337-372, Θέογνις
Κείμενο Σχόλια

337-3401
Ζεύς μοι τῶν τε φίλων δοίη τίσιν, οἵ με φιλεῦσιν,
   τῶν Ï„’ ἐχθρῶν μεῖζον Κύρνε δυνησόμενον.
χοὔτως ἂν δοκέοιμι μετ’ ἀνθρώπων θεὸς εἶναι,
   εἴ μ’ ἀποτεισάμενον μοῖρα κίχῃ θανάτου.

341-3502
ἀλλὰ Ζεῦ τέλεσόν μοι Ὀλύμπιε καίριον εὐχήν∙
   δὸς δέ μοι ἀντὶ κακῶν καί τι παθεῖν ἀγαθόν∙
τεθναίην δ’, εἰ μή τι κακῶν ἄμπαυμα μεριμνέων
   εὑροίμην. δοίην δ’ ἀντ’ ἀνιῶν ἀνίας∙
αἶσα γὰρ οὕτως ἐστί, τίσις δ’ οὐ φαίνεται ἡμῖν
   ἀνδρῶν οἳ τἀμὰ χρήματ’ ἔχουσι βίῃ
συλήσαντες∙ ἐγὼ δὲ κύων ἐπέρησα χαράδρην
   χειμάρρῳ ποταμῷ, πάντ’ ἀποσεισάμενος.
τῶν εἴη μέλαν αἷμα πιεῖν∙ ἐπί Ï„’ ἐσθλὸς ὄροιτο
   δαίμων ὃς κατ’ ἐμὸν νοῦν τελέσειε τάδε.3

351-3544
ἆ δειλὴ Πενίη, τί μένεις προλιποῦσα παρ’ ἄλλον
   ἄνδρ’ ἰέναι; μὴ δή μ’ οὐκ ἐθέλουσα φίλει,
ἀλλ’ ἴθι καὶ δόμον ἄλλον ἐποίχεο, μηδὲ μεθ’ ἡμέων
   αἰεὶ δυστήνου τοῦδε βίου μέτεχε.

355-3605
τόλμα Κύρνε κακοῖσιν, ἐπεὶ κἀσθλοῖσιν ἔχαιρες,
   εὖτέ σε καὶ τούτων μοῖρ’ ἐπέβαλλεν ἔχειν∙
ὡς δέ περ ἐξ ἀγαθῶν ἔλαβες κακόν, ὣς δὲ καὶ αὖθις
   ἐκδῦναι πειρῶ θεοῖσιν ἐπευχόμενος.
μηδὲ λίην ἐπίφαινε∙ κακὸν δέ τε Κύρν’ ἐπιφαίνειν∙
   παύρους κηδεμόνας σῆς κακότητος ἔχεις.

361-3626
ἀνδρός τοι κραδίη μινύθει μέγα πῆμα παθόντος
   Κύρν’∙ ἀποτεινυμένου δ’ αὔξεται ἐξοπίσω.

363-3647
εὖ κώτιλλε τὸν ἐχθρόν∙ ὅταν δ’ ὑποχείριος ἔλθῃ,
   τεῖσαί μιν πρόφασιν μηδεμίαν θέμενος.

365-3668
ἴσχε νόῳ, γλώσσῃ δὲ τὸ μείλιχον αἰεὶ ἐπέστω∙
   δειλῶν τοι τελέθει καρδίη ὀξυτέρη.

367-3709
οὐ δύναμαι γνῶναι νόον ἀστῶν ὅντιν’ ἔχουσιν.  
   οὔτε γὰρ εὖ ἔρδων ἁνδάνω οὔτε κακῶς∙           
μωμεῦνται δέ με πολλοί, ὁμῶς κακοὶ ἠδὲ καὶ ἐσθλοί∙
   μιμεῖσθαι δ’ οὐδεὶς τῶν ἀσόφων δύναται.

371-37210
μή μ’ ἀέκοντα βίῃ κεντῶν ὑπ’ ἄμαξαν ἔλαυνε
   εἰς φιλότητα λίην Κύρνε προσελκόμενος.

