467-510, Θέογνις
Κείμενο Σχόλια

467-4961
μηδένα τῶνδ’ ἀέκοντα μένειν κατέρυκε παρ’ ἡμῖν,
   μηδὲ θύραζε κέλευ’ οὐκ ἐθέλοντ’ ἰέναι∙
μηδ’ εὕδοντ’ ἐπέγειρε Σιμωνίδη, ὅντιν’ ἂν ἡμῶν
   θωρηχθέντ’ οἴνῳ μαλθακὸς ὕπνος ἕλῃ,
μηδὲ τὸν ἀγρυπνέοντα κέλευ’ ἀέκοντα καθεύδειν∙
   πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆμ’ ἀνιηρὸν ἔφυ.
Ï„á¿· πίνειν δ’ ἐθέλοντι παρασταδὸν οἰνοχοείτω∙
   οὐ πάσας Ï„á½°Ï‚ νύκτας γίνεται ἁβρὰ παθεῖν.
αὐτὰρ ἐγώ, μέτρον γὰρ ἔχω μελιηδέος οἴνου,
   ὕπνου λυσικάκου μνήσομαι οἴκαδ’ ἰών.
ἥκω δ’ ὡς οἶνος χαριέστατος ἀνδρὶ πεπόσθαι∙
   οὔτε τι γὰρ νήφω οὔτε λίην μεθύω∙
ὃς δ’ ἂν ὑπερβάλλῃ πόσιος μέτρον, οὐκέτι κεῖνος
   τῆς αὐτοῦ γλώσσης καρτερὸς οὐδὲ νόου,
μυθεῖται δ’ ἀπάλαμνα, Ï„á½° νήφοσι γίνεται αἰσχρά,
   αἰδεῖται δ’ ἔρδων οὐδὲν ὅταν μεθύῃ,
τὸ πρὶν ἐὼν σώφρων, τότε νήπιος. ἀλλὰ σὺ ταῦτα
   γινώσκων μὴ πῖν’ οἶνον ὑπερβολάδην,
ἀλλ’ á¼¢ πρὶν μεθύειν ὑπανίστασο – μή σε βιάσθω
   γαστὴρ ὥστε κακὸν λάτριν ἐφημέριον –
á¼¢ παρεὼν μὴ πῖνε. σὺ δ’ «á¼”γχεε»âˆ™ τοῦτο μάταιον
   κωτίλλεις αἰεί∙ τούνεκά τοι μεθύεις∙
ἡ μὲν γὰρ φέρεται φιλοτήσιος, ἡ δὲ πρόκειται,
   τὴν δὲ θεοῖς σπένδεις, τὴν δ’ ἐπὶ χειρὸς ἔχεις,
ἀρνεῖσθαι δ’ οὐκ οἶδας. ἀνίκητος δέ τοι οὖτος,
   ὃς πολλὰς πίνων μή τι μάταιον ἐρεῖ.
ὑμεῖς δ’ εὖ μυθεῖσθε παρὰ κρητῆρι μένοντες,
   ἀλλήλων ἔριδας δὴν ἀπερυκόμενοι,
εἰς τὸ μέσον φωνεῦντες, ὁμῶς ἑνὶ καὶ συνάπασιν∙
   χοὔτως συμπόσιον γίνεται οὐκ ἄχαρι.2

497-4983
ἄφρονος ἀνδρὸς ὁμῶς καὶ σώφρονος οἶνος, ὅταν δὴ
   πίνῃ ὑπὲρ μέτρον, κοῦφον ἔθηκε νόον.

499-5024
ἐν πυρὶ μὲν χρυσόν τε καὶ ἄργυρον ἴδριες ἄνδρες
   γινώσκουσ’, ἀνδρὸς δ’ οἶνος ἔδειξε νόον,
καὶ μάλα περ πινυτοῦ, τὸν ὑπὲρ μέτρον ἤρατο πίνων,
   ὥστε καταισχῦναι καὶ πρὶν ἐόντα σοφόν.

503-5085
οἰνοβαρέω κεφαλὴν Ὀνομάκριτε, καί με βιᾶται
   οἶνος, ἀτὰρ γνώμης οὐκέτ’ ἐγὼ ταμίης
ἡμετέρης, τὸ δὲ δῶμα περιτρέχει. ἀλλ’ ἄγ’ ἀναστὰς
   πειρηθῶ μή πως καὶ πόδας οἶνος ἔχει
καὶ νόον ἐν στήθεσσι∙ δέδοικα δὲ μή τι μάταιον
   ἔρξω θωρηχθεὶς καὶ μέγ’ ὄνειδος ἔχω.

