467-510, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

467-4961
μηδένα τῶνδ’ ἀέκοντα μένειν κατέρυκε παρ’ ἡμῖν,
   μηδὲ θύραζε κέλευ’ οὐκ ἐθέλοντ’ ἰέναι∙
μηδ’ εὕδοντ’ ἐπέγειρε Σιμωνίδη, ὅντιν’ ἂν ἡμῶν
   θωρηχθέντ’ οἴνῳ μαλθακὸς ὕπνος ἕλῃ,
μηδὲ τὸν ἀγρυπνέοντα κέλευ’ ἀέκοντα καθεύδειν∙
   πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆμ’ ἀνιηρὸν ἔφυ.
Ï„á¿· πίνειν δ’ ἐθέλοντι παρασταδὸν οἰνοχοείτω∙
   οὐ πάσας Ï„á½°Ï‚ νύκτας γίνεται ἁβρὰ παθεῖν.
αὐτὰρ ἐγώ, μέτρον γὰρ ἔχω μελιηδέος οἴνου,
   ὕπνου λυσικάκου μνήσομαι οἴκαδ’ ἰών.
ἥκω δ’ ὡς οἶνος χαριέστατος ἀνδρὶ πεπόσθαι∙
   οὔτε τι γὰρ νήφω οὔτε λίην μεθύω∙
ὃς δ’ ἂν ὑπερβάλλῃ πόσιος μέτρον, οὐκέτι κεῖνος
   τῆς αὐτοῦ γλώσσης καρτερὸς οὐδὲ νόου,
μυθεῖται δ’ ἀπάλαμνα, Ï„á½° νήφοσι γίνεται αἰσχρά,
   αἰδεῖται δ’ ἔρδων οὐδὲν ὅταν μεθύῃ,
τὸ πρὶν ἐὼν σώφρων, τότε νήπιος. ἀλλὰ σὺ ταῦτα
   γινώσκων μὴ πῖν’ οἶνον ὑπερβολάδην,
ἀλλ’ á¼¢ πρὶν μεθύειν ὑπανίστασο – μή σε βιάσθω
   γαστὴρ ὥστε κακὸν λάτριν ἐφημέριον –
á¼¢ παρεὼν μὴ πῖνε. σὺ δ’ «á¼”γχεε»âˆ™ τοῦτο μάταιον
   κωτίλλεις αἰεί∙ τούνεκά τοι μεθύεις∙
ἡ μὲν γὰρ φέρεται φιλοτήσιος, ἡ δὲ πρόκειται,
   τὴν δὲ θεοῖς σπένδεις, τὴν δ’ ἐπὶ χειρὸς ἔχεις,
ἀρνεῖσθαι δ’ οὐκ οἶδας. ἀνίκητος δέ τοι οὖτος,
   ὃς πολλὰς πίνων μή τι μάταιον ἐρεῖ.
ὑμεῖς δ’ εὖ μυθεῖσθε παρὰ κρητῆρι μένοντες,
   ἀλλήλων ἔριδας δὴν ἀπερυκόμενοι,
εἰς τὸ μέσον φωνεῦντες, ὁμῶς ἑνὶ καὶ συνάπασιν∙
   χοὔτως συμπόσιον γίνεται οὐκ ἄχαρι.2

497-4983
ἄφρονος ἀνδρὸς ὁμῶς καὶ σώφρονος οἶνος, ὅταν δὴ
   πίνῃ ὑπὲρ μέτρον, κοῦφον ἔθηκε νόον.

499-5024
ἐν πυρὶ μὲν χρυσόν τε καὶ ἄργυρον ἴδριες ἄνδρες
   γινώσκουσ’, ἀνδρὸς δ’ οἶνος ἔδειξε νόον,
καὶ μάλα περ πινυτοῦ, τὸν ὑπὲρ μέτρον ἤρατο πίνων,
   ὥστε καταισχῦναι καὶ πρὶν ἐόντα σοφόν.

503-5085
οἰνοβαρέω κεφαλὴν Ὀνομάκριτε, καί με βιᾶται
   οἶνος, ἀτὰρ γνώμης οὐκέτ’ ἐγὼ ταμίης
ἡμετέρης, τὸ δὲ δῶμα περιτρέχει. ἀλλ’ ἄγ’ ἀναστὰς
   πειρηθῶ μή πως καὶ πόδας οἶνος ἔχει
καὶ νόον ἐν στήθεσσι∙ δέδοικα δὲ μή τι μάταιον
   ἔρξω θωρηχθεὶς καὶ μέγ’ ὄνειδος ἔχω.