337-340
337. τίσις : «Î±Î½Ï„απόδοση», είτε για καλό είτε για κακό.
337. φιλεῦσιν : ιωνική συναίρεση, πβ. 61, 71, 385, 786, 871.
338. τῶν ἐχθρῶν : παράλληλα προς τη γενική τῶν φίλων (τε – τε) και κατά συνέπεια εξαρτώμενο από το τίσιν· ταυτόχρονα, ἀπὸ κοινοῦ στο μεῖζον ως γενική συγκριτική.
338. δυνησόμενον : μέλλοντας γιατί «Î· φράση αποτελεί προσευχή που πρόκειται να εκπληρωθεί στο μέλλον» (van Groningen  [1-18] 136, βλ. και Hudson-Williams [1-18] 199). Ανακόλουθο σχήμα, καθώς η μετοχή προσδιορίζει τη δοτική μοι·  πβ. Ï€.χ. Σοφ. Ἠλ. 480 ὕπεστί μοι θάρσος κλύουσαν, Αισχ. Πέρσ. 913 λέλυται γὰρ ἐμοὶ γυίων ῥώμη τήνδ’ ἡλικίαν ἐσιδόντ(α) ἀστῶν. «Î— αιτιατική αποτελεί παράδειγμα της προτίμησης που δείχνει η ελληνική γλώσσα στην πτώση αυτή, ειδικά όταν υπάρχει στην πρόταση απαρέμφατο» (van Groningen, ÏŒ.Ï€.)· βλ. και Τζουγανάτος [275-276] 148 § 140.
339. δοκέοιμι : η γνώμη των τρίτων αποτελεί σημαντικό κριτήριο συμπεριφοράς, όχι όμως απαραίτητα και αυτοσκοπό· πίσω από το ενδιαφέρον για την έξωθεν αναγνώριση βρίσκεται μια ανάγκη επιβεβαίωσης της εσωτερικής, πραγματικής αξίας του εαυτού· βλ. Cairns [85-86] 5-26· B. Williams, Shame and Necessity, Berkeley-Los Angeles-London 1993, 75-102.
340. εἰ μ’ ἀποτεισάμενον : η υποθετική πρόταση επαναφέρει το θέμα, που βρίσκεται ήδη συμπυκνωμένο στο οὕτως (339). Με τη μετοχή επανερχόμαστε στην αρχή του ποιήματος, στο ουσιαστικό τίσιν (κυκλικό σχήμα).
340. κιχάνω : μετά τον Όμ. κιγχάνω : ποιητ. «Ï†Î¸Î¬Î½Ï‰, πέφτω πάνω σε κπ / κτ, συναντώ».
340. μοῖρα κίχῃ θανάτου : στερεότυπη φράση στην επική και την ελεγειακή ποίηση· πβ. Ï€.χ. Ιλ. Ρ 672 = Χ 436 νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα κιχάνει· Καλλ. 1.15 W μοῖρα κίχεν θανάτου· Μίμν. 6.2 W μοῖρα κίχοι θανάτου.

Η αρχή της αμοιβαιότητας, θετικής και αρνητικής, όπως χαρακτηρίζει το σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής σκέψης· πβ. Σόλ. 13.3-6 πρὸς ἁπάντων / ἀνθρώπων αἰεὶ δόξαν ἔχειν ἀγαθήν· / εἶναι δὲ γλυκὺν ὧδε φίλοις, ἐχθροῖσι δὲ πικρόν, / τοῖσι μὲν αἰδοῖον, τοῖσι δὲ δεινὸν ἰδεῖν· Πλάτ. Πολ. 332d7-9 Τὸ τοὺς φίλους ἄρα εὖ ποιεῖν καὶ τοὺς ἐχθροὺς κακῶς δικαιοσύνην λέγει; Δοκεῖ μοι. Η κοινωνική αναγνώριση επιτυγχάνεται όταν μπορεί κανείς να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις αυτές της αμοιβαιότητας: σε ένα προφανώς ανταγωνιστικό κοινωνικό πλαίσιο, τόσο η θετική, όσο και η αρνητική αμοιβαιότητα εξασφαλίζουν τη συνοχή, τη σταθερότητα και την ασφάλεια. Το ποίημα απέχει, βέβαια, από μια φιλοσοφική, ή έστω θυμοσοφική θεώρηση των ανθρώπινων σχέσεων. Σε τόνο προσωπικό, εκφράζει με απόλυτη δύναμη την εσωτερική ανάγκη για αμοιβαιότητα τόσο προς τους φίλους, όσο και προς τους εχθρούς: η επίκληση στο Δία ενισχύει την εσωτερικότητα και το πάθος· η πρωτοπρόσωπη εστίαση σε συνδυασμό με την επική γλώσσα αναπόφευκτα παραπέμπει στον κόσμο των ηρώων. Η ανταπόκριση στις απαιτήσεις της αμοιβαιότητας είναι μια μορφή ανταγωνιστικής ἀρετῆς, παρόμοιας με αυτή που επιδεικνύουν οι ήρωες της επικής μνήμης: η ἀρετή αυτή θα καταστήσει τον ποιητή θεὸν μετ’ ἀνθρώπων· πβ. Ιλ. Ω 258 Ἕκτορα θ’ ὃς θεὸς ἔσκε μετ’ ἀνδράσιν. Για την αμοιβαιότητα βλ. M. Sahlins, Stone Age Economics, London 1974· C. Gill – N. Postlethwaite – R. Seaford, Reciprocity in Ancient Greece, Oxford-New York 1998.

