401-4061
μηδὲν ἄγαν σπεÏδειν∙ καιÏὸς δ’ á¼Ï€á½¶ πᾶσιν ἄÏιστος
á¼”Ïγμασιν ἀνθÏώπων. πολλάκι δ’ εἰς á¼€Ïετὴν
σπεÏδει á¼€Î½á½´Ï ÎºÎÏδος διζήμενος, ὅντινα δαίμων
Ï€ÏόφÏων εἰς μεγάλην ἀμπλακίην παÏάγει,
καί οἱ ἔθηκε δοκεῖν, ἃ μὲν á¾– κακά, ταῦτ’ ἀγαθὰ εἶναι,
εá½Î¼Î±ÏÎως, ἃ δ’ ἂν á¾– χÏήσιμα, ταῦτα κακά.
407-4082
φίλτατος ὢν ἥμαÏτες∙ á¼Î³á½¼ δΠτοι αἴτιος οá½Î´Îν,
ἀλλ’ αá½Ï„ὸς γνώμης οá½Îº ἀγαθῆς ἔτυχες.
409-4103
οá½Î´Îνα θησαυÏὸν παισὶν καταθήσῃ ἀμείνω
αἰδοῦς, á¼¥ Ï„’ ἀγαθοῖς ἀνδÏάσι ΚÏÏν’ ἕπεται.
411-4124
οá½Î´ÎµÎ½á½¸Ï‚ ἀνθÏώπων κακίων δοκεῖ εἶναι ἑταῖÏος
ᾧ γνώμη θ’ ἕπεται ΚÏÏνε καὶ ᾧ δÏναμις.
413-4145
πίνων δ’ οá½Ï‡ οὕτως θωÏήξομαι, οá½Î´Î με οἶνος
á¼Î¾Î¬Î³ÎµÎ¹, ὥστ’ εἰπεῖν δεινὸν ἔπος πεÏὶ σοῦ.
415-4186
οá½Î´Îν’ á½Î¼Î¿á¿–ον á¼Î¼Î¿á½¶ δÏναμαι διζήμενος εὑÏεῖν
πιστὸν ἑταῖÏον, ὅτῳ μή τις ἔνεστι δόλος∙
á¼Ï‚ βάσανον δ’ á¼Î»Î¸á½¼Î½ παÏατÏίβομαι ὥστε μολÏβδῳ
χÏυσός, ὑπεÏτεÏίης δ’ ἄμμιν ἔνεστι λόγος.
419-4207
πολλά με καὶ συνιÎντα παÏÎÏχεται∙ ἀλλ’ ὑπ’ ἀνάγκης
σιγῶ, γινώσκων ἡμετÎÏην δÏναμιν.
421-4248
πολλοῖς ἀνθÏώποις γλώσσῃ θÏÏαι οá½Îº á¼Ï€Î¯ÎºÎµÎ¹Î½Ï„αι
á¼Ïμόδιαι, καί σφιν πόλλ’ ἀμÎλητα Ï€Îλει∙
πολλάκι Î³á½°Ï Ï„á½¸ κακὸν κατακείμενον ἔνδον ἄμεινον,
á¼ÏƒÎ¸Î»á½¸Î½ δ’ á¼Î¾ÎµÎ»Î¸á½¸Î½ λώιον á¼¢ τὸ κακόν.
425-4289
πάντων μὲν μὴ φῦναι á¼Ï€Î¹Ï‡Î¸Î¿Î½Î¯Î¿Î¹ÏƒÎ¹Î½ ἄÏιστον,
μηδ’ á¼ÏƒÎ¹Î´Îµá¿–ν αá½Î³á½°Ï‚ ὀξÎος ἠελίου,
φÏντα δ’ ὅπως ὤκιστα Ï€Ïλας ἈÎδαο πεÏῆσαι
καὶ κεῖσθαι πολλὴν γῆν á¼Ï€Î±Î¼Î·ÏƒÎ¬Î¼ÎµÎ½Î¿Î½.
429-43810
φῦσαι καὶ θÏÎψαι ῥᾶιον βÏοτὸν á¼¢ φÏÎνας á¼ÏƒÎ¸Î»á½°Ï‚
á¼Î½Î¸Îμεν∙ οá½Î´ÎµÎ¯Ï‚ πω τοῦτό γ’ á¼Ï€ÎµÏ†Ïάσατο,
ᾧ τις σώφÏον’ ἔθηκε τὸν ἄφÏονα κἀκ κακοῦ á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÎ½.
εἰ δ’ Ἀσκληπιάδαις τοῦτό γ’ ἔδωκε θεός,
ἰᾶσθαι κακότητα καὶ ἀτηÏá½°Ï‚ φÏÎνας ἀνδÏῶν,
πολλοὺς ἂν μισθοὺς καὶ μεγάλους ἔφεÏον.
εἰ δ’ ἦν ποιητόν τε καὶ ἔνθετον ἀνδÏὶ νόημα,
οὔποτ’ ἂν á¼Î¾ ἀγαθοῦ πατÏὸς ἔγεντο κακός,
πειθόμενος μÏθοισι σαόφÏοσιν∙ ἀλλὰ διδάσκων
οὔποτε ποιήσει τὸν κακὸν ἄνδϒ ἀγαθόν.
|
401-406
401. μηδὲν ἄγαν : πβ. 335.