509-5106
Οἶνος πινόμενος πουλὺς κακόν∙ ἢν δέ τις αὐτὸν  
   πίνῃ ἐπισταμένως, οὐ κακὸν ἀλλ’ ἀγαθόν.

467-496
467. τῶνδ’ : εντάσσει το κείμενο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση και αναφέρεται προφανώς στους συνδαιτυμόνες του ομιλητή.
467. μένειν : εξαρτάται από το κατερύκειν ως απαρέμφατο του αποτελέσματος· εφόσον δεν εξαρτάται από το ἀέκοντα, η τριτοτροχαϊκή τομή υπερισχύει της εφθημιμερούς.
467. κατερύκω : «ÎºÎ±Î¸Ï…στερώ, κρατώ»· η προστακτική ενεστώτα κατέρυκε προσδίδει στη συμβουλή έναν γενικό χαρακτήρα· αν και ο ομιλητής μιλάει για το συγκεκριμένο συμπόσιο (πβ. τῶνδε), είναι σαν να δίνει συμβουλές για τη σωστή διεξαγωγή κάθε συμποσίου.
469. ἐπεγείρω : «Î¾Ï…πνώ».
470. θωρηχθέντα : βλ. σχόλιο στον στ. 413.
417. ἀγρυπνέοντα : συνίζηση.
472. πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον χρῆμ’ ἀνιηρὸν ἔφυ : η φράση φαίνεται πως αποτελούσε ευρέως διαδεδομένη γνώμη που αποδιδόταν στον Εύηνο και κυκλοφορούσε με μικρές παραλλαγές, πβ. Αριστ. Μετ. Φυσ. 1015a28 τὸ γὰρ βίαιον ἀναγκαῖον λέγεται, διὸ καὶ λυπηρόν, ὥσπερ καὶ Εὔηνός φησι. Πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον πρᾶγμ’ ἀνιηρὸν ἔφυ, Πλούτ. Ηθ. 1102c  Πᾶν γὰρ ἀναγκαῖον πρᾶγμ’ ὀδυνηρὸν ἔφυ, κατὰ τὸν Εὔηνον.  Πβ. και Αριστ. Ηθικ. Ευδ. 1223a31 και Ρητ. 1370a10, όπου δεν γίνεται, όμως, αναφορά στον Εύηνο.
473. παρασταδόν : «ÎµÎº του πλησίον».
473. οἰνοχοείτω : ενν. υποκ. οἰνοχόος· όπως συμβαίνει συχνά, το υποκ. παραλείπεται, εφόσον είναι πρόσωπο που συσχετίζεται με την ενέργεια που δηλώνεται από το ρήμα, πβ. 989 ὁπόταν πίνωσι.
474. νύκτας : αιτιατική του χρόνου που δηλώνει τη διάρκεια.
474. ἁβρός (ά), όν : «Ï‡Î±ÏÎ¹Ï„ωμένος, ντελικάτος, όμορφος· πολυτελής».
475. μελιηδής, ές : «Î³Î»Ï…κός σαν μέλι».
476. λυσικάκου : ἅπαξ λεγόμενον, παραλλαγή του ομηρικού λυσιμελής, π.χ., υ 56 κεξ. εὖτε τὸν ὕπνος ἔμαρπτε λύων μελεδήματα θυμοῦ / λυσιμελής.
477. ἥκω : η γραφή που παραδίδει ο Αθήναιος (428c)· οι κώδικες παραδίδουν τη γραφή ἥξω. Σύμφωνα με τον West ([1-18] 155), η γραφή ἥξω οφείλεται σε παρανόηση: οι αντιγραφείς θεώρησαν πως ο στ. 477 συνεχίζει τον στ. 476, πως το ρήμα ἥκω δηλαδή συνεχίζει το οἴκαδ’ ἰών, και έκριναν τον μέλλοντα πιο κατάλληλο. Φαίνεται, όμως, πιθανότερο ο στ. 477 να αναφέρεται στο συμπόσιο: δεν υπάρχει λόγος να καθυστερήσει ο ποιητής λέγοντας ποια θα είναι η κατάστασή του, όταν φτάσει σπίτι· μιλώντας, όμως, για την κατάστασή του κατά το συμπόσιο, στήνει μια σαφή αντίθεση προς τους στ. 479-483: «ÎµÎ³ÏŽ έχω πιει όσο ακριβώς χρειάζεται· όποιος, όμως, υπερβεί το μέτρο κλπ.».
477. πεπόσθαι : απρμφ. παθ. πρκ. του πίνω.
479. ὑπερβάλλῃ : μτβ.· πβ. Ευρ. απ. 276.2 Ν² οὐκ ἂν ἡμῶν θράσος ὑπερβάλοιτό τις.
480. αὐτοῦ = αὑτοῦ, πβ. Ιλ. Ι 342 τὴν αὐτοῦ φιλέει.
480. καρτερός, ά, όν : με γεν., «Î­Ï‡Î¿Î½Ï„ας υπό έλεγχο».
481. νήφοσι : εδώ μόνο και στον στ. 627, σαν να πρόκειται για επίθετο, πβ. εὐδαίμοσι, ἐλάσσοσι κλπ. Ο Ησύχιος γράφει νήφονες· νήφοντες.
