467-4961
μηδÎνα τῶνδ’ á¼€Îκοντα μÎνειν κατÎÏυκε παϒ ἡμῖν,
μηδὲ θÏÏαζε κÎλευ’ οá½Îº á¼Î¸Îλοντ’ á¼°Îναι∙
μηδ’ εὕδοντ’ á¼Ï€ÎγειÏε Σιμωνίδη, ὅντιν’ ἂν ἡμῶν
θωÏηχθÎντ’ οἴνῳ μαλθακὸς ὕπνος ἕλῃ,
μηδὲ τὸν ἀγÏυπνÎοντα κÎλευ’ á¼€Îκοντα καθεÏδειν∙
πᾶν Î³á½°Ï á¼€Î½Î±Î³ÎºÎ±á¿–Î¿Î½ χÏῆμ’ ἀνιηÏὸν ἔφυ.
Ï„á¿· πίνειν δ’ á¼Î¸Îλοντι παÏασταδὸν οἰνοχοείτω∙
οὠπάσας Ï„á½°Ï‚ νÏκτας γίνεται á¼Î²Ïá½° παθεῖν.
αá½Ï„á½°Ï á¼Î³ÏŽ, μÎÏ„Ïον Î³á½°Ï á¼”Ï‡Ï‰ μελιηδÎος οἴνου,
ὕπνου λυσικάκου μνήσομαι οἴκαδ’ ἰών.
ἥκω δ’ ὡς οἶνος χαÏιÎστατος ἀνδÏὶ πεπόσθαι∙
οὔτε τι Î³á½°Ï Î½Î®Ï†Ï‰ οὔτε λίην μεθÏω∙
ὃς δ’ ἂν ὑπεÏβάλλῃ πόσιος μÎÏ„Ïον, οá½ÎºÎτι κεῖνος
τῆς αá½Ï„οῦ γλώσσης καÏτεÏὸς οá½Î´á½² νόου,
μυθεῖται δ’ ἀπάλαμνα, Ï„á½° νήφοσι γίνεται αἰσχÏά,
αἰδεῖται δ’ á¼”Ïδων οá½Î´á½²Î½ ὅταν μεθÏῃ,
τὸ Ï€Ïὶν á¼á½¼Î½ σώφÏων, τότε νήπιος. ἀλλὰ σὺ ταῦτα
γινώσκων μὴ πῖν’ οἶνον ὑπεÏβολάδην,
ἀλλ’ á¼¢ Ï€Ïὶν μεθÏειν ὑπανίστασο – μή σε βιάσθω
Î³Î±ÏƒÏ„á½´Ï á½¥ÏƒÏ„Îµ κακὸν λάτÏιν á¼Ï†Î·Î¼ÎÏιον –
á¼¢ παÏεὼν μὴ πῖνε. σὺ δ’ «á¼”γχεε»âˆ™ τοῦτο μάταιον
κωτίλλεις αἰεί∙ τοÏνεκά τοι μεθÏεις∙
ἡ μὲν Î³á½°Ï Ï†ÎÏεται φιλοτήσιος, ἡ δὲ Ï€Ïόκειται,
τὴν δὲ θεοῖς σπÎνδεις, τὴν δ’ á¼Ï€á½¶ χειÏὸς ἔχεις,
á¼€Ïνεῖσθαι δ’ οá½Îº οἶδας. ἀνίκητος δΠτοι οὖτος,
ὃς πολλὰς πίνων μή τι μάταιον á¼Ïεῖ.
ὑμεῖς δ’ εὖ μυθεῖσθε παÏá½° κÏητῆÏι μÎνοντες,
ἀλλήλων á¼”Ïιδας δὴν ἀπεÏυκόμενοι,
εἰς τὸ μÎσον φωνεῦντες, á½Î¼á¿¶Ï‚ ἑνὶ καὶ συνάπασιν∙
χοὔτως συμπόσιον γίνεται οá½Îº ἄχαÏι.2
497-4983
ἄφÏονος ἀνδÏὸς á½Î¼á¿¶Ï‚ καὶ σώφÏονος οἶνος, ὅταν δὴ
πίνῃ á½‘Ï€á½²Ï Î¼ÎÏ„Ïον, κοῦφον ἔθηκε νόον.
499-5024
á¼Î½ πυÏὶ μὲν χÏυσόν τε καὶ ἄÏγυÏον ἴδÏιες ἄνδÏες
γινώσκουσ’, ἀνδÏὸς δ’ οἶνος ἔδειξε νόον,
καὶ μάλα Ï€ÎµÏ Ï€Î¹Î½Ï…Ï„Î¿á¿¦, τὸν á½‘Ï€á½²Ï Î¼ÎÏ„Ïον ἤÏατο πίνων,
ὥστε καταισχῦναι καὶ Ï€Ïὶν á¼ÏŒÎ½Ï„α σοφόν.