401. καιÏός : «ÏƒÏ‰ÏƒÏ„ÏŒ μÎÏ„Ïο, αναλογία»· πιο συχνά, «Î· κατάλληλη στιγμή ή ευκαιÏία».
401. καιÏὸς δ’ á¼Ï€á½¶ πᾶσιν ἄÏιστος : κοινός τόπος, ίσως Ï€Ïόκειται για παÏοιμία· βλ. Ησίοδ. ΈÏγα 694 μÎÏ„Ïα φυλάσσεσθαι. καιÏὸς δ’ á¼Ï€á½¶ πᾶσιν ἄÏιστος· ο σχολιαστής στον ΕυÏ. Ιππ. 264 γÏάφει: ἑνὸς τῶν ἑπτὰ σοφῶν á¼ÏƒÏ„ιν ἀπόφθεγμα τὸ ‘μηδὲν ἄγαν’, á½…Ï€ÎµÏ Î§á½·Î»Ï‰Î½Î¹ ἀνατιθέασιν, ὡς Κ[...]: ἦν Λακεδαιμόνιος, Χίλων σοφός, ὃς τάδ' ἔλεξε· / μηδὲν ἄγαν· καιÏῶι πάντα Ï€Ïόσεστι καλά· πβ. και Βακχ. 14.17 á¼Ï†’ ἑκάστῳ καιÏὸς á¼”Ïγματι κάλλιστος, Πίνδ. Ολ. 13.48 νοῆσαι δὲ καιÏὸς ἄÏιστος. Ο καιÏός παÏαπÎμπει στην ιδÎα του μÎÏ„Ïου που εκφÏάζει και το μηδὲν ἄγαν.
402. á¼”Ïγμα : ποιητ. του á¼”Ïγον.
402. εἰς á¼€Ïετήν : η αναφοÏά στο κÎÏδος στον επόμενο στίχο αποδεικνÏει πως η á¼€Ïετή νοείται εδώ ως υπεÏοχή και ως επιτυχία παÏά ως εσωτεÏική κατάσταση.
403. δίζημαι : «Î±Î½Î±Î¶Î·Ï„ÏŽ, επιδιώκω, επιθυμώ».
403. ὅντινα : η επιλογή της αντωνυμίας υποδηλώνει πως οι στίχοι Îχουν Îνα νόημα γενικό.
404. Ï€ÏόφÏων, á½/ἡ : ποιητ. επίθ., «Î±Î³Î±Ï€Î·Ï„ός, ειλικÏινής· Ï€Ïόθυμος».
405. καιÏός : με θετική αξία, σε Ï€Ïοφανή αντίθεση Ï€Ïος την ιδÎα που εκφÏάζεται από το ἄγαν σπεÏδειν.
405. ἔθηκε : γνωμικός αόÏιστος· Ï€Ïοτιμάται του ενεστώτα γιατί υπογÏαμμίζει τον αναπόδÏαστο χαÏακτήÏα της μοίÏας, όπως εκφÏάζεται από την ενÎÏγεια του δαίμονος (403).
406. εá½Î¼Î±ÏÎως : ποιητ. του εá½Î¼Î±Ïῶς, «ÎµÏκολα, με Ï€Ïοθυμία».
Ακόμη μία φοÏά ξεκινά ο ποιητής με το γνωστό απόφθεγμα· Ï„ÏŽÏα Ï€ÏοσθÎτει και μια δεÏτεÏη γνωστή γνώμη: καιÏὸς δ’ á¼Ï€á½¶ πᾶσιν ἄÏιστος. Και ακόμη μία φοÏά συνδÎει τη συμφοÏά με την Îλλειψη μÎÏ„Ïου: όταν υπεÏβαίνει κανείς το μÎÏ„Ïο κατά την επιδίωξη της á¼€Ïετῆς και του κÎÏδους, τότε το μυαλό του σκοτίζεται και δεν μποÏεί να διακÏίνει το χÏήσιμο από το πεÏιττό. ΕÏμηνεÏει, λοιπόν, κατά κάποιον Ï„Ïόπο ο ποιητής τις παλαιÎÏ‚ αυτÎÏ‚ αλήθειες εντάσσοντάς τες στην οικεία του Ï€Ïαγματικότητα, και δίνει μια εÏλογη εξήγηση της αναγκαιότητας του μÎÏ„Ïου και της σÏνεσης. Στο επίκεντÏο, ως συνήθως, βÏίσκεται το κÎÏδος, η φιλοχÏηματία και η πλεονεξία. Μα πιο ενδιαφÎÏουσα είναι η άποψη που εκφÏάζεται για το θείο: όταν ο άνθÏωπος σπεÏδει εἰς á¼€Ïετήν, Îνας δαίμων Ï€ÏόφÏων τον οδηγεί στο μεγάλο σφάλμα της αυταπάτης· η εσφαλμÎνη κÏίση είναι αποτÎλεσμα της ενÎÏγειας του θεοÏ. Η ιδÎα θυμίζει μεταγενÎστεÏες διατυπώσεις για τη συμμετοχή του θείου στην ανθÏώπινη ζωή: για τον ΑισχÏλο, ὅταν σπεύδῃ τις αá½Ï„ός, χὠθεὸς