483. τότε νήπιος : αντί του αναμενόμενου ἄφρων, γιατί υποδηλώνει τη γελοιότητα και την ανοησία που χαρακτηρίζουν τον μεθυσμένο· το επίθετο ἄφρων δεν έχει συνυποδηλώσεις αυτού του είδους.
484. ὑπερβολάδην : «Î¬Î¼ÎµÏ„ρα, υπερβολικά»· ἅπαξ λεγόμενον.
485. ὑπανίσταμαι : παθ. με β΄ αόρ. και πρκ. ενεργ., «ÏƒÎ·ÎºÏŽÎ½Î¿Î¼Î±Î¹».
486. γαστήρ : μετωνυμικά η λαιμαργία, πβ. 920 (≈ 1000) á¾— γαστρὶ χαριζόμενος· Οδ. ζ 133 κέλεται δέ ἑ γαστήρ.
486. ἐφημέριος, ον : «Î½Î¿Î¹ÎºÎ¹Î±ÏƒÎ¼Î­Î½Î¿Ï‚ με τη μέρα».
486. κακὸν λάτριν ἐφημέριον : οι ημερομίσθιοι δούλοι ήταν ένα σύνηθες κοινωνικο-οικονομικό φαινόμενο στην αρχαιότητα. Η θέση τους, από κάποιες απόψεις, ήταν πιο ευνοημένη από αυτή των μόνιμων δούλων. Η πείνα (γαστήρ) είναι που τους αναγκάζει (βιᾶσθαι) να δουλεύουν. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως οι Σπαρτιάτες, σε μέρες γιορτής, μεθούσαν τους είλωτες για να δείξουν στη νεολαία τα θλιβερά αποτελέσματα του ποτού (Δημήτρ. 1.5.2). Είναι προφανές πως το επίθετο κακόν αναφέρεται στην κοινωνική θέση των ημερομίσθιων δούλων, οι οποίοι αποτελούσαν την κατώτερη τάξη των ελεύθερων πολιτών.
487. á¼¢ παρεὼν μὴ πῖνε : αντίθετα από ÏŒ,τι λέγεται στον στ. 628 αἰσχρὸν δ’ εἰ νήφων πὰρ μεθύουσι μένει· πβ. Κικ. Tusc. 5.41 lex in Graecorum conviviis optinetur; aut bibat aut abeat! (á¼¢ πῖθι á¼¢ ἄπιθι).
487. μάταιος, α, ον : «Î¼Î¬Ï„αιος, κενός· ανόητος».
489. ἡ μέν - ἡ δέ... : ενν. κύλιξ.
489. φιλοτήσιος (α), ον : της φιλίας· ἡ φιλοτησία (ενν. κύλιξ), «Ï„ο ποτήρι το αφιερωμένο στη φιλία».
489. φιλοτήσιος – πρόκειται : τεχνικοί όροι του λεξιλογίου των συμποσίων. Η φιλοτησία κύλιξ διατηρείται και στους Βυζαντινούς, βλ. Φ. Κουκουλές, «Î“εύματα, δείπνα και συμπόσια των Βυζαντινών», Επετ. Ετ. Βυζ. Σπουδών 10 (1933) 97-160. Η προκειμένη κύλιξ πρέπει να αναφέρεται στο ποτήρι που τύχαινε να βρεθεί γεμάτο μπροστά σε κάποιον: αυτός έπρεπε να το αδειάσει. Όπως παρατηρεί ο van Groningen ([1-18] 195), ένας από τους βασικούς «ÏƒÎºÎ¿Ï€Î¿ÏÏ‚» των συμποσίων πρέπει να αφορούσε την ποσότητα της κατανάλωσης κρασιού: ο κάθε συνδαιτυμόνας έπρεπε να πιει όσο περισσότερο μπορούσε. Υποθέτουμε, λοιπόν, πως υπήρχαν κάποιοι σταθεροί λίγο ή πολύ κανόνες: ένα ποτήρι έπρεπε να πιουν για τους φίλους, κι ένα για τους θεούς, κι αν υπήρχε κάποιο ποτήρι μπροστά τους, έπρεπε να το αδειάσουν.
490. τὴν δ’ ἐπὶ χειρὸς ἔχεις : ο van Groningen ([1-18] 195) αναρωτιέται αν υπήρχε κάποιος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο, αν τύχαινε να κρατά κανείς ένα ποτήρι, έπρεπε να το αδειάσει προτού το ακουμπήσει ξανά στο τραπέζι. Ο West ([1-18] 155), εντούτοις, συσχετίζει με τη φράση ἐπίχειρα ἔχειν («Î´Î­Ï‡Î¿Î¼Î±Î¹ κάτι ως βραβείο ή ως τιμωρία): πρόκεται, λοιπόν, για το ποτήρι με το οποίο βραβεύεται ή τιμωρείται κανείς – και το οποίο οφείλει, βέβαια, να το αδειάσει.
492. πολλάς : ενν. κύλικας.
494. ἀπερύκομαι : μέσ., «Î±Ï€Î­Ï‡Ï‰ από».
495. φωνέω : «Î¼Î¹Î»ÏŽ».
496. οὐκ ἄχαρι : σχήμα λιτότητας.

