401-438, Θέογνις
Κείμενο Σχόλια

401-4061
μηδὲν ἄγαν σπεύδειν∙ καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος
   ἔργμασιν ἀνθρώπων. πολλάκι δ’ εἰς ἀρετὴν
σπεύδει ἀνὴρ κέρδος διζήμενος, ὅντινα δαίμων
   πρόφρων εἰς μεγάλην ἀμπλακίην παράγει,
καί οἱ ἔθηκε δοκεῖν, ἃ μὲν á¾– κακά, ταῦτ’ ἀγαθὰ εἶναι,
   εὐμαρέως, ἃ δ’ ἂν á¾– χρήσιμα, ταῦτα κακά.

407-4082
φίλτατος ὢν ἥμαρτες∙ ἐγὼ δέ τοι αἴτιος οὐδέν,
   ἀλλ’ αὐτὸς γνώμης οὐκ ἀγαθῆς ἔτυχες.

409-4103
οὐδένα θησαυρὸν παισὶν καταθήσῃ ἀμείνω 
   αἰδοῦς, á¼¥ Ï„’ ἀγαθοῖς ἀνδράσι Κύρν’ ἕπεται.   

411-4124
οὐδενὸς ἀνθρώπων κακίων δοκεῖ εἶναι ἑταῖρος
   ᾧ γνώμη θ’ ἕπεται Κύρνε καὶ ᾧ δύναμις.

413-4145
πίνων δ’ οὐχ οὕτως θωρήξομαι, οὐδέ με οἶνος
   ἐξάγει, ὥστ’ εἰπεῖν δεινὸν ἔπος περὶ σοῦ.

415-4186
οὐδέν’ ὁμοῖον ἐμοὶ δύναμαι διζήμενος εὑρεῖν  
   πιστὸν ἑταῖρον, ὅτῳ μή τις ἔνεστι δόλος∙  
ἐς βάσανον δ’ ἐλθὼν παρατρίβομαι ὥστε μολύβδῳ
   χρυσός, ὑπερτερίης δ’ ἄμμιν ἔνεστι λόγος.            

419-4207
πολλά με καὶ συνιέντα παρέρχεται∙ ἀλλ’ ὑπ’ ἀνάγκης
   σιγῶ, γινώσκων ἡμετέρην δύναμιν.

421-4248
πολλοῖς ἀνθρώποις γλώσσῃ θύραι οὐκ ἐπίκεινται
   ἁρμόδιαι, καί σφιν πόλλ’ ἀμέλητα πέλει∙
πολλάκι γὰρ τὸ κακὸν κατακείμενον ἔνδον ἄμεινον,
   ἐσθλὸν δ’ ἐξελθὸν λώιον á¼¢ τὸ κακόν. 

425-4289
πάντων μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον,
   μηδ’ ἐσιδεῖν αὐγὰς ὀξέος ἠελίου,
φύντα δ’ ὅπως ὤκιστα πύλας Ἀΐδαο περῆσαι
   καὶ κεῖσθαι πολλὴν γῆν ἐπαμησάμενον.

429-43810
φῦσαι καὶ θρέψαι ῥᾶιον βροτὸν ἢ φρένας ἐσθλὰς
   ἐνθέμεν∙ οὐδείς πω τοῦτό γ’ ἐπεφράσατο,
ᾧ τις σώφρον’ ἔθηκε τὸν ἄφρονα κἀκ κακοῦ ἐσθλόν.
   εἰ δ’ Ἀσκληπιάδαις τοῦτό γ’ ἔδωκε θεός,
ἰᾶσθαι κακότητα καὶ ἀτηρὰς φρένας ἀνδρῶν,
   πολλοὺς ἂν μισθοὺς καὶ μεγάλους ἔφερον.
εἰ δ’ ἦν ποιητόν τε καὶ ἔνθετον ἀνδρὶ νόημα,
   οὔποτ’ ἂν ἐξ ἀγαθοῦ πατρὸς ἔγεντο κακός,
πειθόμενος μύθοισι σαόφροσιν∙ ἀλλὰ διδάσκων
   οὔποτε ποιήσει τὸν κακὸν ἄνδρ’ ἀγαθόν.