συνάπτεται (Î ÎÏσ. 742), και για τον ΗÏόδοτο ο θεός είναι φθονεÏός (1.32.6), φιλÎει Ï„á½° ὑπεÏÎχοντα πάντα κολοÏειν (7.10.51-52). Η θεογνίδεια συλλογή δεν ενδιαφÎÏεται, βÎβαια, για τη φÏση του θείου και τη θÎση του στην ανθÏώπινη ζωή με τον Ï„Ïόπο του ΑισχÏλου ή του ΗÏοδότου· αναγνωÏίζει απλώς ο ποιητής πως η υπεÏβολή οδηγεί σε μια βλάβη του νου, σε Îναν παÏαλογισμό, που από Îνα σημείο και μετά δεν ελÎγχεται πλÎον από τον άνθÏωπο. Το ποίημα μοιάζει με μια Ï€Ïοειδοποίηση βασισμÎνη στην εμπειÏία και τη σοφία της παÏάδοσης: ο ποιητής φαίνεται να Ï€Ïοσπαθεί να Ï€Ïολάβει τους ακÏοατÎÏ‚ του, το κοινό των αÏιστοκÏατών, από συμπεÏιφοÏÎÏ‚ που δεν ταιÏιάζουν στην τάξη και στη θÎση τους, βλÎποντας την Ï€Ïοθυμία με την οποία ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τις αÏχÎÏ‚ της παÏάδοσής τους χάÏιν του κÎÏδους· και υπενθυμίζει πως, αν υπεÏβοÏν τα ÏŒÏια του ÏƒÏ‰ÏƒÏ„Î¿Ï Î¼ÎÏ„Ïου, θα αναγκαστοÏν να ακολουθήσουν μια ποÏεία αιτίας και αποτελÎσματος Ï€ÏοδιαγεγÏαμμÎνη και καταστÏοφική, χωÏίς δÏναμη ελÎγχου καμία. |
407-408
Οι στίχοι αποτελοÏν κατά πάσα πιθανότητα απόσπασμα, και μάλιστα το συμπÎÏασμα, μιας ευÏÏτεÏης σÏνθεσης. Ο Carrière ([1-18] 108) θεωÏεί πως επÏόκειτο για Îναν αίνο με θÎμα κάποιο Ï€Ïόσωπο που καλείται να αναλάβει την ευθÏνη του για κάτι, όπως είναι Ï€.χ. ο μÏθος του ΟδοιπόÏου και της ΤÏχης του Αισώπου (184 HH): á½Î´Î¿Î¹Ï€á½¹Ïος πολλὴν á½Î´á½¸Î½ διανύσας á¼Ï€ÎµÎ¹Î´á½´ κόπῳ συνείχετο, πεσὼν παÏá½± τι φÏá½³Î±Ï á¼ÎºÎ¿Î¹Î¼á¾¶Ï„ο. μέλλοντος δὲ αá½Ï„οῦ ὅσον οὔπω καταπίπτειν ἡ Τύχη á¼Ï€Î¹ÏƒÏ„ᾶσα καὶ διεγείÏασα αá½Ï„ὸν εἶπεν· ὦ οὗτος, εἴγε á¼Ï€ÎµÏ€Ï„ώκεις, οá½Îº ἂν τὴν σεαυτοῦ ἀβουλίαν ἀλλ' á¼Î¼á½² á¾Ï„ιῶ. οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθÏώπων δι' ἑαυτοὺς δυστυχήσαντες τὸ θεῖον αἰτιῶνται· οι στίχοι 407-408, λοιπόν, αποτελοÏν την απάντηση κάποιας θεότητας· θα μποÏοÏσαν μάλιστα να συμπληÏώνουν την Ï€Ïοειδοποίηση των Ï€ÏοηγοÏμενων στίχων 401-406 και να αναφÎÏονται στην ιστοÏία κάποιου που επεδίωκε το κÎÏδος με Ï…Ï€ÎÏμετÏο ζήλο. Στην άποψη αυτή απαντά ο van Groningen ([1-18] 161): «Î•Î¯Î½Î±Î¹ Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¸Î±Î½ÏŒ, μα τίποτα δεν το αποδεικνÏει». Ο ίδιος επισημαίνει απλώς πως το δίστιχο τοποθετήθηκε στη θÎση αυτή Ï€Ïοφανώς λόγω της συγγÎνειάς του με τους Ï€ÏοηγοÏμενους στίχους: αν και σε Ïφος πιο Ï€Ïοσωπικό, αναπτÏσσεται και εδώ η ιδÎα της ευθÏνης του ανθÏώπου για τη συμφοÏά που τυχόν γνωÏίσει. |
409-410
