19-38, Θέογνις
Κείμενο Σχόλια

19-381
Κύρνε, σοφιζομένῳ μὲν ἐμοὶ σφρηγὶς2 ἐπικείσθω
   τοῖσδ’ ἔπεσιν – λήσει δ’ οὔποτε κλεπτόμενα,
οὐδέ τις ἀλλάξει κάκιον τοὐσθλοῦ παρεόντος,
   ὧδε δὲ πᾶς τις ἐρεῖ∙ «Î˜ÎµÏÎ³Î½Î¹Î´ÏŒÏ‚ ἔστιν ἔπη
τοῦ Μεγαρέως»âˆ™3 πάντας δὲ κατ’ ἀνθρώπους ὀνομαστός∙
   ἀστοῖσιν δ’ οὔπω πᾶσιν ἁδεῖν δύναμαι.
οὐδὲν θαυμαστὸν Πολυπαΐδη∙ οὐδὲ γὰρ οὖν Ζεὺς
   οὐθ’ ὕων πάντεσσ’ ἁνδάνει οὔτ’ ἀνέχων.
σοὶ δ’ ἐγὼ εὖ φρονέων ὑποθήσομαι, οἷάπερ αὐτὸς
   Κύρν’ ἀπὸ τῶν ἀγαθῶν παῖς ἔτ’ ἐὼν ἔμαθον.
πέπνυσο, μηδ’ αἰσχροῖσιν ἐπ’ ἔργμασι μηδ’ ἀδίκοισιν
   τιμὰς μηδ’ ἀρετὰς ἕλκεο μηδ’ ἄφενος.
ταῦτα μὲν οὕτως ἴσθι∙ κακοῖσι δὲ μὴ προσομίλει
   ἀνδράσιν, ἀλλ’ αἰεὶ τῶν ἀγαθῶν ἔχεο∙
καὶ μετὰ τοῖσιν πῖνε καὶ ἔσθιε, καὶ μετὰ τοῖσιν
   ἵζε, καὶ ἅνδανε τοῖς, ὧν μεγάλη δύναμις.
ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι∙ ἢν δὲ κακοῖσι
   συμμίσγῃςἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον.
ταῦτα μαθὼν ἀγαθοῖσι ὁμίλει, καί ποτε φήσεις
   εὖ συμβουλεύειν τοῖσι φίλοισιν ἐμέ.4

19-38
19. Κύρνε
: ο γιος του Πολύπαου (25), στον οποίο αφιερώνει ο ποιητής τη συλλογή του. Δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται για πρόσωπο ιστορικό ή ίσως για μια περσόνα. Σε κάθε περίπτωση, το πατρωνυμικό παραπέμπει στην αριστοκρατική τάξη (*πάομαι : «Î±Ï€Î¿ÎºÏ„ÏŽ»· πέπαμαι = κέκτημαι), ενώ η αναφορά στη διδασκαλία (28-29, 31-38) δείχνει πως, είτε πρόκειται για πρόσωπο είτε για περσόνα, είναι σίγουρα κάποιος νεώτερος του Θέογνη,  που συνδέεται μαζί του πιθανότατα ως ἐρώμενος κατά το έθος της αριστοκρατικής παιδείας. Ο «Ï€Î±Î¹Î´Î±Î³Ï‰Î³Î¹ÎºÏŒÏ‚ έρωτας» ανάμεσα στον ενήλικο ἐραστήν και τον έφηβο παῖδα ήταν μια ιδιότυπη σχέση που ξεκινούσε από την παλαίστρα και αναπτυσσόταν στα συμπόσια, συμπεριελάμβανε μεταξύ άλλων τη διδασκαλία του νεώτερου από τον μεγαλύτερο σε θέματα συμπεριφοράς και ηθικής, πάντοτε υπό το πρίσμα της αριστοκρατικής ιδεολογίας, και οδηγούσε τελικά σε μια ισόβια σχέση φιλότητος (βλ. Πλάτ. Συμπ. 178b-e, 184c-185d· Ι. Συκουτρής, Πλάτωνος Συμπόσιον, Αθήναι 1949, Εισαγωγή: 39-65· C. Reinsberg, Γάμος, Εταίρες και Παιδεραστία στην Αρχαία Ελλάδα, μτφ. Δ. Γ. Γεωργοβασίλης – M. Pfreimter, Αθήνα 1993, 224-244· K. J. Dover, Η Ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, μτφ. Π. Χιωτέλλης, Αθήνα 1990, 222-224· L. Kurke, “Pindar’s Sixth Pythian and the Tradition of Advice Poetry”, TAPA 120 (1990) 85-107). Για την διδασκαλία και την καθοδήγηση ως στοιχείο του «Ï€Î±Î¹Î´Î±Î³Ï‰Î³Î¹ÎºÎ¿Ï έρωτα» στη θεογνίδεια συλλογή, βλ. 1239-40, 1241-42, 1363-64, 1373-74 και J. M. Lewis, “Eros and the Polis in Theognis Book II”, στο Figueira-Nagy [1-4] 219. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η άποψη του Nagy ([1-18] 54) πως ο Κύρνος αποτελεί μια γενολογική φιγούρα στην κεντρική ιδεολογική αντίθεση ἀγαθῶν-κακῶν, όπως εξάλλου και ο ίδιος ο Θέογνης: ο μεν Θέογνης αντιπροσωπεύει την τάξη και τη δικαιοσύνη, ο δε Κύρνος αντιπροσωπεύει την ακριβώς αντίθετη έννοια, την ὕβριν, και τη μερίδα εκείνη της αριστοκρατίας που έχει ξεπέσει ηθικά. Υπογραμμίζει, μάλιστα, ο Nagy πως ο Ησύχιος εξηγεί τη λέξη κύρνοι ως νόθοι: σε μια εποχή ρευστότητας κατά την οποία οι τάξεις και οι γενιές αναμειγνύονταν και οι έννοιες του ἀγαθοῦ και του κακοῦ μεταλλάσσονταν, το όνομα του Κύρνου φαίνεται να παραπέμπει στη νόθευση αυτή των γενεών και των εννοιών και η γενολογική του φιγούρα να αντιστοιχεί στους αριστοκράτες εκείνους που αποστασιοποιούνται από τις παλαιές παραδοσιακές αρχές χάριν του κέρδους. Ακόμη και το όνομα του Πολύπαου φαίνεται να παραπέμπει στον τυπικό πλούσιο άνδρα: ο πλούτος που διαθέτει είναι πολύς, και πολύς πλούτος σημαίνει κόρον και κατά συνέπεια ὕβριν.
