337-3401
ΖεÏÏ‚ μοι τῶν τε φίλων δοίη τίσιν, οἵ με φιλεῦσιν,
τῶν Ï„’ á¼Ï‡Î¸Ïῶν μεῖζον ΚÏÏνε δυνησόμενον.
χοὔτως ἂν δοκÎοιμι μετ’ ἀνθÏώπων θεὸς εἶναι,
εἴ μ’ ἀποτεισάμενον μοῖÏα κίχῃ θανάτου.
341-3502
ἀλλὰ Ζεῦ Ï„Îλεσόν μοι ὈλÏμπιε καίÏιον εá½Ï‡Î®Î½âˆ™
δὸς δΠμοι ἀντὶ κακῶν καί τι παθεῖν ἀγαθόν∙
τεθναίην δ’, εἰ μή τι κακῶν ἄμπαυμα μεÏιμνÎων
εὑÏοίμην. δοίην δ’ ἀντ’ ἀνιῶν ἀνίας∙
αἶσα Î³á½°Ï Î¿á½•Ï„Ï‰Ï‚ á¼ÏƒÏ„ί, τίσις δ’ οὠφαίνεται ἡμῖν
ἀνδÏῶν οἳ τἀμὰ χÏήματ’ ἔχουσι βίῃ
συλήσαντες∙ á¼Î³á½¼ δὲ κÏων á¼Ï€ÎÏησα χαÏάδÏην
χειμάÏÏῳ ποταμῷ, πάντ’ ἀποσεισάμενος.
τῶν εἴη μÎλαν αἷμα πιεῖν∙ á¼Ï€Î¯ Ï„’ á¼ÏƒÎ¸Î»á½¸Ï‚ ὄÏοιτο
δαίμων ὃς κατ’ á¼Î¼á½¸Î½ νοῦν τελÎσειε τάδε.3
351-3544
ἆ δειλὴ Πενίη, τί μÎνεις Ï€Ïολιποῦσα παϒ ἄλλον
ἄνδϒ á¼°Îναι; μὴ δή μ’ οá½Îº á¼Î¸Îλουσα φίλει,
ἀλλ’ ἴθι καὶ δόμον ἄλλον á¼Ï€Î¿Î¯Ï‡ÎµÎ¿, μηδὲ μεθ’ ἡμÎων
αἰεὶ δυστήνου τοῦδε βίου μÎτεχε.
355-3605
τόλμα ΚÏÏνε κακοῖσιν, á¼Ï€Îµá½¶ κἀσθλοῖσιν ἔχαιÏες,
εὖτΠσε καὶ τοÏτων μοῖϒ á¼Ï€Îβαλλεν ἔχειν∙
ὡς Î´Î Ï€ÎµÏ á¼Î¾ ἀγαθῶν ἔλαβες κακόν, ὣς δὲ καὶ αὖθις
á¼ÎºÎ´á¿¦Î½Î±Î¹ πειÏῶ θεοῖσιν á¼Ï€ÎµÏ…χόμενος.
μηδὲ λίην á¼Ï€Î¯Ï†Î±Î¹Î½Îµâˆ™ κακὸν δΠτε ΚÏÏν’ á¼Ï€Î¹Ï†Î±Î¯Î½ÎµÎ¹Î½âˆ™
παÏÏους κηδεμόνας σῆς κακότητος ἔχεις.
361-3626
ἀνδÏός τοι κÏαδίη μινÏθει μÎγα πῆμα παθόντος
ΚÏÏν’∙ ἀποτεινυμÎνου δ’ αὔξεται á¼Î¾Î¿Ï€Î¯ÏƒÏ‰.
363-3647
εὖ κώτιλλε τὸν á¼Ï‡Î¸Ïόν∙ ὅταν δ’ ὑποχείÏιος ἔλθῃ,
τεῖσαί μιν Ï€Ïόφασιν μηδεμίαν θÎμενος.
365-3668
ἴσχε νόῳ, γλώσσῃ δὲ τὸ μείλιχον αἰεὶ á¼Ï€Îστω∙
δειλῶν τοι τελÎθει καÏδίη ὀξυτÎÏη.
367-3709
οὠδÏναμαι γνῶναι νόον ἀστῶν ὅντιν’ ἔχουσιν.
οὔτε Î³á½°Ï Îµá½– á¼”Ïδων á¼Î½Î´Î¬Î½Ï‰ οὔτε κακῶς∙
μωμεῦνται δΠμε πολλοί, á½Î¼á¿¶Ï‚ κακοὶ ἠδὲ καὶ á¼ÏƒÎ¸Î»Î¿Î¯âˆ™
μιμεῖσθαι δ’ οá½Î´Îµá½¶Ï‚ τῶν ἀσόφων δÏναται.
371-37210
μή μ’ á¼€Îκοντα βίῃ κεντῶν ὑπ’ ἄμαξαν ἔλαυνε
εἰς φιλότητα λίην ΚÏÏνε Ï€Ïοσελκόμενος.
|
337-340
337. τίσις : «Î±Î½Ï„απόδοση», είτε για καλό είτε για κακό.