401-406
401. μηδὲν ἄγαν : πβ. 335.
401. καιρός : «ÏƒÏ‰ÏƒÏ„ÏŒ μέτρο, αναλογία»· πιο συχνά, «Î· κατάλληλη στιγμή ή ευκαιρία».
401. καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος : κοινός τόπος, ίσως πρόκειται για παροιμία· βλ. Ησίοδ. Έργα 694 μέτρα φυλάσσεσθαι. καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος· ο σχολιαστής στον Ευρ. Ιππ. 264 γράφει: ἑνὸς τῶν ἑπτὰ σοφῶν ἐστιν ἀπόφθεγμα τὸ ‘μηδὲν ἄγαν’, ὅπερ Χίλωνι ἀνατιθέασιν, ὡς Κ[...]: ἦν Λακεδαιμόνιος, Χίλων σοφός, ὃς τάδ' ἔλεξε· / μηδὲν ἄγαν· καιρῶι πάντα πρόσεστι καλά· πβ. και Βακχ. 14.17 ἐφ’ ἑκάστῳ καιρὸς ἔργματι κάλλιστος, Πίνδ. Ολ. 13.48 νοῆσαι δὲ καιρὸς ἄριστος. Ο καιρός παραπέμπει στην ιδέα του μέτρου που εκφράζει και το μηδὲν ἄγαν.
402. ἔργμα : ποιητ. του ἔργον.
402. εἰς ἀρετήν : η αναφορά στο κέρδος στον επόμενο στίχο αποδεικνύει πως η ἀρετή νοείται εδώ ως υπεροχή και ως επιτυχία παρά ως εσωτερική κατάσταση. 
403. δίζημαι : «Î±Î½Î±Î¶Î·Ï„ÏŽ, επιδιώκω, επιθυμώ».
403. ὅντινα : η επιλογή της αντωνυμίας υποδηλώνει πως οι στίχοι έχουν ένα νόημα γενικό.
404. πρόφρων, ὁ/ἡ : ποιητ. επίθ., «Î±Î³Î±Ï€Î·Ï„ός, ειλικρινής· πρόθυμος».
405. καιρός : με θετική αξία, σε προφανή αντίθεση προς την ιδέα που εκφράζεται από το ἄγαν σπεύδειν.
405. ἔθηκε : γνωμικός αόριστος· προτιμάται του ενεστώτα γιατί υπογραμμίζει τον αναπόδραστο χαρακτήρα της μοίρας, όπως εκφράζεται από την ενέργεια του δαίμονος (403).
406. εὐμαρέως : ποιητ. του εὐμαρῶς, «ÎµÏÎºÎ¿Î»Î±, με προθυμία».

Ακόμη μία φορά ξεκινά ο ποιητής με το γνωστό απόφθεγμα· τώρα προσθέτει και μια δεύτερη γνωστή γνώμη: καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος. Και ακόμη μία φορά συνδέει τη συμφορά με την έλλειψη μέτρου: όταν υπερβαίνει κανείς το μέτρο κατά την επιδίωξη της ἀρετῆς και του κέρδους, τότε το μυαλό του σκοτίζεται και δεν μπορεί να διακρίνει το χρήσιμο από το περιττό. Ερμηνεύει, λοιπόν, κατά κάποιον τρόπο ο ποιητής τις παλαιές αυτές αλήθειες εντάσσοντάς τες στην οικεία του πραγματικότητα, και δίνει μια εύλογη εξήγηση της αναγκαιότητας του μέτρου και της σύνεσης. Στο επίκεντρο, ως συνήθως, βρίσκεται το κέρδος, η φιλοχρηματία και η πλεονεξία. Μα πιο ενδιαφέρουσα είναι η άποψη που εκφράζεται για το θείο: όταν ο άνθρωπος σπεύδει εἰς ἀρετήν, ένας δαίμων πρόφρων τον οδηγεί στο μεγάλο σφάλμα της αυταπάτης· η εσφαλμένη κρίση είναι αποτέλεσμα της ενέργειας του θεού. Η ιδέα θυμίζει μεταγενέστερες διατυπώσεις για τη συμμετοχή του θείου στην ανθρώπινη ζωή: για τον Αισχύλο, ὅταν σπεύδῃ τις αὐτός, χὠ θεὸς συνάπτεται (Πέρσ. 742), και για τον Ηρόδοτο ο θεός είναι φθονερός (1.32.6), φιλέει Ï„á½° ὑπερέχοντα πάντα κολούειν (7.10.51-52). Η θεογνίδεια συλλογή δεν ενδιαφέρεται, βέβαια, για τη φύση του θείου και τη θέση του στην ανθρώπινη ζωή με τον τρόπο του Αισχύλου ή του Ηροδότου· αναγνωρίζει απλώς ο ποιητής πως η υπερβολή οδηγεί σε μια βλάβη του νου, σε έναν παραλογισμό, που από ένα σημείο και μετά δεν ελέγχεται πλέον από τον άνθρωπο. Το ποίημα μοιάζει με μια προειδοποίηση βασισμένη στην εμπειρία και τη σοφία της παράδοσης: ο ποιητής φαίνεται να προσπαθεί να προλάβει τους ακροατές του, το κοινό των αριστοκρατών, από συμπεριφορές που δεν ταιριάζουν στην τάξη και στη θέση τους, βλέποντας την προθυμία με την οποία ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν τις αρχές της παράδοσής τους χάριν του κέρδους· και υπενθυμίζει πως, αν υπερβούν τα όρια του σωστού μέτρου, θα αναγκαστούν να ακολουθήσουν μια πορεία αιτίας και αποτελέσματος προδιαγεγραμμένη και καταστροφική, χωρίς δύναμη ελέγχου καμία.