Τη συμβουλή Ï€ÏÎπει να γνώÏιζε και ο Πλάτωνας, ο οποίος γÏάφει: παισὶ δὲ αἰδῶ χÏá½´ πολλήν, οὠχÏυσὸν καταλείπειν. Η αἰδώς αποτελεί βασικό στοιχείο της αÏιστοκÏατικής παιδείας στον βαθμό που να εξισώνεται με την ίδια την á¼€Ïετήν (410)· βλÎπουμε και πάλι την Ï€Ïοσπάθεια του ΘÎογνη να πεÏιοÏίσει τις συνεÏγατικÎÏ‚, ηθικÎÏ‚ αξίες στον κÏκλο της αÏιστοκÏατίας. Η ανάγκη που αισθάνεται ο ΘÎογνης να υπενθυμίσει στον ΚÏÏνο τη σημασία της αἰδοῦς στην ανατÏοφή των παιδιών σχετίζεται δίχως άλλο με τις αλλαγÎÏ‚ που Îχουν αναστατώσει τη ζωή των αÏιστοκÏατών και Îχουν οδηγήσει στην ἀναιδείην (βλ. 289-292) και στη Ïήξη των οικογενειακών δεσμών (271-278): αν δεν υπάÏχει αἰδώς, δεν υπάÏχει αμοιβαιότητα στις σχÎσεις των ανθÏώπων, δεν υπάÏχει φιλότης και πίστις, και η κοινωνία απειλείται με καταστÏοφή. |
411-412
Το δίστιχο επαναφÎÏει το θÎμα των καλών συναναστÏοφών που αναπτÏσσεται στους στ. 33-36: καὶ μετὰ τοῖσιν πῖνε καὶ ἔσθιε ... ὧν μεγάλη δÏναμις· á¼ÏƒÎ¸Î»á¿¶Î½ μὲν Î³á½°Ï á¼„Ï€’ á¼ÏƒÎ¸Î»á½° μαθήσεαι. |
413-414
413. θωÏήσσομαι : «ÎµÎ¾Î¿Ï€Î»Î¯Î¶Î¿Î¼Î±Î¹»· μτφ. «ÎµÎ½Î¹ÏƒÏ‡Ïομαι με κÏασί», Ï„.Î. «Î¼ÎµÎ¸Î¬Ï‰»· τεχνικός ÏŒÏος του ÏƒÏ…Î¼Ï€Î¿Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï Î»ÎµÎ¾Î¹Î»Î¿Î³Î¯Î¿Ï…· ο σχολιαστής στον ΑÏιστοφ. Αχ. 1134 σημειώνει: διὰ τὸ θεÏμαίνειν τὸ στῆθος θωÏήσσειν λÎγουσι τὸ μεθÏειν – εξήγηση όχι απόλυτα πειστική.
413. με οἶνος : για τη χασμωδία, βλ. 1.
414. á¼Î¾Î¬Î³Ï‰ : «Ï€Î±Ïαπλανώ, παÏασÏÏω, ξεσηκώνω· δελεάζω».
Ένα απλό συμποτικό ποίημα: δÏο συνδαιτυμόνες, που Îχουν πιει πολÏ, κινδυνεÏουν να εμπλακοÏν σε Îναν δεινό καβγά· ο ομιλητής εμφανίζεται ως ο πιο συνετός από τους δÏο. |
415-418
417. á¼Ï‚ βάσανον : η βάσανος είναι η γνωστή Λυδία λίθος (lapis Lydius), η οποία ονομάζεται και ἩÏακλεία από τον ΘεόφÏαστο (Ï€. λίθων = απ. 2, 4.8)· επÏόκειτο για μια πλάκα από πυÏόλιθο ή σχιστόλιθο, χÏώματος μαÏÏου, γκÏίζου ή άσπÏου, και το αποτÎλεσμα του ελÎγχου κÏινόταν από το χÏώμα του ÏƒÎ·Î¼Î±Î´Î¹Î¿Ï Ï€Î¿Ï… άφηνε στο ελεγχόμενο μÎταλλο· χÏησιμοποιοÏνταν για να ελεγχθεί η σÏνθεση μετάλλων αμφίβολης ή άγνωστης Ï€ÏοÎλευσης· βλ. J. F. Healy, Mining and Metallurgy in the Greek and Roman World, London 1978, 203-207. Η χÏήση της σχετίζεται πιθανότατα με την εμφάνιση του νομίσματος· καθώς τα Ï€Ïώτα νομίσματα κόπηκαν στη Λυδία, υποθÎτουμε ότι από τη Λυδία Ï€ÏοÎÏχεται και η Ï€Ïακτική της δοκιμής των νομισμάτων αÏχικά, και των μετάλλων αÏγότεÏα – υπόθεση που εξηγεί και το όνομα Λυδία λίθος.
