19-381
ΚÏÏνε, σοφιζομÎνῳ μὲν á¼Î¼Î¿á½¶ σφÏηγὶς2 á¼Ï€Î¹ÎºÎµÎ¯ÏƒÎ¸Ï‰
τοῖσδ’ ἔπεσιν – λήσει δ’ οὔποτε κλεπτόμενα,
οá½Î´Î τις ἀλλάξει κάκιον τοá½ÏƒÎ¸Î»Î¿á¿¦ παÏεόντος,
ὧδε δὲ πᾶς τις á¼Ïεῖ∙ «Î˜ÎµÏγνιδός ἔστιν ἔπη
τοῦ ΜεγαÏÎως»âˆ™3 πάντας δὲ κατ’ ἀνθÏώπους ὀνομαστός∙
ἀστοῖσιν δ’ οὔπω πᾶσιν á¼Î´Îµá¿–ν δÏναμαι.
οá½Î´á½²Î½ θαυμαστὸν ΠολυπαÎδη∙ οá½Î´á½² Î³á½°Ï Î¿á½–Î½ Ζεὺς
οá½Î¸’ ὕων πάντεσσ’ á¼Î½Î´Î¬Î½ÎµÎ¹ οὔτ’ ἀνÎχων.
σοὶ δ’ á¼Î³á½¼ εὖ φÏονÎων ὑποθήσομαι, Î¿á¼·Î¬Ï€ÎµÏ Î±á½Ï„ὸς
ΚÏÏν’ ἀπὸ τῶν ἀγαθῶν παῖς ἔτ’ á¼á½¼Î½ ἔμαθον.
Ï€Îπνυσο, μηδ’ αἰσχÏοῖσιν á¼Ï€’ á¼”Ïγμασι μηδ’ ἀδίκοισιν
τιμὰς μηδ’ á¼€Ïετὰς ἕλκεο μηδ’ ἄφενος.
ταῦτα μὲν οὕτως ἴσθι∙ κακοῖσι δὲ μὴ Ï€Ïοσομίλει
ἀνδÏάσιν, ἀλλ’ αἰεὶ τῶν ἀγαθῶν ἔχεο∙
καὶ μετὰ τοῖσιν πῖνε καὶ ἔσθιε, καὶ μετὰ τοῖσιν
ἵζε, καὶ ἅνδανε τοῖς, ὧν μεγάλη δÏναμις.
á¼ÏƒÎ¸Î»á¿¶Î½ μὲν Î³á½°Ï á¼„Ï€’ á¼ÏƒÎ¸Î»á½° μαθήσεαι∙ ἢν δὲ κακοῖσι
συμμίσγῃςἀπολεῖς καὶ τὸν á¼ÏŒÎ½Ï„α νόον.
ταῦτα μαθὼν ἀγαθοῖσι á½Î¼Î¯Î»ÎµÎ¹, καί ποτε φήσεις
εὖ συμβουλεÏειν τοῖσι φίλοισιν á¼Î¼Î.4
|
19-38
19. ΚÏÏνε : ο γιος του ΠολÏπαου (25), στον οποίο αφιεÏώνει ο ποιητής τη συλλογή του. Δεν γνωÏίζουμε αν Ï€Ïόκειται για Ï€Ïόσωπο ιστοÏικό ή ίσως για μια πεÏσόνα. Σε κάθε πεÏίπτωση, το πατÏωνυμικό παÏαπÎμπει στην αÏιστοκÏατική τάξη (*πάομαι : «Î±Ï€Î¿ÎºÏ„ÏŽ»· Ï€Îπαμαι = κÎκτημαι), ενώ η αναφοÏά στη διδασκαλία (28-29, 31-38) δείχνει πως, είτε Ï€Ïόκειται για Ï€Ïόσωπο είτε για πεÏσόνα, είναι σίγουÏα κάποιος νεώτεÏος του ΘÎογνη, που συνδÎεται μαζί του πιθανότατα ως á¼Ïώμενος κατά το Îθος της αÏιστοκÏατικής παιδείας. Ο «Ï€Î±Î¹Î´Î±Î³Ï‰Î³Î¹ÎºÏŒÏ‚ ÎÏωτας» ανάμεσα στον ενήλικο á¼Ïαστήν και τον Îφηβο παῖδα ήταν μια ιδιότυπη σχÎση που ξεκινοÏσε από την παλαίστÏα και αναπτυσσόταν στα συμπόσια, συμπεÏιελάμβανε Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î¬Î»Î»Ï‰Î½ τη διδασκαλία του νεώτεÏου από τον μεγαλÏτεÏο σε θÎματα συμπεÏιφοÏάς και ηθικής, πάντοτε υπό το Ï€Ïίσμα της αÏιστοκÏατικής ιδεολογίας, και οδηγοÏσε τελικά σε μια ισόβια σχÎση φιλότητος (βλ. Πλάτ. Συμπ. 178b-e, 184c-185d· Ι. ΣυκουτÏής, Πλάτωνος Συμπόσιον, Αθήναι 1949, Εισαγωγή: 39-65· C. Reinsberg, Γάμος, ΕταίÏες και ΠαιδεÏαστία στην ΑÏχαία Ελλάδα, μτφ. Δ. Γ. ΓεωÏγοβασίλης – M. Pfreimter, Αθήνα 1993, 224-244· K. J. Dover, Η Ομοφυλοφιλία στην ΑÏχαία Ελλάδα, μτφ. Î . ΧιωτÎλλης, Αθήνα 1990, 222-224· L. Kurke, “Pindar’s Sixth Pythian and the Tradition of Advice Poetry”, TAPA 120 (1990) 85-107). Για την διδασκαλία και την καθοδήγηση ως στοιχείο του «Ï€Î±Î¹Î´Î±Î³Ï‰Î³Î¹ÎºÎ¿Ï ÎÏωτα» στη θεογνίδεια συλλογή, βλ. 1239-40, 1241-42, 1363-64, 1373-74 και J. M. Lewis, “Eros and the Polis in Theognis Book II”, στο Figueira-Nagy [1-4] 219. ΙδιαίτεÏο ενδιαφÎÏον Îχει η άποψη του Nagy ([1-18] 54) πως ο ΚÏÏνος αποτελεί μια γενολογική φιγοÏÏα στην κεντÏική ιδεολογική αντίθεση ἀγαθῶν-κακῶν, όπως εξάλλου και ο ίδιος ο ΘÎογνης: ο μεν ΘÎογνης αντιπÏοσωπεÏει την τάξη και τη δικαιοσÏνη, ο δε ΚÏÏνος αντιπÏοσωπεÏει την ακÏιβώς αντίθετη Îννοια, την ὕβÏιν, και τη μεÏίδα εκείνη της αÏιστοκÏατίας που Îχει ξεπÎσει ηθικά. ΥπογÏαμμίζει, μάλιστα, ο Nagy πως ο ΗσÏχιος εξηγεί τη λÎξη κÏÏνοι ως νόθοι: σε μια εποχή Ïευστότητας κατά την οποία οι τάξεις και οι γενιÎÏ‚ αναμειγνÏονταν και οι Îννοιες του ἀγαθοῦ και του κακοῦ μεταλλάσσονταν, το όνομα του ΚÏÏνου φαίνεται να παÏαπÎμπει στη νόθευση αυτή των γενεών και των εννοιών και η γενολογική του φιγοÏÏα να αντιστοιχεί στους αÏιστοκÏάτες εκείνους που αποστασιοποιοÏνται από τις παλαιÎÏ‚ παÏαδοσιακÎÏ‚ αÏχÎÏ‚ χάÏιν του κÎÏδους. Ακόμη και το όνομα του ΠολÏπαου φαίνεται να παÏαπÎμπει στον τυπικό πλοÏσιο άνδÏα: ο πλοÏτος που διαθÎτει είναι πολÏÏ‚, και πολÏÏ‚ πλοÏτος σημαίνει κόÏον και κατά συνÎπεια ὕβÏιν.