407-408
Οι στίχοι αποτελούν κατά πάσα πιθανότητα απόσπασμα, και μάλιστα το συμπέρασμα, μιας ευρύτερης σύνθεσης. Ο Carrière ([1-18] 108) θεωρεί πως επρόκειτο για έναν αίνο με θέμα κάποιο πρόσωπο που καλείται να αναλάβει την ευθύνη του για κάτι, όπως είναι Ï€.χ. ο μύθος του Οδοιπόρου και της Τύχης του Αισώπου (184 HH): ὁδοιπόρος πολλὴν ὁδὸν διανύσας ἐπειδὴ κόπῳ συνείχετο, πεσὼν παρά τι φρέαρ ἐκοιμᾶτο. μέλλοντος δὲ αὐτοῦ ὅσον οὔπω καταπίπτειν ἡ Τύχη ἐπιστᾶσα καὶ διεγείρασα αὐτὸν εἶπεν· ὦ οὗτος, εἴγε ἐπεπτώκεις, οὐκ ἂν τὴν σεαυτοῦ ἀβουλίαν ἀλλ' ἐμὲ ᾐτιῶ.  οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων δι' ἑαυτοὺς δυστυχήσαντες τὸ θεῖον αἰτιῶνται· οι στίχοι 407-408, λοιπόν, αποτελούν την απάντηση κάποιας θεότητας· θα μπορούσαν μάλιστα να συμπληρώνουν την προειδοποίηση των προηγούμενων στίχων 401-406 και να αναφέρονται στην ιστορία κάποιου που επεδίωκε το κέρδος με υπέρμετρο ζήλο. Στην άποψη αυτή απαντά ο van Groningen ([1-18] 161): «Î•Î¯Î½Î±Î¹ πολύ πιθανό, μα τίποτα δεν το αποδεικνύει». Ο ίδιος επισημαίνει απλώς πως το δίστιχο τοποθετήθηκε στη θέση αυτή προφανώς λόγω της συγγένειάς του με τους προηγούμενους στίχους: αν και σε ύφος πιο προσωπικό, αναπτύσσεται και εδώ η ιδέα της ευθύνης του ανθρώπου για τη συμφορά που τυχόν γνωρίσει.