Το ποίημα έχει προκαλέσει πολλή συζήτηση. Δύο είναι τα κύρια ερωτήματα που έχουν απασχολήσει τους μελετητές: (α) ποιος είναι ο Σιμωνίδης στον οποίον απευθύνεται ο ποιητής; Σε κάποιον Σιμωνίδη απευθύνεται ο ποιητής και στους στ. 667-682 και 1345-1350: είναι κάποιος φίλος του, ή μήπως πρόκειται για τον ποιητή Σιμωνίδη, τον Κείο; Αν πρόκειται για τον ποιητή, ο οποίος γεννήθηκε το 556 περίπου και πέθανε το 468 Ï€.Χ., και εφόσον τοποθετούμε τον Θέογνη στα μισά του 6ου αι., δεν θα έπρεπε να θεωρήσουμε πως τα ποιήματα είναι κάποιου μεταγενέστερου ποιητή; (β) η υπόθεση πως οι στ. 467-496 αποτελούν μεταγενέστερη σύνθεση φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στο γεγονός πως ο στ. 472 αποδίδεται από τον Αριστοτέλη (Μετ. Φυσ. 1015a28) και τον Πλούταρχο (Ηθ. 1102c) στον Εύηνο· μπορούμε, λοιπόν, έστω και λόγω ενός στίχου μόνο, να αποδώσουμε ολόκληρο το ποίημα στον Εύηνο και να  θεωρήσουμε πως προστέθηκε στη θεογνίδεια συλλογή πολύ μετά την πρώτη εμφάνισή της; Και αν ναι, σε ποιον Εύηνο; Ο Αρποκρατίωνας (s.v. Εὔηνος) μας πληροφορεί πως υπάρχουν δύο ποιητές με αυτό το όνομα, και οι δύο Πάριοι, και οι δύο ποιητές ελεγειακών ποιημάτων: ο πρώτος ήκμασε περί το 460 Ï€.Χ., ο δεύτερος αναφέρεται από τον Πλάτωνα ως σύγχρονος του Σωκράτη (βλ. Φαίδρ. 267a3, Απολ. 20b8-9)· από τον πρώτο δεν σώζεται τίποτα, από τον δεύτερο σώζονται μόλις 25 στίχοι, και αυτοί αποσπασματικά· σε ποιον από τους δύο θα μπορούσαμε να αποδώσουμε το ποίημα και με ποιο κριτήριο;