19. σοφίζω : «ÎºÎ±Î¸Î¹ÏƒÏ„ÏŽ σοφό, διδάσκω»· μÎσ. «ÎµÎ¾Î±ÏƒÎºÏŽ μια Ï„Îχνη». Ρήμα αÏκετά γενικό, η ειδική σημασία του οποίου οÏίζεται κάθε φοÏά από τα συμφÏαζόμενα. Το πιο πιθανό είναι πως εδώ γίνεται αναφοÏά στην ποιητική Ï„Îχνη του ΘÎογνη: «Î±ÏƒÎºÏŽ το ÎÏγο του ποιητή» (van Groningen [1-18] 18 κεξ.· Α. Δ. Σκιαδάς, ΑÏχαϊκός ΛυÏισμός Ι, Αθήνα 1979, 225· D. A. Campbell, Greek Lyric Poetry, Bristol 1982, 348). Η λÎξη σοφίη χÏησιμοποιείται για τη μουσική και ποιητική Ï„Îχνη και στους στ. 790, 942 και 995· πβ. και 370 μιμεῖσθαι δ’ οá½Î´Îµá½¶Ï‚ τῶν ἀσόφων δÏναται. O Nagy ([11-14] 29 κεξ.) υποστηÏίζει πως οι αναφοÏÎÏ‚ του ποιητή στη σοφίη, όπως και το Ïήμα σοφίζομαι εν Ï€ÏοκειμÎνω, υποδηλώνουν τον υπαινικτικό και αινιγματικό Ï„Ïόπο με τον οποίο υφαίνεται μÎσα στον ποιητικό λόγο η ιδεολογία της αÏιστοκÏατικής τάξης· ο ιδιότυπος αυτός ποιητικός λόγος, τον οποίο καλείται να αποκωδικοποιήσει το κοινό του ποιητή, θα χάσει το νόημα και την Î¹ÏƒÏ‡Ï Ï„Î¿Ï…, αν απομονωθεί από τα οικεία συμφÏαζόμενα, τη θεογνίδεια, δηλαδή, συλλογή και ιδεολογία. ΑπαÏαίτητη Ï€Ïοϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα της θεογνίδειας ποίησης, λοιπόν, είναι η ÏπαÏξη ενός ÎºÎ¿Î¹Î½Î¿Ï Î¹ÎºÎ±Î½Î¿Ï Î½Î± αντιληφθεί τις Ï€Ïοεκτάσεις και τις συνυποδηλώσεις της, και το κοινό αυτό δεν μποÏεί να είναι άλλο παÏά οι φίλοι και οι ἑταῖÏοι με τους οποίους μοιÏάζεται ο ποιητής τα ίδια αÏιστοκÏατικά ιδεώδη. Ο ποιητικός λόγος, λοιπόν, είναι λόγος πολιτικός, ή ακόμη καλÏτεÏα Ï€Ïάξη πολιτική η οποία Ï€Ïαγματώνεται μÎσω της ποίησης. Την σοφίην του ποιητή συσχετίζουν με τον πολιτικό του λόγο και ο A. L. Ford (“The Seal of Theognis: The Politics of Authorship in Archaic Greece”, στο Figueira-Nagy [1-4] 92) και ο Edmunds ([1-4] 100, 110 κεξ): η σοφίη του ποιητή Ï€ÏοÎÏχεται από τις ΜοÏσες· ο ποιητής δεν είναι Îνας απλός θεÏάπων των Μουσών, όπως συμβαίνει Ï€.χ. με τον Ησίοδο (Θεογ. 99), αλλά και αγγελιοφόÏος τους, Îνας μεσάζοντας Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ Μουσών και του ÎºÎ¿Î¹Î½Î¿Ï Ï„Î¿Ï…, στο οποίο κοινό οφείλει να μεταγγίσει τη σοφίην του· μÎσω της ποίησής του ο ποιητής ιδÏÏει μια κοινωνία σοφῶν πολιτών, και η κοινωνία αυτή είναι η μόνη Ï€Ïαγματική πόλις, Îτσι όπως τη βίωσε ο ΘÎογνης και Îτσι όπως την θυμάται πλÎον και την οÏαματίζεται σε μια εποχή Ïιζικών κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών (Edmunds, 100)· δεν Ï€Ïόκειται για τα ÎœÎγαÏα, οÏτε για κάποια άλλη συγκεκÏιμÎνη πόλη, αλλά για κάθε πόλη ή Îστω ομάδα που είναι Îτοιμη να ακοÏσει τον λόγο της θεογνίδειας ποίησης. Η σοφίη και ο λόγος παÏαδίδονται και διαδίδονται στα συμπόσια και μÎσω της σχÎσης εÏαστή-εÏωμÎνου – οι κατ’ εξοχήν «Ï‡ÏŽÏοι» παιδείας της αÏιστοκÏατικής τάξης. Βλ. και Ï€ÏοηγοÏμενο σχόλιο και 769-772.
19. á¼Î¼Î¿Î¯ : μη εγκλιτικός Ï„Ïπος, Ï€Ïοσδίδει Îμφαση· δοτ. ποιητ. αιτίου, αν και με ενεστώτα, καθώς το á¼Ï€Î¯ÎºÎµÎ¹Î¼Î±Î¹ μοιάζει να Îχει τη σημασία παÏακειμÎνου· για τη χÏήση του κεῖμαι ως Ï€Î±Î¸Î·Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï Î²Î». και Πλάτ. Απολ. 30e Ï€Ïοσκείμενον ... ὑπὸ θεοῦ.
20. λήσει δ’ οὔποτε κλεπτόμενα : η φÏάση «Î´ÎµÎ½ αποτελεί επεξήγηση [του Ï€ÏοηγοÏμενου στίχου] Ï€Ïος τους αÏγόστÏοφους» (West [1-18] 149), αλλά επÎκταση· η Îμφαση τίθεται στο λήσει: ο ποιητής βάζει τη σφÏαγίδα για να Ï€ÏοστατÎψει την ποίηση του από κλοπή· αν κάποιος την παÏαβιάσει και κλÎψει τα ποιήματα – Ï€Ïάγμα Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¸Î±Î½ÏŒ και εÏκολο – θα γίνει αμÎσως αντιληπτός· βλ. και Pratt [19] 177.
21. τοá½ÏƒÎ¸Î»Î¿á¿¦ : κÏάση· ο West ([1-18] 85) παÏατηÏεί πως η κÏάση αποτελεί στοιχείο της κοινής καθομιλουμÎνης, μα αποφεÏγεται σε κείμενα Ï…ÏˆÎ·Î»Î¿Ï Ïφους, καθώς θεωÏείται ενδεικτικό αμÎλειας και κακοτεχνίας.
21. παÏεόντος : γεν. απόλ., αντί του συνήθους ἀλλάζω τί τινος.