409-410
Τη συμβουλή πρέπει να γνώριζε και ο Πλάτωνας, ο οποίος γράφει: παισὶ δὲ αἰδῶ χρὴ πολλήν, οὐ χρυσὸν καταλείπειν. Η αἰδώς αποτελεί βασικό στοιχείο της αριστοκρατικής παιδείας στον βαθμό που να εξισώνεται με την ίδια την ἀρετήν (410)· βλέπουμε και πάλι την προσπάθεια του Θέογνη να περιορίσει τις συνεργατικές, ηθικές αξίες στον κύκλο της αριστοκρατίας. Η ανάγκη που αισθάνεται ο Θέογνης να υπενθυμίσει στον Κύρνο τη σημασία της αἰδοῦς στην ανατροφή των παιδιών σχετίζεται δίχως άλλο με τις αλλαγές που έχουν αναστατώσει τη ζωή των αριστοκρατών και έχουν οδηγήσει στην ἀναιδείην (βλ. 289-292) και στη ρήξη των οικογενειακών δεσμών (271-278): αν δεν υπάρχει αἰδώς, δεν υπάρχει αμοιβαιότητα στις σχέσεις των ανθρώπων, δεν υπάρχει φιλότης και πίστις, και η κοινωνία απειλείται με καταστροφή.

411-412
Το δίστιχο επαναφέρει το θέμα των καλών συναναστροφών που αναπτύσσεται στους στ. 33-36: καὶ μετὰ τοῖσιν πῖνε καὶ ἔσθιε ... ὧν μεγάλη δύναμις· ἐσθλῶν μὲν γὰρ ἄπ’ ἐσθλὰ μαθήσεαι.

413-414
413. θωρήσσομαι : «ÎµÎ¾Î¿Ï€Î»Î¯Î¶Î¿Î¼Î±Î¹»· μτφ. «ÎµÎ½Î¹ÏƒÏ‡ÏÎ¿Î¼Î±Î¹ με κρασί», Ï„.έ. «Î¼ÎµÎ¸Î¬Ï‰»· τεχνικός όρος του συμποτικού λεξιλογίου· ο σχολιαστής στον Αριστοφ. Αχ. 1134 σημειώνει: διὰ τὸ θερμαίνειν τὸ στῆθος θωρήσσειν λέγουσι τὸ μεθύειν – εξήγηση όχι απόλυτα πειστική.
413. με οἶνος : για τη χασμωδία, βλ. 1.
414. ἐξάγω : «Ï€Î±ÏÎ±Ï€Î»Î±Î½ÏŽ, παρασύρω, ξεσηκώνω· δελεάζω».

Ένα απλό συμποτικό ποίημα: δύο συνδαιτυμόνες, που έχουν πιει πολύ, κινδυνεύουν να εμπλακούν σε έναν δεινό καβγά· ο ομιλητής εμφανίζεται ως ο πιο συνετός από τους δύο.

415-418
417. ἐς βάσανον : η βάσανος είναι η γνωστή Λυδία λίθος (lapis Lydius), η οποία ονομάζεται και Ἡρακλεία από τον Θεόφραστο (Ï€. λίθων = απ. 2, 4.8)· επρόκειτο για μια πλάκα από πυρόλιθο ή σχιστόλιθο, χρώματος μαύρου, γκρίζου ή άσπρου, και το αποτέλεσμα του ελέγχου κρινόταν από το χρώμα του σημαδιού που άφηνε στο ελεγχόμενο μέταλλο· χρησιμοποιούνταν για να ελεγχθεί η σύνθεση μετάλλων αμφίβολης ή άγνωστης προέλευσης· βλ. J. F. Healy, Mining and Metallurgy in the Greek and Roman World, London 1978, 203-207. Η χρήση της σχετίζεται πιθανότατα με την εμφάνιση του νομίσματος· καθώς τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στη Λυδία, υποθέτουμε ότι από τη Λυδία προέρχεται και η πρακτική της δοκιμής των νομισμάτων αρχικά, και των μετάλλων αργότερα – υπόθεση που εξηγεί και το όνομα Λυδία λίθος. 
417. παρατρίβομαι : η πρόθεση υποδηλώνει σύγκριση, όπως στο παραβάλλειν· δύο μέταλλα δοκιμάζονται μαζί πάνω στην πέτρα· η δοκιμή δείχνει ποιο από τα δύο είναι καθαρός χρυσός και ποιο κράμα χρυσού και μολύβδου· η δοτική μολύβδῳ, λοιπόν, χρησιμοποιείται συνεκδοχικά για το κράμα, και όχι για τον μόλυβδο. Πβ. το αττικό σκόλιο 33 D Ἐν <μὲν> λιθίναις ἀκόναις ὁ χρυσὸς ἐξετάζεται, / διδοὺς βάσανον φανεράν· / ἐν δὲ χρυσῷ / ἀνδρῶν ἀγαθῶν τε κακῶν τε νοῦς ἔδωκ' ἔλεγχον· Ηρόδ. 7.10.9-11 τὸν χρυσὸν τὸν ἀκήρατον αὐτὸν μὲν ἐπ’ ἑωυτοῦ οὐ διαγινώσκομεν, ἐπεὰν δἐ παρατρίψωμεν ἄλλῳ χρυσῷ διαγινώσκομεν τὸν ἀμείνω.
418. ἄμμιν : αιολ. και επικ. τύπος του ἡμῖν : ἄμμες, γεν. ἀμμέων, αιτ. ἄμμε.