337. φιλεῦσιν : ιωνική συναίÏεση, πβ. 61, 71, 385, 786, 871.
338. τῶν á¼Ï‡Î¸Ïῶν : παÏάλληλα Ï€Ïος τη γενική τῶν φίλων (τε – τε) και κατά συνÎπεια εξαÏτώμενο από το τίσιν· ταυτόχÏονα, ἀπὸ κοινοῦ στο μεῖζον ως γενική συγκÏιτική.
338. δυνησόμενον : μÎλλοντας γιατί «Î· φÏάση αποτελεί Ï€Ïοσευχή που Ï€Ïόκειται να εκπληÏωθεί στο μÎλλον» (van Groningen [1-18] 136, βλ. και Hudson-Williams [1-18] 199). Ανακόλουθο σχήμα, καθώς η μετοχή Ï€ÏοσδιοÏίζει τη δοτική μοι· πβ. Ï€.χ. Σοφ. Ἠλ. 480 ὕπεστί μοι θάÏσος κλÏουσαν, Αισχ. Î ÎÏσ. 913 λÎλυται Î³á½°Ï á¼Î¼Î¿á½¶ γυίων ῥώμη τήνδ’ ἡλικίαν á¼ÏƒÎ¹Î´ÏŒÎ½Ï„(α) ἀστῶν. «Î— αιτιατική αποτελεί παÏάδειγμα της Ï€Ïοτίμησης που δείχνει η ελληνική γλώσσα στην πτώση αυτή, ειδικά όταν υπάÏχει στην Ï€Ïόταση απαÏÎμφατο» (van Groningen, ÏŒ.Ï€.)· βλ. και Τζουγανάτος [275-276] 148 § 140.
339. δοκÎοιμι : η γνώμη των Ï„Ïίτων αποτελεί σημαντικό κÏιτήÏιο συμπεÏιφοÏάς, όχι όμως απαÏαίτητα και αυτοσκοπό· πίσω από το ενδιαφÎÏον για την Îξωθεν αναγνώÏιση βÏίσκεται μια ανάγκη επιβεβαίωσης της εσωτεÏικής, Ï€Ïαγματικής αξίας του εαυτοϷ βλ. Cairns [85-86] 5-26· B. Williams, Shame and Necessity, Berkeley-Los Angeles-London 1993, 75-102.
340. εἰ μ’ ἀποτεισάμενον : η υποθετική Ï€Ïόταση επαναφÎÏει το θÎμα, που βÏίσκεται ήδη συμπυκνωμÎνο στο οὕτως (339). Με τη μετοχή επανεÏχόμαστε στην αÏχή του ποιήματος, στο ουσιαστικό τίσιν (κυκλικό σχήμα).
340. κιχάνω : μετά τον Όμ. κιγχάνω : ποιητ. «Ï†Î¸Î¬Î½Ï‰, Ï€Îφτω πάνω σε κπ / κτ, συναντώ».
340. μοῖÏα κίχῃ θανάτου : στεÏεότυπη φÏάση στην επική και την ελεγειακή ποίηση· πβ. Ï€.χ. Ιλ. Ρ 672 = Χ 436 νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖÏα κιχάνει· Καλλ. 1.15 W μοῖÏα κίχεν θανάτου· Μίμν. 6.2 W μοῖÏα κίχοι θανάτου.
Η αÏχή της αμοιβαιότητας, θετικής και αÏνητικής, όπως χαÏακτηÏίζει το σÏνολο σχεδόν της αÏχαιοελληνικής σκÎψης· πβ. Σόλ. 13.3-6 Ï€Ïὸς á¼Ï€Î¬Î½Ï„ων / ἀνθÏώπων αἰεὶ δόξαν ἔχειν ἀγαθήν· / εἶναι δὲ γλυκὺν ὧδε φίλοις, á¼Ï‡Î¸Ïοῖσι δὲ πικÏόν, / τοῖσι μὲν αἰδοῖον, τοῖσι δὲ δεινὸν ἰδεῖν· Πλάτ. Πολ. 332d7-9 Τὸ τοὺς φίλους ἄÏα εὖ ποιεῖν καὶ τοὺς á¼Ï‡Î¸Ïοὺς κακῶς δικαιοσύνην λέγει; Δοκεῖ μοι. Η κοινωνική αναγνώÏιση επιτυγχάνεται όταν μποÏεί κανείς να αντεπεξÎλθει στις απαιτήσεις αυτÎÏ‚ της αμοιβαιότητας: σε Îνα Ï€Ïοφανώς ανταγωνιστικό κοινωνικό πλαίσιο, τόσο η θετική, όσο και η αÏνητική αμοιβαιότητα εξασφαλίζουν τη συνοχή, τη σταθεÏότητα και την ασφάλεια. Το ποίημα απÎχει, βÎβαια, από μια φιλοσοφική, ή Îστω θυμοσοφική θεώÏηση των ανθÏώπινων