23. πάντας δὲ κατ’ ἀνθÏώπους ὀνομαστός : τοποθετείται συχνά εντός εισαγωγικών μαζί με την Ï€ÏοηγοÏμενη Ï€Ïόταση (Edmonds [8], Carrière [1-18], van Groningen [1-18], Campbell [9], Nagy [11-14]), όπως παÏατηÏεί, όμως, ο West ([1-18] 149 κεξ.), αν κÏατήσουμε τη φÏάση εκτός εισαγωγικών, η αντίθεση ανάμεσα στην παγκόσμια φήμη του ποιητή και τη δυσαÏÎσκεια που Ï€Ïοκαλεί στους συμπολίτες του (25) είναι εναÏγÎστεÏη: η αντίθεση αυτή αντιστοιχεί στην κÏÏια αντίθεση του ποιήματος ανάμεσα στο σοφιζομÎνῳ μὲν á¼Î¼Î¿Î¯ (19) και το ἀστοῖσιν δ’ (25)· βλ. και επόμενο σχόλιο. Αξίζει να σημειώσουμε την Îμφαση στο επίθετο πάντας (πβ. πᾶς τις 22 και πᾶσιν 24), το οποίο, σÏμφωνα με τον Nagy ([11-14] 30 κεξξ.) υπογÏαμμίζει την Ï€Ïοσδοκία πως η θεογνίδεια ποίηση θα Îχει απήχηση σε πανελλήνιο επίπεδο: μόνο με αυτόν τον Ï„Ïόπο θα αποκτήσει ο πολιτικός/ποιητικός λόγος μονιμότητα.
24. á¼Î´Îµá¿–ν : απÏμ. αοÏ. του á¼Î½Î´Î¬Î½Ï‰, μÎλλ. á¼Î´Î®ÏƒÏ‰, Ï€Ïκμ. ἅδηκα, ἕαδα : με δοτ., «ÎµÏ…χαÏιστώ, ευαÏεστώ»· Ïήμα κυÏίως ιωνικό και ποιητικό.
24. ἀστοῖσιν δ’ οὔπω πᾶσιν á¼Î´Îµá¿–ν δÏναμαι : η ανταπόδοση στο σοφιζομÎνῳ μὲν á¼Î¼Î¿Î¯ του στ. 19. Η δυσαÏÎσκεια των ἀστῶν σχετίζεται Ï€Ïοφανώς με το πεÏιεχόμενο της ποίησης του ΘÎογνη. Πβ. και Σόλ. 7 West á¼”Ïγμασιν á¼Î½ μεγάλοις πᾶσιν á¼Î´Îµá¿–ν χαλεπόν. Για τον ποιητή ΘÎογνη, η ποίηση ισοδυναμεί με á¼”Ïγματα, ο ποιητικός λόγος είναι μια Ï€Ïάξη πολιτική. Το επίÏÏημα οὔπω επισημαίνει πως η πανελλήνια απήχηση, την οποία Ï€Ïοσδοκά ο ποιητής (23), ανήκει στο μÎλλον: ο ποιητής δεν Îχει κατοÏθώσει ακόμη να ευαÏεστήσει οÏτε καν όλους τους ἀστοÏÏ‚ των ΜεγάÏων.
25. οá½Î´Îν : ως επίÏ.
24-25 ὀνομαστός ... ἀστοῖς ... θαυμαστόν : παÏονομασία.
26. ὕω : «Î²ÏÎχω».
26. ἀνÎχω : «ÏƒÏ…γκÏατώ, σταματώ».
25-26. οá½Î´á½² Î³á½°Ï Î¿á½–Î½ Ζεὺς / ... οὔτ’ ἀνÎχων : ο ποιητής εξισώνεται με τον Ïψιστο θεό, η κοινωνική τάξη στην οποία αποσκοπεί η ποίησή του με τη φυσική τάξη του κόσμου.
27. εὖ φÏονÎων : πβ. και 37-38 καί ποτε φήσεις / εὖ συμβουλεÏειν τοῖσι φίλοισιν á¼Î¼Î. ΧαÏακτηÏιστικό της ψυχολογίας του ΘÎογνη η αδιάσειστη πεποίθηση στην οÏθότητα των λόγων του, η οποία εντοÏτοις δεν αποτελεί ισόÏÏοπη ποÏεία της σκÎψης, μα πεισματική και όλο πικÏία αντίδÏαση ενός Îκπτωτου αÏιστοκÏάτη, που μποÏεί να καταλήξει κάποτε σε νευÏωτική εγωπάθεια και ανυπόφοÏη αλαζονεία.
27. ὑποτίθεμαι : «Î´Î¹Î´Î¬ÏƒÎºÏ‰» > ὑποθήκη : «ÏƒÏ…μβουλή, Ï€Ïοειδοποίηση, διδασκαλία»· πβ. και ἔμαθον (28), μαθήσεαι (35) και μαθών (37): αναφοÏά στη διδακτική λειτουÏγία της ποίησης στο πλαίσιο του συμποσίου. Η συναναστÏοφή με τους ἀγαθοÏÏ‚ ήταν απαÏαίτητη για τους νÎους της αÏιστοκÏατικής τάξης, καθώς διασφάλιζε τη διαιώνιση των αÏχών και των ιδεών της ομάδας και την επιβίωση της παÏάδοσης: βλ. και πιο κάτω 31-38· ακόμη 61-68, 69-72, 101-112, 113-114, 305-308, 753-756, 1165-66. Ένας χώÏος όπου μποÏοÏσε ο νÎος να συναναστÏαφεί τους ἀγαθοÏÏ‚ ήταν το συμπόσιο, κατά τη διάÏκεια του οποίου μάθαινε ο νÎος τον βασικό κώδικα συμπεÏιφοÏάς και μÎσω της ποίησης. Το συμπόσιο ήταν κατά κάποιον Ï„Ïόπο μια μικÏογÏαφία της πόλης: αÏχÎÏ‚ όπως το μÎÏ„Ïο, ο αυτοÎλεγχος και η εγκÏάτεια, η τάξη, η κοσμιότητα, η αφοσίωση αλλά και η πονηÏιά, ισχÏουν και στα δÏο επίπεδα: μαθαίνοντας να φÎÏεται σωστά στο συμπόσιο, ο νÎος μάθαινε να φÎÏεται σωστά στην πόλη· βλ. Levine [15-18]. Για το εÏωτικό πεÏιεχόμενο της σχÎσης Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï… ενήλικου δασκάλου και του Îφηβου μαθητή, βλ. σχόλιο στον στ. 19. Αξίζει να σημειώσουμε πως για τη γνωμική και διδακτική ποίηση, δείγμα της οποίας αποτελεί η θεογνίδεια συλλογή, χÏησιμοποιείται συχνά και ο ÏŒÏος ὑποθῆκαι· πβ. και ΙσοκÏ. Î Ïος Îικ. 43.1-5, όπου γίνεται αναφοÏά στον Ησίοδο, τον ΘÎογνη και τον Φωκυλίδη: καὶ Î³á½°Ï Ï„Î¿á½»Ï„Î¿Ï…Ï‚ φασὶ μὲν á¼€Ïίστους γεγενῆσθαι συμβούλους Ï„á¿· βίῳ Ï„á¿· τῶν ἀνθÏώπων, ταῦτα δὲ λέγοντες αἱÏοῦνται συνδιατÏίβειν ταῖς ἀλλήλων ἀνοίαις μᾶλλον á¼¢ ταῖς á¼ÎºÎµá½·Î½Ï‰Î½ ὑποθήκαις. Το 1913, ο P. Friedländer (“ΥΠΟΘΗΚΑΙ”, Hermes 48: 558-616) υποστήÏιξε πως οι ὑποθῆκαι αποτελοÏν Îνα ξεχωÏιστό γÏαμματειακό είδος, τα μόνο σωζόμενα δείγματα του οποίου είναι τα ΈÏγα και ΗμÎÏαι του Ησιόδου και η θεογνίδεια συλλογή. Ένα παÏόμοιο γνωμικό ÎÏγο ήταν οι ΧείÏωνος Ὑποθῆκαι που επίσης αποδίδονταν στον Ησίοδο. ΣÏμφωνα με τον Friedländer, οι ὑποθῆκαι Îχουν τα εξής χαÏακτηÏιστικά: Îνα Ï€Ïοοίμιο, Îνα ποίημα Ï€Ïος Îνα συγκεκÏιμÎνο Ï€Ïόσωπο που είναι και ο αποδÎκτης της διδασκαλίας, κάποιες μετÏημÎνες αναφοÏÎÏ‚ στη μυθολογία, και πολλÎÏ‚ συμβουλÎÏ‚ αντλημÎνες από την παÏαδοσιακή σοφία, οι οποίες συνδÎονται χαλαÏά με ποικίλο γνωμικό υλικό. ΕντοÏτοις, όπως παÏατηÏεί η Kurke [19], Ï€ÎÏα από τη μάλλον ασαφή, και σίγουÏα μεταγενÎστεÏη μαÏÏ„Ï…Ïία του ΙσοκÏάτη, δεν υπάÏχουν άλλα στοιχεία που να επιβεβαιώνουν πως οι ὑποθῆκαι θεωÏοÏνταν Ï€Ïάγματι Îνα διακÏιτό γÏαμματειακό είδος.