509-5106
Οἶνος πινόμενος πουλὺς κακόν∙ ἢν δέ τις αὐτὸν  
   πίνῃ ἐπισταμένως, οὐ κακὸν ἀλλ’ ἀγαθόν.

467-496
Μην κρατάς κανέναν από τούτους εδώ να μένει μαζί μας χωρίς τη θέλησή του, και κανέναν τους μη διώχνεις, αν δεν θέλει να φύγει· όποιον από εμάς κοιμάται παραδομένος στο κρασί και στον απαλό τον ύπνο με τον ξυπνάς, Σιμωνίδη, και μην προστάζεις αυτόν που αγρυπνεί να κοιμηθεί με τη βία· γιατί κάθε τι που γίνεται καταναγκαστικά είναι από τη φύση του ενοχλητικό. Σ’ αυτόν που θέλει να πίνει δίπλα να στέκεται ο οινοχόος και να του βάζει κρασί· δεν τυχαίνει την κάθε νύχτα ευχάριστα να την περνάμε. Εγώ, όμως – μια κι έχω πιει όσο χρειάζεται απ' το μελίγλυκο κρασί – σαν πάω σπίτι, τον ύπνο λέω να θυμηθώ που το κακό το διώχνει. Έχω φτάσει στην κατάσταση που είναι η πιο ευχάριστη με το κρασί: ούτε πολύ νηφάλιος, ούτε πολύ μεθυσμένος· όποιος, όμως, πίνει πέρα από το σωστό το μέτρο, εκείνος δεν συγκρατεί πλέον ούτε τη γλώσσα του ούτε το μυαλό του, μα λέει πράγματα ανόσια, αδιάντροπα για όσους δεν έχουν πιει, και σαν μεθάει, τίποτα δεν ντρέπεται να κάνει, και ενώ πριν ήταν σώφρων τώρα ανόητος. Εσύ, λοιπόν, γνωρίζοντάς τα αυτά, μην πίνεις υπερβολικά, αλλά σήκω προτού μεθύσεις – να μη σε πιάσει η κοιλιά σου και σ’ ενοχλεί, σαν να είσαι κάνας κακόμοιρος μεροκαματιάρης δούλος – ή κάθισε, μα μην πίνεις. «Î¡Î¯Ï‡Î½Îµ», λες εσύ· αυτή την κενή κουβέντα συνέχεια εκστομίζεις· γι’ αυτό και μεθάς· ένα ποτήρι για τους φίλους, ένα τυχαίνει να είναι μπρος σου, ένα σπονδή για τους θεούς, κι ένα το κέρδισες σε αγώνα, και «ÏŒÏ‡Î¹» δεν ξέρεις να λες. Ανίκητος, όμως, είναι αυτός που πίνει πολύ μα δεν λέει τίποτα ανόητο. Όσο για σας, δίπλα στον κρατήρα να μείνετε και ευχάριστα μιλήστε, τις μεταξύ σας έριδες κρατώντας μακριά για όσο μπορείτε, μιλώντας ανοιχτά, ένας ένας και όλοι μαζί· γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται ευχάριστο το συμπόσιο.

497-498
Ανόητος κι αν είσαι ή συνετός, αν πιεις πέρα απ' το μέτρο το κρασί, αδειάζει το μυαλό σου.

499-502
Αυτοί που ξέρουν, τον χρυσό και το ασήμι στη φωτιά Ï„’ αναγνωρίζουν, το μυαλό, όμως, του ανθρώπου, ακόμη κι εκείνου που είναι πολύ συνετός, το φανερώνει το κρασί που το πίνει πέρα από κάθε μέτρο· και έτσι τον ντροπιάζει αυτόν που μυαλωμένος ήταν πριν.

503-508
Βάρυνε το κεφάλι μου απ' το κρασί, Ονομάκριτε, και μου επιβάλλεται, κι ούτε ορίζω πια την κρίση μου, και το δωμάτιο γυρίζει γύρω γύρω. Αλλά εμπρός, ας σηκωθώ κι ας δοκιμάσω μήπως το κρασί υπέταξε και τα πόδια μου και το μυαλό· φοβάμαι μήπως, μεθυσμένος καθώς είμαι, κάνω κάτι ανόητο και ντροπιαστώ πολύ.

509-510
Το κρασί, όταν πίνεται σε μεγάλες ποσότητες, είναι άσχημο πράγμα· αν όμως πίνει κανείς με γνώση, είναι πράγμα καλό, κι όχι άσχημο.