19. σοφίζω : «ÎºÎ±Î¸Î¹ÏƒÏ„ÏŽ σοφό, διδάσκω»· μέσ. «ÎµÎ¾Î±ÏƒÎºÏŽ μια τέχνη». Ρήμα αρκετά γενικό, η ειδική σημασία του οποίου ορίζεται κάθε φορά από τα συμφραζόμενα. Το πιο πιθανό είναι πως εδώ γίνεται αναφορά στην ποιητική τέχνη του Θέογνη: «Î±ÏƒÎºÏŽ το έργο του ποιητή» (van Groningen [1-18] 18 κεξ.· Α. Δ. Σκιαδάς, Αρχαϊκός Λυρισμός Ι, Αθήνα 1979, 225· D. A. Campbell, Greek Lyric Poetry, Bristol 1982, 348). Η λέξη σοφίη χρησιμοποιείται για τη μουσική και ποιητική τέχνη και στους στ. 790, 942 και 995· πβ. και 370 μιμεῖσθαι δ’ οὐδεὶς τῶν ἀσόφων δύναται. O Nagy ([11-14] 29 κεξ.) υποστηρίζει πως οι αναφορές του ποιητή στη σοφίη, όπως και το ρήμα σοφίζομαι εν προκειμένω, υποδηλώνουν τον υπαινικτικό και αινιγματικό τρόπο με τον οποίο υφαίνεται μέσα στον ποιητικό λόγο η ιδεολογία της αριστοκρατικής τάξης· ο ιδιότυπος αυτός ποιητικός λόγος, τον οποίο καλείται να αποκωδικοποιήσει το κοινό του ποιητή, θα χάσει το νόημα και την ισχύ του, αν απομονωθεί από τα οικεία συμφραζόμενα, τη θεογνίδεια, δηλαδή, συλλογή και ιδεολογία. Απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα της θεογνίδειας ποίησης, λοιπόν, είναι η ύπαρξη ενός κοινού ικανού να αντιληφθεί τις προεκτάσεις και τις συνυποδηλώσεις της, και το κοινό αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο παρά οι φίλοι και οι ἑταῖροι με τους οποίους μοιράζεται ο ποιητής τα ίδια αριστοκρατικά ιδεώδη. Ο ποιητικός λόγος, λοιπόν, είναι λόγος πολιτικός, ή ακόμη καλύτερα πράξη πολιτική η οποία πραγματώνεται μέσω της ποίησης. Την σοφίην του ποιητή συσχετίζουν με τον πολιτικό του λόγο και ο A. L. Ford (“The Seal of Theognis: The Politics of Authorship in Archaic Greece”, στο Figueira-Nagy [1-4] 92) και ο Edmunds ([1-4] 100, 110 κεξ): η σοφίη του ποιητή προέρχεται από τις Μούσες· ο ποιητής δεν είναι ένας απλός θεράπων των Μουσών, όπως συμβαίνει Ï€.χ. με τον Ησίοδο (Θεογ. 99), αλλά και αγγελιοφόρος τους, ένας μεσάζοντας μεταξύ των Μουσών και του κοινού του, στο οποίο κοινό οφείλει να μεταγγίσει τη σοφίην του· μέσω της ποίησής του ο ποιητής ιδρύει μια κοινωνία σοφῶν πολιτών, και η κοινωνία αυτή είναι η μόνη πραγματική πόλις, έτσι όπως τη βίωσε ο Θέογνης  και έτσι όπως την θυμάται πλέον και την οραματίζεται σε μια εποχή ριζικών κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών (Edmunds, 100)· δεν πρόκειται για τα Μέγαρα, ούτε για κάποια άλλη συγκεκριμένη πόλη, αλλά για κάθε πόλη ή έστω ομάδα που είναι έτοιμη να ακούσει τον λόγο της θεογνίδειας ποίησης. Η σοφίη και ο λόγος παραδίδονται και διαδίδονται στα συμπόσια και μέσω της σχέσης εραστή-ερωμένου – οι κατ’ εξοχήν «Ï‡ÏŽÏÎ¿Î¹» παιδείας της αριστοκρατικής τάξης. Βλ. και προηγούμενο σχόλιο και 769-772.
19. ἐμοί : μη εγκλιτικός τύπος, προσδίδει έμφαση· δοτ. ποιητ. αιτίου, αν και με ενεστώτα, καθώς το ἐπίκειμαι μοιάζει να έχει τη σημασία παρακειμένου· για τη χρήση του κεῖμαι ως παθητικού βλ. και Πλάτ. Απολ. 30e προσκείμενον ... ὑπὸ θεοῦ.
20. λήσει δ’ οὔποτε κλεπτόμενα : η φράση «Î´ÎµÎ½ αποτελεί επεξήγηση [του προηγούμενου στίχου] προς τους αργόστροφους» (West [1-18] 149), αλλά επέκταση· η έμφαση τίθεται στο λήσει: ο ποιητής βάζει τη σφραγίδα για να προστατέψει την ποίηση του από κλοπή· αν κάποιος την παραβιάσει και κλέψει τα ποιήματα – πράγμα πολύ πιθανό και εύκολο –  θα γίνει αμέσως αντιληπτός· βλ. και Pratt [19] 177.
21. τοὐσθλοῦ : κράση· ο West ([1-18] 85) παρατηρεί πως η κράση αποτελεί στοιχείο της κοινής καθομιλουμένης, μα αποφεύγεται σε κείμενα υψηλού ύφους, καθώς θεωρείται ενδεικτικό αμέλειας και κακοτεχνίας.
21. παρεόντος : γεν. απόλ., αντί του συνήθους ἀλλάζω τί τινος.