29. Ï€Îπνυμαι : επικός Ï„Ïπος παθ. Ï€Ïκμ. με σημασία ενεστ.: «Îχω συνείδηση / επίγνωση, είμαι συνετός»: Ï€Îπνῠσο, Ï€Ïοστ. ≠ Ï€Îπνῡσο, υπεÏσ.
29. á¼Ï€’ á¼”Ïγμασι : του μÎσου· στην ελεγεία, ο δάκτυλος á¼”Ïγμασι Ï€Ïοτιμάται του σπονδείου á¼”Ïγοις.
29. ἀδίκοισι : εξειδικεÏει το αἰσχÏοῖσιν.
30. ἄφενος, Ï„ÏŒ, εος : «Ï€Î»Î¿Ïτος».
29-30. μηδ’ αἰσχÏοῖσιν á¼Ï€’ á¼”Ïγμασι ... μηδ’ ἄφενος : μια από τις πιο συνηθισμÎνες συμβουλÎÏ‚: ο πλοÏτος δεν Ï€ÏÎπει να αποκτάται με άδικο και αδιάντÏοπο Ï„Ïόπο· πβ. Σόλ. 13.7 κεξ. W χÏήματα δ’ ἱμείÏω μὲν ἔχειν, ἀδίκως δὲ πεπᾶσθαι / οá½Îº á¼Î¸Îλω.
31. ταῦτα μὲν οὕτως ἴσθι : φοÏμουλαϊκή ÎκφÏαση που υποβοηθεί τη μετάβαση από Îνα θÎμα σε κάποιο άλλο.
31. Ï€ÏοσομιλÎω : «ÏƒÏ…ναναστÏÎφομαι».
32. ἔχομαι : «Ï€Ïοσκολλώμαι, ακολουθώ από κοντά».
31-32. κακοῖσι δὲ μὴ Ï€Ïοσομίλει ... ἀγαθῶν ἔχεο : άλλη μία κεντÏική ιδÎα της θεογνίδειας διδασκαλίας: ο Îφηβος αÏιστοκÏάτης (και όχι μόνον ο Îφηβος) Ï€ÏÎπει να συναναστÏÎφεται τους ἀγαθοÏÏ‚ και να αποφεÏγει τους κακοÏÏ‚. Τα επίθετα ἀγαθός και κακός (και τα ισοδÏναμα á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÏ‚ – δειλός) οÏίζουν το κÏÏιο αντιθετικό ζεÏγος του Î±Î¾Î¹Î±ÎºÎ¿Ï ÏƒÏ…ÏƒÏ„Î®Î¼Î±Ï„Î¿Ï‚ της συλλογής, βάσει του οποίου οÏίζονται και τα ζεÏγη δίκη – ὕβÏις, μÎÏ„Ïον – κόÏος: χαÏακτηÏιστικά του ἀγαθοῦ είναι το μÎÏ„Ïον και η δίκη, του κακοῦ ο κόÏος και η ὕβÏις. Τα επίθετα αυτά χαÏακτηÏίζονται από σημασιολογικό εÏÏος Ï„Îτοιο ώστε η ακÏιβής και συνεπής μετάφÏασή τους στα νÎα ελληνικά να αποτελεί Ï€Ïόκληση. Σε γενικÎÏ‚ γÏαμμÎÏ‚, το επίθετο ἀγαθός δηλώνει ευγενική καταγωγή, πλοÏτο, κοινωνική θÎση· παÏάλληλα, από την Ï€Ïοοπτική του ίδιου του ἀγαθοῦ, το επίθετο δηλώνει ηθική ανωτεÏότητα, πολιτική και κοινωνική υπευθυνότητα, ικανότητα ανταπόκÏισης και συμμετοχής στις ανάγκες της κοινότητας – όλα όσα συγκÏοτοÏν την á¼€Ïετήν. Το επίθετο κακός αποτελεί την άÏνηση όλων αυτών των ιδιοτήτων: υποδηλώνει ταπεινή καταγωγή, απουσία οικονομικής δÏναμης και κοινωνικής ισχÏος (που μποÏεί να παÏαπÎμπει όχι μόνο στην κατώτεÏη, αλλά και στη μεσαία τάξη), ανάÏμοστη συμπεÏιφοÏά, ακαταλληλότητα για συμμετοχή στα της πόλης.
33-34. καὶ μετὰ τοῖσιν πῖνε καὶ ἔσθιε, καὶ μετὰ τοῖσιν / ἷζε : αναφοÏά στο συμπόσιο ως κοινωνικό πλαίσιο της αÏιστοκÏατικής παιδείας· βλ. σχόλια στον στ. 19 και στους στ. 15-18.