503-5085
οἰνοβαÏÎω κεφαλὴν ὈνομάκÏιτε, καί με βιᾶται
οἶνος, á¼€Ï„á½°Ï Î³Î½ÏŽÎ¼Î·Ï‚ οá½ÎºÎÏ„’ á¼Î³á½¼ ταμίης
ἡμετÎÏης, τὸ δὲ δῶμα πεÏιτÏÎχει. ἀλλ’ ἄγ’ ἀναστὰς
πειÏηθῶ μή πως καὶ πόδας οἶνος ἔχει
καὶ νόον á¼Î½ στήθεσσι∙ δÎδοικα δὲ μή τι μάταιον
á¼”Ïξω θωÏηχθεὶς καὶ μÎγ’ ὄνειδος ἔχω.
509-5106
Οἶνος πινόμενος πουλὺς κακόν∙ ἢν δΠτις αá½Ï„ὸν
πίνῃ á¼Ï€Î¹ÏƒÏ„αμÎνως, οὠκακὸν ἀλλ’ ἀγαθόν.
|
467-496
467. τῶνδ’ : εντάσσει το κείμενο σε μια συγκεκÏιμÎνη κατάσταση και αναφÎÏεται Ï€Ïοφανώς στους συνδαιτυμόνες του ομιλητή.
467. μÎνειν : εξαÏτάται από το κατεÏÏκειν ως απαÏÎμφατο του αποτελÎσματος· εφόσον δεν εξαÏτάται από το á¼€Îκοντα, η Ï„ÏιτοτÏοχαϊκή τομή υπεÏισχÏει της εφθημιμεÏοÏÏ‚.
467. κατεÏÏκω : «ÎºÎ±Î¸Ï…στεÏÏŽ, κÏατώ»· η Ï€Ïοστακτική ενεστώτα κατÎÏυκε Ï€Ïοσδίδει στη συμβουλή Îναν γενικό χαÏακτήÏα· αν και ο ομιλητής μιλάει για το συγκεκÏιμÎνο συμπόσιο (πβ. τῶνδε), είναι σαν να δίνει συμβουλÎÏ‚ για τη σωστή διεξαγωγή κάθε συμποσίου.
469. á¼Ï€ÎµÎ³ÎµÎ¯Ïω : «Î¾Ï…πνώ».
470. θωÏηχθÎντα : βλ. σχόλιο στον στ. 413.
417. ἀγÏυπνÎοντα : συνίζηση.
472. πᾶν Î³á½°Ï á¼€Î½Î±Î³ÎºÎ±á¿–Î¿Î½ χÏῆμ’ ἀνιηÏὸν ἔφυ : η φÏάση φαίνεται πως αποτελοÏσε ευÏÎως διαδεδομÎνη γνώμη που αποδιδόταν στον ΕÏηνο και κυκλοφοÏοÏσε με μικÏÎÏ‚ παÏαλλαγÎÏ‚, πβ. ΑÏιστ. Μετ. Φυσ. 1015a28 τὸ Î³á½°Ï Î²Î¯Î±Î¹Î¿Î½ ἀναγκαῖον λÎγεται, διὸ καὶ λυπηÏόν, á½¥ÏƒÏ€ÎµÏ ÎºÎ±á½¶ Εὔηνός φησι. Πᾶν Î³á½°Ï á¼€Î½Î±Î³ÎºÎ±á¿–Î¿Î½ Ï€Ïᾶγμ’ ἀνιηÏὸν ἔφυ, ΠλοÏÏ„. Ηθ. 1102c Πᾶν Î³á½°Ï á¼€Î½Î±Î³ÎºÎ±á¿–Î¿Î½ Ï€Ïᾶγμ’ ὀδυνηÏὸν ἔφυ, κατὰ τὸν Εὔηνον. Πβ. και ΑÏιστ. Ηθικ. Ευδ. 1223a31 και Ρητ. 1370a10, όπου δεν γίνεται, όμως, αναφοÏά στον ΕÏηνο.
473. παÏασταδόν : «ÎµÎº του πλησίον».
473. οἰνοχοείτω : ενν. υποκ. οἰνοχόος· όπως συμβαίνει συχνά, το υποκ. παÏαλείπεται, εφόσον είναι Ï€Ïόσωπο που συσχετίζεται με την ενÎÏγεια που δηλώνεται από το Ïήμα, πβ. 989 á½Ï€ÏŒÏ„αν πίνωσι.
474. νÏκτας : αιτιατική του χÏόνου που δηλώνει τη διάÏκεια.
474. á¼Î²Ïός (ά), όν : «Ï‡Î±ÏιτωμÎνος, ντελικάτος, όμοÏφος· πολυτελής».
475. μελιηδής, ÎÏ‚ : «Î³Î»Ï…κός σαν μÎλι».
476. λυσικάκου : ἅπαξ λεγόμενον, παÏαλλαγή του ομηÏÎ¹ÎºÎ¿Ï Î»Ï…ÏƒÎ¹Î¼ÎµÎ»Î®Ï‚, Ï€.χ., Ï… 56 κεξ. εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαÏπτε λÏων μελεδήματα θυμοῦ / λυσιμελής.