23. πάντας δὲ κατ’ ἀνθρώπους ὀνομαστός : τοποθετείται συχνά εντός εισαγωγικών μαζί με την προηγούμενη πρόταση (Edmonds [8], Carrière [1-18], van Groningen [1-18], Campbell [9], Nagy [11-14]), όπως παρατηρεί, όμως, ο West ([1-18] 149 κεξ.), αν κρατήσουμε τη φράση εκτός εισαγωγικών, η αντίθεση ανάμεσα στην παγκόσμια φήμη του ποιητή και τη δυσαρέσκεια που προκαλεί στους συμπολίτες του (25) είναι εναργέστερη: η αντίθεση αυτή αντιστοιχεί στην κύρια αντίθεση του ποιήματος ανάμεσα στο σοφιζομένῳ μὲν ἐμοί (19) και το ἀστοῖσιν δ’ (25)· βλ. και επόμενο σχόλιο. Αξίζει να σημειώσουμε την έμφαση στο επίθετο πάντας (πβ. πᾶς τις 22 και πᾶσιν 24), το οποίο, σύμφωνα με τον Nagy ([11-14] 30 κεξξ.) υπογραμμίζει την προσδοκία πως η θεογνίδεια ποίηση θα έχει απήχηση σε πανελλήνιο επίπεδο: μόνο με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσει ο πολιτικός/ποιητικός λόγος μονιμότητα.
24. ἁδεῖν : απρμ. αορ. του ἁνδάνω, μέλλ. ἁδήσω, πρκμ. ἅδηκα, ἕαδα : με δοτ., «ÎµÏ…χαριστώ, ευαρεστώ»· ρήμα κυρίως ιωνικό και ποιητικό.
24. ἀστοῖσιν δ’ οὔπω πᾶσιν ἁδεῖν δύναμαι : η ανταπόδοση στο σοφιζομένῳ μὲν ἐμοί του στ. 19. Η δυσαρέσκεια των ἀστῶν σχετίζεται προφανώς με το περιεχόμενο της ποίησης του Θέογνη. Πβ. και Σόλ. 7 West ἔργμασιν ἐν μεγάλοις πᾶσιν ἁδεῖν χαλεπόν. Για τον ποιητή Θέογνη, η ποίηση ισοδυναμεί με ἔργματα, ο ποιητικός λόγος είναι μια πράξη πολιτική. Το επίρρημα οὔπω επισημαίνει πως η πανελλήνια απήχηση, την οποία προσδοκά ο ποιητής (23), ανήκει στο μέλλον: ο ποιητής δεν έχει κατορθώσει ακόμη να ευαρεστήσει ούτε καν όλους τους ἀστούς των Μεγάρων.
25. οὐδέν : ως επίρ.
24-25 ὀνομαστός ... ἀστοῖς ... θαυμαστόν : παρονομασία.
26. ὕω : «Î²ÏÎ­Ï‡Ï‰». 
26. ἀνέχω : «ÏƒÏ…γκρατώ, σταματώ».
25-26. οὐδὲ γὰρ οὖν Ζεὺς / ... οὔτ’ ἀνέχων : ο ποιητής εξισώνεται με τον ύψιστο θεό, η κοινωνική τάξη στην οποία αποσκοπεί η ποίησή του με τη φυσική τάξη του κόσμου.
27. εὖ φρονέων : πβ. και 37-38 καί ποτε φήσεις / εὖ συμβουλεύειν τοῖσι φίλοισιν ἐμέ. Χαρακτηριστικό της ψυχολογίας του Θέογνη η αδιάσειστη πεποίθηση στην ορθότητα των λόγων του, η οποία εντούτοις δεν αποτελεί ισόρροπη πορεία της σκέψης, μα πεισματική και όλο πικρία αντίδραση ενός έκπτωτου αριστοκράτη, που μπορεί να καταλήξει κάποτε σε νευρωτική εγωπάθεια και ανυπόφορη αλαζονεία.
27. ὑποτίθεμαι : «Î´Î¹Î´Î¬ÏƒÎºÏ‰» > ὑποθήκη : «ÏƒÏ…μβουλή, προειδοποίηση, διδασκαλία»· πβ. και ἔμαθον (28), μαθήσεαι  (35) και μαθών (37): αναφορά στη διδακτική λειτουργία της ποίησης στο πλαίσιο του συμποσίου. Η συναναστροφή με τους ἀγαθούς ήταν απαραίτητη για τους νέους της αριστοκρατικής τάξης, καθώς διασφάλιζε τη διαιώνιση των αρχών και των ιδεών της ομάδας και την επιβίωση της παράδοσης: βλ. και πιο κάτω 31-38· ακόμη 61-68, 69-72, 101-112, 113-114, 305-308, 753-756, 1165-66. Ένας χώρος όπου μπορούσε ο νέος να συναναστραφεί τους ἀγαθούς ήταν το συμπόσιο, κατά τη διάρκεια του οποίου μάθαινε ο νέος τον βασικό κώδικα συμπεριφοράς και μέσω της ποίησης. Το συμπόσιο ήταν κατά κάποιον τρόπο μια μικρογραφία της πόλης: αρχές όπως το μέτρο, ο αυτοέλεγχος και η εγκράτεια, η τάξη, η κοσμιότητα, η αφοσίωση αλλά και η πονηριά, ισχύουν και στα δύο επίπεδα: μαθαίνοντας να φέρεται σωστά στο συμπόσιο, ο νέος μάθαινε να φέρεται σωστά στην πόλη· βλ. Levine [15-18]. Για το ερωτικό περιεχόμενο της σχέσης μεταξύ του ενήλικου δασκάλου και του έφηβου μαθητή, βλ. σχόλιο στον στ. 19. Αξίζει να σημειώσουμε πως για τη γνωμική και διδακτική ποίηση, δείγμα της οποίας αποτελεί η θεογνίδεια συλλογή, χρησιμοποιείται συχνά και ο όρος ὑποθῆκαι· πβ. και Ισοκρ.  Προς Νικ. 43.1-5, όπου γίνεται αναφορά στον Ησίοδο, τον Θέογνη και τον Φωκυλίδη: καὶ γὰρ τούτους φασὶ μὲν ἀρίστους γεγενῆσθαι συμβούλους Ï„á¿· βίῳ Ï„á¿· τῶν ἀνθρώπων, ταῦτα δὲ λέγοντες αἱροῦνται συνδιατρίβειν ταῖς ἀλλήλων ἀνοίαις μᾶλλον á¼¢ ταῖς ἐκείνων ὑποθήκαις. Το 1913, ο P. Friedländer (“ΥΠΟΘΗΚΑΙ”, Hermes 48: 558-616) υποστήριξε πως οι ὑποθῆκαι αποτελούν ένα ξεχωριστό γραμματειακό είδος, τα μόνο σωζόμενα δείγματα του οποίου είναι τα Έργα και Ημέραι του Ησιόδου και η θεογνίδεια συλλογή. Ένα παρόμοιο γνωμικό έργο ήταν οι Χείρωνος Ὑποθῆκαι που επίσης αποδίδονταν στον Ησίοδο. Σύμφωνα με τον Friedländer, οι ὑποθῆκαι έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: ένα προοίμιο, ένα ποίημα προς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο που είναι και ο αποδέκτης της διδασκαλίας, κάποιες μετρημένες αναφορές στη μυθολογία, και πολλές συμβουλές αντλημένες από την παραδοσιακή σοφία, οι οποίες συνδέονται χαλαρά με ποικίλο γνωμικό υλικό.  Εντούτοις, όπως παρατηρεί η Kurke [19], πέρα από τη μάλλον ασαφή, και σίγουρα μεταγενέστερη μαρτυρία του Ισοκράτη, δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν πως οι ὑποθῆκαι θεωρούνταν πράγματι ένα διακριτό γραμματειακό είδος.