37. á½Î¼Î¹Î»Îω : «ÏƒÏ…ναναστÏÎφομαι, Îχω γνωÏιμία με κπ». |
19. σφÏηγίς : Îνα από τα πιο δυσεÏμήνευτα σημεία της συλλογής: τι ακÏιβώς εννοεί ο ΘÎογνης, όταν λÎει πως Îθεσε μια σφÏαγίδα στο ÎÏγο του; ποια είναι αυτή η σφÏαγίδα; Οι απόψεις που Îχουν διατυπωθεί είναι οι εξής: (α) η σφÏαγίδα είναι το όνομα του ΚÏÏνου (και το πατÏωνυμικό ΠολυπαÎδης)· η κλητική Ï€Ïοσφώνηση επαναλαμβάνεται Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ…Ï‡Î½Î¬ στη συλλογή (συνολικά σε 70 ποιήματα)· στο 60% των πεÏιπτώσεων, μάλιστα, ο ΚÏÏνος δεν συμμετÎχει ενεÏγά στο ποίημα, όπως αποδεικνÏει η απουσία Ïήματος ή αντωνυμίας β΄ Ï€Ïοσώπου (σε αντίθεση Ï€Ïος ποιήματα που απευθÏνονται Ï€Ïος άλλα Ï€Ïόσωπα, Ï€.χ. 467-496 Ï€Ïος το Σιμωνίδη· 903-930 Ï€Ïος το Δημοκλή· 1211-1216 Ï€Ïος την ΑÏγυÏίδα): στις πεÏισσότεÏες πεÏιπτώσεις, δηλαδή, ο ΚÏÏνος είναι απλώς και μόνον ο αποδÎκτης της ποίησης (βλ. G. Fain, “Apostrophe and ΣφÏηγίς in the Theognidean Sylloge”, CQ 56.1 (2006) 301-304). Το όνομα του ΚÏÏνου, λοιπόν, χÏησιμοποιείται ως διακÏιτικό της ποίησης του ΘÎογνη. Αυτό, βÎβαια, δεν σημαίνει ότι κάθε ποίημα στο οποίο υπάÏχει η κλητική Ï€Ïοσφώνηση αποτελεί αναμφίβολα ποίημα του ΘÎογνη, εφόσον κάλλιστα θα μποÏοÏσε κάποιος μεταγενÎστεÏος ποιητής να μιμηθεί το Ï„Îχνασμα αυτό του ποιητή· οÏτε, φυσικά, ότι κάθε ποίημα από το οποίο απουσιάζει η κλητική δεν είναι του ΘÎογνη, εφόσον μποÏεί να Ï€Ïόκειται για απόσπασμα μεγαλÏτεÏης σÏνθεσης. Αποτελεί, εντοÏτοις, η κλητική κάποιον λίγο ή Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÎ¯Î³Î¿Ï…Ïο μποÏσουλα. Εξάλλου, όπως Îχει παÏατηÏήσει ο Edmonds ([8] 7-18), ανάμεσα στα ποιήματα που πεÏιÎχουν την κλητική Ï€Ïοσφώνηση και σε όσα δεν την πεÏιÎχουν υπάÏχουν σαφείς διαφοÏÎÏ‚ ως Ï€Ïος το μÎÏ„Ïο, τη γλώσσα και το Ïφος που φαίνεται να δικαιολογοÏν την άποψη πως τα ποιήματα του ΚÏÏνου αποτελοÏν μια χωÏιστή, ιδιαίτεÏη ομάδα· το πιο λογικό είναι να θεωÏήσουμε πως Ï€Ïόκειται για την ομάδα των ποιημάτων του ίδιου του ΘÎογνη· (β) η σφÏαγίδα είναι το όνομα του ίδιου του ΘÎογνη: τοποθετώντας το όνομά του στην αÏχή της συλλογής, ο ποιητής υπογÏάφει, Ï„Ïόπον τινά, το ÎÏγο του, όπως Îκανε παλαιότεÏα και ο Ησίοδος (Θεογ. 22), και αÏγότεÏα ο Φωκυλίδης, ο ΊππαÏχος, ο Δημόδοκος, ο ΗÏόδοτος και ο Θουκυδίδης. ΜποÏεί, βÎβαια, κανείς να αντιτάξει πως στην πεÏίπτωση του Ησιόδου, του ΗÏοδότου και του Θουκυδίδη το όνομα εμφανίζεται στην αÏχή μιας συνεχόμενης αφήγησης που ελάχιστα μποÏεί να Ï€Ïοσβληθεί από παÏεμβολÎÏ‚ και μετατÏοπÎÏ‚· αντίθετα, η θεογνίδεια συλλογή αποτελείται από μεμονωμÎνα, ανεξάÏτητα Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ ποιήματα, η σειÏά και η ισοÏÏοπία των οποίων μποÏεί να διαταÏαχθεί εÏκολα· όσο για τα ποιήματα του Φωκυλίδη, του Δημοδόκου ή του ΙππάÏχου, ποιήματα γνωμικά όπως και του ΘÎογνη, είναι σημαντικό πως, αντίθετα απ’ ÏŒ,τι συμβαίνει στη θεογνίδεια συλλογή, τα ονόματα των ποιητών εμφανίζονται σε κάθε νÎο ποίημα στις σταθεÏÎÏ‚ φÏάσεις καὶ τόδε Φωκυλίδεω ή Δημοδόκου και μνῆμα τόδ’ ἹππάÏχου: οι ποιητÎÏ‚ αυτοί φÏόντισαν Ï€Ïάγματι να υπογÏάψουν και να κατοχυÏώσουν όλα τους τα ποιήματα· ο ΘÎογνης δεν Îκανε το ίδιο· (γ) η σφÏαγίδα είναι η ιδιαίτεÏη ποιητική Ï„Îχνη του ΘÎογνη, ο ιδιαίτεÏος υφολογικός του χαÏακτήÏας. Όπως παÏατηÏεί, όμως, ο van Groningen ([1-18] 19) Îως Ï„ÏŽÏα κανείς δεν Îχει κατοÏθώσει να οÏίσει αυτόν τον ιδιαίτεÏο χαÏακτήÏα, διαφοÏετικά θα είχαν λυθεί όλα τα εÏωτήματα που αφοÏοÏν στην πατÏότητα της συλλογής. Η μόνη πεÏίπτωση στην οποία θα μποÏοÏσαμε ίσως να δεχτοÏμε αυτή την άποψη είναι να δεχτοÏμε πως Ï€Ïόκειται για την ιδιαίτεÏη σοφίην του ποιητή, Îτσι όπως την αντιλαμβάνεται ο Nagy (βλ. πιο πάνω, σχόλιο στη λ. σοφίζω). Σε αυτή την πεÏίπτωση, βÎβαια, θα Ï€ÏÎπει ίσως να δεχτοÏμε και τη θÎση του Nagy πως η θεογνίδεια συλλογή δεν αποτελεί το ÎÏγο ενός Ï€Ïοσώπου, αλλά μια συλλογική ποιητική παÏάδοση: η σφÏαγίδα είναι η σοφίη αυτής της παÏάδοσης, κατανοητή μόνον από όσους είναι οι ίδιοι σοφοί· όπως λÎει ο Ford ([19] 89), η κÏÏια λειτουÏγία της σφÏαγίδας ήταν να κωδικοποιήσει και να επικυÏώσει μια συλλογή γνωμικών ποιημάτων που εξÎφÏαζαν τις αξίες και τις αÏχÎÏ‚ της τάξης των ἀγαθῶν: το όνομα του ΘÎογνη λειτουÏγοÏσε, λοιπόν, όχι ως απόδειξη της πατÏότητας και της κυÏιότητας των ποιημάτων, Îννοιες οÏτως ή άλλως ξÎνες για την αÏχαϊκή ποίηση που ήταν ποίηση Ï€ÏοφοÏική, αλλά ως απόδειξη της πολιτικής ταυτότητας των ποιημάτων και ως καταξίωση της σημασίας τους· (δ) Ï„Îλος, Ï€ÏÎπει να αναφÎÏουμε την πιο Ï€Ïόσφατη άποψη της L. Pratt (“The Seal of Theognis, Writing, and Oral Poetry”, AJPh 116 (1995) 171-184), η οποία, ακολουθεί βÎβαια σε γενικÎÏ‚ γÏαμμÎÏ‚ τον Nagy και τον Ford, Ï€ÏοχωÏεί όμως πιο Ï€ÎÏα και υπογÏαμμίζει οÏθά πως, για να κατανοήσουμε τόσο τη φÏση όσο και τη λειτουÏγία της σφÏαγίδας, Ï€ÏÎπει να Îχουμε πάντοτε κατά νου πως στην αÏχαϊκή εποχή η γÏαφή