Διάφορες απαντήσεις και ερμηνείες έχουν δοθεί. Ο Edmonds ([8] 8), παραδείγματος χάριν, αναγνωρίζει κάποιες ιδιαιτερότητες στη γλώσσα των ποιημάτων που απευθύνονται στο Σιμωνίδη (Ï€.χ. χρήση του συνδέσμου οὕνεκα/τοὕνεκα· ἂν στη θέση του ἐάν κ.α.) και αποφαίνεται πως τα ποιήματα αυτά είναι του Εύηνου του νεώτερου· όσο για το Σιμωνίδη, θεωρεί πως δεν πρόκειται για τον ποιητή, μια και όταν συνέθετε ο Εύηνος ο ποιητής είχε ήδη πεθάνει, αλλά για τον Σιμωνίδη που υπήρξε στρατηγός της Αθήνας το 426. O C. M. Bowra (“Simonides in the Theognidea”, CR 48 (1934) 2-4) θεωρεί ως δεδομένο ότι και τα τρία ποιήματα αναφέρονται στον Σιμωνίδη τον Κείο και συμπεραίνει ότι ποιητής είναι ο Εύηνος ο πρεσβύτερος, ο οποίος συμπίπτει χρονικά με τον Σιμωνίδη. Ο Carrière ([1-18] 110) διακρίνει στο ποίημα στοιχεία της κλασσικής αττικής (Ï€.χ. θωρηχθέντα 470, ἀγρυπνέοντα 471, νήφω 477, λάτρις 486 κ.α.) και συμπεραίνει ότι το ποίημα έχει αττική προέλευση:  ποιητής είναι ο Εύηνος ο νεώτερος ο οποίος, με την αποστροφή στον Σιμωνίδη, παίζει στην ουσία ένα παιχνίδι διακειμενικό με το οποίο παραπέμπει στην αγάπη του Κείου ποιητή για τη ζωή και για τα συμπόσια (πβ. Σιμ. απ. 7 P πῖνε, πῖν’ ἐπὶ συμφοραῖς). Όσο ενδιαφέρον κι αν έχουν αυτές οι προτάσεις, φαίνεται πως το πρόβλημα δεν επιδέχεται στην πραγματικότητα λύση. Ορθά παρατηρεί ο van Groningen ([1-18] 198) πως πρόκειται για μια περίπτωση non liquet. Παρόμοια και ο West [19-38] εκδίδει το ποίημα ως μέρος της θεογνίδειας συλλογής, αλλά παραπέμπει και στον Εύηνο τον νεώτερο με ερωτηματικό (“Eueni? fr. 8a”).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η ερμηνεία που προτείνει ο Levine ([15-18] 180, 185), ο οποίος αν και δεν εκφέρει ρητά κάποια γνώμη σχετικά με την πατρότητα του ποιήματος, το εντάσσει, εντούτοις, στο πλαίσιο της αριστοκρατικής ιδεολογίας και της αρχαϊκής συμποτικής ποίησης – με άλλα λόγια, το τοποθετεί πιο κοντά στον Θέογνη μάλλον παρά στον Εύηνο. Ο Levine παρατηρεί πως η ιδέα του μέτρου και της τάξης που επιβάλλεται στο ποίημα υπογραμμίζει την παραλληλία συμποσίου και πόλης: το συμπόσιο έχει μια λειτουργία παραδειγματική, τόσο στην κοινωνική, όσο και στην ποιητική πραγματικότητα. Ορίζοντας ο ποιητής τις προδιαγραφές για ένα συμπόσιο επιτυχημένο, οὐκ ἄχαρι (496), από το οποίο θα απουσιάζουν οι έριδες (494), ορίζει την ίδια στιγμή τον χαρακτήρα της ιδανικής πόλης: θα είναι μια πόλη που θα χαρακτηρίζεται από μέτρο, εγκράτεια, τάξη και ευκοσμία, νομιμοφροσύνη, αρμονία και χάριν. Το συμπόσιο είναι ο χώρος όπου δοκιμάζεται ο χαρακτήρας του καθενός, εφόσον η υπερβολή έχει προφανείς και αναπόφευκτες οργανικές, αλλά και κοινωνικές παρενέργειες· είναι, λοιπόν, ένας χώρος παιδείας και δοκιμής, προετοιμασίας για την καθαυτό πολιτική ζωή. Το ενδιαφέρον στην ερμηνεία του Levine είναι πως επισημαίνει τα στοιχεία εκείνα του ποιήματος που επιτρέπουν, ή δικαιολογούν έστω, τη συμπερίληψή του στη θεογνίδεια συλλογή.

