845-846
ΕÏκολο είναι να αλλάξουμε τη θÎση ενός ανθÏώπου από καλή σε κακή, δÏσκολο, όμως, να διοÏθώσουμε το κακώς κείμενον.
847-850
Με τα πόδια σου ανÎβα πάνω στον ανÎμυαλο λαό, και με αιχμηÏή βουκÎντÏα χτÏπα τον και δÎσε γÏÏω γÏÏω τον λαιμό του με ζεÏγλη δυσβάστακτη· και δεν θα βÏεις πια λαό τόσο φιλοδÎσποτο ανάμεσα στους ανθÏώπους που βλÎπει ο ήλιος.
851-852
Ο Δίας ο ΟλÏμπιος να καταστÏÎψει αυτόν που τον σÏντÏοφό του θÎλει να εξαπατήσει μιλώντας του με λόγια ευγενικά.
853-854
Το γνώÏιζα, βÎβαια, και Ï€Ïιν, μα Ï„ÏŽÏα το γνωÏίζω Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»ÏτεÏα, πως οι άθλιοι δεν ξÎÏουν καθόλου από ευγνωμοσÏνη.
855-856
ΠολλÎÏ‚ φοÏÎÏ‚ λόγω της κακοδαιμονίας των ηγεμόνων της κινδÏνεψε η πόλη τοÏτη σαν πλοίο που Îχασε την ισοÏÏοπία του και Îπιασε ξηÏά.
857-860
Αν κάποιος από τους φίλους μου βλÎπει να μου συμβαίνει κάτι άσχημο, το Ï€Ïόσωπό του αποστÏÎφει και δεν θÎλει να με βλÎπει· αν, όμως, μου Ï„Ïχει από κάπου κάτι καλό, από αυτά που λίγες φοÏÎÏ‚ συμβαίνουν στους ανθÏώπους, τότε δÎχομαι πολλοÏÏ‚ ασπασμοÏÏ‚ και πεÏιποιήσεις.
861-864
Οι φίλοι με Ï€Ïοδίδουνε και αÏνοÏνται να μου δώσουν κάτι, όταν εμφανίζονται οι άνθÏωποι· αλλά εγώ, από μόνη μου, βγαίνω το δείλι και μπαίνω την αυγή, όταν ακοÏγεται η φωνή του κόκκοÏα που σηκώνεται.
865-868
Σε πολλοÏÏ‚ ανάξιους ανθÏώπους δίνει ο θεός πλοÏσια αγαθά, τα οποία, καθώς δεν Îχουν καμία αξία, δεν ωφελοÏν οÏτε αυτοÏÏ‚ οÏτε τους φίλους τους· της αÏετής το μÎγα κλÎος, όμως, δεν θα χαθεί ποτη γιατί αυτός που πολεμά, αυτός σώζει τη χώÏα και την πόλη.
869-872
Îα Ï€Îσει και να με πλακώσει ο μεγάλος κι ευÏÏÏ‚ ουÏανός, που βÏίσκεται χάλκινος από πάνω μου, ο φόβος των χαμογÎννητων ανθÏώπων, αν εγώ δεν βοηθήσω αυτοÏÏ‚ που με αγαπάνε και δεν Ï€ÏοκαλÎσω στεναχώÏια και μεγάλη συμφοÏά στους εχθÏοÏÏ‚ μου.
873-876
ΚÏασί μου, για άλλα σε επαινώ, για άλλα σε μÎμφομαι· δεν μποÏÏŽ οÏτε τελείως να σε μισήσω οÏτε να σε αγαπήσω. Είσαι καλό κι είσαι κακό· ποιος άνθÏωπος, με σÏνεσης μÎÏ„Ïο, θα μποÏοÏσε να σου βÏει ψεγάδι, και ποιος να σε επαινÎσει;
877-878
Της νιότης τη χαÏά ζήσε, καÏδιά μου· σÏντομα θα υπάÏξουν άλλοι άνδÏες, κι εγώ, νεκÏός, θα βÏίσκομαι στη μαÏÏη γη.