ήταν μια σημαντική καινοτομία· ο ΘÎογνης δεν Îχει την εμπειÏία του γÏÎ±Ï€Ï„Î¿Ï Î»ÏŒÎ³Î¿Ï… που Îχουμε εμείς, που γνωÏίζουμε πλÎον καλά πως Îνα γÏαπτό κείμενο μποÏεί να φθαÏεί ή να παÏαφθαÏεί με μεγάλη ευκολία και κÏίνουμε με ίση ευκολία πως η ιδÎα μιας σφÏαγίδας είναι αποτυχημÎνη (L. E. Woodbury, “The Seal of Theognis”, στο M. E. White (εκδ.), Studies in honor of Gilbert Norwood, Toronto 1952, 22) ή αφελής (Th. Figueira, “The Theognidea and Megarian Society”, στο Figueira-Nagy [1-4] 112 §1 σημ. 2)· η αντίληψή του για τον γÏαπτό λόγο (καθ)οÏίζεται από το αντίθετο του Ï€ÏοφοÏÎ¹ÎºÎ¿Ï Î»ÏŒÎ³Î¿Ï…: απÎναντι στον Ï€ÏοφοÏικό λόγο που βÏισκόταν διαÏκώς εν κινήσει και εν εξελίξει, ο λόγος που αποκτοÏσε γÏαπτή μοÏφή μÎσω ενός κειμÎνου Îμοιαζε να αποκτά την ίδια στιγμή μονιμότητα και διάÏκεια. Μιλώντας, λοιπόν, για σφÏαγίδα, ο ΘÎογνης χÏησιμοποιεί στην ουσία μια μεταφοÏά: αναφÎÏεται στην ίδια τη γÏαπτή μοÏφή του κειμÎνου, εφόσον η γÏαφή ως μÎσο λειτουÏγεί όπως ακÏιβώς και μια σφÏαγίδα η οποία δεν μποÏεί, βÎβαια, να εμποδίσει την κλοπή ή την παÏαφθοÏά, αλλά σίγουÏα την αποτÏÎπει, Î±Ï†Î¿Ï Î· οποιαδήποτε παÏαβίαση θα γίνει αντιληπτή. Και καταλήγει η Pratt (182) πως ο ΘÎογνης ήταν Îνας ποιητής «ÎµÎºÏ€Î±Î¹Î´ÎµÏ…μÎνος σε Îνα Ï€ÏωταÏχικά Ï€ÏοφοÏικό πεÏιβάλλον, ο οποίος εκμεταλλεÏτηκε τη νÎα σοφία της γÏαφής για να αποκτήσει αιώνια φήμη». Σε κάθε πεÏίπτωση, όποια εÏμηνεία κι αν επιλÎξουμε, αξίζει να Îχουμε κατά νου τη σÏσταση του T. W. Allen (“Theognis”, CR 19 (1905) 394), ο οποίος ομολογεί: «Î”εν Îχω ιδÎα τι ήταν η σφÏηγίς. Δεν μας εξηγεί ο ΘÎογνης, όπως δεν εξηγεί ο ΑÏιστοτÎλης τι είναι η κάθαÏσίς του. ΜποÏοÏμε να επινοήσουμε μια εξήγηση αν θÎλουμε, μα είναι γελοίο να χÏησιμοποιοÏμε την επινόησή μας ως κÏιτήÏιο και να αποÏÏίπτουμε τους στίχους που δεν συμβιβάζονται με αυτήν». |
22-23. ΘεÏγνιδος ΜεγαÏÎως : η οÏθογÏαφία καθιστά σαφή τη συνίζηση του αÏÏ‡Î¹ÎºÎ¿Ï –εο–. Στο ΜεγαÏÎως γίνεται συνίζηση. Η καταγωγή και η εποχή του ποιητή Îχουν αποτελÎσει θÎμα πολλών συζητήσεων, ενώ θÎμα Îχει τεθεί ακόμη και για την ιστοÏικότητα του Ï€Ïοσώπου του. Η δυσκολία υπαγοÏεÏεται από Ï„Ïεις κυÏίως λόγους. Î Ïώτον, ελάχιστες είναι οι άμεσες αναφοÏÎÏ‚ της ίδιας της συλλογής σε ιστοÏικά γεγονότα· ως επί το πλείστον, αποσιωπώνται γεγονότα ή χαÏακτηÏιστικά της τοπικής ιστοÏίας, ονόματα, τοπωνÏμια, αναφοÏÎÏ‚ σε λεπτομÎÏειες της πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής ζωής· κατ’ αυτόν τον Ï„Ïόπο, η συλλογή αποκτά Îνα γενικό ιδίωμα, Ï€ÏοσαÏμόσιμο και εφαÏμόσιμο στα αÏιστοκÏατικά συμφÏαζόμενα κάθε εποχής ή πεÏιοχής, το οποίο ακυÏώνει κάθε βεβαιότητα για την Ï€ÏοÎλευση του κειμÎνου. ΔεÏτεÏον, τα ελάχιστα στοιχεία που Ï€ÏοσφÎÏει η συλλογή δεν εναÏμονίζονται πάντοτε Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚, ειδικά όσον αφοÏά θÎματα χÏονολογικά: αν δεχτοÏμε τα στοιχεία αυτά ως ισότιμα αξιόπιστες πληÏοφοÏίες, η συλλογή θα Ï€ÏÎπει να χÏονολογηθεί στην πεÏίοδο 640-479 Ï€.Χ. ΤÏίτον, η βιογÏαφική παÏάδοση για τον ΘÎογνη είναι φτωχή και συχνά αντιφατική – γεγονός, βÎβαια, που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα δÏο Ï€ÏοηγοÏμενα χαÏακτηÏιστικά της συλλογής. Κάποιες εικασίες Ï€ÏÎπει, εντοÏτοις, να γίνουν. Ως Ï€Ïος την καταγωγή του ποιητή υπήÏχε διαφωνία ήδη από την αÏχαιότητα: η αναφοÏά του ποιητή στην καταγωγή του φÎÏνει δίχως άλλο στο νου τα ÎœÎγαÏα της Αττικής, εντοÏτοις ο Πλάτωνας (Îόμ. 630a) θεωÏεί πατÏίδα του ποιητή τα Υβλαία ÎœÎγαÏα της Σικελίας. Την Ï€Ïώτη άποψη ασπάζονται ο ΣτÎφανος Βυζάντιος (s.v. ÎœÎγαÏα), ο ΑÏποκÏατίωνας (s.v. ΘÎογνις) και ο Δίδυμος (σχόλιο στον Πλάτ. Îόμ. 630a)· τη δεÏτεÏη, το λεξικό της ΣοÏδας (s.v. ΘÎογνις). Η σχÎση του ποιητή με τη Σικελία μαÏÏ„Ï…Ïείται και στην ίδια τη συλλογή, στους στ. 783-88: το ποίημα, όμως, φαίνεται να δίνει την Ï€Ïοοπτική κάποιου ταξιδιώτη μάλλον παÏά ενός μόνιμου κατοίκου του νησιοÏ. Την ίδια στιγμή, οι στ. 773-74 αναφÎÏονται στην ακÏόπολη των ΜεγάÏων, ενώ η ανησυχία που εκφÏάζεται στους στ. 891-94 για την καταστÏοφή του Ληλάντιου πεδίου στην ΕÏβοια μοιάζει πιο ταιÏιαστή για Îναν κάτοικο της Αττικής παÏά για Îναν κάτοικο της Σικελίας. ΜποÏοÏμε, λοιπόν, να συμπεÏάνουμε, αν και χωÏίς βεβαιότητα καμία, πως τόπος καταγωγής είναι τα ÎœÎγαÏα της Αττικής: η σχÎση με τη Σικελία εξηγείται Ï€Î¿Î»Ï ÎµÏκολα, αν λάβουμε υπόψη πως τα Υβλαία ÎœÎγαÏα ήταν αποικία των ΜεγάÏων της Αττικής· αν ο ΘÎογνης επισκÎφτηκε απλώς το νησί ή βÏÎθηκε εκεί εξόÏιστος λόγω πολιτικών πεποιθήσεων, δεν μποÏοÏμε να το γνωÏίζουμε. Όσο για τη χÏονολόγηση της συλλογής, κάναμε ήδη λόγο για τις Ï€ÏοβληματικÎÏ‚ ενδείξεις της συλλογής: οι στ. 29-52 εÏμηνεÏονται συχνά ως αναφοÏά στην πολιτική κατάσταση στα ÎœÎγαÏα λίγο Ï€Ïιν καταλάβει την εξουσία ο Ï„ÏÏαννος ΘεαγÎνης – γεγονός που τοποθετείται Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï… 640 και του 600 Ï€.Χ.