σχÎσεων. Σε τόνο Ï€Ïοσωπικό, εκφÏάζει με απόλυτη δÏναμη την εσωτεÏική ανάγκη για αμοιβαιότητα τόσο Ï€Ïος τους φίλους, όσο και Ï€Ïος τους εχθÏοÏÏ‚: η επίκληση στο Δία ενισχÏει την εσωτεÏικότητα και το πάθος· η Ï€ÏωτοπÏόσωπη εστίαση σε συνδυασμό με την επική γλώσσα αναπόφευκτα παÏαπÎμπει στον κόσμο των ηÏώων. Η ανταπόκÏιση στις απαιτήσεις της αμοιβαιότητας είναι μια μοÏφή ανταγωνιστικής á¼€Ïετῆς, παÏόμοιας με αυτή που επιδεικνÏουν οι ήÏωες της επικής μνήμης: η á¼€Ïετή αυτή θα καταστήσει τον ποιητή θεὸν μετ’ ἀνθÏώπων· πβ. Ιλ. Ω 258 á¼ÎºÏ„οÏα θ’ ὃς θεὸς ἔσκε μετ’ ἀνδÏάσιν. Για την αμοιβαιότητα βλ. M. Sahlins, Stone Age Economics, London 1974· C. Gill – N. Postlethwaite – R. Seaford, Reciprocity in Ancient Greece, Oxford-New York 1998. |
341-350
341. ἀλλά : συχνά Ï€Ïώτη λÎξη Ï€Ïοσευχής, πβ. Ï€.χ. Ιλ. Α 508 ἀλλὰ ÏƒÏ Ï€ÎÏ Î¼Î¹Î½ τεῖσον, ὈλÏμπιε· Κ 126 ἀλλ’ ἴομεν· Πίνδ. Ολ. 2.13 ἀλλ’ ὦ ΚÏόνιε παῖ ῬÎας· Αισχ. Χοηφ. 540 ἀλλ’ εὔχομαι γῇ τῇδε.
341. Ï„Îλεσόν μοι ... εá½Ï‡Î®Î½ : πβ. Οδ. κ 483 ὦ ΚίÏκη, Ï„Îλεσόν μοι ὑπόσχεσιν.
341. καίÏιος, (α), ον : «Ï„η σωστή στιγμή· σημαντικός, καίÏιος».
342. δὸς δΠμοι ... παθεῖν : πβ. Ιλ. Î 40 δὸς δΠμοι ... θωÏηχθῆναι.
343. ἄμπαυμα : ποιητ. του ἀνάπαυμα, ατος : «Î±Î½Î¬Ï€Î±Ï…ση, ανάπαυλα»· για την αποκοπή, βλ. 119.
343. μεÏιμνÎων : συνίζηση.
344. αἶσα : λÎξη συνώνυμη της μοίÏας, δηλώνει το πεπÏωμÎνο, το μοιÏαίο, αλλά την ίδια στιγμή αυτό που είναι σωστό να γίνει, το δÎον (χωÏίς την Îννοια του Ï€ÏοδιαγεγÏαμμÎνου)· πβ. Ιλ. Γ 30 á¿žÎ•ÎºÏ„Î¿Ï á¼Ï€Îµá½· με κατ' αἶσαν á¼Î½Îµá½·ÎºÎµÏƒÎ±Ï‚ οá½Î´' á½‘Ï€á½²Ï Î±á¼¶ÏƒÎ±Î½. Οι μελετητÎÏ‚ δεν συμφωνοÏν ως Ï€Ïος την εÏμηνεία: o ΚοÏÏÎÏ‚ [67], ο Carrière [1-18], o Garzya [8], o van Groningen [1-18], o Campbell [9], ο Hansen [67] είναι Ï…Ï€ÎÏ Ï„Î·Ï‚ εÏμηνείας «Î¼Î¿Î¯Ïα»· ο Hudson-Williams [1-18], o Edmonds [8], η Wender [67] Ï€ÏοτιμοÏν την Îννοια του σωστοÏ, του δίκαιου ή ακόμη και του καθήκοντος.
344. ἀνία : «Î¸Î»Î¯ÏˆÎ·, στεναχώÏια».
345-346. ἡμῖν – τἀμά : για την παÏάλληλη εμφάνιση του α΄ ÎµÎ½Î¹ÎºÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ του α΄ Ï€Î»Î·Î¸Ï…Î½Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï Î²Î». 415-418, 649, 1101, καθώς και Ιλ. Γ 439-440 νῦν μὲν Î³á½°Ï ÎœÎµÎ½á½³Î»Î±Î¿Ï‚ á¼Î½á½·ÎºÎ·ÏƒÎµÎ½ σὺν ᾿Αθήνῃ, / κεῖνον δ' αὖτις á¼Î³á½½· πάÏα Î³á½°Ï Î¸ÎµÎ¿á½· εἰσι καὶ ἡμῖν.
348. χειμάÏÏοος, ον, συνηÏ. χειμάÏÏους, ουν, και συντομ. χείμαÏÏος, ον : «Ï€Î¿Ï… ÏÎει τον χειμώνα, φουσκωμÎνος με τα νεÏά της βÏοχής και του χιονιοϻ.