417. παÏατÏίβομαι : η Ï€Ïόθεση υποδηλώνει σÏγκÏιση, όπως στο παÏαβάλλειν· δÏο μÎταλλα δοκιμάζονται μαζί πάνω στην Ï€ÎÏ„Ïα· η δοκιμή δείχνει ποιο από τα δÏο είναι καθαÏός χÏυσός και ποιο κÏάμα χÏÏ…ÏƒÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ μολÏβδου· η δοτική μολÏβδῳ, λοιπόν, χÏησιμοποιείται συνεκδοχικά για το κÏάμα, και όχι για τον μόλυβδο. Πβ. το αττικό σκόλιο 33 D Ἐν <μὲν> λιθίναις ἀκόναις ὠχÏυσὸς á¼Î¾ÎµÏ„άζεται, / διδοὺς βάσανον φανεÏάν· / á¼Î½ δὲ χÏυσῷ / ἀνδÏῶν ἀγαθῶν τε κακῶν τε νοῦς ἔδωκ' ἔλεγχον· ΗÏόδ. 7.10.9-11 τὸν χÏυσὸν τὸν ἀκήÏατον αá½Ï„ὸν μὲν á¼Ï€’ ἑωυτοῦ οὠδιαγινώσκομεν, á¼Ï€Îµá½°Î½ δἠπαÏατÏίψωμεν ἄλλῳ χÏυσῷ διαγινώσκομεν τὸν ἀμείνω.
418. ἄμμιν : αιολ. και επικ. Ï„Ïπος του ἡμῖν : ἄμμες, γεν. ἀμμÎων, αιτ. ἄμμε.
Στον στ. 117 ο ΘÎογνης κάνει Ï€Ïώτη φοÏά λόγο για τον κίβδηλον ἄνδÏα· στους στ. 119-128 χÏησιμοποιεί Ï€Ïώτη φοÏά τη μεταφοÏά του χÏÏ…ÏƒÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ του αÏγÏÏου, όταν μιλάει για τα κίβδηλα μÎταλλα: ο κίβδηλος άνθÏωπος δεν αναγνωÏίζεται με ίση ευκολία· επιπλÎον, Îνας διπÏόσωπος άνθÏωπος Ï€Ïοκαλεί Ï€Î¿Î»Ï Î¼ÎµÎ³Î±Î»ÏτεÏη στεναχώÏια. Αν και το επίθετο που χÏησιμοποιεί ο ΘÎογνης για τον καθαÏÏŒ χÏυσό είναι ἄπεφθος (449 κεξ.), Îχει ενδιαφÎÏον πως στον στ. 89 ζητά από τον ΚÏÏνο να Îχει καθαÏὸν νόον, και στους στ. 197-198 μιλάει για τον πλοÏτο που είναι θεόσδοτος, που αποκτάται με δίκαιο Ï„Ïόπο και καθαÏῶς (για τη χÏήση του επιθÎτου για την καθαÏότητα των μετάλλων βλ. ΗÏόδ. 4.166). Εδώ, αναπτÏσσει τη μεταφοÏά με μεγαλÏτεÏη λεπτομÎÏεια: ακοÏμε για την βάσανον και τη δοκιμή που θα αποδείξει αν κάποιος είναι δόλιος και κίβδηλος ή όχι. Δεν γνωÏίζουμε αν ο ΘÎογνης δανείζεται Ï€Ïάγματι τη μεταφοÏά της βασάνου από τη γνωμική ποίηση της ΕγγÏÏ‚ Ανατολής ή όχι (για την πιθανή σχÎση της θεογνίδειας συλλογής με τις ΠαÏοιμίες του Σολομώντος της Παλαιάς Διαθήκης, βλ. Brown [162]), το σίγουÏο, όμως, είναι πως μετά το ΘÎογνη η μεταφοÏά αποτελεί κοινό τόπο της ποίησης· πβ. Ï€.χ. Βακχ. απ. 14. 1 Λυδία μὲν Î³á½°Ï Î»á½·Î¸Î¿Ï‚ μανύει χÏυσόν, ἀνδÏῶν δ' á¼€Ïετὰν σοφία τε παγκÏατής Ï„' á¼Î»á½³Î³Ï‡ÎµÎ¹ ἀλάθεια, Πίνδ. Πυθ. 10.67 πειÏῶντι δὲ καὶ χÏυσὸς á¼Î½ βασάνῳ Ï€ÏÎπει καὶ νόος á½€Ïθός· Πλάτ. ΓοÏγ. 486d2-4 εἰ χÏυσῆν ἔχων á¼Ï„Ïγχανον τὴν ψυχὴν ... οá½Îº ἂν οἴει με ἄσμενον εὑÏεῖν τοÏτων τινὰ τῶν λίθων ᾧ βασανίζουσι τὸν χÏυσόν;
ΓÏÏω από αυτή τη μεταφοÏά, λοιπόν, χτίζει το ποίημά του ο ΘÎογνης. Η σκÎψη του είναι απαισιόδοξη: όσο και αν δοκιμάζει, δεν βÏίσκει κανÎναν που να είναι όμοιός του, πιστὸς ἑταῖÏος όπως ο ίδιος· όλοι είναι δόλιοι· αυτός είναι ο χÏυσός που δοκιμάζεται πλάι πλάι με μÎταλλα κίβδηλα. Έχοντας αποÏÏίψει και αποκλείσει τους πάντες, βυθίζεται στο παÏάπονο και παÏηγοÏιÎται με τη βεβαιότητα της ὑπεÏτεÏίης. |
419-420
419. συνίημι : «Îχω επίγνωση, Ï€ÏοσÎχω, παÏατηÏÏŽ».