Το ποίημα έχει χαρακτήρα δραματικό: βρισκόμαστε στη μέση της νύχτας, στη μέση ενός συμποσίου. Ο ομιλητής, ένας από τους συνδαιτυμόνες, απευθύνεται στο Σιμωνίδη, που ίσως να είναι ο συμποσιάρχης, ίσως όμως κι ένας ακόμη συνδαιτυμόνας. Ξεκινά με κάποιες συμβουλές που έχουν απαγορευτικό χαρακτήρα και οι οποίες ανάγονται εν τέλει σε μία και μόνη βασική συμβουλή: στο συμπόσιο πρέπει κανείς να κάνει όπως θέλει· να κοιμηθεί, αν θέλει να κοιμηθεί, ή να μείνει ξάγρυπνος, να μείνει ή να φύγει· σε κανέναν δεν πρέπει να ασκείται πίεση, γιατί όλα όσα γίνονται με πίεση και καταναγκαστικά είναι στενάχωρα και ενοχλητικά. Παρόμοια και με το ποτό: ας πίνει ο καθένας όσο θέλει – και με αυτή τη συμβουλή κάνει ο ομιλητής τη μετάβαση σε μια δεύτερη ενότητα με θέμα το μέτρο στο ποτό. Παρουσιάζεται ο ίδιος ως άνθρωπος του μέτρου, που ξέρει να πίνει τόσο όσο χρειάζεται για να φτάσει κανείς σε ευχάριστη κατάσταση, οὔτε νήφων οὔτε μεθύων – σε μία μέση οδό – και βρίσκει αφορμή να εκφέρει γνώμες γενικές για την αξία του μέτρου: η υπερβολική κατανάλωση κρασιού κάνει τον σώφρονα νήπιον, ανόητο και γελοίο, να μην μπορεί να συγκρατήσει τα λόγια του και να ντροπιάζεται. Αυτό φαίνεται πως κάνει κι ο Σιμωνίδης (πβ. 488 κωτίλλεις αἰεί), στον οποίο επιστρέφει τώρα ο ομιλητής για να του υπενθυμίσει πως πρέπει να σταματήσει να πίνει. Και με την πρόφαση της αναχώρησής του, στο πλαίσιο του δραματικού χώρου και χρόνου, δίνει ο ομιλητής κάποιες συμβουλές σε αυτούς που μένουν πίσω: ας αποφεύγουνε τις έριδες, κι ευχάριστα ας συζητούνε μεταξύ τους· γιατί έτσι επιτυγχάνεται ένα συμπόσιο οὐκ ἄχαρι. Συμβουλευτικός και κανονιστικός, ο λόγος του ποιήματος κινείται ανάμεσα στο ειδικό και το γενικό με μεγάλη επιτηδειότητα και, εστιάζοντας σε μια μικρή νυχτερινή στιγμή, κατορθώνει να δώσει μια λεπτομερή και εναργή εικόνα του κόσμου του συμποσίου.

 

 

497-498
498. κοῦφος, η, ον : «ÎºÎµÎ½ÏŒÏ‚, ελαφρύς».

Το ποίημα δίνει σε συνεπτυγμένο, αποφθεγματικό λόγο την ιδέα που παρουσιάστηκε με τρόπο δραματικό στους προηγούμενους στίχους: η υπερβολή στο ποτό κάνει το μυαλό του ανθρώπου ελαφρύ, σχεδόν άδειο· σώφρονες και άφρονες αδιακρίτως υπόκεινται στον ίδιο νόμο.