347-348. á¼Î³á½¼ δὲ κÏων á¼Ï€ÎÏησα ... / ... πάντ’ ἀποσεισάμενος : η μεταφοÏά του σκÏλου Îχει Ï€ÏοκαλÎσει πολλÎÏ‚ συζητήσεις Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ μελετητών· οι διοÏθώσεις δεν απουσίασαν (Ï€.χ. κάνθων van Herwerden· νÎων Hartel· φυγών Sitzler). O Fränkel ([93-96] 527) ομολογεί πως δεν καταλαβαίνει το χωÏίο. Ο Hudson-Williams ([1-18] 199 κεξ.) θεωÏεί πιθανÎÏ‚ δÏο εκδοχÎÏ‚: είτε Ï€Ïόκειται για παÏαπομπή σε κάποια, άγνωστη σε εμάς, ιστοÏία με θÎμα Îναν σκÏλο που πεÏνάει κάποιο ποτάμι (άποψη που αποÏÏίπτουν ο Carrière και ο van Groningen ως υπεÏβολική), είτε ο σκÏλος σημαίνει απλώς «ÎµÎ³ÏŽ, ο κακόμοιÏος»· σε κάθε πεÏίπτωση, ο Hudson-Williams θεωÏεί πως με τη μετοχή ἀποσεισάμενος ο ποιητής δεν αναφÎÏεται στην απώλεια της πεÏιουσίας (η οποία εκφÏάζεται με τη μετοχή συλήσαντες), αλλά πιθανότατα στο γεγονός πως απαλλάχτηκε από όλους εκείνους που τον καταδιώκουν. Ο Carrière ([1-18] 44 και 107) θεωÏεί πως η μεταφοÏά υπογÏαμμίζει απλώς την άθλια κατάσταση και το βίαιο πάθος του ποιητή· η μετοχή ἀποσεισάμενος αναφÎÏεται στην απώλεια της πεÏιουσίας. Ο Campbell ([9] 365) επιστÏÎφει στην ιδÎα του Hudson-Williams για την ÏπαÏξη μιας παÏάλληλης ιστοÏίας και παÏαπÎμπει στον Αίσωπο 185 Chambry κÏων κÏÎας ἔχουσα ποταμὸν διÎβαινε· ο αίνος, όμως, του Αισώπου καταλήγει στο επιμÏθιο Ï€Ïὸς ἄνδÏα πλεονÎκτην ὠλόγος εὔκαιÏος: είναι αμφίβολο εάν ο ΘÎογνης θεωÏοÏσε τον εαυτό του πλεονÎκτη. Κατά Ï€Î¿Î»Ï Î´Î¹Î±Ï†Î¿Ïετική είναι η εÏμηνεία που δόθηκε από τον R. D. Murray Jr. (“Theognis 341-350”, TAPA 96 (1965) 277-281· την εÏμηνεία του Murray υιοθετεί και ο Nagy [11-14] 68 κεξ.). O Murray ξεκινά από την παÏατήÏηση πως οι στ. 341-350 βÏίσκονται μαζί με ποιήματα που επίσης κάνουν λόγο για εκδίκηση (337-340: 340 ἀποτεισάμενον· 361-362: 362 ἀποτεινυμÎνου· 363-364: 364 τεῖσαι)· διοÏθώνει, λοιπόν, τη μετοχή ἀποσεισάμενος σε ἀποτεισόμενος, και θεωÏεί πως η λÎξη κÏων αποτελεί Îνα σÏμβολο των χθόνιων εκδικητικών δυνάμεων· Ï€Ïόκειται για το ίδιο σÏμβολο που χÏησιμοποιεί ο ΑισχÏλος στις ΧοηφόÏους για τις ΕÏινÏες (1054) και στον ΑγαμÎμνονα για τους ΑτÏείδες (136)· κατά συνÎπεια, το ποτάμι το οποίο διασχίζει ο σκÏλος είναι απλά η ΣτÏξ: σÏμφωνα με τον Παυσανία (8.17-19), ήταν αÏκετά διαδεδομÎνη η άποψη πως το ποτάμι της Στυγός ήταν Îνας χείμαÏÏος στην ΑÏκαδία που φοÏσκωνε με τα νεÏά του χειμώνα. Είναι Ï€ÏοφανÎÏ‚ πως μια Ï„Îτοια εÏμηνεία Ï€Ïοσδίδει εξαιÏετικό βάθος και Îνταση στην εκδικητική διάθεση του ποιήματος· η αναφοÏά στο μÎλαν αἷμα και στον á¼ÏƒÎ¸Î»á½¸Î½ δαίμονα αποκτά μια νÎα διάσταση. Όπως παÏατηÏεί ο ίδιος ο Murray (281), το ποίημα μας επιτÏÎπει να δοÏμε στο εσωτεÏικό ενός «Î²Î¬Î½Î±Ï…σου, διεστÏαμμÎνου μυαλοÏ. Παϒ όλ’ αυτά, είναι ξεκάθαÏο πως ... [ο ποιητής] μετÎÏ„Ïεψε την Ï€ÏωταÏχική Ïλη του μοχθηÏÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ όλο