Πρώτος Ισθμιόνικος, Πίνδαρος
Κείμενο Μετάφραση

Πρώτος Ισθμιόνικος

Ι (458?)

<ΗΡΟΔΟΤΩΙ ΘΗΒΑΙΩΙ ΑΡΜΑΤΙ>

Α΄

Μᾶτερ ἐμά͵ τὸ τεόν͵ χρύσασπι Θήβα͵

πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον

θήσομαι. μή μοι κραναὰ νεμεσάσαι

Δᾶλος͵ ἐν ᾇ κέχυμαι.

τί φίλτερον κεδνῶν τοκέων ἀγαθοῖς;

εἶξον͵ ὦ Ἀπολλωνιάς· ἀμφοτερᾶν

τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος͵

καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων

ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις

ἀνδράσιν͵ καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ

δειράδ΄· ἐπεὶ στεφάνους

ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων͵

καλλίνικον πατρίδι κῦδος. ἐν ᾇ

καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν

παῖδα͵ θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρῖξαν κύνες.

ἀλλ΄ ἐγὼ Ἡροδότῳ τεύ-

χων τὸ μὲν ἅρματι τεθρίππῳ γέρας͵

ἁνία τ΄ ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ΄ ἐθέλω

ἢ Καστορείῳ ἢ Ἰολάοι΄ ἐναρμόξαι νιν ὕμνῳ.

κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ

Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι·

Î’’

ἔν τ΄ ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων͵

καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον

καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ͵

γευόμενοι στεφάνων

νικαφόρων· λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετά

ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν

τ΄ ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις͵

οἷά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς

καὶ λιθίνοις ὁπότ΄ ἐν δίσκοις ἵεν.

οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον͵ ἀλλ΄ ἐφ΄ ἑκάστῳ

ἔργματι κεῖτο τέλος.

τῶν ἀθρόοις ἀνδησάμενοι θαμάκις

ἔρνεσιν χαίτας ῥεέθροισί τε Δίρ-

κας ἔφανεν καὶ παρ΄ Εὐρώτᾳ πέλας͵

Ἰφικλέος μὲν παῖς ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει͵

Τυνδαρίδας δ΄ ἐν Ἀχαιοῖς

ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος.

χαίρετ΄. ἐγὼ δὲ Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ

Ὀγχηστίαισίν τ΄ ἀϊόνεσσιν περιστέλλων ἀοιδάν

γαρύσομαι τοῦδ΄ ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν

Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν

Γ΄

Ἐρχομενοῖό τε πατρῳαν ἄρουραν͵

ἅ νιν ἐρειδόμενον ναυαγίαις

ἐξ ἀμετρήτας ἁλὸς ἐν κρυοέσσᾳ

δέξατο συντυχίᾳ·

νῦν δ΄ αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος

συγγενὴς εὐαμερίας. ὁ πονή-

σαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει·

εἰ δ΄ ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν͵

ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις͵

χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον

μὴ φθονεραῖσι φέρειν

γνώμαις. ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ

ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ἔπος εἰ-

πόντ΄ ἀγαθὸν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν.

μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ΄ ἔργμασιν ἀνθρώποις

γλυκύς͵

μηλοβότᾳ τ΄ ἀρότᾳ τ΄ ὀρ-

νιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει.

γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται·

ὃς δ΄ ἀμφ΄ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρόν͵

εὐαγορηθεὶς κέρδος ὕψιστον δέκεται͵ πολια-

τᾶν καὶ ξένων γλώσσας ἄωτον.

Δ’

ἄμμι δ΄ ἔοικε Κρόνου σεισίχθον΄ υἱόν

γείτον΄ ἀμειβομένοις εὐεργέταν

ἁρμάτων ἱπποδρόμιον κελαδῆσαι͵

καὶ σέθεν͵ Ἀμφιτρύων͵

παῖδας προσειπεῖν τὸν Μινύα τε μυχόν

καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευ-

σῖνα καὶ Εὔβοιαν ἐν γναμπτοῖς δρόμοις·

Πρωτεσίλα͵ τὸ τεὸν δ΄ ἀνδρῶν Ἀχαιῶν

ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι.

πάντα δ΄ ἐξειπεῖν͵ ὅσ΄ ἀγώνιος Ἑρμᾶς

Ἡροδότῳ ἔπορεν

ἵπποις͵ ἀφαιρεῖται βραχὺ μέτρον ἔχων

ὕμνος. ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσω-

παμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει.

εἴη νιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ΄ ἀγλααῖς

Πιερίδων͵ ἔτι καὶ Πυ-

θῶθεν Ὀλυμπιάδων τ΄ ἐξαιρέτοις

Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα τιμὰν ἑπταπύλοις

Θήβαισι τεύχοντ΄. εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον͵

ἄλλοισι δ΄ ἐμπίπτων γελᾷ͵ ψυχὰν Ἀΐδᾳ τελέων

οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν.

Στον Ηρόδοτο τον Θηβαίο, νικητή στην αρματοδρομία

 

Στρ. Α'

Θήβα μητέρα μου, που 'χεις χρυσή ασπίδα, το χρέος μου

προς εσένα θα βάλω πάνω από κάθε μου έργο.

Μη μου θυμώσει η πετρωτή Δήλος,

που σ' αυτήν είμαι τώρα δοσμένος.