29. πέπνυμαι : επικός τύπος παθ. πρκμ. με σημασία ενεστ.: «Î­Ï‡Ï‰ συνείδηση / επίγνωση, είμαι συνετός»: πέπνῠσο, προστ. ≠ πέπνῡσο, υπερσ.
29. ἐπ’ ἔργμασι : του μέσου· στην ελεγεία, ο δάκτυλος ἔργμασι προτιμάται του σπονδείου ἔργοις.
29. ἀδίκοισι : εξειδικεύει το αἰσχροῖσιν.
30. ἄφενος, Ï„ÏŒ, εος : «Ï€Î»Î¿ÏÏ„ος».
29-30. μηδ’ αἰσχροῖσιν ἐπ’ ἔργμασι ... μηδ’ ἄφενος : μια από τις πιο συνηθισμένες συμβουλές: ο πλούτος δεν πρέπει να αποκτάται με άδικο και αδιάντροπο τρόπο· πβ. Σόλ. 13.7 κεξ. W χρήματα δ’ ἱμείρω μὲν ἔχειν, ἀδίκως δὲ πεπᾶσθαι / οὐκ ἐθέλω.
31. ταῦτα μὲν οὕτως ἴσθι : φορμουλαϊκή έκφραση που υποβοηθεί τη μετάβαση από ένα θέμα σε κάποιο άλλο. 
31. προσομιλέω : «ÏƒÏ…ναναστρέφομαι».
32. ἔχομαι : «Ï€ÏÎ¿ÏƒÎºÎ¿Î»Î»ÏŽÎ¼Î±Î¹, ακολουθώ από κοντά».
31-32. κακοῖσι δὲ μὴ προσομίλει  ... ἀγαθῶν ἔχεο : άλλη μία κεντρική ιδέα της θεογνίδειας διδασκαλίας: ο έφηβος αριστοκράτης (και όχι μόνον ο έφηβος) πρέπει να συναναστρέφεται τους ἀγαθούς και να αποφεύγει τους κακούς. Τα επίθετα ἀγαθός και κακός (και τα ισοδύναμα ἐσθλόςδειλός) ορίζουν το κύριο αντιθετικό ζεύγος του αξιακού συστήματος της συλλογής, βάσει του οποίου ορίζονται και τα ζεύγη δίκη – ὕβρις, μέτρον – κόρος: χαρακτηριστικά του ἀγαθοῦ είναι το μέτρον και η δίκη, του κακοῦ ο κόρος και η ὕβρις. Τα επίθετα αυτά χαρακτηρίζονται από σημασιολογικό εύρος τέτοιο ώστε η ακριβής και συνεπής μετάφρασή τους στα νέα ελληνικά να αποτελεί πρόκληση. Σε γενικές γραμμές, το επίθετο ἀγαθός δηλώνει ευγενική καταγωγή, πλούτο, κοινωνική θέση· παράλληλα, από την προοπτική του ίδιου του ἀγαθοῦ, το επίθετο δηλώνει ηθική ανωτερότητα, πολιτική και κοινωνική υπευθυνότητα, ικανότητα ανταπόκρισης και συμμετοχής στις ανάγκες της κοινότητας – όλα όσα συγκροτούν την ἀρετήν. Το επίθετο κακός αποτελεί την άρνηση όλων αυτών των ιδιοτήτων: υποδηλώνει ταπεινή καταγωγή, απουσία οικονομικής δύναμης και κοινωνικής ισχύος (που μπορεί να παραπέμπει όχι μόνο στην κατώτερη, αλλά και στη μεσαία τάξη), ανάρμοστη συμπεριφορά, ακαταλληλότητα για συμμετοχή στα της πόλης. 
33-34. καὶ μετὰ τοῖσιν πῖνε καὶ ἔσθιε, καὶ μετὰ τοῖσιν / ἷζε : αναφορά στο συμπόσιο ως κοινωνικό πλαίσιο της αριστοκρατικής παιδείας· βλ. σχόλια στον στ. 19 και στους στ. 15-18.
37. ὁμιλέω : «ÏƒÏ…ναναστρέφομαι, έχω γνωριμία με κπ».