αγωνία αυτο-οικτιÏÎ¼Î¿Ï ÏƒÎµ Ï„Îχνη υψηλή, με την καταλυτική βοήθεια μιας εξαίÏετης φαντασίας». Η μόνη ίσως διαφωνία που μποÏεί να Ï€Ïοβάλει κανείς αφοÏά την παÏαβίαση της παÏάδοσης, που είναι σÏμφωνη σε αυτό το σημείο, και την αντικατάσταση της μετοχής ἀποσεισάμενος από τη μετοχή ἀποτεισόμενος. Το πεÏιβάλλον του ποιήματος δεν επιβάλλει μια Ï„Îτοια επÎμβαση· το αντίθετο μάλιστα: αν η παÏάδοση, όλη ή μÎÏος αυτής, Îδινε ἀποτεισόμενος, θα μποÏοÏσαμε να θεωÏήσουμε πως Ï€Ïόκειται για επίδÏαση από το ἀποτεισάμενον του στ. 340 και να αντικαταστήσουμε με το ἀποσεισάμενος, αν αυτό κÏινόταν σκόπιμο· στη μοÏφή που είναι το κείμενο, η υποτιθÎμενη αντικατάσταση του ἀποτεισόμενος από το υπάÏχον ἀποσεισάμενος δεν φαίνεται δικαιολογημÎνη· είναι Ï€ÏοτιμότεÏο, λοιπόν, να διατηÏήσουμε τη γÏαφή της παÏάδοσης, Îστω κι αν η επιλογή αυτή αποδυναμώνει δίχως άλλο τη μεταφοÏά.
349. τῶν : το ασÏνδετο σχήμα Ï€Ïοσδίδει Îμφαση.
350. ὄÏομαι : «Ï†Ïοντίζω, Ï€ÏοσÎχω· φÏοντίζω για την εκπλήÏωση κπ Ï€Ïάγματος»· το Ïήμα εμφανίζεται πάντοτε σÏνθετο με την Ï€Ïόθεση á¼Ï€Î¯, αλλά σε τμήση, όπως κι εδώ· πβ. Οδ. ξ 104 á¼Ï€á½¶ δ’ ἀνÎÏες á¼ÏƒÎ¸Î»Î¿á½¶ ὄÏονται. |
Î Ïος τα μÎσα του 6ου αι. Ï€.Χ. ο λαός των ΜεγάÏων ξεσηκώθηκε εναντίον της αÏιστοκÏατίας· μια εικόνα μας δίνει ο ΠλοÏταÏχος (Ηθικ. 295d): διαφθαÏέντες παντάπασι Ï„á½± Ï„' ἄλλα τοῖς πλουσίοις ἀσελγῶς Ï€ÏοσεφέÏοντο, καὶ παÏιόντες εἰς Ï„á½°Ï‚ οἰκίας αá½Ï„ῶν οἱ πένητες ἠξίουν ἑστιᾶσθαι καὶ δειπνεῖν πολυτελῶς· εἰ δὲ μὴ τυγχάνοιεν, Ï€Ïὸς βίαν καὶ μεθ' ὕβÏεως á¼Ï‡Ïῶντο πᾶσι. Σε αυτή, ή Îστω σε κάποια παÏόμοια, κατάσταση φαίνεται πως αναφÎÏονται οι στ. 341-350: ο ΘÎογνης, ή το Ï€Ïόσωπο για το οποίο γÏάφει, Îχει χάσει την πεÏιουσία του, που αÏπάχτηκε με βίαιο Ï„Ïόπο· το πλήγμα ισοδυναμεί με θάνατο και η εκδίκηση είναι η μόνη λÏση: lex talionis, do quia dedisti – αυτή είναι η βάση, ψυχολογική και ηθική, του ποιήματος.
Το ποίημα είναι βίαιο, γεμάτο πάθος, και απόλυτα ειλικÏινÎÏ‚: μια Ï€Ïοσευχή γεμάτη μνησικακία και εκδικητικότητα, που Ï€ÏοÎÏχεται Ï€Ïοφανώς από την αδικαιολόγητη και αβάσταχτη δυστυχία του ποιητή. Το ἀγαθόν για το οποίο παÏακαλεί δεν είναι άλλο από τον βίαιο αφανισμό των εχθÏών, των ανθÏώπων εκείνων που σÏλησαν βίαια την πεÏιουσία του. Η απόλυτη απόγνωση μπÏοστά στην αδυναμία εκδίκησης καταλήγει στην ευχή του θανάτου: τεθναίην. Γιατί η εκδίκηση είναι η σωστή, η μόνη λÏση· κι όμως είναι λÏση ανÎφικτη. Γι’ αυτό και η Ï€Ïοσευχή στον Δία και τους δαίμονες του κάτω κόσμου για βοήθεια. Η κυκλική δομή (Ζεῦ, Ï„Îλεσόν μοι καίÏιον εá½Ï‡Î®Î½ – κατ’ á¼Î¼á½¸Î½ νοῦν τελÎσειε τάδε), η επική γλώσσα και η επική βία, η αναφοÏά στον κάτω κόσμο και η μεταφοÏά των χθόνιων εκδικητικών δυνάμεων, όλα αυτά Ï€Ïοσδίδουν κÏÏος και επισημότητα, και επιβεβαιώνουν την ειλικÏίνεια της Ï€Ïοσευχής. |
351-354
351. Ï€Ïολείπω : με απαÏμφ., «Ï€Î±Ïαλείπω να κάνω κτ.»
