Exordia Ciceroniana: Pro Caelio, M. Tullius Cicero
Μορφοποιημένο κείμενο Μετάφραση
Si quis, iudices, forte nunc adsit ignarus legum iudiciorum consuetudinisque nostrae,

miretur profecto
quae sit tanta atrocitas huiusce causae, quod diebus festis ludisque publicis, omnibus forensibus negotiis intermissis, unum hoc iudicium exerceatur,


nec dubitet
quin tanti facinoris reus arguatur ut eo neglecto ciuitas stare non possit.



Idem cum audiat esse legem quae de seditiosis consceleratisque ciuibus qui armati senatum obsederint, magistratibus uim attulerint, rem publicam oppugnarint cotidie quaeri iubeat:


legem non improbet, crimen quod uersetur in iudicio requirat;



cum audiat nullum facinus, nullam audaciam, nullam uim in iudicium uocari,


sed adulescentem inlustri ingenio, industria, gratia accusari ab eius filio quem ipse in iudicium et uocet et uocarit, oppugnari autem opibus meretriciis:


Atratini ipsius pietatem non reprehendat,
libidinem muliebrem comprimendam putet, uos laboriosos existimet
quibus otiosis ne in communi quidem otio liceat esse.



Etenim si attendere diligenter atque existimare uere de omni hac causa uolueritis,


sic constituetis, iudices, nec descensurum quemquam ad hanc accusationem fuisse cui utrum uellet liceret nec, cum descendisset,

quicquam habiturum spei fuisse, nisi alicuius intolerabili libidine et nimis acerbo odio niteretur.



Sed ego Atratino, humanissimo atque optimo adulescenti, meo necessario,

ignosco, qui habet excusationem uel pietatis uel necessitatis uel aetatis.



Si uoluit accusare, pietati tribuo, si iussus est, necessitati, si sperauit aliquid, pueritiae.


Ceteris non modo nihil ignoscendum sed etiam acriter est resistendum.



Αν κάποιος, δικαστές, που αγνοεί τους νόμους και τις συνήθειες των δικαστηρίων μας τύχαινε να βρεθεί τώρα εδώ, θα απορούσε ασφαλώς ποιο άγριο έγκλημα δικάζεται σε τούτη την υπόθεση, χάρη στο οποίο
διεξάγεται μόνον αυτή η δίκη, ενώ είναι μέρα γιορτής και γίνονται λαϊκοί αγώνες, κι ενώ έχουν διακοπεί όλες οι νομικές δραστηριότητες· και δεν θα αμφέβαλλε ότι διώκεται ο δράστης ενός τόσο φοβερού κακουργήματος, ώστε, αν ολιγωρούσαμε, θα επλήττετο η ακεραιότητα της πολιτείας.







Ο ίδιος άνθρωπος, όταν πληροφορούνταν ότι υπάρχει νόμος ο οποίος για τις περιπτώσεις επαναστατών και εγκληματιών πολιτών (που επιτέθηκαν στη Σύγκλητο, άσκησαν βία εναντίον των αρχόντων, απείλησαν το πολίτευμα) ορίζει να διεξάγονται οι δίκες οποιαδήποτε ημέρα, δεν θα αποδοκίμαζε τον νόμο και θα ρωτούσε ποια κατηγορία εξετάζεται στο δικαστήριο·





όταν άκουγε ότι η δίκη δεν αφορά ούτε κακούργημα, ούτε θρασεία ενέργεια, ούτε άσκηση βίας, αλλά ότι κατηγορείται ένας νέος εξαιρετικής ευφυίας, φιλοπονίας και κοινωνικής ισχύος από τον γιο εκείνου τον οποίο ο ίδιος και εγκαλεί και έχει ήδη εγκαλέσει στα δικαστήρια, και ότι στην πραγματικότητα απειλείται από τη δύναμη μιας κυρίας ελαφρών ηθών, τότε αυτός ο άνθρωπος δεν θα αποδοκίμαζε την ευσέβεια του ίδιου του Ατρατίνου, θα θεωρούσε ότι πρέπει να μπει φρένο στην εμπάθεια της γυναίκας, και για σας θα έκρινε ότι φορτωθήκατε μεγάλο βάρος, καθώς δεν έχετε το δικαίωμα της ξεκούρασης σε ημέρα δημόσιας αργίας.







Γιατί βέβαια αν θελήσετε να εξετάσετε με προσοχή και να κρίνετε με ειλικρίνεια για όλη αυτή την υπόθεση, θα καταλήξετε στο εξής συμπέρασμα, δικαστές: ότι κανένας που θα είχε το δικαίωμα επιλογής δεν επρόκειτο να εμπλακεί σε αυτό το κατηγορητήριο, και ότι, εφόσον είχε εμπλακεί, δεν επρόκειτο να διατηρεί κάποια ελπίδα, παρά μόνον αν στηριζόταν στην αχαλίνωτη εμπάθεια και το υπερβολικά δηλητηριώδες μίσος κάποιου άλλου.






Εγώ, ωστόσο, τον Ατρατίνο, εξαιρετικά καλλιεργημένο και άριστο νεαρό, φίλο μου, τον συγχωρώ, γιατί έχει το ελαφρυντικό είτε της ευσέβειας είτε του εξαναγκασμού είτε της ηλικίας. Αν ήταν δική του βούληση να υποβάλει τη μήνυση, το αποδίδω στην ευσέβειά του· αν τον διέταξαν, στον εξαναγκασμό· αν ήλπισε κάποιο κέρδος, στην παιδιάστικη αφέλειά του. Τους υπόλοιπους όμως κατηγόρους όχι μόνον δεν πρέπει να τους συγχωρήσω, αλλά και με σφοδρότητα να τους αντισταθώ.