19. σφρηγίς : ένα από τα πιο δυσερμήνευτα σημεία της συλλογής: τι ακριβώς εννοεί ο Θέογνης, όταν λέει πως έθεσε μια σφραγίδα στο έργο του; ποια είναι αυτή η σφραγίδα; Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί είναι οι εξής: (α) η σφραγίδα είναι το όνομα του Κύρνου (και το πατρωνυμικό Πολυπαΐδης)· η κλητική προσφώνηση επαναλαμβάνεται πολύ συχνά στη συλλογή (συνολικά σε 70 ποιήματα)· στο 60% των περιπτώσεων, μάλιστα, ο Κύρνος δεν συμμετέχει ενεργά στο ποίημα, όπως αποδεικνύει η απουσία ρήματος ή αντωνυμίας β΄ προσώπου (σε αντίθεση προς ποιήματα που απευθύνονται προς άλλα πρόσωπα, Ï€.χ. 467-496 προς το Σιμωνίδη· 903-930 προς το Δημοκλή· 1211-1216 προς την Αργυρίδα): στις περισσότερες περιπτώσεις, δηλαδή, ο Κύρνος είναι απλώς και μόνον ο αποδέκτης της ποίησης (βλ. G. Fain, “Apostrophe and Σφρηγίς in the Theognidean Sylloge”, CQ 56.1 (2006) 301-304). Το όνομα του Κύρνου, λοιπόν, χρησιμοποιείται ως διακριτικό της ποίησης του Θέογνη. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι κάθε ποίημα στο οποίο υπάρχει η κλητική προσφώνηση αποτελεί αναμφίβολα ποίημα του Θέογνη, εφόσον κάλλιστα θα μπορούσε κάποιος μεταγενέστερος ποιητής να μιμηθεί το τέχνασμα αυτό του ποιητή· ούτε, φυσικά, ότι κάθε ποίημα από το οποίο απουσιάζει η κλητική δεν είναι του Θέογνη, εφόσον μπορεί να πρόκειται για απόσπασμα μεγαλύτερης σύνθεσης. Αποτελεί, εντούτοις, η κλητική κάποιον λίγο ή πολύ σίγουρο μπούσουλα. Εξάλλου, όπως έχει παρατηρήσει ο Edmonds ([8] 7-18), ανάμεσα στα ποιήματα που περιέχουν την κλητική προσφώνηση και σε όσα δεν την περιέχουν υπάρχουν σαφείς διαφορές ως προς το μέτρο, τη γλώσσα και το ύφος που φαίνεται να δικαιολογούν την άποψη πως τα ποιήματα του Κύρνου αποτελούν μια χωριστή, ιδιαίτερη ομάδα· το πιο λογικό είναι να θεωρήσουμε πως πρόκειται για την ομάδα των ποιημάτων του ίδιου του Θέογνη· (β) η σφραγίδα είναι το όνομα του ίδιου του Θέογνη: τοποθετώντας το όνομά του στην αρχή της συλλογής, ο ποιητής υπογράφει, τρόπον τινά, το έργο του, όπως έκανε παλαιότερα και ο Ησίοδος (Θεογ. 22), και αργότερα ο Φωκυλίδης, ο Ίππαρχος, ο Δημόδοκος, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Μπορεί, βέβαια, κανείς να αντιτάξει πως στην περίπτωση του Ησιόδου, του Ηροδότου και του Θουκυδίδη το όνομα εμφανίζεται στην αρχή μιας συνεχόμενης αφήγησης που ελάχιστα μπορεί να προσβληθεί από παρεμβολές και μετατροπές· αντίθετα, η θεογνίδεια συλλογή αποτελείται από μεμονωμένα, ανεξάρτητα μεταξύ τους ποιήματα, η σειρά και η ισορροπία των οποίων μπορεί να διαταραχθεί εύκολα· όσο για τα ποιήματα του Φωκυλίδη, του Δημοδόκου ή του Ιππάρχου, ποιήματα γνωμικά όπως και του Θέογνη, είναι σημαντικό πως, αντίθετα απ’ ÏŒ,τι συμβαίνει στη θεογνίδεια συλλογή, τα ονόματα των ποιητών εμφανίζονται σε κάθε νέο ποίημα στις σταθερές φράσεις καὶ τόδε Φωκυλίδεω ή Δημοδόκου και μνῆμα τόδ’ Ἱππάρχου: οι ποιητές αυτοί φρόντισαν πράγματι να υπογράψουν και να κατοχυρώσουν όλα τους τα ποιήματα· ο Θέογνης δεν έκανε το ίδιο· (γ) η σφραγίδα είναι η ιδιαίτερη ποιητική τέχνη του Θέογνη, ο ιδιαίτερος υφολογικός του χαρακτήρας. Όπως παρατηρεί, όμως, ο van Groningen ([1-18] 19) έως τώρα κανείς δεν έχει κατορθώσει να ορίσει αυτόν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα, διαφορετικά θα είχαν λυθεί όλα τα ερωτήματα που αφορούν στην πατρότητα της συλλογής. Η μόνη περίπτωση στην οποία θα μπορούσαμε ίσως να δεχτούμε αυτή την άποψη είναι να δεχτούμε πως πρόκειται για την ιδιαίτερη σοφίην του ποιητή, έτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο Nagy (βλ. πιο πάνω, σχόλιο στη λ. σοφίζω). Σε αυτή την περίπτωση, βέβαια, θα πρέπει ίσως να δεχτούμε και τη θέση του Nagy πως η θεογνίδεια συλλογή δεν αποτελεί το έργο ενός προσώπου, αλλά μια συλλογική ποιητική παράδοση: η σφραγίδα είναι η σοφίη αυτής της παράδοσης, κατανοητή μόνον από όσους είναι οι ίδιοι σοφοί· όπως λέει ο Ford ([19] 89), η κύρια λειτουργία της σφραγίδας ήταν να κωδικοποιήσει και να επικυρώσει μια συλλογή γνωμικών ποιημάτων που εξέφραζαν τις αξίες και τις αρχές της τάξης των ἀγαθῶν: το όνομα του Θέογνη λειτουργούσε, λοιπόν, όχι ως απόδειξη της πατρότητας και της κυριότητας των ποιημάτων, έννοιες ούτως ή άλλως ξένες για την αρχαϊκή ποίηση που ήταν ποίηση προφορική, αλλά ως απόδειξη της πολιτικής ταυτότητας των ποιημάτων και ως καταξίωση της σημασίας τους· (δ) τέλος, πρέπει να αναφέρουμε την πιο πρόσφατη άποψη της L. Pratt (“The Seal of Theognis, Writing, and Oral Poetry”, AJPh 116 (1995) 171-184), η οποία, ακολουθεί βέβαια σε γενικές γραμμές τον Nagy και τον Ford, προχωρεί όμως πιο πέρα και υπογραμμίζει ορθά πως, για να κατανοήσουμε τόσο τη φύση όσο και τη λειτουργία της σφραγίδας, πρέπει να έχουμε πάντοτε κατά νου πως στην αρχαϊκή εποχή η γραφή ήταν μια σημαντική καινοτομία· ο Θέογνης δεν έχει