Στον στ. 117 ο Θέογνης κάνει πρώτη φορά λόγο για τον κίβδηλον ἄνδρα· στους στ. 119-128 χρησιμοποιεί πρώτη φορά τη μεταφορά του χρυσού και του αργύρου, όταν μιλάει για τα κίβδηλα μέταλλα: ο κίβδηλος άνθρωπος δεν αναγνωρίζεται με ίση ευκολία· επιπλέον, ένας διπρόσωπος άνθρωπος προκαλεί πολύ μεγαλύτερη στεναχώρια. Αν και το επίθετο που χρησιμοποιεί ο Θέογνης για τον καθαρό χρυσό είναι ἄπεφθος (449 κεξ.), έχει ενδιαφέρον πως στον στ. 89 ζητά από τον Κύρνο να έχει καθαρὸν νόον, και στους στ. 197-198 μιλάει για τον πλούτο που είναι θεόσδοτος, που αποκτάται με δίκαιο τρόπο και καθαρῶς (για τη χρήση του επιθέτου για την καθαρότητα των μετάλλων βλ. Ηρόδ. 4.166). Εδώ, αναπτύσσει τη μεταφορά με μεγαλύτερη λεπτομέρεια: ακούμε για την βάσανον και τη δοκιμή που θα αποδείξει αν κάποιος είναι δόλιος και κίβδηλος ή όχι. Δεν γνωρίζουμε αν ο Θέογνης δανείζεται πράγματι τη μεταφορά της βασάνου από τη γνωμική ποίηση της Εγγύς Ανατολής ή όχι (για την πιθανή σχέση της θεογνίδειας συλλογής με τις Παροιμίες του Σολομώντος της Παλαιάς Διαθήκης, βλ. Brown [162]), το σίγουρο, όμως, είναι πως μετά το Θέογνη η μεταφορά αποτελεί κοινό τόπο της ποίησης· πβ. Ï€.χ. Βακχ. απ. 14. 1 Λυδία μὲν γὰρ λίθος μανύει χρυσόν, ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σοφία τε παγκρατής Ï„' ἐλέγχει ἀλάθεια, Πίνδ. Πυθ. 10.67 πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός· Πλάτ. Γοργ. 486d2-4 εἰ χρυσῆν ἔχων ἐτύγχανον τὴν ψυχὴν ... οὐκ ἂν οἴει με ἄσμενον εὑρεῖν τούτων τινὰ τῶν λίθων ᾧ βασανίζουσι τὸν χρυσόν;

Γύρω από αυτή τη μεταφορά, λοιπόν, χτίζει το ποίημά του ο Θέογνης. Η σκέψη του είναι απαισιόδοξη: όσο και αν δοκιμάζει, δεν βρίσκει κανέναν που να είναι όμοιός του, πιστὸς ἑταῖρος όπως ο ίδιος· όλοι είναι δόλιοι· αυτός είναι ο χρυσός που δοκιμάζεται πλάι πλάι με μέταλλα κίβδηλα. Έχοντας απορρίψει και αποκλείσει τους πάντες, βυθίζεται στο παράπονο και παρηγοριέται με τη βεβαιότητα της ὑπερτερίης.