477. ἥκω : η γÏαφή που παÏαδίδει ο Αθήναιος (428c)· οι κώδικες παÏαδίδουν τη γÏαφή ἥξω. ΣÏμφωνα με τον West ([1-18] 155), η γÏαφή ἥξω οφείλεται σε παÏανόηση: οι αντιγÏαφείς θεώÏησαν πως ο στ. 477 συνεχίζει τον στ. 476, πως το Ïήμα ἥκω δηλαδή συνεχίζει το οἴκαδ’ ἰών, και ÎκÏιναν τον μÎλλοντα πιο κατάλληλο. Φαίνεται, όμως, πιθανότεÏο ο στ. 477 να αναφÎÏεται στο συμπόσιο: δεν υπάÏχει λόγος να καθυστεÏήσει ο ποιητής λÎγοντας ποια θα είναι η κατάστασή του, όταν φτάσει σπίτι· μιλώντας, όμως, για την κατάστασή του κατά το συμπόσιο, στήνει μια σαφή αντίθεση Ï€Ïος τους στ. 479-483: «ÎµÎ³ÏŽ Îχω πιει όσο ακÏιβώς χÏειάζεται· όποιος, όμως, υπεÏβεί το μÎÏ„Ïο κλπ.».
477. πεπόσθαι : απÏμφ. παθ. Ï€Ïκ. του πίνω.
479. ὑπεÏβάλλῃ : μτβ.· πβ. ΕυÏ. απ. 276.2 β οá½Îº ἂν ἡμῶν θÏάσος ὑπεÏβάλοιτό τις.
480. αá½Ï„οῦ = αὑτοῦ, πβ. Ιλ. Ι 342 τὴν αá½Ï„οῦ φιλÎει.
480. καÏτεÏός, ά, όν : με γεν., «Îχοντας υπό Îλεγχο».
481. νήφοσι : εδώ μόνο και στον στ. 627, σαν να Ï€Ïόκειται για επίθετο, πβ. εá½Î´Î±Î¯Î¼Î¿ÏƒÎ¹, á¼Î»Î¬ÏƒÏƒÎ¿ÏƒÎ¹ κλπ. Ο ΗσÏχιος γÏάφει νήφονες· νήφοντες.
483. τότε νήπιος : αντί του αναμενόμενου ἄφÏων, γιατί υποδηλώνει τη γελοιότητα και την ανοησία που χαÏακτηÏίζουν τον μεθυσμÎνο· το επίθετο ἄφÏων δεν Îχει συνυποδηλώσεις Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î¿Ï… είδους.
484. ὑπεÏβολάδην : «Î¬Î¼ÎµÏ„Ïα, υπεÏβολικά»· ἅπαξ λεγόμενον.
485. ὑπανίσταμαι : παθ. με β΄ αόÏ. και Ï€Ïκ. ενεÏγ., «ÏƒÎ·ÎºÏŽÎ½Î¿Î¼Î±Î¹».
486. Î³Î±ÏƒÏ„Î®Ï : μετωνυμικά η λαιμαÏγία, πβ. 920 (≈ 1000) á¾— γαστÏὶ χαÏιζόμενος· Οδ. ζ 133 κÎλεται δΠἑ γαστήÏ.
486. á¼Ï†Î·Î¼ÎÏιος, ον : «Î½Î¿Î¹ÎºÎ¹Î±ÏƒÎ¼Îνος με τη μÎÏα».
486. κακὸν λάτÏιν á¼Ï†Î·Î¼ÎÏιον : οι ημεÏομίσθιοι δοÏλοι ήταν Îνα σÏνηθες κοινωνικο-οικονομικό φαινόμενο στην αÏχαιότητα. Η θÎση τους, από κάποιες απόψεις, ήταν πιο ευνοημÎνη από αυτή των μόνιμων δοÏλων. Η πείνα (γαστήÏ) είναι που τους αναγκάζει (βιᾶσθαι) να δουλεÏουν. Ο ΠλοÏταÏχος αναφÎÏει πως οι ΣπαÏτιάτες, σε μÎÏες γιοÏτής, μεθοÏσαν τους είλωτες για να δείξουν στη νεολαία τα θλιβεÏά αποτελÎσματα του Ï€Î¿Ï„Î¿Ï (ΔημήτÏ. 1.5.2). Είναι Ï€ÏοφανÎÏ‚ πως το επίθετο κακόν αναφÎÏεται στην κοινωνική θÎση των ημεÏομίσθιων δοÏλων, οι οποίοι αποτελοÏσαν την κατώτεÏη τάξη των ελεÏθεÏων πολιτών.
487. á¼¢ παÏεὼν μὴ πῖνε : αντίθετα από ÏŒ,τι λÎγεται στον στ. 628 αἰσχÏὸν δ’ εἰ νήφων Ï€á½°Ï Î¼ÎµÎ¸Ïουσι μÎνει· πβ. Κικ. Tusc. 5.41 lex in Graecorum conviviis optinetur; aut bibat aut abeat! (á¼¢ πῖθι á¼¢ ἄπιθι).
487. μάταιος, α, ον : «Î¼Î¬Ï„αιος, κενός· ανόητος».
489. ἡ μÎν - ἡ δÎ... : ενν. κÏλιξ.
489. φιλοτήσιος (α), ον : της φιλίας· ἡ φιλοτησία (ενν. κÏλιξ), «Ï„ο ποτήÏι το αφιεÏωμÎνο στη φιλία».