την εμπειρία του γραπτού λόγου που έχουμε εμείς, που γνωρίζουμε πλέον καλά πως ένα γραπτό κείμενο μπορεί να φθαρεί ή να παραφθαρεί με μεγάλη ευκολία και κρίνουμε με ίση ευκολία πως η ιδέα μιας σφραγίδας είναι αποτυχημένη (L. E. Woodbury, “The Seal of Theognis”, στο M. E. White (εκδ.), Studies in honor of Gilbert Norwood, Toronto 1952, 22) ή αφελής (Th. Figueira, “The Theognidea and Megarian Society”, στο Figueira-Nagy [1-4] 112 §1 σημ. 2)· η αντίληψή του για τον γραπτό λόγο (καθ)ορίζεται από το αντίθετο του προφορικού λόγου: απέναντι στον προφορικό λόγο που βρισκόταν διαρκώς εν κινήσει και εν εξελίξει, ο λόγος που αποκτούσε γραπτή μορφή μέσω ενός κειμένου έμοιαζε να αποκτά την ίδια στιγμή μονιμότητα και διάρκεια. Μιλώντας, λοιπόν, για σφραγίδα, ο Θέογνης χρησιμοποιεί στην ουσία μια μεταφορά: αναφέρεται στην ίδια τη γραπτή μορφή του κειμένου, εφόσον η γραφή ως μέσο λειτουργεί όπως ακριβώς και μια σφραγίδα η οποία δεν μπορεί, βέβαια, να εμποδίσει την κλοπή ή την παραφθορά, αλλά σίγουρα την αποτρέπει, αφού η οποιαδήποτε παραβίαση θα γίνει αντιληπτή. Και καταλήγει η Pratt (182) πως ο Θέογνης ήταν ένας ποιητής «ÎµÎºÏ€Î±Î¹Î´ÎµÏ…μένος σε ένα πρωταρχικά προφορικό περιβάλλον, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τη νέα σοφία της γραφής για να αποκτήσει αιώνια φήμη». Σε κάθε περίπτωση, όποια ερμηνεία κι αν επιλέξουμε, αξίζει να έχουμε κατά νου τη σύσταση του T. W. Allen (“Theognis”, CR 19 (1905) 394), ο οποίος ομολογεί: «Î”εν έχω ιδέα τι ήταν η σφρηγίς. Δεν μας εξηγεί ο Θέογνης, όπως δεν εξηγεί ο Αριστοτέλης τι είναι η κάθαρσίς του. Μπορούμε να επινοήσουμε μια εξήγηση αν θέλουμε, μα είναι γελοίο να χρησιμοποιούμε την επινόησή μας ως κριτήριο και να απορρίπτουμε τους στίχους που δεν συμβιβάζονται με αυτήν».

22-23. Θεύγνιδος Μεγαρέως : η ορθογραφία καθιστά σαφή τη συνίζηση του αρχικού –εο–. Στο Μεγαρέως γίνεται συνίζηση. Η καταγωγή και η εποχή του ποιητή έχουν αποτελέσει θέμα πολλών συζητήσεων, ενώ θέμα έχει τεθεί ακόμη και για την ιστορικότητα του προσώπου του. Η δυσκολία υπαγορεύεται από τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, ελάχιστες είναι οι άμεσες αναφορές της ίδιας της συλλογής σε ιστορικά γεγονότα· ως επί το πλείστον, αποσιωπώνται γεγονότα ή χαρακτηριστικά της τοπικής ιστορίας, ονόματα, τοπωνύμια, αναφορές σε λεπτομέρειες της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής ζωής· κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συλλογή αποκτά ένα γενικό ιδίωμα, προσαρμόσιμο και εφαρμόσιμο στα αριστοκρατικά συμφραζόμενα κάθε εποχής ή περιοχής, το οποίο ακυρώνει κάθε βεβαιότητα για την προέλευση του κειμένου. Δεύτερον, τα ελάχιστα στοιχεία που προσφέρει η συλλογή δεν εναρμονίζονται πάντοτε μεταξύ τους, ειδικά όσον αφορά θέματα χρονολογικά: αν δεχτούμε τα στοιχεία αυτά ως ισότιμα αξιόπιστες πληροφορίες, η συλλογή θα πρέπει να χρονολογηθεί στην περίοδο 640-479 Ï€.Χ. Τρίτον, η βιογραφική παράδοση για τον Θέογνη είναι φτωχή και συχνά αντιφατική – γεγονός, βέβαια, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα δύο προηγούμενα χαρακτηριστικά της συλλογής. Κάποιες εικασίες πρέπει, εντούτοις, να γίνουν. Ως προς την καταγωγή του ποιητή υπήρχε διαφωνία ήδη από την αρχαιότητα: η αναφορά του ποιητή στην καταγωγή του φέρνει δίχως άλλο στο νου τα Μέγαρα της Αττικής, εντούτοις ο Πλάτωνας (Νόμ. 630a) θεωρεί πατρίδα του ποιητή τα Υβλαία Μέγαρα της Σικελίας. Την πρώτη άποψη ασπάζονται ο Στέφανος Βυζάντιος (s.v. Μέγαρα), ο Αρποκρατίωνας (s.v. Θέογνις) και ο Δίδυμος (σχόλιο στον Πλάτ. Νόμ. 630a)· τη δεύτερη, το λεξικό της Σούδας (s.v. Θέογνις). Η σχέση του ποιητή με τη Σικελία μαρτυρείται και στην ίδια τη συλλογή, στους στ. 783-88: το ποίημα, όμως, φαίνεται να δίνει την προοπτική κάποιου ταξιδιώτη μάλλον παρά ενός μόνιμου κατοίκου του νησιού. Την ίδια στιγμή, οι στ. 773-74 αναφέρονται στην ακρόπολη των Μεγάρων, ενώ η ανησυχία που εκφράζεται στους στ. 891-94 για την καταστροφή του Ληλάντιου πεδίου στην Εύβοια μοιάζει πιο ταιριαστή για έναν κάτοικο της Αττικής παρά για έναν κάτοικο της Σικελίας. Μπορούμε, λοιπόν, να συμπεράνουμε, αν και χωρίς βεβαιότητα καμία, πως τόπος καταγωγής είναι τα Μέγαρα της Αττικής: η σχέση με τη Σικελία εξηγείται πολύ εύκολα, αν λάβουμε υπόψη πως τα Υβλαία Μέγαρα ήταν αποικία των Μεγάρων της Αττικής· αν ο Θέογνης επισκέφτηκε απλώς το νησί ή βρέθηκε εκεί εξόριστος λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Όσο για τη χρονολόγηση της συλλογής, κάναμε ήδη λόγο για τις προβληματικές ενδείξεις της συλλογής: οι στ. 29-52 ερμηνεύονται συχνά ως αναφορά στην πολιτική κατάσταση στα Μέγαρα λίγο πριν καταλάβει την εξουσία ο τύραννος Θεαγένης – γεγονός που τοποθετείται μεταξύ του 640 και του 600 Ï€.Χ.· οι στ. 891-94 μοιάζουν με αναφορά στον Ληλάντιο Πόλεμο, που έλαβε χώρα στο δεύτερο μισό του 6ου αι. Ï€.