341-350
341. ἀλλά : συχνά πρώτη λέξη προσευχής, πβ. Ï€.χ. Ιλ. Α 508 ἀλλὰ σύ πέρ μιν τεῖσον, Ὀλύμπιε· Κ 126 ἀλλ’ ἴομεν·  Πίνδ. Ολ. 2.13 ἀλλ’ ὦ Κρόνιε παῖ Ῥέας·  Αισχ. Χοηφ. 540 ἀλλ’ εὔχομαι γῇ τῇδε.
341. τέλεσόν μοι ... εὐχήν : πβ. Οδ. κ 483 ὦ Κίρκη, τέλεσόν μοι ὑπόσχεσιν.
341. καίριος, (α), ον : «Ï„η σωστή στιγμή· σημαντικός, καίριος».
342. δὸς δέ μοι ... παθεῖν : πβ. Ιλ. Π 40 δὸς δέ μοι ... θωρηχθῆναι.
343. ἄμπαυμα : ποιητ. του ἀνάπαυμα, ατος : «Î±Î½Î¬Ï€Î±Ï…ση, ανάπαυλα»· για την αποκοπή, βλ. 119.
343. μεριμνέων : συνίζηση.
344. αἶσα : λέξη συνώνυμη της μοίρας, δηλώνει το πεπρωμένο, το μοιραίο, αλλά την ίδια στιγμή αυτό που είναι σωστό να γίνει, το δέον (χωρίς την έννοια του προδιαγεγραμμένου)· πβ. Ιλ. Γ 30 ῞Εκτορ ἐπεί με κατ' αἶσαν ἐνείκεσας οὐδ' ὑπὲρ αἶσαν. Οι μελετητές δεν συμφωνούν ως προς την ερμηνεία: o Κορρές [67], ο Carrière [1-18], o Garzya [8], o van Groningen [1-18], o Campbell [9], ο Hansen [67] είναι υπέρ της ερμηνείας «Î¼Î¿Î¯ÏÎ±»· ο Hudson-Williams [1-18], o Edmonds [8], η Wender [67] προτιμούν την έννοια του σωστού, του δίκαιου ή ακόμη και του καθήκοντος.
344. ἀνία : «Î¸Î»Î¯ÏˆÎ·, στεναχώρια».
345-346. ἡμῖν – τἀμά : για την παράλληλη εμφάνιση του α΄ ενικού και του α΄ πληθυντικού βλ. 415-418, 649, 1101, καθώς και Ιλ. Γ 439-440 νῦν μὲν γὰρ Μενέλαος ἐνίκησεν σὺν ᾿Αθήνῃ, / κεῖνον δ' αὖτις ἐγώ· πάρα γὰρ θεοί εἰσι καὶ ἡμῖν.
348. χειμάρροος, ον, συνηρ. χειμάρρους, ουν, και συντομ. χείμαρρος, ον : «Ï€Î¿Ï… ρέει τον χειμώνα, φουσκωμένος με τα νερά της βροχής και του χιονιού».
347-348. ἐγὼ δὲ κύων ἐπέρησα ... / ... πάντ’ ἀποσεισάμενος : η μεταφορά του σκύλου έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις μεταξύ των μελετητών· οι διορθώσεις δεν απουσίασαν (Ï€.χ. κάνθων van Herwerden· νέων Hartel· φυγών Sitzler). O Fränkel ([93-96] 527) ομολογεί πως δεν καταλαβαίνει το χωρίο. Ο Hudson-Williams ([1-18] 199 κεξ.) θεωρεί πιθανές δύο εκδοχές: είτε πρόκειται για παραπομπή σε κάποια, άγνωστη σε εμάς, ιστορία με θέμα έναν σκύλο που περνάει κάποιο ποτάμι (άποψη που απορρίπτουν ο Carrière και ο van Groningen ως υπερβολική), είτε ο σκύλος σημαίνει απλώς «ÎµÎ³ÏŽ, ο κακόμοιρος»· σε κάθε περίπτωση, ο Hudson-Williams θεωρεί πως με τη μετοχή ἀποσεισάμενος ο ποιητής δεν αναφέρεται στην απώλεια της περιουσίας (η οποία εκφράζεται με τη μετοχή συλήσαντες), αλλά πιθανότατα στο γεγονός πως απαλλάχτηκε από όλους εκείνους που τον καταδιώκουν. Ο Carrière ([1-18] 44 και 107) θεωρεί πως η μεταφορά υπογραμμίζει απλώς την άθλια κατάσταση και το βίαιο πάθος του ποιητή· η μετοχή ἀποσεισάμενος αναφέρεται στην απώλεια της περιουσίας. Ο Campbell ([9] 365) επιστρέφει στην ιδέα του Hudson-Williams για την ύπαρξη μιας παράλληλης ιστορίας και παραπέμπει στον Αίσωπο 185 Chambry κύων κρέας ἔχουσα ποταμὸν διέβαινε· ο αίνος, όμως, του Αισώπου καταλήγει στο επιμύθιο πρὸς ἄνδρα πλεονέκτην ὁ λόγος εὔκαιρος: είναι αμφίβολο εάν ο Θέογνης θεωρούσε τον εαυτό του πλεονέκτη. Κατά πολύ διαφορετική είναι η ερμηνεία που δόθηκε από τον R. D. Murray Jr. (“Theognis 341-350”, TAPA 96 (1965) 277-281· την ερμηνεία του Murray υιοθετεί και ο Nagy [11-14] 68 κεξ.). O Murray ξεκινά από την παρατήρηση πως οι στ. 341-350 βρίσκονται μαζί με ποιήματα που επίσης κάνουν λόγο για εκδίκηση (337-340: 340 ἀποτεισάμενον· 361-362: 362 ἀποτεινυμένου· 363-364: 364 τεῖσαι)· διορθώνει, λοιπόν, τη μετοχή ἀποσεισάμενος σε ἀποτεισόμενος, και θεωρεί πως η λέξη κύων αποτελεί ένα σύμβολο των χθόνιων εκδικητικών δυνάμεων· πρόκειται για το ίδιο σύμβολο που χρησιμοποιεί ο Αισχύλος στις Χοηφόρους για τις Ερινύες (1054) και στον Αγαμέμνονα για τους Ατρείδες (136)· κατά συνέπεια, το ποτάμι το οποίο διασχίζει ο σκύλος είναι απλά η Στύξ: σύμφωνα με τον Παυσανία (8.17-19), ήταν αρκετά διαδεδομένη η άποψη πως το ποτάμι της Στυγός ήταν ένας χείμαρρος στην Αρκαδία που φούσκωνε με τα νερά του χειμώνα. Είναι προφανές πως μια τέτοια ερμηνεία προσδίδει εξαιρετικό βάθος και ένταση στην εκδικητική διάθεση του ποιήματος· η αναφορά στο μέλαν αἷμα και στον ἐσθλὸν δαίμονα αποκτά μια νέα διάσταση. Όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Murray (281), το ποίημα μας επιτρέπει να δούμε στο εσωτερικό ενός «Î²Î¬Î½Î±Ï…σου, διεστραμμένου μυαλού. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι ξεκάθαρο πως ... [ο ποιητής] μετέτρεψε την πρωταρχική ύλη του μοχθηρού και όλο αγωνία αυτο-οικτιρμού σε τέχνη υψηλή, με την καταλυτική βοήθεια μιας εξαίρετης φαντασίας». Η μόνη ίσως διαφωνία που μπορεί να προβάλει κανείς αφορά την παραβίαση της παράδοσης, που είναι σύμφωνη σε αυτό το σημείο, και την αντικατάσταση της μετοχής ἀποσεισάμενος από τη μετοχή ἀποτεισόμενος. Το περιβάλλον του ποιήματος δεν επιβάλλει μια τέτοια επέμβαση· το αντίθετο μάλιστα: αν η παράδοση, όλη ή μέρος αυτής, έδινε ἀποτεισόμενος, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως πρόκειται για επίδραση από το ἀποτεισάμενον του στ. 340 και να αντικαταστήσουμε με το ἀποσεισάμενος, αν αυτό κρινόταν σκόπιμο· στη μορφή που είναι το κείμενο, η υποτιθέμενη αντικατάσταση του ἀποτεισόμενος από το υπάρχον ἀποσεισάμενος δεν φαίνεται δικαιολογημένη· είναι προτιμότερο, λοιπόν, να διατηρήσουμε τη γραφή της παράδοσης, έστω κι αν η επιλογή αυτή αποδυναμώνει δίχως άλλο τη μεταφορά.
349. τῶν : το ασύνδετο σχήμα προσδίδει έμφαση.
350. ὄρομαι : «Ï†ÏÎ¿Î½Ï„ίζω, προσέχω· φροντίζω για την εκπλήρωση κπ πράγματος»· το ρήμα εμφανίζεται πάντοτε σύνθετο με την πρόθεση ἐπί, αλλά σε τμήση, όπως κι εδώ· πβ. Οδ. ξ 104 ἐπὶ δ’ ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται.