419-420
419. συνίημι : «Î­Ï‡Ï‰ επίγνωση, προσέχω, παρατηρώ».
419. παρέρχομαι : «Ï€ÎµÏÎ½ÏŽ χωρίς να γίνω αισθητός, προσπερνώ».
420. δύναμιν : ειρωνεία προκαλείται από το σχήμα το λεγόμενο res pro rei defectu: η δύναμις ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με αδυναμία, πβ. 686 και Ιλ. Α 65 εἴτ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται εἴθ’ ἑκατόμβης.

«Î¤Î¿ δίστιχο είναι η εκ βαθέων κραυγή ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε μια θέση αδυναμίας τόσο ολέθρια ώστε να πρέπει να παραμείνει ανεπηρέαστος από ένα πλήθος δυσάρεστες καταστάσεις» (van Groningen [1-18] 167). H θέση αδυναμίας αφορά την κοινωνική και πολιτική ζωή του ποιητή, τον οδηγεί στη σιωπή και προέρχεται κατά πάσα πιθανότητα από μια αδυναμία οικονομική, αν κρίνουμε από τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται το ίδιο θέμα στους στ. 667-682· βλ. και στ. 173-178 και τα σχετικά σχόλια.

421-424
422. ἁρμόδιος, α, ον : «Î±ÏÎ¼ÏŒÎ¶Ï‰Î½,  που να προσαρμόζεται».
422. ἀμέλητος, ον : «Î±Ï…Ï„ÏŒ για το οποίο δεν φροντίζει κανείς»· ἅπαξ λεγόμενον.
422. ἀμέλητα πέλει : η διόρθωση του West [19-38] συνδυάζει τη γραφή των κωδίκων πόλλ’ ἀμέλητα μέλει με τη γραφή του Στοβαίου (3.36.1) ἀλάλητα πέλει. Εξηγεί ο ίδιος ([1-18] 155): τα ρηματικά επίθετα σε –τος δεν ισοδυναμούν με γερουνδιακό, αλλά με μετοχή (βλ. και Τζάρτζανος [83] 159 κεξ. §171)· η ερμηνεία την οποία δίνουν όσοι υιοθετούν τη γραφή μέλει, ότι δηλαδή οι πολλοί ασχολούνται με πράγματα που δεν θα έπρεπε να τους ενδιαφέρουν δεν μπορεί να ευσταθεί· το νόημα είναι πως πολλά είναι τα πράγματα που δεν φροντίζουν οι πολλοί.
424. á¼¢ τὸ κακόν : ο Hudson-Williams ([1-18] 205) θεωρεί τη φράση περιττή προσθήκη και καταλήγει πως είτε πρόκειται για γλώσσημα στο λώιον, ή ολόκληρος ο στ. 422 αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη. Ο van Groningen ([1-18] 168), αντιθέτως, θεωρεί πως το τέλος του στίχου είναι χαρακτηριστικό της τάσης της αρχαιοελληνικής σκέψης για τη δημιουργία αντιθέσεων. Ο Gärtner [71] 45 βρίσκει το γενικότερο νόημα του στίχου ασυνεπές προς το υπόλοιπο ποίημα και διορθώνει: ἐσθλὸν δ’ ἐξελθὸν λώιον οὔτι κακοῦ sc. ἐξελθόντος.

Το νόημα είναι απλό: ο ποιητής κατηγορεί όσους δεν έχουν μέτρο στο λόγο τους και δεν ελέγχουν τι λένε· πβ. και 295-298. Η μεταφορά εμφανίζεται και στον Ευρ. Ορ. 903 ἀνὴρ ἀθυρόγλωσσος και Αριστοφ. Βάτρ. 838 ἀπύλωτον στόμα.

425-428
425. μὴ φῦναι : απαρέμφατο με λειτουργία απλής ευκτικής, μπορεί να εννοηθεί το δός· κατά συνέπεια, η άρνηση είναι μή και όχι οὐ, γιατί δεν τίθεται θέμα του πραγματικού· βλ. Goodwin [121] 313 §785.
426. αὐγή : «Ï„ο φως του ήλιου, οι ακτίνες».
426. ὀξύς, εῖα, ύ : «Î»Î±Î¼Ï€ÎµÏÏŒÏ‚».
428. ἐπαμάομαι, «ÎµÏ€Î¹ÏƒÏ‰ÏÎµÏÏ‰ για τον εαυτό μου»· γῆν ἐπαμησάμενος : «Î­Ï‡Î¿Î½Ï„ας επισωρεύσει χώμα».

