα και ΠολυδεÏκη, όπως εξάλλου και ο Campbell ([19] 364).
250. δῶÏα ἰοστεφάνων : για τη χασμωδία, βλ. 1· πβ. Ιλ. Σ 72 λειμῶνες μαλακοὶ ἴου ἠδὲ σελίνου. 251. μÎμηλε : ενν. υποκ. Μουσάων δῶÏα.
253. σεῦ : τονισμÎνος Ï„Ïπος, καθώς η αντωνυμία είναι εξίσου σημαντική με το á¼Î³ÏŽÎ½.
253. á¼Î³á½¼Î½ ... παÏá½° σεῦ : παÏαπÎμπει στον στ. 237 σοὶ μὲν á¼Î³ÏŽ: κυκλικό σχήμα· ενδιάμεσα, στον στ. 241, το καί σε, καθιστά την αντίθεση του στ. 253 ακόμη πιο αποτελεσματική· πβ. ακόμη την αντίθεση á¼Ï€’ ἀπείÏονα πόντον (237) - ὀλίγης αἰδοῦς (253).
253. αἰδοῦς : η αἰδώς είναι Îνα από τα βασικά καθήκοντα των ἀγαθῶν Ï€Ïος τους φίλους: μεσω της αμοιβαίας αἰδοῦς επιβεβαιώνονται οι δεσμοί πίστης που επιτÏÎπουν τη συνοχή της κοινωνικής ομάδας. Βλ. Benveniste [73-74] 277-278· συγκεκÏιμÎνα για την αἰδῶ στον ΘÎογνη, Cairns [85-86] 167-175. |
Ο ΘÎογνης πεÏηφανεÏεται ότι με την ποίησή του κατόÏθωσε να απαθανατίσει τον ΚÏÏνο· ως αντάλλαγμα, ο ΚÏÏνος τον πεÏιφÏονεί. Ο Hudson-Williams ([1-18] 192) θεωÏεί πως το ποίημα αποτελεί τον επίλογο μιας συλλογής που αποτελοÏνταν από τους στ. 1-252 (για τους στ. 253-254 πιστεÏει πως αποτελοÏν μεταγενÎστεÏη Ï€Ïοσθήκη)· παÏόμοια άποψη Îχει και ο Jacoby ([1-18] 130 κεξ.), με τη διαφοÏά πως αποÏÏίπτει τους στ. 1-18 ως νόθους (βλ. σχόλια στους στ. 1-18). Ο van Groningen ([1-18] 101) διαφωνεί και υποστηÏίζει πως το ποίημα δεν Îχει τον χαÏακτήÏα επιλόγου, και ως εκ τοÏτου δεν μποÏεί να Îχει τη θÎση ή τη λειτουÏγία ενός επιλόγου· θα πεÏιμÎναμε πως Îνας Ï€Ïαγματικός επίλογος θα Îκανε Îστω κάποια νÏξη στα θÎματα που αναπτÏχθηκαν Îως Ï„ÏŽÏα, όπως ακÏιβώς συμβαίνει και με το Ï€ÏογÏαμματικό ποίημα 19-38· οι στ. 237-254, όμως, είναι Îνα ποίημα όπως όλα τα άλλα, αυτόνομο και ανεξάÏτητο, Îνα ποίημα μάλιστα που ελάχιστη σχÎση Îχει με τα Ï€ÏοηγοÏμενα ποιήματα από άποψη πεÏιεχομÎνου. Κάπου στη μÎση βÏίσκεται η άποψη του West ([1-18] 41), σÏμφωνα με τον οποίο ο ποιητής Ï€Ïάγματι δεν συνÎθεσε το ποίημα ως επίλογο, όταν όμως συντάχθηκε το Florilegium Purum (1-254· βλ. σχόλια στους στ. 19-38), η ελεγεία τοποθετήθηκε στο Ï„Îλος εν είδει επιλόγου, επειδή ακÏιβώς μοιάζει με απολογισμό της θεογνίδειας ποιητικής Ï€Ïάξης. Η εÏμηνεία αυτή αναγνωÏίζει τη συνοχή και την αυτονομία της ενότητας 1-254, χωÏίς όμως να παÏαγνωÏίζει την αυτονομία και των στ. 237-254: η παÏουσία των στίχων στο Ï„Îλος της ενότητας δεν ανταποκÏίνεται στην αÏχική λειτουÏγία και Ï€Ïόθεσή τους.