Προς τα μέσα του 6ου αι. Ï€.Χ. ο λαός των Μεγάρων ξεσηκώθηκε εναντίον της αριστοκρατίας· μια εικόνα μας δίνει ο Πλούταρχος (Ηθικ. 295d): διαφθαρέντες παντάπασι Ï„á½± Ï„' ἄλλα τοῖς πλουσίοις ἀσελγῶς προσεφέροντο, καὶ παριόντες εἰς Ï„á½°Ï‚ οἰκίας αὐτῶν οἱ πένητες ἠξίουν ἑστιᾶσθαι καὶ δειπνεῖν πολυτελῶς· εἰ δὲ μὴ τυγχάνοιεν, πρὸς βίαν καὶ μεθ' ὕβρεως ἐχρῶντο πᾶσι. Σε αυτή, ή έστω σε κάποια παρόμοια, κατάσταση φαίνεται πως αναφέρονται οι στ. 341-350: ο Θέογνης, ή το πρόσωπο για το οποίο γράφει, έχει χάσει την περιουσία του, που αρπάχτηκε με βίαιο τρόπο· το πλήγμα ισοδυναμεί με θάνατο και η εκδίκηση είναι η μόνη λύση: lex talionis, do quia dedisti – αυτή είναι η βάση, ψυχολογική και ηθική, του ποιήματος.