Η ιδέα του μὴ φῦναι ως απάντηση στα σκαμπανεβάσματα και τον παραλογισμό της ζωής. Οι δύο εξάμετροι εμφανίζονται στον Αγώνα Ομήρου και Ησιόδου (78-79): αποτελούν την απάντηση του Ομήρου στον Ησίοδο που ρωτά τί φέρτατόν ἐστι βροτοῖσιν; Ο Αριστοτέλης αποδίδει τον ιδέα στον Σειληνό· όταν ο Μίδας τον ρώτησε τι είναι το καλύτερο για τους ανθρώπους, εκείνος απάντησε: ἄριστον γὰρ πᾶσι καὶ πάσαις τὸ μὴ γενέσθαι (απ. 44.32-33). Αν λάβουμε υπόψη πως οι δύο πεντάμετροι δεν προσθέτουν τίποτα σημαντικό στο ποίημα, μπορούμε να εικάσουμε πως ο Θέογνης χρησιμοποιεί δύο εξάμετρους στίχους της παράδοσης, τους οποίους αναπτύσσει στη συνέχεια σε ελεγειακά δίστιχα. Πβ. και Βακχ. 5.160-162 Θνατοῖσι μὴ φῦναι φέριστον / μηδ' ἀελίου προσιδεῖν / φέγγος· Σοφ. ΟΤ 1225-26 Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον· Ευρ. απ. 285.2 Ν² κράτιστον εἶναι φημὶ μὴ φῦναι βροτῷ· απ. 908.1 Ν² τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον á¼¢ φῦναι βροτοῖς.

 

429-438
430. ἐπιφράζομαι : κυρίως στον αόρ., ἐπεφράσατο, και στον παθ. αόρ. α΄, ἐπεφράσθην : με απαρμφ. «ÏƒÎºÎ­Ï†Ï„ομαι να κάνω κτ.· τι, μηχανεύομαι, σκαρφίζομαι κτ.»
432. Ἀσκληπιάδαις : οι γιοι του Ασκληπιού· στον Όμηρο ο Ασκληπιός παρουσιάζεται ως έμπειρος και ικανός γιατρός, και οι γιοι, ο Μαχάων και ο Ποδαλείριος, κληρονομούν την ικανότητα του πατέρα τους (Ιλ. Î’ 732). Οι περίφημες ιατρικές σχολές της Κω, της Κνίδου και της Ρόδου ισχυρίζονταν άμεση προέλευση από τον Ασκληπιό, και παρόμοιες αξιώσεις έθεταν και οι γιατροί άλλων, πιο απομακρυσμένων περιοχών· οι γιατροί αυτοί αποκαλούνταν επίσης Ασκληπιάδες· πβ. Πίνδ. Νεμ. 2.1 όπου οι Ὀμηρίδες αντί των ῥαψῳδῶν.
432. οὐδ’ Ἀσκληπιάδαις τοῦτό γ’ ἔδωκε θεός : οι κώδικες ΑΧΙ δίνουν τη γραφή εἰ δ’ Ἀσκληπιάδαις, την οποία υιοθετούν οι περισσότεροι εκδότες· η γραφή που υιοθετείται εδώ είναι η γραφή του κώδικα Ο και της έμμεσης παράδοσης, όπως υιοθετείται και από τον van Groningen ([1-18] 172) ο οποίος παρατηρεί: (α) το γεγονός πως η γραφή οὐδ’ υπάρχει στην έμμεση παράδοση φαίνεται να αποδεικνύει πως η γραφή του Ο δεν προέρχεται από αντιγραφικό λάθος, αλλά ανταποκρίνεται σε κάποια άλλη γραμμή της παράδοσης· (β) η γραφή εἰ δ’ καθιστά το κείμενο σαφώς πιο εύκολο και ευνόητο, δημιουργώντας έναν σαφή υποθετικό λόγο, που φθάνει έως και τον στ. 434· η γραφή οὐδ’ δημιουργεί μια λίγο πιο δύσκολη σύνταξη, καθώς θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι υπάρχει κάποια ελαφριά στίξη στον στ. 433 και ότι στον στ. 434 έχουμε ένα ασύνδετο σχήμα και έναν ελλειπτικό υποθετικό λόγο· μια τέτοια σύνταξη, όμως, απαντά και αλλού: πβ. Ï€.χ. Ηρόδ. 4.118.2 οὐκ ὦν ποιήσετε ταῦτα· ἡμεῖς ... ἐκλείψομεν τὴν χώρην. Και καταλήγει στο συμπέρασμα πως είναι πιθανότερο οι κώδικες ΑΧΙ να αντιπροσωπεύουν μια προσπάθεια απλούστευσης, παρά να επηρεάστηκε ο κώδικας Ο από την έμμεση παράδοση. Αξίζει, εξάλλου, να παρατηρήσουμε ότι αμέσως μετά τον στ. 434 ακολουθεί άλλος ένας υποθετικός λόγος που εκφράζει αρκετά ικανοποιητικά την αντίθεση ανάμεσα στο πραγματικό και το μη πραγματικό: καλύπτοντας μόλις λίγο λιγότερο από τρεις ολόκληρους στίχους, ακυρώνεται τελικά με την υπενθύμιση του πραγματικού· η κλιμάκωση προς την λανθάνουσα ευχή που εκφράζει ο υποθετικός λόγος μοιάζει πιο αποτελεσματική, αν θεωρήσουμε ότι έως τον στ. 435 δεν προηγείται και άλλος παρόμοιος υποθετικός λόγος.
433. ἀτηρός, ά, όν : «Ï„υφλωμένος από την άτη, ωθούμενος στην καταστροφή· ολέθριος, καταστροφικός».
435. νόημα : «Î±Ï…Ï„ÏŒ που γίνεται αντιληπτό· σκέψη· νοητική ικανότητα».
436. ἔγεντο : ιων. γ΄ ενικ. αόρ. του γίγνομαι.
437. πειθόμενος : αιτιολογική μετοχή.
437. ἀλλά : εισάγει την πραγματικότητα, η οποία βρίσκεται σε σαφή αντίθεση προς την ιδανική εικόνα των προηγούμενων στίχων.