499-502
499. ἐν πυρί : εκτός από την τριβή στη Λυδία λίθο, η τήξη ήταν ένας ακόμη τρόπος ελέγχου της καθαρότητας των μετάλλων· με την τήξη δημιουργείται ο ἄπεφθος χρυσός (βλ. σχόλιο στον στ. 449), που ονομάζεται ακόμη ὄβρυζος και ἀκήρατος χρυσός.
499. ἴδριος, ιος, ὁ/ἡ, τὸ ἴδρι : αττ. ἴδρεως, κλητ. ἴδρι (οἶδα)· ποιητ. επίθ., «Ï€ÎµÏ€ÎµÎ¹ÏÎ±Î¼Î­Î½Î¿Ï‚, ικανός, επιδέξιος».
501. ἀείρομαι : επικ., ιων. και ποιητ. τύπος του αἴρομαι : «ÏƒÎ·ÎºÏŽÎ½Î¿Î¼Î±Î¹».
502. καὶ πρὶν ἐόντα σοφόν : ενν. τον νόον του στ. 500.

Αποφθεγματικό και αυτό το τετράστιχο, αλλά σαφώς πιο ανεπτυγμένο από τους στ. 497-498. Όπως ακριβώς η φωτιά αποδεικνύει την καθαρότητα των μετάλλων, έτσι και το κρασί, με τρόπο αδιαμφισβήτητο και σχεδόν επιστημονικό, αποδεικνύει τη σύνεση του ανθρώπου. Η ιδέα εμφανίζεται και αλλού: πβ. Ï€.χ. Αλκ. 366 LP οἶνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεια και 333 LP οἶνος γὰρ ἀνθρώπῳ δίοπτρον· Αισχ. απ. 393 Ν² κάτοπτρον εἴδους ἔστ’, οἶνος δὲ νοῦ.

503-508
503. οἰνοβαρέω : «ÎµÎ¯Î¼Î±Î¹ βαρύς ή μεθυσμένος από κρασί»· πβ. Οδ. ι 374 ὁ δ’ ἐρεύγετο οἰνοβαρείων· γ 139 οἴνῳ βεβαρηότες.
503. κεφαλήν : αιτιατική της αναφοράς· πβ. καρηβαρεῖν Αριστ.. Π. ζῴων ἱστ. 534a4 καρηβαρεῖν ὑπὸ τοῦ ψόφου,  κ.α.· Τίτ. Λίβ. 1.7.5 cibo vinoque gravatum.
503. Ὀνομάκριτε : το όνομα του περίφημου χρησμολόγου τον οποίον έδιωξε από την Αθήνα ο Ίππαρχος επειδή είχε παραποιήσει τους χρησμούς του Μουσαίου (Ηρόδ. 7.6.3). Δεν υπάρχουν ενδείξεις στο ποίημα ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο: «Î¸Î± μπορούσε να το υποθέσει κανείς, μα δεν υπάρχει ίχνος απόδειξης» (van Groningen [1-18] 202). Ένας άλλος Ονομάκριτος, νομοθέτης και φίλος του Θαλή, κατά την παράδοση, αναφέρεται από τον Αριστοτέλη, Πολιτ. 1274a22-30: όπως μας πληροφορεί ο Κορρές ([67] 137), βάσει της πληροφορίας αυτής του φιλοσόφου ο Bergk συμπεραίνει ότι η ελεγεία δεν είναι του Θέογνη, αλλά του Θαλή. Καταλήγει ο Κορρές: «Î—μείς νομίζομεν ότι η ελεγεία δεν είναι άλλου τινός ή του Θ[εόγνιδος]· το τε περιεχόμενον και ο λόγος δεικνύουσι ποίημα θεογνίδειον· ο δ’ Ονομάκριτος δεν είναι ούτε ο υπό Αριστοτέλους μνημονευόμενος, ούτε ο εν Αθήναις χρησμολόγος, αλλ’ εις των εν Μεγάροις, ίσως και αλλαχού, φίλων ή μαθητών του Μεγαρέως ποιητού» (ÏŒ.Ï€.).
503. βιάω : επικός τύπος του βιάζω, «Ï€ÎµÏÎ¹Î¿ÏÎ¯Î¶Ï‰»· συχνά ως αποθ. με ενεργ. σημασία, «Î±Î½Î±Î³ÎºÎ¬Î¶Ï‰».
504. αὐτάρ : επικ. και ἀτάρ : «ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚, εντούτοις»· δηλωτικό ισχυρής αντίθεσης, χρησιμοποιείται στον Όμ. συχνά για να εισαγάγει μια αντίρρηση ή μια διόρθωση, βλ. Α 506.
504. ταμίης : «Î±Ï…τός που κόβει και διανέμει»· ο Δίας είναι ο θεός που μοιράζει τα πάντα, αλλά και ταμίης πολέμοιο (Ï€.χ. Ιλ. Δ 84)· «ÎºÏÏÎ¹Î¿Ï‚ ενός πράγματος ή μιας κατάστασης».
505. περιτρέχω : «Ï„ρέχω γύρω γύρω».
505. ἀναστάς : ο ομιλητής είναι ακόμη ξαπλωμένος.
506. (πειρηθῶ) μή πως ... ἔχει : δευτερεύουσα ενδοιαστική πρόταση· η οριστική ενεστώτα δηλώνει φόβο ότι κάτι μπορεί να συμβαίνει πραγματικά στο παρόν.