Το ποίημα είναι βίαιο, γεμάτο πάθος, και απόλυτα ειλικρινές: μια προσευχή γεμάτη μνησικακία και εκδικητικότητα, που προέρχεται προφανώς από την αδικαιολόγητη και αβάσταχτη δυστυχία του ποιητή. Το ἀγαθόν για το οποίο παρακαλεί δεν είναι άλλο από τον βίαιο αφανισμό των εχθρών, των ανθρώπων εκείνων που σύλησαν βίαια την περιουσία του. Η απόλυτη απόγνωση μπροστά στην αδυναμία εκδίκησης καταλήγει στην ευχή του θανάτου: τεθναίην. Γιατί η εκδίκηση είναι η σωστή, η μόνη λύση· κι όμως είναι λύση ανέφικτη. Γι’ αυτό και η προσευχή στον Δία και τους δαίμονες του κάτω κόσμου για βοήθεια. Η κυκλική δομή (Ζεῦ, τέλεσόν μοι καίριον εὐχήν – κατ’ ἐμὸν νοῦν τελέσειε τάδε), η επική γλώσσα και η επική βία, η αναφορά στον κάτω κόσμο και η μεταφορά των χθόνιων εκδικητικών δυνάμεων, όλα αυτά προσδίδουν κύρος και επισημότητα, και επιβεβαιώνουν την ειλικρίνεια της προσευχής.

351-354
351. προλείπω : με απαρμφ., «Ï€Î±ÏÎ±Î»ÎµÎ¯Ï€Ï‰ να κάνω κτ.»
351-352. τί μένεις προλιποῦσα ... / ... ἰέναι; το απαρέμφατο εξαρτάται από το μένεις, «Ï€ÎµÏÎ¹Î¼Î­Î½ÎµÎ¹Ï‚, καθυστερείς»· πβ. Αισχ. Ευμ. 677 μένω δ’ ἀκοῦσαι· Σοφ. Φιλ. 836 πρὸς τί μενοῦμεν πράσσειν;
353. ἐποίχομαι : «Ï€ÏÎ¿Ï‡Ï‰ÏÏŽ, πλησιάζω, επιτίθεμαι».
353. ἡμέων : συνίζηση.
354. δύστηνος, ον : «Î¬Î¸Î»Î¹Î¿Ï‚, δύστυχος, άτυχος».