419. παÏÎÏχομαι : «Ï€ÎµÏνώ χωÏίς να γίνω αισθητός, Ï€ÏοσπεÏνώ».
420. δÏναμιν : ειÏωνεία Ï€Ïοκαλείται από το σχήμα το λεγόμενο res pro rei defectu: η δÏναμις ισοδυναμεί στην Ï€Ïαγματικότητα με αδυναμία, πβ. 686 και Ιλ. Α 65 εἴτ’ εá½Ï‡Ï‰Î»á¿†Ï‚ á¼Ï€Î¹Î¼Îμφεται εἴθ’ ἑκατόμβης.
«Î¤Î¿ δίστιχο είναι η εκ βαθÎων κÏαυγή ενός ανθÏώπου που βÏίσκεται σε μια θÎση αδυναμίας τόσο ολÎθÏια ώστε να Ï€ÏÎπει να παÏαμείνει ανεπηÏÎαστος από Îνα πλήθος δυσάÏεστες καταστάσεις» (van Groningen [1-18] 167). H θÎση αδυναμίας αφοÏά την κοινωνική και πολιτική ζωή του ποιητή, τον οδηγεί στη σιωπή και Ï€ÏοÎÏχεται κατά πάσα πιθανότητα από μια αδυναμία οικονομική, αν κÏίνουμε από τον Ï„Ïόπο με τον οποίο αναπτÏσσεται το ίδιο θÎμα στους στ. 667-682· βλ. και στ. 173-178 και τα σχετικά σχόλια. |
421-424
422. á¼Ïμόδιος, α, ον : «Î±Ïμόζων, που να Ï€ÏοσαÏμόζεται».
422. ἀμÎλητος, ον : «Î±Ï…Ï„ÏŒ για το οποίο δεν φÏοντίζει κανείς»· ἅπαξ λεγόμενον.
422. ἀμÎλητα Ï€Îλει : η διόÏθωση του West [19-38] συνδυάζει τη γÏαφή των κωδίκων πόλλ’ ἀμÎλητα μÎλει με τη γÏαφή του Στοβαίου (3.36.1) ἀλάλητα Ï€Îλει. Εξηγεί ο ίδιος ([1-18] 155): τα Ïηματικά επίθετα σε –τος δεν ισοδυναμοÏν με γεÏουνδιακό, αλλά με μετοχή (βλ. και ΤζάÏτζανος [83] 159 κεξ. §171)· η εÏμηνεία την οποία δίνουν όσοι υιοθετοÏν τη γÏαφή μÎλει, ότι δηλαδή οι πολλοί ασχολοÏνται με Ï€Ïάγματα που δεν θα ÎÏ€Ïεπε να τους ενδιαφÎÏουν δεν μποÏεί να ευσταθεί· το νόημα είναι πως πολλά είναι τα Ï€Ïάγματα που δεν φÏοντίζουν οι πολλοί.
424. á¼¢ τὸ κακόν : ο Hudson-Williams ([1-18] 205) θεωÏεί τη φÏάση πεÏιττή Ï€Ïοσθήκη και καταλήγει πως είτε Ï€Ïόκειται για γλώσσημα στο λώιον, ή ολόκληÏος ο στ. 422 αποτελεί μεταγενÎστεÏη Ï€Ïοσθήκη. Ο van Groningen ([1-18] 168), αντιθÎτως, θεωÏεί πως το Ï„Îλος του στίχου είναι χαÏακτηÏιστικό της τάσης της αÏχαιοελληνικής σκÎψης για τη δημιουÏγία αντιθÎσεων. Ο Gärtner [71] 45 βÏίσκει το γενικότεÏο νόημα του στίχου ασυνεπÎÏ‚ Ï€Ïος το υπόλοιπο ποίημα και διοÏθώνει: á¼ÏƒÎ¸Î»á½¸Î½ δ’ á¼Î¾ÎµÎ»Î¸á½¸Î½ λώιον οὔτι κακοῦ sc. á¼Î¾ÎµÎ»Î¸ÏŒÎ½Ï„ος.
Το νόημα είναι απλό: ο ποιητής κατηγοÏεί όσους δεν Îχουν μÎÏ„Ïο στο λόγο τους και δεν ελÎγχουν τι λÎνε· πβ. και 295-298. Η μεταφοÏά εμφανίζεται και στον ΕυÏ. ΟÏ. 903 á¼€Î½á½´Ï á¼€Î¸Ï…Ïόγλωσσος και ΑÏιστοφ. ΒάτÏ. 838 ἀπÏλωτον στόμα. |
425-428
425. μὴ φῦναι : απαÏÎμφατο με λειτουÏγία απλής ευκτικής, μποÏεί να εννοηθεί το δός· κατά συνÎπεια, η άÏνηση είναι μή και όχι οá½, γιατί δεν τίθεται θÎμα του Ï€ÏαγματικοϷ βλ. Goodwin [121] 313 §785.
426. αá½Î³Î® : «Ï„ο φως του ήλιου, οι ακτίνες».
426. ὀξÏÏ‚, εῖα, Ï : «Î»Î±Î¼Ï€ÎµÏός».