489. φιλοτήσιος – Ï€Ïόκειται : τεχνικοί ÏŒÏοι του λεξιλογίου των συμποσίων. Η φιλοτησία κÏλιξ διατηÏείται και στους ΒυζαντινοÏÏ‚, βλ. Φ. ΚουκουλÎÏ‚, «Î“εÏματα, δείπνα και συμπόσια των Βυζαντινών», Επετ. Ετ. Βυζ. Σπουδών 10 (1933) 97-160. Η Ï€ÏοκειμÎνη κÏλιξ Ï€ÏÎπει να αναφÎÏεται στο ποτήÏι που Ï„Ïχαινε να βÏεθεί γεμάτο μπÏοστά σε κάποιον: αυτός ÎÏ€Ïεπε να το αδειάσει. Όπως παÏατηÏεί ο van Groningen ([1-18] 195), Îνας από τους βασικοÏÏ‚ «ÏƒÎºÎ¿Ï€Î¿ÏÏ‚» των συμποσίων Ï€ÏÎπει να αφοÏοÏσε την ποσότητα της κατανάλωσης κÏασιοÏ: ο κάθε συνδαιτυμόνας ÎÏ€Ïεπε να πιει όσο πεÏισσότεÏο μποÏοÏσε. ΥποθÎτουμε, λοιπόν, πως υπήÏχαν κάποιοι σταθεÏοί λίγο ή Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î½ÏŒÎ½ÎµÏ‚: Îνα ποτήÏι ÎÏ€Ïεπε να πιουν για τους φίλους, κι Îνα για τους θεοÏÏ‚, κι αν υπήÏχε κάποιο ποτήÏι μπÏοστά τους, ÎÏ€Ïεπε να το αδειάσουν.
490. τὴν δ’ á¼Ï€á½¶ χειÏὸς ἔχεις : ο van Groningen ([1-18] 195) αναÏωτιÎται αν υπήÏχε κάποιος κανόνας σÏμφωνα με τον οποίο, αν Ï„Ïχαινε να κÏατά κανείς Îνα ποτήÏι, ÎÏ€Ïεπε να το αδειάσει Ï€ÏÎ¿Ï„Î¿Ï Ï„Î¿ ακουμπήσει ξανά στο Ï„ÏαπÎζι. Ο West ([1-18] 155), εντοÏτοις, συσχετίζει με τη φÏάση á¼Ï€Î¯Ï‡ÎµÎ¹Ïα ἔχειν («Î´Îχομαι κάτι ως βÏαβείο ή ως τιμωÏία): Ï€Ïόκεται, λοιπόν, για το ποτήÏι με το οποίο βÏαβεÏεται ή τιμωÏείται κανείς – και το οποίο οφείλει, βÎβαια, να το αδειάσει.
492. πολλάς : ενν. κÏλικας.
494. ἀπεÏÏκομαι : μÎσ., «Î±Ï€Îχω από».
495. φωνÎω : «Î¼Î¹Î»ÏŽ».
496. οá½Îº ἄχαÏι : σχήμα λιτότητας. |
Το ποίημα Îχει Ï€ÏοκαλÎσει πολλή συζήτηση. ΔÏο είναι τα κÏÏια εÏωτήματα που Îχουν απασχολήσει τους μελετητÎÏ‚: (α) ποιος είναι ο Σιμωνίδης στον οποίον απευθÏνεται ο ποιητής; Σε κάποιον Σιμωνίδη απευθÏνεται ο ποιητής και στους στ. 667-682 και 1345-1350: είναι κάποιος φίλος του, ή μήπως Ï€Ïόκειται για τον ποιητή Σιμωνίδη, τον Κείο; Αν Ï€Ïόκειται για τον ποιητή, ο οποίος γεννήθηκε το 556 πεÏίπου και Ï€Îθανε το 468 Ï€.Χ., και εφόσον τοποθετοÏμε τον ΘÎογνη στα μισά του 6ου αι., δεν θα ÎÏ€Ïεπε να θεωÏήσουμε πως τα ποιήματα είναι κάποιου μεταγενÎστεÏου ποιητή; (β) η υπόθεση πως οι στ. 467-496 αποτελοÏν μεταγενÎστεÏη σÏνθεση φαίνεται να βÏίσκει ÎÏεισμα στο γεγονός πως ο στ. 472 αποδίδεται από τον ΑÏιστοτÎλη (Μετ. Φυσ. 1015a28) και τον ΠλοÏταÏχο (Ηθ. 1102c) στον ΕÏηνο· μποÏοÏμε, λοιπόν, Îστω και λόγω ενός στίχου μόνο, να αποδώσουμε ολόκληÏο το ποίημα στον ΕÏηνο και να θεωÏήσουμε πως Ï€ÏοστÎθηκε στη θεογνίδεια συλλογή Ï€Î¿Î»Ï Î¼ÎµÏ„Î¬ την Ï€Ïώτη εμφάνισή της; Και αν ναι, σε ποιον ΕÏηνο; Ο ΑÏποκÏατίωνας (s.v. Εὔηνος) μας πληÏοφοÏεί πως υπάÏχουν δÏο ποιητÎÏ‚ με αυτό το όνομα, και οι δÏο ΠάÏιοι, και οι δÏο ποιητÎÏ‚ ελεγειακών ποιημάτων: ο Ï€Ïώτος ήκμασε πεÏί το 460 Ï€.Χ., ο δεÏτεÏος αναφÎÏεται από τον Πλάτωνα ως σÏγχÏονος του ΣωκÏάτη (βλ. ΦαίδÏ. 267a3, Απολ. 20b8-9)· από τον Ï€Ïώτο δεν σώζεται τίποτα, από τον δεÏτεÏο σώζονται μόλις 25 στίχοι, και αυτοί αποσπασματικά· σε ποιον από τους δÏο θα μποÏοÏσαμε να αποδώσουμε το ποίημα και με ποιο κÏιτήÏιο;