351-352. τί μÎνεις Ï€Ïολιποῦσα ... / ... á¼°Îναι; το απαÏÎμφατο εξαÏτάται από το μÎνεις, «Ï€ÎµÏιμÎνεις, καθυστεÏείς»· πβ. Αισχ. Ευμ. 677 μÎνω δ’ ἀκοῦσαι· Σοφ. Φιλ. 836 Ï€Ïὸς τί μενοῦμεν Ï€Ïάσσειν;
353. á¼Ï€Î¿Î¯Ï‡Î¿Î¼Î±Î¹ : «Ï€ÏοχωÏÏŽ, πλησιάζω, επιτίθεμαι».
353. ἡμÎων : συνίζηση.
354. δÏστηνος, ον : «Î¬Î¸Î»Î¹Î¿Ï‚, δÏστυχος, άτυχος».
Μια αποστÏοφή στην Ï€ÏοσωποποιημÎνη Πενία: σαν απÏόσκλητος και ανεπιθÏμητος φίλος Îχει εισβάλει η Πενία στο σπίτι του ποιητή και μοιÏάζεται τη ζωή του· μα η φιλία αυτή κάθε άλλο παÏά αμοιβαία είναι και ο ποιητής Ï€Ïοσπαθεί να την ακυÏώσει. |
355-360
355. τόλμα κακοῖσιν : το Ïήμα και με αιτιατική (591), με μετοχή (442) ή με απαÏÎμφατο (192)· είναι πιθανό πως Îχουμε σÏνταξη με δοτική λόγω επίδÏασης του κἀσθλοῖσιν ἔχαιÏες.
356. τοÏτων : ενν. τῶν á¼ÏƒÎ¸Î»á¿¶Î½· γεν. διαιÏετ. στο εννοοÏμενο αντικ. του ἔχειν τινά.
357. ὡς Î´Î Ï€ÎµÏ : τμήση του ὥσπεÏ, πβ. Οδ. Ï„ 385 ὡς ÏƒÏ Ï€ÎµÏ, Ιλ. Ε 806 ὡς τὸ πάÏος πεÏ. 358. θεοῖσιν : συνίζηση.
359. á¼Ï€Î¹Ï†Î±Î¯Î½Ï‰ : «ÎµÏ€Î¹Î´ÎµÎ¹ÎºÎ½Ïω, καθιστώ γνωστό».
360. παÏÏους κηδεμόνας : το ασÏνδετο σχήμα Ï€Ïοσδίδει Îμφαση.
Ο ΘÎογνης συμβουλεÏει καÏτεÏικότητα, τλημοσÏνην: η ζωή είναι μια εναλλαγή χαÏάς και συμφοÏάς· κι αν δυστυχεί Ï„ÏŽÏα ο ΚÏÏνος, σÏντομα μποÏεί πάλι να ευτυχήσει – η σκÎψη θα Ï€ÏÎπει να του δίνει δÏναμη. Μόνο δεν Ï€ÏÎπει ο ΚÏÏνος να επιδεικνÏει τη δυστυχία του, γιατί ελάχιστοι θα ενδιαφεÏθοÏν και θα τον στηÏίξουν. Το θÎμα της καÏτεÏικότητας, λοιπόν, συνδυασμÎνο με αυτό της καχυποψίας και της επιφυλακτικότητας. Πβ. και ΑÏχίλ. 128.6-7 W χαÏτοῖσίν τε χαῖÏε καὶ κακοῖσιν ἀσχάλα / μὴ λίην, γίνωσκε δ’ οἷος ῥυσμὸς ἀνθÏώπους ἔχει.
Ο van Groningen ([1-18] 144), συσχετίζοντας το ποίημα με το επόμενο δίστιχο, υποθÎτει πως η δυστυχία του ΚÏÏνου σχετίζεται με την πολιτική κατάσταση των ΜεγάÏων και τις οικονομικο-κοινωνικÎÏ‚ αλλαγÎÏ‚ που αυτή δημιουÏγεί. Κάτι Ï„Îτοιο, όμως, δεν θα σήμαινε δυστυχία και για τον ίδιο τον ΘÎογνη; Ο ποιητής μιλάει σαν να παÏαμÎνει αμÎτοχος και αλώβητος, διατηÏώντας την ακεÏαιότητά του: επειδή δεν Îχει υποστεί τις αλλαγÎÏ‚ ακόμη; επειδή Îχει κατοÏθώσει να καταλαγιάσει την αγανάκτησή του κι Îχει αποκτήσει πλÎον κάποια νÎα ψυχική γαλήνη και ισοÏÏοπία; Είναι Ï€ÏοτιμότεÏο ίσως να αποφÏγουμε την όποια εÏμηνεία και να μείνουμε στη συμβουλή καθεαυτήν: η αφοÏμή που την Ï€Ïοκάλεσε δεν επηÏεάζει και τόσο το νόημα. |
361-362
361. κÏαδίη : η καÏδιά θεωÏείται από τον ΘÎογνη η ÎδÏα του αισθήματος της τιμής και της αυτοπεποίθησης.