428. á¼Ï€Î±Î¼Î¬Î¿Î¼Î±Î¹, «ÎµÏ€Î¹ÏƒÏ‰ÏεÏω για τον εαυτό μου»· γῆν á¼Ï€Î±Î¼Î·ÏƒÎ¬Î¼ÎµÎ½Î¿Ï‚ : «Îχοντας επισωÏεÏσει χώμα».
Η ιδÎα του μὴ φῦναι ως απάντηση στα σκαμπανεβάσματα και τον παÏαλογισμό της ζωής. Οι δÏο εξάμετÏοι εμφανίζονται στον Αγώνα ΟμήÏου και Ησιόδου (78-79): αποτελοÏν την απάντηση του ΟμήÏου στον Ησίοδο που Ïωτά τί φÎÏτατόν á¼ÏƒÏ„ι βÏοτοῖσιν; Ο ΑÏιστοτÎλης αποδίδει τον ιδÎα στον Σειληνό· όταν ο Μίδας τον Ïώτησε τι είναι το καλÏτεÏο για τους ανθÏώπους, εκείνος απάντησε: ἄÏιστον Î³á½°Ï Ï€á¾¶ÏƒÎ¹ καὶ πάσαις τὸ μὴ γενÎσθαι (απ. 44.32-33). Αν λάβουμε υπόψη πως οι δÏο πεντάμετÏοι δεν Ï€ÏοσθÎτουν τίποτα σημαντικό στο ποίημα, μποÏοÏμε να εικάσουμε πως ο ΘÎογνης χÏησιμοποιεί δÏο εξάμετÏους στίχους της παÏάδοσης, τους οποίους αναπτÏσσει στη συνÎχεια σε ελεγειακά δίστιχα. Πβ. και Βακχ. 5.160-162 Θνατοῖσι μὴ φῦναι φÎÏιστον / μηδ' ἀελίου Ï€Ïοσιδεῖν / φÎγγος· Σοφ. ΟΤ 1225-26 Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον· ΕυÏ. απ. 285.2 β κÏάτιστον εἶναι φημὶ μὴ φῦναι βÏοτῷ· απ. 908.1 β τὸ μὴ γενÎσθαι κÏεῖσσον á¼¢ φῦναι βÏοτοῖς.
|
429-438
430. á¼Ï€Î¹Ï†Ïάζομαι : κυÏίως στον αόÏ., á¼Ï€ÎµÏ†Ïάσατο, και στον παθ. αόÏ. α΄, á¼Ï€ÎµÏ†Ïάσθην : με απαÏμφ. «ÏƒÎºÎφτομαι να κάνω κτ.· τι, μηχανεÏομαι, σκαÏφίζομαι κτ.»
432. Ἀσκληπιάδαις : οι γιοι του ΑσκληπιοϷ στον ΌμηÏο ο Ασκληπιός παÏουσιάζεται ως ÎμπειÏος και ικανός γιατÏός, και οι γιοι, ο Μαχάων και ο ΠοδαλείÏιος, κληÏονομοÏν την ικανότητα του πατÎÏα τους (Ιλ. Î’ 732). Οι πεÏίφημες ιατÏικÎÏ‚ σχολÎÏ‚ της Κω, της Κνίδου και της Ρόδου ισχυÏίζονταν άμεση Ï€ÏοÎλευση από τον Ασκληπιό, και παÏόμοιες αξιώσεις Îθεταν και οι γιατÏοί άλλων, πιο απομακÏυσμÎνων πεÏιοχών· οι γιατÏοί αυτοί αποκαλοÏνταν επίσης Ασκληπιάδες· πβ. Πίνδ. Îεμ. 2.1 όπου οι ὈμηÏίδες αντί των ῥαψῳδῶν.