ΔιάφοÏες απαντήσεις και εÏμηνείες Îχουν δοθεί. Ο Edmonds ([8] 8), παÏαδείγματος χάÏιν, αναγνωÏίζει κάποιες ιδιαιτεÏότητες στη γλώσσα των ποιημάτων που απευθÏνονται στο Σιμωνίδη (Ï€.χ. χÏήση του συνδÎσμου οὕνεκα/τοὕνεκα· ἂν στη θÎση του á¼Î¬Î½ κ.α.) και αποφαίνεται πως τα ποιήματα αυτά είναι του ΕÏηνου του νεώτεÏου· όσο για το Σιμωνίδη, θεωÏεί πως δεν Ï€Ïόκειται για τον ποιητή, μια και όταν συνÎθετε ο ΕÏηνος ο ποιητής είχε ήδη πεθάνει, αλλά για τον Σιμωνίδη που υπήÏξε στÏατηγός της Αθήνας το 426. O C. M. Bowra (“Simonides in the Theognidea”, CR 48 (1934) 2-4) θεωÏεί ως δεδομÎνο ότι και τα Ï„Ïία ποιήματα αναφÎÏονται στον Σιμωνίδη τον Κείο και συμπεÏαίνει ότι ποιητής είναι ο ΕÏηνος ο Ï€ÏεσβÏτεÏος, ο οποίος συμπίπτει χÏονικά με τον Σιμωνίδη. Ο Carrière ([1-18] 110) διακÏίνει στο ποίημα στοιχεία της κλασσικής αττικής (Ï€.χ. θωÏηχθÎντα 470, ἀγÏυπνÎοντα 471, νήφω 477, λάτÏις 486 κ.α.) και συμπεÏαίνει ότι το ποίημα Îχει αττική Ï€ÏοÎλευση: ποιητής είναι ο ΕÏηνος ο νεώτεÏος ο οποίος, με την αποστÏοφή στον Σιμωνίδη, παίζει στην ουσία Îνα παιχνίδι διακειμενικό με το οποίο παÏαπÎμπει στην αγάπη του Κείου ποιητή για τη ζωή και για τα συμπόσια (πβ. Σιμ. απ. 7 P πῖνε, πῖν’ á¼Ï€á½¶ συμφοÏαῖς). Όσο ενδιαφÎÏον κι αν Îχουν αυτÎÏ‚ οι Ï€Ïοτάσεις, φαίνεται πως το Ï€Ïόβλημα δεν επιδÎχεται στην Ï€Ïαγματικότητα λÏση. ΟÏθά παÏατηÏεί ο van Groningen ([1-18] 198) πως Ï€Ïόκειται για μια πεÏίπτωση non liquet. ΠαÏόμοια και ο West [19-38] εκδίδει το ποίημα ως μÎÏος της θεογνίδειας συλλογής, αλλά παÏαπÎμπει και στον ΕÏηνο τον νεώτεÏο με εÏωτηματικό (“Eueni? fr. 8a”).
ΙδιαίτεÏο ενδιαφÎÏον Îχει η εÏμηνεία που Ï€Ïοτείνει ο Levine ([15-18] 180, 185), ο οποίος αν και δεν εκφÎÏει Ïητά κάποια γνώμη σχετικά με την πατÏότητα του ποιήματος, το εντάσσει, εντοÏτοις, στο πλαίσιο της αÏιστοκÏατικής ιδεολογίας και της αÏχαϊκής συμποτικής ποίησης – με άλλα λόγια, το τοποθετεί πιο κοντά στον ΘÎογνη μάλλον παÏά στον ΕÏηνο. Ο Levine παÏατηÏεί πως η ιδÎα του μÎÏ„Ïου και της τάξης που επιβάλλεται στο ποίημα υπογÏαμμίζει την παÏαλληλία συμποσίου και πόλης: το συμπόσιο Îχει μια λειτουÏγία παÏαδειγματική, τόσο στην κοινωνική, όσο και στην ποιητική Ï€Ïαγματικότητα. ΟÏίζοντας ο ποιητής τις Ï€ÏοδιαγÏαφÎÏ‚ για Îνα συμπόσιο επιτυχημÎνο, οá½Îº ἄχαÏι (496), από το οποίο θα απουσιάζουν οι ÎÏιδες (494), οÏίζει την ίδια στιγμή τον χαÏακτήÏα της ιδανικής πόλης: θα είναι μια πόλη που θα χαÏακτηÏίζεται από μÎÏ„Ïο, εγκÏάτεια, τάξη και ευκοσμία, νομιμοφÏοσÏνη, αÏμονία και χάÏιν. Το συμπόσιο είναι ο χώÏος όπου δοκιμάζεται ο χαÏακτήÏας του καθενός, εφόσον η υπεÏβολή Îχει Ï€Ïοφανείς και αναπόφευκτες οÏγανικÎÏ‚, αλλά και κοινωνικÎÏ‚ παÏενÎÏγειες· είναι, λοιπόν, Îνας χώÏος παιδείας και δοκιμής, Ï€Ïοετοιμασίας για την καθαυτό πολιτική ζωή. Το ενδιαφÎÏον στην εÏμηνεία του Levine είναι πως επισημαίνει τα στοιχεία εκείνα του ποιήματος που επιτÏÎπουν, ή δικαιολογοÏν Îστω, τη συμπεÏίληψή του στη θεογνίδεια συλλογή.