· οι στ. 891-94 μοιάζουν με αναφοÏά στον Ληλάντιο Πόλεμο, που Îλαβε χώÏα στο δεÏτεÏο μισό του 6ου αι. Ï€.Χ.· οι στ. 773-82, Ï„Îλος, κάνουν λόγο για την απειλή των ΠεÏσών και εÏμηνεÏονται συνήθως ως αναφοÏά στην εισβολή των ΠεÏσών στη ΜεγαÏίδα το 479 Ï€.Χ. Αυτά όσον αφοÏά τις χÏονολογικÎÏ‚ ενδείξεις που μας δίνει το ίδιο το κείμενο. Την ίδια στιγμή, η βιογÏαφική παÏάδοση φαίνεται να είναι ομόφωνη σε αυτό το σημείο: ο ΘÎογνης Îζησε και άκμασε στα μÎσα του 6ου αι. Ï€.Χ. Αυτή είναι και η γνώμη των πεÏισσότεÏων μελετητών και η γνώμη που υιοθετείται και εδώ: ο ΘÎογνης τοποθετείται μετά την Ï„Ï…Ïαννίδα του ΘεαγÎνη, σε μια εποχή Îντονων ταÏαχών και Ïιζικών μεταβολών, όταν οι ολιγαÏχικÎÏ‚ φατÏίες που είχαν συνασπιστεί για να Ïίξουν τον ΘεαγÎνη, σÏντομα βÏÎθηκαν σε Ïήξη και στην Ï€Ïοσπάθειά τους να επιβληθοÏν χÏησιμοποίησαν τις δυνάμεις άλλοτε της ανεÏχόμενης μεσαίας τάξης και άλλοτε του λαοϷ βλ. ΑÏιστ. Πολιτ. 1300a, 1302b και 1304b, ΠλοÏÏ„. Ηθ. 295d και 304e-f· S. I. Oost, “The Megara of Theagenes and Theognis”, CPh 68 (1973)186-196· Th. Figueira, “Chronological Table. Archaic Megara, 800-500 B.C.”, στο Figueira-Nagy [1-4] 261-303. Î Î¿Î»Ï Î´Î¹Î±Ï†Î¿Ïετική είναι η γνώμη του Nagy [11-14], σÏμφωνα με τον οποίο η θεογνίδεια συλλογή δεν αποτελεί ÎÏγο ενός συγκεκÏιμÎνου Ï€Ïοσώπου, του ΘÎογνη, αλλά συλλογικό δημιοÏÏγημα της μεγαÏικής ποιητικής παÏάδοσης: ο ΘÎογνης, με άλλα λόγια, δεν είναι Îνα Ï€Ïόσωπο ιστοÏικό, μα το Ï€Ïοσωπείο μονάχα, η πεÏσόνα στην οποία αποδίδεται η συλλογή, Îνα όνομα μυθικό σχεδόν ή θÏυλικό, όπως αυτό του ΛυκοÏÏγου, που αντιπÏοσωπεÏει τη σοφία της παÏάδοσης και της συλλογικής μνήμης. Η συλλογική αυτή ποιητική παÏάδοση Îχει Ï€ÏοÎλευση καθαÏά και μόνον αÏιστοκÏατική, θÎμα της την πόλιν και την οÏθή πολιτική/κοινωνική συμπεÏιφοÏά, και σκοπό της τον οÏισμό των αÏχών εκείνων που θα επιτÏÎψουν την ευταξία, την ισοÏÏοπία και τη λειτουÏγικότητα της πόλεως. Ως αυτόπτης μάÏÏ„Ï…Ïας των γεγονότων, ο «Î˜Îογνης» βιώνει τις αλλαγÎÏ‚ δÏο αιώνων πεÏίπου και βÏίσκει σε όλα αυτά τα γεγονότα το εÏÎθισμα για να διατυπώσει σε Îναν λόγο ποιητικό και πολιτικό τις θÎσεις της αÏιστοκÏατίας. Ως συλλογική παÏάδοση, λοιπόν, η θεογνίδεια ποίηση εμπεÏιÎχει όλα εκείνα τα στοιχεία της μεγαÏικής ιστοÏίας τα οποία σχετίζονται με την Ï€Ïοσπάθεια της αÏιστοκÏατικής τάξης να επιβληθεί ή κάποτε και να επιβιώσει, είτε Ï€Ïόκειται για την Ï„Ï…Ïαννίδα του ΘεαγÎνη είτε για τις ταÏαχÎÏ‚ της ακόλαστης δημοκÏατίας του 6ου αι. Κατά τη διάδοσή της όμως εκτός ΜεγάÏων, η ποιητική αυτή παÏάδοση απÎβαλε κάθε στοιχείο τοπικής ιστοÏίας Îτσι ώστε να μποÏεί να χÏησιμοποιηθεί σε πανελλήνιο επίπεδο – το συγκεκÏιμÎνο γεγονός Îχασε τη βαÏÏτητά του και υποχώÏησε μπÏοστά στο γενικό, το αχÏονικό ή διαχÏονικό, η εμπειÏία της τοπικής ιστοÏίας μετατÏάπηκε σε γνώμη και σοφία.
|
Μετά τα Ï€Ïώτα Ï„ÎσσεÏα ποιήματα, που απευθÏνονται στους θεοÏÏ‚ και κατÎχουν τη θÎση εναÏκτήÏιων Ïμνων, οι στίχοι 19-38 μας εισάγουν πλÎον στην κυÏίως συλλογή. Από εδώ ξεκινά μια ενότητα που φθάνει Îως τον στίχο 254: Ï€Ïώτο ποίημα στην ενότητα είναι το ποίημα με την πεÏίφημη σφÏαγῖδα του ποιητή, όπου πληÏοφοÏοÏμαστε το όνομα του ΘÎογνη, το όνομα του ΚÏÏνου, στον οποίο αφιεÏώνει ο ποιητής τη συλλογή, καθώς και το γενικό πεÏιεχόμενο της συλλογής· στο τελευταίο ποίημα (237-54) ο ποιητής καυχιÎται πως κατόÏθωσε να απαθανατίσει με την ποίησή του τον ΚÏÏνο – Îχουμε, δηλαδή, Îνα είδος Ï€Ïολόγου και επιλόγου. Ο West ([1-18] 42) υποστηÏίζει πως η θÎση των ποιημάτων στη συλλογή δεν μποÏεί να είναι τυχαία: οÏιοθετοÏν μια ενότητα με εξαιÏετική συνοχή, συνεπή ως επί το πλείστον οÏγάνωση και θεματική ομοιομοÏφία· όλα σχεδόν τα ποιήματα πεÏιÎχουν την κλητική Ï€Ïοσφώνηση ΚÏÏνε ή ΠολυπαÎδη (για τη σημασία της κλητικής βλ. σχόλιο στον στ. 19), τα πεÏισσότεÏα ποιήματα Îχουν χαÏακτήÏα πολιτικό ή ηθικολογικό (υπάÏχει μόνο Îνα συμποτικό και Îνα εÏωτικό ποίημα, 209-10 και 237-54 αντίστοιχα). Αντίθετα, μετά τον στ. 254 παÏατηÏείται μια απότομη αλλαγή: ο ΚÏÏνος εξαφανίζεται για πεÏισσότεÏους από 40 στίχους, υπάÏχει ποικιλία θεματική και το υλικό είναι μάλλον ακατάστατα οÏγανωμÎνο. ΣυμπεÏαίνει, λοιπόν, ο West ([1-18] 45 κεξ.) πως η ενότητα αυτή αποτελεί Îνα χωÏιστό τμήμα της συλλογής που ενώθηκε κάποια στιγμή με άλλες παÏόμοιες συλλογÎÏ‚ (τα Excerpta Meliora (255-1022) και τα Excerpta Deteriora (1023-1220), τα οποία Ï€ÏοÎÏχονται με τη σειÏά τους από μια μεγαλÏτεÏη συλλογή, το Florilegium Magnum)· και το τμήμα αυτό το ονομάζει Florilegium Purum (purum, όπως λÎει, επειδή πεÏιοÏίζεται με σχετική αυστηÏότητα σε ποιήματα του ΘÎογνη και σε μια σοβαÏή θεματολογία). Η εσωτεÏική συνοχή της ενότητας, καθώς και η παÏουσία Ï€Ïολόγου και επιλόγου, αποδεικνÏουν πως η ενότητα διατηÏήθηκε λίγο ή Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ„Î· μοÏφή που της είχε δώσει ο αÏχικός συντάκτης της κάποια στιγμή τον 3ο αι. Ï€.Χ.