361. μινÏθω : «Î¼Î¹ÎºÏαίνω, ελαττώνομαι».
362. ἀποτίνομαι : ποιητ. ἀποτίνυμαι / ἀποτείνυμαι : «ÎµÎºÎ´Î¹ÎºÎ¿Ïμαι».
Η εκδίκηση είναι γλυκιά. ΔÏο υποθετικÎÏ‚ Ï€Ïοτάσεις, δÏο αιτιακÎÏ‚ σχÎσεις που οÏίζουν μια βασική αντίθεση: παθόντος μινÏθει – ἀποτεινυμÎνου αὔξεται. Αισιοδοξία μÎσα από την πίστη στην κυκλική ποÏεία της ζωής και τη δÏναμη της εκδίκησης. |
363-364
363. τόν : ως κτητική αντωνυμία.
363. κωτίλλω : μτβ. «ÎºÎ±Î»Î¿Ï€Î¹Î¬Î½Ï‰, κολακεÏω»· κατά τον ΗσÏχιο, κωτίλλει· δολίως ἀπατᾷ.
364. μιν : όλοι οι κώδικες δίνουν τη γÏαφή νιν· το νιν όμως δεν εμφανίζεται πουθενά Î±Î»Î»Î¿Ï ÏƒÏ„Î· θεογνίδεια συλλογή, ενώ το μιν εμφανίζεται επτά φοÏÎÏ‚· γι’ αυτό και διοÏθώνει σε μιν ο Sylberg, διόÏθωση που υιοθετοÏν οι πεÏισσότεÏοι εκδότες.
Το δίστιχο επαναλαμβάνει τη συμβουλή του στ. 63: δόκει μὲν πᾶσιν ἀπὸ γλώσσης φίλος εἶναι. ΤώÏα, όμως, ο ποιητής δεν συστήνει επιφυλακτικότητα, αλλά εξαπάτηση, με απώτεÏο σκοπό την εκδίκηση. |
365-366
365. ἴσχω : αναδιπλ. Ï„Ïπος του ἔχω, μόνο στον ενεστ. και τον Ï€ÏÏ„. ενεÏγ. και παθ.· «ÏƒÏ…γκÏατώ, πεÏιοÏίζω».
365. νόῳ : η γÏαφή του κώδικα Α· οι κώδικες ΟΧΙ δίνουν τη γÏαφή νόον, που συμφωνεί με τη συνηθÎστεÏη σÏνταξη του ἴσχω με αιτιατική· Ï€Ïοτιμάται η lectio difficilior του κώδικα Α, και εÏμηνεÏεται ως δοτική τοπική· πβ., Ï€.χ., Οδ. θ 78 ἴσχε νόῳ· Ιλ. Α 363 μὴ κεῦθε νόῳ.
366. τελÎθω : ποιητ. Ïήμα συγγ. του Ï„Îλομαι, Ï„Îλω και Ï€Îλω : «Î³Î¯Î½Î¿Î¼Î±Î¹, είμαι».
366. ὀξÏÏ‚, εῖα, Ï : «Î¿Î¾ÏÏ‚, βιαστικός, οξÏθυμος, παθιασμÎνος».
Η συμβουλή είναι σαφής: στα λόγια να είσαι γλυκός κι ευχάÏιστος, κÏατώντας για τον εαυτό σου αυτά που σκÎφτεσαι. Και πάλι η αντίθεση νόος – γλῶσσα που συναντήσαμε στους στ. 86-92, 93-100 (πβ. και 213-218) και η οποία σχετίζεται με το οικείο πλÎον θÎμα της καχυποψίας και της επιφυλακτικότητας. Η ασυνÎπεια του ΘÎογνη, που άλλοτε καταδικάζει τη διπÏοσωπία κι άλλοτε τη συμβουλεÏει, οφείλεται δίχως άλλο στο ότι δεν ενδιαφÎÏεται για μια τόσο αυστηÏή ηθική συνÎπεια, οÏτε στη θεωÏία οÏτε στην Ï€Ïάξη· κάθε φοÏά υιοθετεί τη θÎση που τον εξυπηÏετεί. Στον πεντάμετÏο, η αντίθεση νόος – γλῶσσα Ï€Ïοσλαμβάνει και μια δεÏτεÏη διάσταση μÎσω της άλλης γνωστής αντίθεσης ἀγαθοῦ - δειλοῦ: μόνο ο δειλός συμπεÏιφÎÏεται τόσο αυθόÏμητα ώστε να λÎει αυτό που σκÎφτεται – Îστω και αν Î±Î»Î»Î¿Ï ÎºÎ±Ï„Î·Î³Î¿Ïεί ο ΘÎογνης τους δειλοÏÏ‚ για κÏυψίνοια και διπÏοσωπία. Και πάλι η ασυνÎπεια της εμπάθειας και της μεÏοληψίας. |
367-370
368. á¼Î½Î´Î¬Î½Ï‰ : «ÎµÏ…χαÏιστώ, ευαÏεστώ».