Χ.· οι στ. 773-82, τέλος, κάνουν λόγο για την απειλή των Περσών και ερμηνεύονται συνήθως ως αναφορά στην εισβολή των Περσών στη Μεγαρίδα το 479 Ï€.Χ. Αυτά όσον αφορά τις χρονολογικές ενδείξεις που μας δίνει το ίδιο το κείμενο. Την ίδια στιγμή, η βιογραφική παράδοση φαίνεται να είναι ομόφωνη σε αυτό το σημείο: ο Θέογνης έζησε και άκμασε στα μέσα του 6ου αι. Ï€.Χ. Αυτή είναι και η γνώμη των περισσότερων μελετητών και η γνώμη που υιοθετείται και εδώ: ο Θέογνης τοποθετείται μετά την τυραννίδα του Θεαγένη, σε μια εποχή έντονων ταραχών και ριζικών μεταβολών, όταν οι ολιγαρχικές φατρίες που είχαν συνασπιστεί για να ρίξουν τον Θεαγένη, σύντομα βρέθηκαν σε ρήξη και στην προσπάθειά τους να επιβληθούν χρησιμοποίησαν τις δυνάμεις άλλοτε της ανερχόμενης μεσαίας τάξης και άλλοτε του λαού· βλ. Αριστ. Πολιτ. 1300a, 1302b και 1304b, Πλούτ. Ηθ. 295d και 304e-f· S. I. Oost, “The Megara of Theagenes and Theognis”, CPh 68 (1973)186-196· Th. Figueira, “Chronological Table. Archaic Megara, 800-500 B.C.”, στο Figueira-Nagy [1-4] 261-303. Πολύ διαφορετική είναι η γνώμη του Nagy [11-14], σύμφωνα με τον οποίο η θεογνίδεια συλλογή δεν αποτελεί έργο ενός συγκεκριμένου προσώπου, του Θέογνη, αλλά συλλογικό δημιούργημα της μεγαρικής ποιητικής παράδοσης: ο Θέογνης, με άλλα λόγια, δεν είναι ένα πρόσωπο ιστορικό, μα το προσωπείο μονάχα, η περσόνα στην οποία αποδίδεται η συλλογή, ένα όνομα μυθικό σχεδόν ή θρυλικό, όπως αυτό του Λυκούργου, που αντιπροσωπεύει τη σοφία της παράδοσης και της συλλογικής μνήμης. Η συλλογική αυτή ποιητική παράδοση έχει προέλευση καθαρά και μόνον αριστοκρατική, θέμα της την πόλιν και την ορθή πολιτική/κοινωνική συμπεριφορά, και σκοπό της τον ορισμό των αρχών εκείνων που θα επιτρέψουν την ευταξία, την ισορροπία και τη λειτουργικότητα της πόλεως. Ως αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, ο «Î˜Î­Î¿Î³Î½Î·Ï‚» βιώνει τις αλλαγές δύο αιώνων περίπου και βρίσκει σε όλα αυτά τα γεγονότα το ερέθισμα για να διατυπώσει σε έναν λόγο ποιητικό και πολιτικό τις θέσεις της αριστοκρατίας. Ως συλλογική παράδοση, λοιπόν, η θεογνίδεια ποίηση εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία της μεγαρικής ιστορίας τα οποία σχετίζονται με την προσπάθεια της αριστοκρατικής τάξης να επιβληθεί ή κάποτε και να επιβιώσει, είτε πρόκειται για την τυραννίδα του Θεαγένη είτε για τις ταραχές της ακόλαστης δημοκρατίας του 6ου αι. Κατά τη διάδοσή της όμως εκτός Μεγάρων, η ποιητική αυτή παράδοση απέβαλε κάθε στοιχείο τοπικής ιστορίας έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πανελλήνιο επίπεδο – το συγκεκριμένο γεγονός έχασε τη βαρύτητά του και υποχώρησε μπροστά στο γενικό, το αχρονικό ή διαχρονικό, η εμπειρία της τοπικής ιστορίας μετατράπηκε σε γνώμη και σοφία.

 

Μετά τα πρώτα τέσσερα ποιήματα, που απευθύνονται στους θεούς και κατέχουν τη θέση εναρκτήριων ύμνων, οι στίχοι 19-38 μας εισάγουν πλέον στην κυρίως συλλογή. Από εδώ ξεκινά μια ενότητα που φθάνει έως τον στίχο 254: πρώτο ποίημα στην ενότητα είναι το ποίημα με την περίφημη σφραγῖδα του ποιητή, όπου πληροφορούμαστε το όνομα του Θέογνη, το όνομα του Κύρνου, στον οποίο αφιερώνει ο ποιητής τη συλλογή, καθώς και το γενικό περιεχόμενο της συλλογής· στο τελευταίο ποίημα (237-54) ο ποιητής καυχιέται πως κατόρθωσε να απαθανατίσει με την ποίησή του τον Κύρνο – έχουμε, δηλαδή, ένα είδος προλόγου και επιλόγου. Ο West ([1-18] 42) υποστηρίζει πως η θέση των ποιημάτων στη συλλογή δεν μπορεί να είναι τυχαία: οριοθετούν μια ενότητα με εξαιρετική συνοχή, συνεπή ως επί το πλείστον οργάνωση και θεματική ομοιομορφία· όλα σχεδόν τα ποιήματα περιέχουν την κλητική προσφώνηση Κύρνε ή Πολυπαΐδη (για τη σημασία της κλητικής βλ. σχόλιο στον στ. 19), τα περισσότερα ποιήματα έχουν χαρακτήρα πολιτικό ή ηθικολογικό (υπάρχει μόνο ένα συμποτικό και ένα ερωτικό ποίημα, 209-10 και 237-54 αντίστοιχα). Αντίθετα, μετά τον στ. 254 παρατηρείται μια απότομη αλλαγή: ο Κύρνος εξαφανίζεται για περισσότερους από 40 στίχους, υπάρχει ποικιλία θεματική και το υλικό είναι μάλλον ακατάστατα οργανωμένο. Συμπεραίνει, λοιπόν, ο West ([1-18] 45 κεξ.) πως η ενότητα αυτή αποτελεί ένα χωριστό τμήμα της συλλογής που ενώθηκε κάποια στιγμή με άλλες παρόμοιες συλλογές (τα Excerpta Meliora (255-1022) και τα Excerpta Deteriora (1023-1220), τα οποία προέρχονται με τη σειρά τους από μια μεγαλύτερη συλλογή, το Florilegium Magnum)· και το τμήμα αυτό το ονομάζει Florilegium Purum (purum, όπως λέει, επειδή περιορίζεται με σχετική αυστηρότητα σε ποιήματα του Θέογνη και σε μια σοβαρή θεματολογία). Η εσωτερική συνοχή της ενότητας, καθώς και η παρουσία προλόγου και επιλόγου, αποδεικνύουν πως η ενότητα διατηρήθηκε λίγο ή πολύ στη μορφή που της είχε δώσει ο αρχικός συντάκτης της κάποια στιγμή τον 3ο αι. Ï€.Χ.