Όπως και οι στ. 467-496, το ποίημα αποτελεί μια δραματοποιημένη παραλλαγή των στ. 497-498 και 499-502. Εδώ ο ομιλητής βρίσκεται σε θέση πολύ διαφορετική από αυτή που περιγράφουν οι στ. 467-496: έχει πιει πολύ, έχει υπερβεί το μέτρο για το οποίο προειδοποιεί ο ποιητής των προηγούμενων στίχων. Αρχίζει να συνειδητοποιεί την κατάστασή του, όταν αισθάνεται το κεφάλι του βαρύ: αντιλαμβάνεται την κρίση του θολή, και έτσι καθώς γυρνάει το δωμάτιο αποφασίζει να δοκιμάσει να περπατήσει. Ανήσυχος εκφράζει τον μεγάλο του φόβο: μήπως κάνει κάποια ανοησία που θα τον κάνει να ντρέπεται. Ένα ποίημα πολύ ζωντανό, με τη φράση οἰνοβαρέω κεφαλήν να αρχίζει το ποίημα και να φθάνει έως την πενθημιμερή τομή· η πρώτη περίοδος εκτείνεται σε τρεις στίχους σχεδόν και αποτελείται από τέσσερις κύριες προτάσεις, λιτές, κοφτές, με διαφορετικό κάθε φορά υποκείμενο και κατά παράταξη συνδεδεμένες, ενώ οι αλλεπάλληλοι διασκελισμοί μοιάζουν να αποτυπώνουν τη ζάλη του ομιλητή και την απώλεια της γνώμης (504).

509-510
Το δίστιχο επαναλαμβάνει τους στ. 211-212 με μικρές παραλλαγές: 211 οἶνόν τοι πίνειν ~ 509 οἶνος πινόμενος, 211 πουλύν ~ 509 πουλύς, 212 κακὸς ... ἀγαθός ~ 510 κακὸν ... ἀγαθόν. Ο Young [5] και ο Campbell [9] εκδίδουν τους στίχους μαζί με το προηγούμενο εξάστιχο, θεωρώντας πως οι στ. 509-510 αποτελούν την κατακλείδα και το συμπέρασμα μετά την περιγραφή της μέθης του ομιλητή. Όπως ορθά παρατηρεί, όμως, ο van Groningen ([1-18] 203), μεταξύ των στ. 503-508 και 509-510 υπάρχει σαφής διαφορά ύφους και σκοπού: οι στ. 503-508 αποτελούν μια δραματοποιημένη περιγραφή που αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη περίσταση και είναι μάλλον απίθανο πως μια τέτοια δραματική σκηνή θα ακολουθούνταν από μια γνώμη γενικού κύρους, και μάλιστα μια γνώμη τόσο δασκαλίστικη: «ÏƒÎµ με τέτοια περίπτωση [οι στ. 503-508] θα έχαναν όλη τη γοητεία και όλο τον αυθορμητισμό τους». Καταλήγει, λοιπόν, ο van Groningen στην άποψη πως το δίστιχο προστέθηκε αρχικά στο περιθώριο ως γνώμη από κάποιον «Î·Î¸Î¹ÎºÎ¿Î»ÏŒÎ³Î¿ αρκετά αφελή που θεώρησε πως οι στ. 503-508 περιγράφουν τις επονείδιστες συνέπειες της μέθης» και ενσωματώθηκε αργότερα στο κυρίως σώμα της συλλογής.