Το ποίημα θεωρείται γνήσιο του Θέογνη, γιατί αποδίδεται στον ποιητή από τον Πλάτωνα (Μένων 95e2-96a3). Η βασική ιδέα του ποιήματος είναι απλή: η ἀρετή δεν είναι εν τέλει διδακτή· δεν μπορείς να αλλάξεις τον άνθρωπο με τη διδασκαλία· ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται ο κάθε άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ούτε ποιητός ούτε ἔνθετος. Το απαρέμφατο ἐνθέμεν (430) κλείνει εμφαντικά τη θέση που διατυπώνεται στον πρώτο στίχο και η οποία επαναλαμβάνεται ξανά με απόλυτη σαφήνεια στον τελευταίο: οὔποτε ποιήσει τὸν κακὸν ἄνδρ’ ἀγαθόν. Στο ενδιάμεσο, δύο αντιθετικά ζεύγη ορίζουν τη σκέψη του ποιητή: σώφρων - ἄφρων και ἀγαθός/ἐσθλός – κακός· η εξίσωση, βέβαια, είναι προφανής. Η αναφορά στη γέννηση και την ανατροφή (φῦσαι καὶ θρέψαι 429, οὔποτ’ ἂν ἐξ ἀγαθοῦ πατρὸς ἔγεντο κακός 437) μοιάζει να υποδηλώνει πως ο ποιητής δεν έχει κατά νου τους εξ ορισμού κακούς των μη αριστοκρατικών τάξεων, αλλά τους αριστοκράτες που έχουν υιοθετήσει τρόπους ακατάλληλους για τη σειρά και τη θέση τους. Η παλαιά αριστοκρατία, όπως εκφράζεται μέσα από το ποίημα, μοιάζει να συνειδητοποιεί ξαφνικά και όλο απόγνωση πως η προσπάθειά της να συντηρήσει τις παραδοσιακές της αρχές με νουθεσίες και συμβουλές είναι εν τέλει μάταια:  αν κάτι τέτοιο ήταν εφικτό, η παράδοση θα συνεχιζόταν από γιο σε πατέρα ομαλά και εύρυθμα.