Οι στ. 237-254 αποτελοÏν Îνα από τα πιο μεγάλα ποιήματα της συλλογής. Î Ïόκειται για ποίημα σε Ï€Ïοσωπικό και δÏαματικό Ï„Ïόπον τινά Ïφος: όπως και στους στ. 87-92, η εμπειÏία που οδηγεί στη σοφία των αποφθεγμάτων παÏουσιάζεται εδώ ζωντανή, δÏαματοποιείται και συγκεκÏιμενοποιείται στη σχÎση του ποιητή με τον ΚÏÏνο· ο ΚÏÏνος δεν είναι πλÎον ο απÏόσωπος και αμÎτοχος αποδÎκτης του θεογνίδειου λόγου, μα αποκτά υπόσταση, σάÏκα και οστά, βοÏληση και κίνηση· Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ δÏο υπάÏχει μια σχÎση όλο ενÎÏγεια και ζωή, και μÎσα από αυτό το μικÏÏŒ επεισόδιο της σχÎσης αποκτοÏμε μια εικόνα της λογικής που υπαγοÏεÏει την ψυχολογική κατάσταση του ποιητή και την ιδεολογική κατεÏθυνση της σκÎψης του. Η σχÎση κάθε άλλο παÏά αμοιβαία μοιάζει, κι αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο παÏαπονιÎται ο ποιητής: η συμπεÏιφοÏά του ΚÏÏνου πεÏιφÏονεί κάθε αÏχή και κάθε δεσμό, και καθιστά τη σχÎση άνιση, και γι’ αυτό άκυÏη. Ο ποιητής Ï€ÏοσφÎÏει στον ΚÏÏνο την αιωνιότητα· ο ΚÏÏνος δεν του Ï€ÏοσφÎÏει οÏτε τον ελάχιστο σεβασμό.
Άνιση, όπως η σχÎση, είναι και η δομή του ποιήματος: δεκαÎξι στίχοι για την Ï€ÏοσφοÏά του ΘÎογνη, μόλις δÏο για την αντιπÏοσφοÏά του ΚÏÏνου· μια μεγαλόπÏεπη και πλοÏσια εικόνα η οποία αποκλιμακώνεται σε Îνα δίστιχο απλό και λιτό, συμπεÏασματικό. Η ανισόÏÏοπη αυτή κατανομή Ï€Ïοκάλεσε το αίσθημα συμμετÏίας των μελετητών, οι οποίοι διÎγνωσαν πως το ποίημα είναι Ï€Ïοβληματικό: Ï€Ïώτος ο F. T. Welcker (Theognidis Reliquiae, Francofurti 1826) αμφισβήτησε τη γνησιότητα των στ. 253-254· ακολοÏθησε ο Hudson-Williams (ÏŒ.Ï€.) και ο Carrière ([1-18] 103), ενώ ο West (ÏŒ.Ï€.) θεωÏεί απλώς ότι το ποίημα δεν σώζεται ολόκληÏο, αλλά ακολουθοÏσαν κι άλλοι στίχοι στους οποίους ανÎπτυσσε ο ποιητής τη στάση του ΚÏÏνου. Θα μποÏοÏσε να πει κανείς ότι μια Ï„Îτοια πιθανότητα υπάÏχει πάντα· είναι σαφώς Ï€ÏοτιμότεÏη η εÏμηνεία αυτή από τη λÏση της απόÏÏιψης των στ. 253-254· δεν υπάÏχει λόγος να αποÏÏίψουμε αυτό το οποίο Îχουν διασώσει ανεπιφÏλακτα όλοι οι κώδικες. Αν και είναι πιθανή, όμως, η εÏμηνεία του West, δεν μοιάζει να είναι αναγκαία: η ασυμμετÏία του ποιήματος δεν ζημιώνει κατ’ ανάγκην την ουσία του· κάθε άλλο μάλιστα, μοιάζει να την καθÏεφτίζει. Η απÏόσμενη και απότομη αποκλιμάκωση του ποιήματος αντικατοπτÏίζει με τον πλÎον επιτυχημÎνο και αποτελεσματικό Ï„Ïόπο την αποκλιμάκωση της σχÎσης Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï… ΘÎογνη και του ΚÏÏνου: οποιαδήποτε ανάλυση ή ανάπτυξη της συμπεÏιφοÏάς του ΚÏÏνου θα αποδυνάμωνε το ποίημα, θα το καθιστοÏσε πλαδαÏÏŒ και βαÏετό: κανείς δεν μποÏεί να ακοÏει για Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î± παÏάπονα κάποιου Ï€ÏοδομÎνου στη φιλία, κι ο ποιητής φαίνεται να το γνωÏίζει πως οποιαδήποτε καθυστÎÏηση και επιμονή στην αÏνητική εικόνα του ΚÏÏνου, θα βάÏαινε το ποίημα τόσο πολÏ, ώστε ακόμη και το Ï€Ïώτο μÎÏος θα Îχανε τη μεγαλόπÏεπη ανωτεÏότητά του. Η δομική ασυμμετÏία, λοιπόν, μοιάζει να είναι επιλογή και όχι αδυναμία.
