337-340
Îα δώσει ο Δίας να ξεπληÏώσω και τους φίλους μου, που μ’ αγαποÏν, και τους εχθÏοÏÏ‚ μου, απ’ τους οποίους θα είμαι ισχυÏότεÏος, ΚÏÏνε. Κι Îτσι θα μποÏοÏσα να μοιάζω θεός ανάμεσα σ' ανθÏώπους, αν με βÏει ο θάνατος Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎºÎ´Î¹ÎºÎ·Î¸ÏŽ.
341-350
Δία ΟλÏμπιε, εκπλήÏωσΠμου αυτή την Ï€Ïοσευχή την κÏίσιμη· δώσε να μου συμβεί και κάτι καλό στη θÎση όλων των συμφοÏών· και ας πεθάνω, αν δεν βÏω κάποια ανάπαυλα απ’ τις κακÎÏ‚ φÏοντίδες. Τις στεναχώÏιες με στεναχώÏιες να ανταποδώσω· γιατί αυτό είναι το σωστό, μα τιμωÏία δεν βλÎπω να ÎÏχεται σ’ αυτοÏÏ‚ που βίαια άÏπαξαν την πεÏιουσία μου και την κÏατοÏν δική τους. Κι εγώ, σα σκÏλος Ï€ÎÏασα τη χαÏάδÏα σε χειμαÏÏώδη ποταμό, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€Î¿Ï„Î¯Î½Î±Î¾Î± τα πάντα από πάνω μου. ΜακάÏι να μποÏοÏσα να πιω το μαÏÏο αίμα τους· μακάÏι κάποιος δαίμονας καλός να φÏόντιζε και να τα Îκανε όλα αυτά κατά τη βοÏλησή μου.
351-354
Άτιμη φτώχια, γιατί καθυστεÏείς και δεν πηγαίνεις σε κάποιον άλλο; Μην Ï€Ïοσκολλάσαι πάνω μου ενάντια στη θÎλησή μου, αλλά πήγαινε να επιτεθείς σε κάποιο άλλο σπίτι, και μη ζεις μαζί μας πάντοτε αυτή την άθλια ζωή.
355-360
Δείξε δÏναμη, ΚÏÏνε, στις συμφοÏÎÏ‚, Î±Ï†Î¿Ï Ï‡Î±Î¹Ïόσουν στις χαÏÎÏ‚, γιατί η μοίÏα σου τις επÎβαλε κι αυτÎÏ‚· και όπως μετά τα αγαθά σου Îτυχε μια συμφοÏά, Îτσι και πάλι Ï€Ïοσπάθησε να τη διώξεις Ï€Ïοσευχόμενος στους θεοÏÏ‚. Και μη δημοσιοποιείς Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î· συμφοÏά σου, ΚÏÏνε· δεν είναι ωÏαίο να την επιδεικνÏεις· λίγοι είναι αυτοί που νοιάζονται για την κακοδαιμονία σου.
361-362
ΜικÏαίνει η καÏδιά του ανθÏώπου, ΚÏÏνε, όταν πάθει μεγάλη συμφοÏά· όταν πάÏει εκδίκηση, όμως, απλώνει πάλι η καÏδιά του.
363-364
Με λόγια να καλοπιάνεις τον εχθÏÏŒ σου· κι όταν γίνει υποχείÏιός σου, εκδικήσου τον χωÏίς Ï€Ïόφαση καμία.
365-366
Τον νου σου να τον συγκÏατείς, κι ο λόγος σου να είναι πάντα γλυκÏÏ‚· γιατί οÏμητικότεÏη είναι η καÏδιά των κακών.
367-370
Δεν μποÏÏŽ να καταλάβω πώς σκÎφτονται οι πολίτες· δεν τους ευχαÏιστώ οÏτε με καλÎÏ‚ οÏτε με άσχημες Ï€Ïάξεις· πολλοί με κατηγοÏοÏν, και ευτελείς και ευγενείς εξίσου· μα όσοι τη σοφία δεν κατÎχουν, δεν μποÏοÏν οÏτε να με μιμηθοÏν.
371-372
Μη με κεντÏίζεις και μη με οδηγείς με τη βία και παÏά τη θÎλησή μου, ΚÏÏνε, κάτω από την άμαξα, Ï„Ïαβώντας με με το ζόÏι σε φιλία.