Το ποίημα Îχει χαÏακτήÏα δÏαματικό: βÏισκόμαστε στη μÎση της νÏχτας, στη μÎση ενός συμποσίου. Ο ομιλητής, Îνας από τους συνδαιτυμόνες, απευθÏνεται στο Σιμωνίδη, που ίσως να είναι ο συμποσιάÏχης, ίσως όμως κι Îνας ακόμη συνδαιτυμόνας. Ξεκινά με κάποιες συμβουλÎÏ‚ που Îχουν απαγοÏευτικό χαÏακτήÏα και οι οποίες ανάγονται εν Ï„Îλει σε μία και μόνη βασική συμβουλή: στο συμπόσιο Ï€ÏÎπει κανείς να κάνει όπως θÎλει· να κοιμηθεί, αν θÎλει να κοιμηθεί, ή να μείνει ξάγÏυπνος, να μείνει ή να φÏγει· σε κανÎναν δεν Ï€ÏÎπει να ασκείται πίεση, γιατί όλα όσα γίνονται με πίεση και καταναγκαστικά είναι στενάχωÏα και ενοχλητικά. ΠαÏόμοια και με το ποτό: ας πίνει ο καθÎνας όσο θÎλει – και με αυτή τη συμβουλή κάνει ο ομιλητής τη μετάβαση σε μια δεÏτεÏη ενότητα με θÎμα το μÎÏ„Ïο στο ποτό. ΠαÏουσιάζεται ο ίδιος ως άνθÏωπος του μÎÏ„Ïου, που ξÎÏει να πίνει τόσο όσο χÏειάζεται για να φτάσει κανείς σε ευχάÏιστη κατάσταση, οὔτε νήφων οὔτε μεθÏων – σε μία μÎση οδό – και βÏίσκει αφοÏμή να εκφÎÏει γνώμες γενικÎÏ‚ για την αξία του μÎÏ„Ïου: η υπεÏβολική κατανάλωση κÏÎ±ÏƒÎ¹Î¿Ï ÎºÎ¬Î½ÎµÎ¹ τον σώφÏονα νήπιον, ανόητο και γελοίο, να μην μποÏεί να συγκÏατήσει τα λόγια του και να ντÏοπιάζεται. Αυτό φαίνεται πως κάνει κι ο Σιμωνίδης (πβ. 488 κωτίλλεις αἰεί), στον οποίο επιστÏÎφει Ï„ÏŽÏα ο ομιλητής για να του υπενθυμίσει πως Ï€ÏÎπει να σταματήσει να πίνει. Και με την Ï€Ïόφαση της αναχώÏησής του, στο πλαίσιο του δÏÎ±Î¼Î±Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï Ï‡ÏŽÏου και χÏόνου, δίνει ο ομιλητής κάποιες συμβουλÎÏ‚ σε αυτοÏÏ‚ που μÎνουν πίσω: ας αποφεÏγουνε τις ÎÏιδες, κι ευχάÏιστα ας συζητοÏνε Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚· γιατί Îτσι επιτυγχάνεται Îνα συμπόσιο οá½Îº ἄχαÏι. Συμβουλευτικός και κανονιστικός, ο λόγος του ποιήματος κινείται ανάμεσα στο ειδικό και το γενικό με μεγάλη επιτηδειότητα και, εστιάζοντας σε μια μικÏή νυχτεÏινή στιγμή, κατοÏθώνει να δώσει μια λεπτομεÏή και εναÏγή εικόνα του κόσμου του συμποσίου.
|
497-498
498. κοῦφος, η, ον : «ÎºÎµÎ½ÏŒÏ‚, ελαφÏÏÏ‚».
Το ποίημα δίνει σε συνεπτυγμÎνο, αποφθεγματικό λόγο την ιδÎα που παÏουσιάστηκε με Ï„Ïόπο δÏαματικό στους Ï€ÏοηγοÏμενους στίχους: η υπεÏβολή στο ποτό κάνει το μυαλό του ανθÏώπου ελαφÏÏ, σχεδόν άδειο· σώφÏονες και άφÏονες αδιακÏίτως υπόκεινται στον ίδιο νόμο. |
499-502
499. á¼Î½ πυÏί : εκτός από την Ï„Ïιβή στη Λυδία λίθο, η τήξη ήταν Îνας ακόμη Ï„Ïόπος ελÎγχου της καθαÏότητας των μετάλλων· με την τήξη δημιουÏγείται ο ἄπεφθος χÏυσός (βλ. σχόλιο στον στ. 449), που ονομάζεται ακόμη ὄβÏυζος και ἀκήÏατος χÏυσός.