Αξίζει, εξάλλου, να Ï€ÏοσÎξουμε πως το ποίημα μοιάζει να κινείται σε δÏο επίπεδα: Îνα ποιητικό/δÏαματικό κι Îνα μετα-ποιητικό/αυτοαναφοÏικό· και στα δÏο επίπεδα, ο ποιητής ξεκινά με πεÏίλαμπÏο Ï„Ïόπο και σίγουÏη δÏναμη, και καταλήγει σε μια απÏοσδόκητη ακÏÏωση και σε Îναν φόβο. Οι στ. 237-254 παÏουσιάζουν ουσιαστικά το ÎÏγο του: συγκεκÏιμÎνα την ποίησή του Ï€Ïος τον ΚÏÏνο, πιο γενικά την ποιητική Ï€Ïάξη καθεαυτήν. Στην Ï€Ïώτη πεÏίπτωση μιλά για τη φήμη που χάÏισε στον ΚÏÏνο: φτεÏά Îδωσε ο ποιητής στον ΚÏÏνο με το ÎÏγο του, την απόλυτη ελευθεÏία της αιωνιότητας, την ÏπαÏξη Ï€ÎÏα από τους πεÏιοÏισμοÏÏ‚ του χώÏου και του χÏόνου· από δω και στο εξής θα Ï„ÏαγουδιÎται σε γιοÏÏ„ÎÏ‚ και συμπόσια, ακόμη και μετά το θάνατό του, όταν ο ίδιος θα βÏίσκεται στα σκοτεινά και άÏαχλα δώματα του Άδη, το όνομά του θα ακοÏγεται απ’ άκÏη σ’ άκÏη σ’ όλο τον κόσμο, όπου κι αν φθάσουν οι ανθοστεφανωμÎνες ΜοÏσες· μα τι κεÏδίζει, τελικά; την εξαπάτηση και την πεÏιφÏόνηση, την απόλυτη αγνωμοσÏνη. Είναι αξιοσημείωτο πως ο ποιητής στήνει το ποίημά του με λÎξεις και φÏάσεις ομηÏικÎÏ‚: á¼Ï€’ ἀπείÏονα πόντον (237), θοίνῃς δὲ καὶ εἰλαπίνῃσι (239), δνοφεÏῆς ὑπὸ κεÏθεσι γαίης (243), [πολυ]κωκÏτους (244), εἰς ἈÎδαο δόμους (244), κλÎος (245), μελήσεις (245), ἄφθιτον αἰὲν ... ὄνομα (246), στÏωφώμενος (247), ἰχθυόεντα πεÏῶν πόντον á¼Ï€’ ἀτÏÏγετον (248), ἀγλαὰ δῶÏα (250), á¼ÏƒÏƒÎ¿Î¼Îνοισιν ἀοιδή (251). Είναι Ï€ÏοφανÎÏ‚ πως ο ποιητής επιθυμεί να εξισώσει τον ΚÏÏνο με τον επικό ήÏωα: ο ίδιος ο ΘÎογνης εξισώνεται με τον επικό ποιητή, καθώς μετατÏÎπει το κλÎος του ΚÏÏνου σε ἀοιδήν που θα Ï„ÏαγουδιÎται όπως Ï„ÏαγουδιÎται η ΕλÎνη, ο ΈκτοÏας, ο ΟδυσσÎας. Κατ’ αυτόν τον Ï„Ïόπο, όμως, ο ποιητής υπαινίσσεται δίχως άλλο και τη δÏναμη της ποιητικής Ï€Ïάξης στο σÏνολό της: η ποίηση είναι η αιώνια μνήμη, το κλÎος ἄφθιτον που καταλÏει όλα τα δεσμά, χώÏου και χÏόνου. Όπως παÏατηÏεί, λοιπόν, ο L. R. Riforgiato (“Theognis’ Epilogue”, CB 37 (1961) 76-77), o ΚÏÏνος καταλήγει να είναι Îνα σÏμβολο της ποίησης του ΘÎογνη: το εγκώμιο του ΚÏÏνου μετατÏÎπεται σε εγκώμιο της ποίησης (γενικά, και του ΘÎογνη ειδικότεÏα)· το τελευταίο δίστιχο ÎÏχεται για να υπενθυμίσει στον ποιητή την ασυμμετÏία Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï€Ïοσδοκίας και Ï€Ïαγματικότητας: o ΚÏÏνος δεν ανταποκÏίνεται με ίση Ï€Ïοθυμία· μήπως θ’ αποδειχτεί πως οÏτε η ποίηση θα μποÏÎσει τελικά να καταστήσει τη μνήμη αιώνια;
|
|