Από τους ένδοξους γονιούς τι περισσότερο

ν' αγαπούν οι καλοί; Υποχώρησε, νησί

του Απόλλωνα· με τη βοήθεια των θεών

θα τελειώσω τη χάρη που χρωστώ

 

Αντ. Α'

και στις δυό σας, τιμώντας μαζί

με τους νησιώτες τον μακρυμάλλη Φοίβο

στη θαλασσόζωστη Κέα, και τον Ισθμό

που τον κυκλώνει το κύμα· γιατί

από τους αγώνες χάρισε στον λαό

του Κάδμου έξι στεφάνια καλλίνικης

δόξας για την πατρίδα. Σ' αυτήν η Αλκμήνη

γέννησε τον άφοβο γιο που κάποτε

 

Επ. Α'

τον φοβήθηκαν οι ατρόμητες σκύλες

του Γηρυόνη. Όμως εγώ ετοιμάζοντας

τραγούδι για τον Ηρόδοτο που νίκησε

στο τέθριππο άρμα και με τα χέρια του

τ' οδήγησε, θέλω να το συνταιριάσω

με τον ύμνο του Κάστορα ή του Ιόλαου.

Γιατί όσοι από τους ήρωες γεννήθηκαν

στη Σπάρτη και τη Θήβα ήταν αρματηλάτες

 

Στρ. Β'

οι καλύτεροι· στους περισσότερους αγώνες

αγωνίστηκαν και στόλισαν το σπίτι τους

με τρίποδες, λεβέτια και χρυσά κύπελλα,

στεφάνια νικηφόρα λαβαίνοντας· ξάστερη

λάμπει η αρετή τους σαν παράβγαιναν

γυμνοί στο τρέξιμο ή πάνοπλοι

βροντώντας τις ασπίδες και στο ακόντισμα

 

Αντ. Β'

κι όταν τους πέτρινους έριχναν δίσκους.

Δεν υπήρχε το πένταθλον ακόμη, μα είχε

ξεχωριστά βραβείο κάθε αγώνισμα. Συχνά

στόλισαν τα μαλλιά τους με στεφάνια

πλήθος κοντά στης Δίρκης τα νερά

και στον Ευρώτα ο γιος του Ιφικλή,

 

Επ. Β'

των Σπαρτών συμπολίτης, και στους Αχαιούς

ο γιος του Τυνδάρεω που κατοικούσε

στον ψηλό τόπο της Θεράπνης. Ήρωες,

σας χαιρετώ. Και καθώς στον Ποσειδώνα,

στον ιερό Ισθμό και στης Ογχηστού

τις όχθες συνταιριάζω τραγούδι,

μες στις τιμές του άντρα τούτου,

θα βροντοφωνάξω την περίλαμπρη τύχη

του πατέρα του Ασωπόδορου

 

Στρ. Γ'

και την πατρική του γη του Ορχομενού

που τον δέχτηκε ναυαγισμένο στην αμέτρητη

θάλασσα μέσα σε μεγάλη δυστυχία·

μα τώρα πάλι του γένους η Τύχη ανάστησε

την αρχαία ευτυχία. Όποιος μοχθεί

με πρόβλεψη αρματώνει την ψυχή του·

 

Αντ. Γ'

όταν κανείς μ' όλη την ορμή του πασχίζει

για την αρετή ξοδεύοντας και μοχθώντας,

άμα πετύχει, πρέπει, χωρίς φθονερές γνώμες,

μεγαλόπρεπα να τον τιμάμε. Γιατί μικρή

η αμοιβή στον ποιητή που με πολλούς

κόπους συνταιριάζει τραγούδι

για τον νικητή κι ανυψώνει την κοινή

 

Επ. Γ'

δόξα. Για τα έργα του κάθε θνητός

γλυκιά λαβαίνει ανταμοιβή, ο βοσκός,

ο αγρότης, ο κυνηγός κι αυτός

που η θάλασσα τον τρέφει. Καθένας

προσπαθεί να διώξει απ' την κοιλιά του

την άγρια πείνα· όποιος αποκτά δόξα

περίλαμπρη στους αγώνες ή στον πόλεμο,

έχει μέγιστο κέρδος, τα πιο μεγάλα

εγκώμια από τους συμπολίτες ή τους ξένους.

 

Στρ. Δ'

Γι' αυτό κι εμείς πρέπει, σαν ανταμοιβή,

να υμνήσουμε τον κοσμοσείστη γιο

του Κρόνου, γείτονά μας κι ευεργέτη

στους αγώνες αλόγων κι αρμάτων,

και τα δικά σου, Αμφιτρύωνα, βλαστάρια

να παινέψουμε και την κοιλάδα του Μινύα

και το ξακουστό της Δήμητρας άλσος

στην Ελευσίνα και την Εύβοια

με τα καμπυλόδρομα στάδια·

 

Αντ. Δ'

βάζω σ' αυτά και τον δικό σου ναό,

Πρωτεσίλαε, των Αχαιών στη Φυλάκη·

ο σύντομος ύμνος μου μ' εμποδίζει όλες

να εξιστορήσω τις νίκες που χάρισε

στον Ηρόδοτο ο Ερμής, των αγώνων επόπτης,

στις ιπποδρομίες. Πολλές φορές κι αυτό

που μένει στη σιωπή φέρνει μεγαλύτερη

 

Επ. Δ'

χαρά. Μακάρι αυτός που ανύψώθηκε

με τις λαμπρές φτερούγες των γλυκόλαλων

Πιερίδων να γεμίσει τα χέρια του

με διαλεχτά λουλούδια του Αλφειού

κι απ΄ τους Δελφούς κι από την Ολυμπία,

την εφτάπυλη Θήβα δοξάζοντας. Όποιος

κρύβει τον πλούτο στο σπίτι του

και περιγελάει τους άλλους,

δεν στοχάζεται πως δίχως δόξα

θα δώσει στον Άδη την ψυχή του.