499. ἴδÏιος, ιος, á½/ἡ, τὸ ἴδÏι : αττ. ἴδÏεως, κλητ. ἴδÏι (οἶδα)· ποιητ. επίθ., «Ï€ÎµÏ€ÎµÎ¹ÏαμÎνος, ικανός, επιδÎξιος».
501. ἀείÏομαι : επικ., ιων. και ποιητ. Ï„Ïπος του αἴÏομαι : «ÏƒÎ·ÎºÏŽÎ½Î¿Î¼Î±Î¹».
502. καὶ Ï€Ïὶν á¼ÏŒÎ½Ï„α σοφόν : ενν. τον νόον του στ. 500.
Αποφθεγματικό και αυτό το τετÏάστιχο, αλλά σαφώς πιο ανεπτυγμÎνο από τους στ. 497-498. Όπως ακÏιβώς η φωτιά αποδεικνÏει την καθαÏότητα των μετάλλων, Îτσι και το κÏασί, με Ï„Ïόπο αδιαμφισβήτητο και σχεδόν επιστημονικό, αποδεικνÏει τη σÏνεση του ανθÏώπου. Η ιδÎα εμφανίζεται και αλλοÏ: πβ. Ï€.χ. Αλκ. 366 LP οἶνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεια και 333 LP οἶνος Î³á½°Ï á¼€Î½Î¸Ïώπῳ δίοπτÏον· Αισχ. απ. 393 β κάτοπτÏον εἴδους ἔστ’, οἶνος δὲ νοῦ. |
503-508
503. οἰνοβαÏÎω : «ÎµÎ¯Î¼Î±Î¹ βαÏÏÏ‚ ή μεθυσμÎνος από κÏασί»· πβ. Οδ. ι 374 ὠδ’ á¼ÏεÏγετο οἰνοβαÏείων· γ 139 οἴνῳ βεβαÏηότες.
503. κεφαλήν : αιτιατική της αναφοÏάς· πβ. καÏηβαÏεῖν ΑÏιστ.. Î . ζῴων ἱστ. 534a4 καÏηβαÏεῖν ὑπὸ τοῦ ψόφου, κ.α.· Τίτ. Λίβ. 1.7.5 cibo vinoque gravatum.
503. ὈνομάκÏιτε : το όνομα του πεÏίφημου χÏησμολόγου τον οποίον Îδιωξε από την Αθήνα ο ΊππαÏχος επειδή είχε παÏαποιήσει τους χÏησμοÏÏ‚ του Μουσαίου (ΗÏόδ. 7.6.3). Δεν υπάÏχουν ενδείξεις στο ποίημα ότι Ï€Ïόκειται για το ίδιο Ï€Ïόσωπο: «Î¸Î± μποÏοÏσε να το υποθÎσει κανείς, μα δεν υπάÏχει ίχνος απόδειξης» (van Groningen [1-18] 202). Ένας άλλος ΟνομάκÏιτος, νομοθÎτης και φίλος του Θαλή, κατά την παÏάδοση, αναφÎÏεται από τον ΑÏιστοτÎλη, Πολιτ. 1274a22-30: όπως μας πληÏοφοÏεί ο ΚοÏÏÎÏ‚ ([67] 137), βάσει της πληÏοφοÏίας αυτής του φιλοσόφου ο Bergk συμπεÏαίνει ότι η ελεγεία δεν είναι του ΘÎογνη, αλλά του Θαλή. Καταλήγει ο ΚοÏÏÎÏ‚: «Î—μείς νομίζομεν ότι η ελεγεία δεν είναι άλλου τινός ή του Θ[εόγνιδος]· το τε πεÏιεχόμενον και ο λόγος δεικνÏουσι ποίημα θεογνίδειον· ο δ’ ΟνομάκÏιτος δεν είναι οÏτε ο υπό ΑÏιστοτÎλους μνημονευόμενος, οÏτε ο εν Αθήναις χÏησμολόγος, αλλ’ εις των εν ΜεγάÏοις, ίσως και αλλαχοÏ, φίλων ή μαθητών του ΜεγαÏÎως ποιητοϻ (ÏŒ.Ï€.).
503. βιάω : επικός Ï„Ïπος του βιάζω, «Ï€ÎµÏιοÏίζω»· συχνά ως αποθ. με ενεÏγ. σημασία, «Î±Î½Î±Î³ÎºÎ¬Î¶Ï‰».
504. αá½Ï„Î¬Ï : επικ. και á¼€Ï„Î¬Ï : «ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚, εντοÏτοις»· δηλωτικό ισχυÏής αντίθεσης, χÏησιμοποιείται στον Όμ. συχνά για να εισαγάγει μια αντίÏÏηση ή μια διόÏθωση, βλ. Α 506.