Οι πεÏισσότεÏοι εκδότες χωÏίζουν το κείμενο σε δÏο ποιήματα: είτε 19-30 και 31-38 (M. L. West, Iambi et elegi Graeci ante Alexandrum cantati, I : Archilochus, Hipponax, Theognidea, Oxford 1971), είτε 19-26 και 27-38 (Hudson-Williams [1-18]· Carrière [8]· Campbell [19]). Ένα ποίημα διακÏίνουν ο J. M. Edmonds [8], ο Young [5-10] και ο van Groningen [[1-18]. Όπως παÏατηÏεί ο van Groningen, το ποίημα χαÏακτηÏίζεται από συνοχή και την ίδια στιγμή αποτελεί μια κατάλληλη εισαγωγή σε μια συλλογή γνωμικής ποίησης: ο ποιητής παÏουσιάζει τον «Î¼Î±Î¸Î·Ï„ή» του, στον οποίο φαίνεται να αφιεÏώνει τη συλλογή του, παÏουσιάζεται στη συνÎχεια ο ίδιος, υπογÏάφοντας Ï„Ïόπον τινά το ÎÏγο του, δηλώνει τον σκοπό του ÎÏγου του και δίνει κάποιες βασικÎÏ‚ παÏαινÎσεις, τις οποίες θα αναπτÏξει λεπτομεÏÎστεÏα στη συνÎχεια. Θα μποÏοÏσαμε να ποÏμε πως, όπως και τα Ï€Ïοοίμια αφηγηματικών ÎÏγων, πεζών ή ποιητικών, η Ï€Ïώτη αυτή εισαγωγική ελεγεία διαγÏάφει τον οÏίζοντα Ï€Ïοσδοκιών του αποδÎκτη, δίνοντας όλα τα στοιχεία τα οποία κÏίνονται απαÏαίτητα για τον σκοπό αυτό.
Οι Ï€Ïώτοι στίχοι Ï€ÏοσφÎÏουν, λοιπόν, κάποιες αναγνωÏιστικÎÏ‚ πληÏοφοÏίες, επιβεβαιώνουν το κÏÏος και την αυθεντία του θεογνίδειου Ï€Î¿Î¹Î·Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï Î»ÏŒÎ³Î¿Ï… και στη συνÎχεια Ï€ÏοσφÎÏουν την Ï€ÏογÏαμματική και πεÏιγÏαμματική διατÏπωση των βασικών θεμάτων της συλλογής: μην επιδιώκεις τον πλοÏτο και τις τιμÎÏ‚ με Ï€Ïάξεις άδικες, να συναναστÏÎφεσαι με τους ευγενείς, αυτοÏÏ‚ που Îχουν δÏναμη μεγάλη, και ν’ αποφεÏγεις τις κατώτεÏες τάξεις. Το ιδεώδες της αποκλειστικότητας και της καθαÏότητας που Ï€Ïοβάλλει ο ΘÎογνης είναι Ï€ÏοφανÎÏ‚: η αÏιστοκÏατική τάξη των ἀγαθῶν Ï€ÏÎπει να διατηÏηθεί κλειστή. Στη βάση της σχÎσης ετεÏότητας Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï á¼€Î³Î±Î¸á¿¶Î½ – κακῶν υπάÏχει ο φόβος για το απειλητικό «Î¬Î»Î»Î¿» (οι κακοί) και η ασφάλεια μποÏεί να βÏεθεί μόνο μÎσα στους κόλπους της τάξης των ἀγαθῶν. Όπως είπαμε (31-32), οι αξιολογικοί ÏŒÏοι ἀγαθός/á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÏ‚ Îχουν εξαιÏετικά ευÏÏ ÏƒÎ·Î¼Î±ÏƒÎ¹Î¿Î»Î¿Î³Î¹ÎºÏŒ πεδίο: εδώ εμπεÏιÎχονται κατά κÏÏιο λόγο αξίες ανταγωνιστικÎÏ‚ (competitive values), όπως είναι η ευγενική καταγωγή, η οικονομική ευÏωστία, η πολιτική ισχÏÏ‚ και η κοινωνική θÎση· σε Îνα δεÏτεÏο επίπεδο, οι συνεÏγατικÎÏ‚ αξίες (co-operative values), η σÏνεση και η ηθική ακεÏαιότητα, αποτελοÏν αιτία και αποτÎλεσμα ταυτόχÏονα, αναλόγως της Ï€Ïοοπτικής που λαμβάνει κανείς (βλ. A. W. H. Adkins, Merit and Responsibility, Oxford 1960, 6-7). Και όπως παÏατηÏεί η V. Cobb-Stevens (“Opposites, Reversals, and Ambiguities: The Unsettled World of Theognis”, στο Figueira-Nagy [1-4] 159-75), για να μποÏεί κάποιος να θεωÏηθεί ἀγαθός, Ï€ÏÎπει να πληÏοί όλες αυτÎÏ‚ τις Ï€ÏοϋποθÎσεις: μόνον ο πλοÏτος, παÏαδείγματος χάÏιν, ή μόνον η ηθική ακεÏαιότητα δεν αÏκεί. Στη μεταβατική πεÏίοδο που αÏχίζει τον 7ο αι. και απλώνεται σε όλον τον 6ο αι. Ï€.Χ., οι κατακτήσεις της μεσαίας τάξης σηματοδοτοÏν μια σημαντική μετατόπιση της Îμφασης των αξιολογικών αυτών ÏŒÏων: όσο μεγαλÏτεÏο το εÏÏος στο οποίο κατανÎμεται ο πλοÏτος και όσο εντονότεÏες οι νÎες δυναμικÎÏ‚ της κοινωνίας, τόσο πεÏισσότεÏη η σημασία των συνεÏγατικών αξιών: σημασία δεν Îχει να είναι κανείς πλοÏσιος και ονομαστός, μα να είναι πλοÏσιος και ονομαστός με δίκαιο Ï„Ïόπο (29-30) – Îνας υπαινιγμός, δίχως άλλο, στις εμποÏικÎÏ‚ δÏαστηÏιότητες της μεσαίας τάξης τις οποίες Îβλεπαν με εξαιÏετική και καχÏποπτη υπεÏοψία οι παλαιοί ἀγαθοί. Βλ. και σχόλια στους στ. 53-68, ιδιαίτεÏα 59. Ακόμη, G. Cerri, “La terminologia sociopolitica di Teognide: 1. L’ opposizione semantica tra agathos-esthlos e kakos-deilos”, QUCC 6 (1968) 7-32· W. Jaeger, Παιδεία, μτφ. Γ. Î . Î’ÎÏÏοιος, Αθήναι 1968, Ï„. Α΄, 238. |
|