Οι περισσότεροι εκδότες χωρίζουν το κείμενο σε δύο ποιήματα: είτε 19-30 και 31-38 (M. L. West, Iambi et elegi Graeci ante Alexandrum cantati, I : Archilochus, Hipponax, Theognidea, Oxford 1971), είτε 19-26 και 27-38 (Hudson-Williams [1-18]· Carrière [8]· Campbell [19]). Ένα ποίημα διακρίνουν ο J. M. Edmonds [8], ο Young [5-10] και ο van Groningen [[1-18]. Όπως παρατηρεί ο van Groningen, το ποίημα χαρακτηρίζεται από συνοχή και την ίδια στιγμή αποτελεί μια κατάλληλη εισαγωγή σε μια συλλογή γνωμικής ποίησης: ο ποιητής παρουσιάζει τον «Î¼Î±Î¸Î·Ï„ή» του, στον οποίο φαίνεται να αφιερώνει τη συλλογή του, παρουσιάζεται στη συνέχεια ο ίδιος, υπογράφοντας τρόπον τινά το έργο του, δηλώνει τον σκοπό του έργου του και δίνει κάποιες βασικές παραινέσεις, τις οποίες θα αναπτύξει λεπτομερέστερα στη συνέχεια. Θα μπορούσαμε να πούμε πως, όπως και τα προοίμια αφηγηματικών έργων, πεζών ή ποιητικών, η πρώτη αυτή εισαγωγική ελεγεία διαγράφει τον ορίζοντα προσδοκιών του αποδέκτη, δίνοντας όλα τα στοιχεία τα οποία κρίνονται απαραίτητα για τον σκοπό αυτό.

Οι πρώτοι στίχοι προσφέρουν, λοιπόν, κάποιες αναγνωριστικές πληροφορίες, επιβεβαιώνουν το κύρος και την αυθεντία του θεογνίδειου ποιητικού λόγου και στη συνέχεια προσφέρουν την προγραμματική και περιγραμματική διατύπωση των βασικών θεμάτων της συλλογής: μην επιδιώκεις τον πλούτο και τις τιμές με πράξεις άδικες, να συναναστρέφεσαι με τους ευγενείς, αυτούς που έχουν δύναμη μεγάλη, και ν’ αποφεύγεις τις κατώτερες τάξεις. Το ιδεώδες της αποκλειστικότητας και της καθαρότητας που προβάλλει ο Θέογνης είναι προφανές: η αριστοκρατική τάξη των ἀγαθῶν πρέπει να διατηρηθεί κλειστή. Στη βάση της σχέσης ετερότητας μεταξύ ἀγαθῶνκακῶν υπάρχει ο φόβος για το απειλητικό «Î¬Î»Î»Î¿» (οι κακοί) και η ασφάλεια μπορεί να βρεθεί μόνο μέσα στους κόλπους της τάξης των ἀγαθῶν. Όπως είπαμε (31-32), οι αξιολογικοί όροι ἀγαθός/ἐσθλός έχουν εξαιρετικά ευρύ σημασιολογικό πεδίο: εδώ εμπεριέχονται κατά κύριο λόγο αξίες ανταγωνιστικές (competitive values), όπως είναι η ευγενική καταγωγή, η οικονομική ευρωστία, η πολιτική ισχύς και η κοινωνική θέση· σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι συνεργατικές αξίες (co-operative values), η σύνεση και η ηθική ακεραιότητα, αποτελούν αιτία και αποτέλεσμα ταυτόχρονα, αναλόγως της προοπτικής που λαμβάνει κανείς (βλ. A. W. H. Adkins, Merit and Responsibility, Oxford 1960, 6-7). Και όπως παρατηρεί η V. Cobb-Stevens (“Opposites, Reversals, and Ambiguities: The Unsettled World of Theognis”, στο Figueira-Nagy [1-4] 159-75), για να μπορεί κάποιος να θεωρηθεί ἀγαθός, πρέπει να πληροί όλες αυτές τις προϋποθέσεις: μόνον ο πλούτος, παραδείγματος χάριν, ή μόνον η ηθική ακεραιότητα δεν αρκεί. Στη μεταβατική περίοδο που αρχίζει τον 7ο αι. και απλώνεται σε όλον τον 6ο αι. Ï€.Χ., οι κατακτήσεις της μεσαίας τάξης σηματοδοτούν μια σημαντική μετατόπιση της έμφασης των αξιολογικών αυτών όρων: όσο μεγαλύτερο το εύρος στο οποίο κατανέμεται ο πλούτος και όσο εντονότερες οι νέες δυναμικές της κοινωνίας, τόσο περισσότερη η σημασία των συνεργατικών αξιών: σημασία δεν έχει να είναι κανείς πλούσιος και ονομαστός, μα να είναι πλούσιος και ονομαστός με δίκαιο τρόπο (29-30) – ένας υπαινιγμός, δίχως άλλο, στις εμπορικές δραστηριότητες της μεσαίας τάξης τις οποίες έβλεπαν με εξαιρετική και καχύποπτη υπεροψία οι παλαιοί ἀγαθοί. Βλ. και σχόλια στους στ. 53-68, ιδιαίτερα 59. Ακόμη, G. Cerri, “La terminologia sociopolitica di Teognide: 1. L’ opposizione semantica tra agathos-esthlos e kakos-deilos”, QUCC 6 (1968) 7-32· W. Jaeger, Παιδεία, μτφ. Γ. Π. Βέρροιος, Αθήναι 1968, Ï„. Α΄, 238.