432. οá½Î´’ Ἀσκληπιάδαις τοῦτό γ’ ἔδωκε θεός : οι κώδικες ΑΧΙ δίνουν τη γÏαφή εἰ δ’ Ἀσκληπιάδαις, την οποία υιοθετοÏν οι πεÏισσότεÏοι εκδότες· η γÏαφή που υιοθετείται εδώ είναι η γÏαφή του κώδικα Ο και της Îμμεσης παÏάδοσης, όπως υιοθετείται και από τον van Groningen ([1-18] 172) ο οποίος παÏατηÏεί: (α) το γεγονός πως η γÏαφή οá½Î´’ υπάÏχει στην Îμμεση παÏάδοση φαίνεται να αποδεικνÏει πως η γÏαφή του Ο δεν Ï€ÏοÎÏχεται από αντιγÏαφικό λάθος, αλλά ανταποκÏίνεται σε κάποια άλλη γÏαμμή της παÏάδοσης· (β) η γÏαφή εἰ δ’ καθιστά το κείμενο σαφώς πιο εÏκολο και ευνόητο, δημιουÏγώντας Îναν σαφή υποθετικό λόγο, που φθάνει Îως και τον στ. 434· η γÏαφή οá½Î´’ δημιουÏγεί μια λίγο πιο δÏσκολη σÏνταξη, καθώς θα Ï€ÏÎπει να θεωÏήσουμε ότι υπάÏχει κάποια ελαφÏιά στίξη στον στ. 433 και ότι στον στ. 434 Îχουμε Îνα ασÏνδετο σχήμα και Îναν ελλειπτικό υποθετικό λόγο· μια Ï„Îτοια σÏνταξη, όμως, απαντά και αλλοÏ: πβ. Ï€.χ. ΗÏόδ. 4.118.2 οá½Îº ὦν ποιήσετε ταῦτα· ἡμεῖς ... á¼ÎºÎ»ÎµÎ¯ÏˆÎ¿Î¼ÎµÎ½ τὴν χώÏην. Και καταλήγει στο συμπÎÏασμα πως είναι πιθανότεÏο οι κώδικες ΑΧΙ να αντιπÏοσωπεÏουν μια Ï€Ïοσπάθεια απλοÏστευσης, παÏά να επηÏεάστηκε ο κώδικας Ο από την Îμμεση παÏάδοση. Αξίζει, εξάλλου, να παÏατηÏήσουμε ότι αμÎσως μετά τον στ. 434 ακολουθεί άλλος Îνας υποθετικός λόγος που εκφÏάζει αÏκετά ικανοποιητικά την αντίθεση ανάμεσα στο Ï€Ïαγματικό και το μη Ï€Ïαγματικό: καλÏπτοντας μόλις λίγο λιγότεÏο από Ï„Ïεις ολόκληÏους στίχους, ακυÏώνεται τελικά με την υπενθÏμιση του Ï€ÏαγματικοϷ η κλιμάκωση Ï€Ïος την λανθάνουσα ευχή που εκφÏάζει ο υποθετικός λόγος μοιάζει πιο αποτελεσματική, αν θεωÏήσουμε ότι Îως τον στ. 435 δεν Ï€Ïοηγείται και άλλος παÏόμοιος υποθετικός λόγος.
433. ἀτηÏός, ά, όν : «Ï„υφλωμÎνος από την άτη, ωθοÏμενος στην καταστÏοφή· ολÎθÏιος, καταστÏοφικός».
435. νόημα : «Î±Ï…Ï„ÏŒ που γίνεται αντιληπτό· σκÎψη· νοητική ικανότητα».
436. ἔγεντο : ιων. γ΄ ενικ. αόÏ. του γίγνομαι.
437. πειθόμενος : αιτιολογική μετοχή.
437. ἀλλά : εισάγει την Ï€Ïαγματικότητα, η οποία βÏίσκεται σε σαφή αντίθεση Ï€Ïος την ιδανική εικόνα των Ï€ÏοηγοÏμενων στίχων.
Το ποίημα θεωÏείται γνήσιο του ΘÎογνη, γιατί αποδίδεται στον ποιητή από τον Πλάτωνα (ÎœÎνων 95e2-96a3). Η βασική ιδÎα του ποιήματος είναι απλή: η á¼€Ïετή δεν είναι εν Ï„Îλει διδακτή· δεν μποÏείς να αλλάξεις τον άνθÏωπο με τη διδασκαλία· ο Ï„Ïόπος με τον οποίο σκÎφτεται ο κάθε άνθÏωπος δεν μποÏεί να είναι οÏτε ποιητός οÏτε ἔνθετος. Το απαÏÎμφατο á¼Î½Î¸Îμεν (430) κλείνει εμφαντικά τη θÎση που διατυπώνεται στον Ï€Ïώτο στίχο και η οποία επαναλαμβάνεται ξανά με απόλυτη σαφήνεια στον τελευταίο: οὔποτε ποιήσει τὸν κακὸν ἄνδϒ ἀγαθόν. Στο ενδιάμεσο, δÏο αντιθετικά ζεÏγη οÏίζουν τη σκÎψη του ποιητή: σώφÏων - ἄφÏων και ἀγαθός/á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÏ‚ – κακός· η εξίσωση, βÎβαια, είναι Ï€Ïοφανής. Η αναφοÏά στη γÎννηση και την ανατÏοφή (φῦσαι καὶ θÏÎψαι 429, οὔποτ’ ἂν á¼Î¾ ἀγαθοῦ πατÏὸς ἔγεντο κακός 437) μοιάζει να υποδηλώνει πως ο ποιητής δεν Îχει κατά νου τους εξ οÏÎ¹ÏƒÎ¼Î¿Ï ÎºÎ±ÎºÎ¿ÏÏ‚ των μη αÏιστοκÏατικών τάξεων, αλλά τους αÏιστοκÏάτες που Îχουν υιοθετήσει Ï„Ïόπους ακατάλληλους για τη σειÏά και τη θÎση τους. Η παλαιά αÏιστοκÏατία, όπως εκφÏάζεται μÎσα από το ποίημα, μοιάζει να συνειδητοποιεί ξαφνικά και όλο απόγνωση πως η Ï€Ïοσπάθειά της να συντηÏήσει τις παÏαδοσιακÎÏ‚ της αÏχÎÏ‚ με νουθεσίες και συμβουλÎÏ‚ είναι εν Ï„Îλει μάταια: αν κάτι Ï„Îτοιο ήταν εφικτό, η παÏάδοση θα συνεχιζόταν από γιο σε πατÎÏα ομαλά και εÏÏυθμα. |
|