369. μωμεῦνται : ο λόγος για τον οποίο τον κατηγοÏοÏν υποδηλώνεται από το ἀσόφων και το δÏναται: ο ποιητής δεν κατηγοÏεί τους συμπολίτες του για Îλλειψη βοÏλησης, αλλά για ανικανότητα.
369. á½Î¼á¿¶Ï‚ : «ÎµÎ¾Î¯ÏƒÎ¿Ï…».
369-370. μωμεῦνται – μιμεῖσθαι : πιθανό λογοπαίγνιο, πβ. Διογενιαν. 6.74 μωμήσεταί τις μᾶλλον á¼¢ μιμήσεται, παÏοιμία που λÎγεται ότι υπήÏχε στα ζωγÏαφικά ÎÏγα του ΑπολλόδωÏου ή του ΖεÏξη.
Ένα παÏάπονο Ï€Ïος τους συμπολίτες, η συμπεÏιφοÏά των οποίων είναι ακατανόητη για τον ΘÎογνη: ÏŒ,τι κι αν κάνει, καλό ή κακό, τον κατηγοÏοÏν οι πεÏισσότεÏοι, και οι á¼ÏƒÎ¸Î»Î¿Î¯ και οι κακοί· αποστασιοποιείται, λοιπόν, από τους πολλοÏÏ‚, όποιας τάξης κι αν είναι αυτοί· γιατί οι πολλοί είναι και ἄσοφοι, και τον κατηγοÏοÏν, μια και δεν μποÏοÏν να τον ακολουθήσουν. Ο ποιητής μιλά με απόλυτη σιγουÏιά και πίστη στην ανωτεÏότητά του. Ακόμη και η αποδοκιμασία των πολλών είναι απόδειξη της σοφίης του. Δυστυχώς, κανÎνα στοιχείο του ποιήματος δεν μας βοηθάει να συσχετίσουμε το ποίημα με κάποιο συγκεκÏιμÎνο γεγονός· υπάÏχει, Ï€Ïάγματι, η αντίθεση κακῶν και á¼ÏƒÎ¸Î»á¿¶Î½, όπως και η εξίσωση των πολλῶν και των ἀσόφων που βÏίσκονται με τη σειÏά τους σε αντίθεση Ï€Ïος τον ίδιο τον ποιητή. ΜποÏοÏμε να εικάσουμε πως το ποίημα Îχει πολιτική αφοÏμή, μα τίποτε πεÏισσότεÏο· ίσως πάλι ο ποιητής να αναφÎÏεται στην Ï„Îχνη του, όπως και στους στ. 19-38. Η υπόθεση του West ([1-18] 69) πως ο ποιητής εμφανίζεται εδώ ως δικαστής που αδυνατεί να ευχαÏιστήσει και τους δÏο διαδίκους αποτελεί απλώς μια υπόθεση όχι απόλυτα ικανοποιητική. |
371-372
371. βίῃ : ενισχÏει το επίθετο á¼€Îκοντα και καθιστά την απÏοθυμία του ποιητή σαφÎστεÏη· παÏόμοια η λειτουÏγία του λίην στον επόμενο στίχο.
371. κεντῶν : πβ. ΕυÏ. Ιππ. 39 κÎντÏοις á¼”Ïωτος ἡ τάλαιν’ ἀπόλλυται.
372. Ï€ÏοσÎλκομαι : «Ï„Ïαβώ Ï€Ïος το μÎÏος μου».
Τα συμφÏαζόμενα φαίνεται να υποδηλώνουν μια σχÎση εÏωτική, παιδεÏαστική· βλ. σχόλια στον στ. 19. Ένα από τα ελάχιστα εÏωτικά ποιήματα του Ï€Ïώτου βιβλίου της θεογνίδειας συλλογής: τα πεÏισσότεÏα βÏίσκονται συγκεντÏωμÎνα στο δεÏτεÏο βιβλίο. Η άποψη του West ([1-18] 43- 45), ότι τα εÏωτικά ποιήματα ήταν αÏχικά εγκατεσπαÏμÎνα στην κυÏίως συλλογή, αλλά αποσπάστηκαν και αποτÎλεσαν Îνα ξεχωÏιστό τμήμα κάποια στιγμή τον 9ο ή τον 10ο αι. μ.Χ., αφήνοντας ακοÏσια πίσω τους κάποια ίχνη, όπως οι στ. 371-372, φαίνεται Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¸Î±Î½Î®. |
|