504. ταμίης : «Î±Ï…τός που κόβει και διανÎμει»· ο Δίας είναι ο θεός που μοιÏάζει τα πάντα, αλλά και ταμίης πολÎμοιο (Ï€.χ. Ιλ. Δ 84)· «ÎºÏÏιος ενός Ï€Ïάγματος ή μιας κατάστασης».
505. πεÏιτÏÎχω : «Ï„ÏÎχω γÏÏω γÏÏω».
505. ἀναστάς : ο ομιλητής είναι ακόμη ξαπλωμÎνος.
506. (πειÏηθῶ) μή πως ... ἔχει : δευτεÏεÏουσα ενδοιαστική Ï€Ïόταση· η οÏιστική ενεστώτα δηλώνει φόβο ότι κάτι μποÏεί να συμβαίνει Ï€Ïαγματικά στο παÏόν.
Όπως και οι στ. 467-496, το ποίημα αποτελεί μια δÏαματοποιημÎνη παÏαλλαγή των στ. 497-498 και 499-502. Εδώ ο ομιλητής βÏίσκεται σε θÎση Ï€Î¿Î»Ï Î´Î¹Î±Ï†Î¿Ïετική από αυτή που πεÏιγÏάφουν οι στ. 467-496: Îχει πιει πολÏ, Îχει υπεÏβεί το μÎÏ„Ïο για το οποίο Ï€Ïοειδοποιεί ο ποιητής των Ï€ÏοηγοÏμενων στίχων. ΑÏχίζει να συνειδητοποιεί την κατάστασή του, όταν αισθάνεται το κεφάλι του βαÏÏ: αντιλαμβάνεται την κÏίση του θολή, και Îτσι καθώς γυÏνάει το δωμάτιο αποφασίζει να δοκιμάσει να πεÏπατήσει. Ανήσυχος εκφÏάζει τον μεγάλο του φόβο: μήπως κάνει κάποια ανοησία που θα τον κάνει να ντÏÎπεται. Ένα ποίημα Ï€Î¿Î»Ï Î¶Ï‰Î½Ï„Î±Î½ÏŒ, με τη φÏάση οἰνοβαÏÎω κεφαλήν να αÏχίζει το ποίημα και να φθάνει Îως την πενθημιμεÏή τομή· η Ï€Ïώτη πεÏίοδος εκτείνεται σε Ï„Ïεις στίχους σχεδόν και αποτελείται από Ï„ÎσσεÏις κÏÏιες Ï€Ïοτάσεις, λιτÎÏ‚, κοφτÎÏ‚, με διαφοÏετικό κάθε φοÏά υποκείμενο και κατά παÏάταξη συνδεδεμÎνες, ενώ οι αλλεπάλληλοι διασκελισμοί μοιάζουν να αποτυπώνουν τη ζάλη του ομιλητή και την απώλεια της γνώμης (504). |
509-510
Το δίστιχο επαναλαμβάνει τους στ. 211-212 με μικÏÎÏ‚ παÏαλλαγÎÏ‚: 211 οἶνόν τοι πίνειν ~ 509 οἶνος πινόμενος, 211 πουλÏν ~ 509 πουλÏÏ‚, 212 κακὸς ... ἀγαθός ~ 510 κακὸν ... ἀγαθόν. Ο Young [5] και ο Campbell [9] εκδίδουν τους στίχους μαζί με το Ï€ÏοηγοÏμενο εξάστιχο, θεωÏώντας πως οι στ. 509-510 αποτελοÏν την κατακλείδα και το συμπÎÏασμα μετά την πεÏιγÏαφή της μÎθης του ομιλητή. Όπως οÏθά παÏατηÏεί, όμως, ο van Groningen ([1-18] 203), Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ στ. 503-508 και 509-510 υπάÏχει σαφής διαφοÏά Ïφους και σκοποÏ: οι στ. 503-508 αποτελοÏν μια δÏαματοποιημÎνη πεÏιγÏαφή που αναφÎÏεται σε κάποια συγκεκÏιμÎνη πεÏίσταση και είναι μάλλον απίθανο πως μια Ï„Îτοια δÏαματική σκηνή θα ακολουθοÏνταν από μια γνώμη Î³ÎµÎ½Î¹ÎºÎ¿Ï ÎºÏÏους, και μάλιστα μια γνώμη τόσο δασκαλίστικη: «ÏƒÎµ με Ï„Îτοια πεÏίπτωση [οι στ. 503-508] θα Îχαναν όλη τη γοητεία και όλο τον αυθοÏμητισμό τους». Καταλήγει, λοιπόν, ο van Groningen στην άποψη πως το δίστιχο Ï€ÏοστÎθηκε αÏχικά στο πεÏιθώÏιο ως γνώμη από κάποιον «Î·Î¸Î¹ÎºÎ¿Î»ÏŒÎ³Î¿ αÏκετά αφελή που θεώÏησε πως οι στ. 503-508 πεÏιγÏάφουν τις επονείδιστες συνÎπειες της μÎθης» και ενσωματώθηκε αÏγότεÏα στο κυÏίως σώμα της συλλογής. |
|