Μια αποστροφή στην προσωποποιημένη Πενία: σαν απρόσκλητος και ανεπιθύμητος φίλος έχει εισβάλει η Πενία στο σπίτι του ποιητή και μοιράζεται τη ζωή του· μα η φιλία αυτή κάθε άλλο παρά αμοιβαία είναι και ο ποιητής προσπαθεί να την ακυρώσει.

355-360
355. τόλμα κακοῖσιν : το ρήμα και με αιτιατική (591), με μετοχή (442) ή με απαρέμφατο (192)· είναι πιθανό πως έχουμε σύνταξη με δοτική λόγω επίδρασης του κἀσθλοῖσιν ἔχαιρες.
356. τούτων : ενν. τῶν ἐσθλῶν· γεν. διαιρετ. στο εννοούμενο αντικ. του ἔχειν τινά.
357. ὡς δέ περ : τμήση του ὥσπερ, πβ. Οδ. τ 385 ὡς σύ περ, Ιλ. Ε 806 ὡς τὸ πάρος περ. 358. θεοῖσιν : συνίζηση.
359. ἐπιφαίνω : «ÎµÏ€Î¹Î´ÎµÎ¹ÎºÎ½ÏÏ‰, καθιστώ γνωστό».
360. παύρους κηδεμόνας : το ασύνδετο σχήμα προσδίδει έμφαση.

Ο Θέογνης συμβουλεύει καρτερικότητα, τλημοσύνην: η ζωή είναι μια εναλλαγή χαράς και συμφοράς· κι αν δυστυχεί τώρα ο Κύρνος, σύντομα μπορεί πάλι να ευτυχήσει – η σκέψη θα πρέπει να του δίνει δύναμη. Μόνο δεν πρέπει ο Κύρνος να επιδεικνύει τη δυστυχία του, γιατί ελάχιστοι θα ενδιαφερθούν και θα τον στηρίξουν. Το θέμα της καρτερικότητας, λοιπόν, συνδυασμένο με αυτό της καχυποψίας και της επιφυλακτικότητας. Πβ. και Αρχίλ. 128.6-7 W χαρτοῖσίν τε χαῖρε καὶ κακοῖσιν ἀσχάλα / μὴ λίην, γίνωσκε δ’ οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχει.

Ο van Groningen ([1-18] 144), συσχετίζοντας το ποίημα με το επόμενο δίστιχο, υποθέτει πως η δυστυχία του Κύρνου σχετίζεται με την πολιτική κατάσταση των Μεγάρων και τις οικονομικο-κοινωνικές αλλαγές που αυτή δημιουργεί. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα σήμαινε δυστυχία και για τον ίδιο τον Θέογνη; Ο ποιητής μιλάει σαν να παραμένει αμέτοχος και αλώβητος, διατηρώντας την ακεραιότητά του: επειδή δεν έχει υποστεί τις αλλαγές ακόμη; επειδή έχει κατορθώσει να καταλαγιάσει την αγανάκτησή του κι έχει αποκτήσει πλέον κάποια νέα ψυχική γαλήνη και ισορροπία; Είναι προτιμότερο ίσως να αποφύγουμε την όποια ερμηνεία και να μείνουμε στη συμβουλή καθεαυτήν: η αφορμή που την προκάλεσε δεν επηρεάζει και τόσο το νόημα.

361-362
361. κραδίη : η καρδιά θεωρείται από τον Θέογνη η έδρα του αισθήματος της τιμής και της αυτοπεποίθησης.
361. μινύθω : «Î¼Î¹ÎºÏÎ±Î¯Î½Ï‰, ελαττώνομαι».
362. ἀποτίνομαι : ποιητ. ἀποτίνυμαι / ἀποτείνυμαι : «ÎµÎºÎ´Î¹ÎºÎ¿ÏÎ¼Î±Î¹».

Η εκδίκηση είναι γλυκιά. Δύο υποθετικές προτάσεις, δύο αιτιακές σχέσεις που ορίζουν μια βασική αντίθεση: παθόντος μινύθει – ἀποτεινυμένου αὔξεται. Αισιοδοξία μέσα από την πίστη στην κυκλική πορεία της ζωής και τη δύναμη της εκδίκησης.

363-364
363. τόν : ως κτητική αντωνυμία.
363. κωτίλλω : μτβ. «ÎºÎ±Î»Î¿Ï€Î¹Î¬Î½Ï‰, κολακεύω»· κατά τον Ησύχιο, κωτίλλει· δολίως ἀπατᾷ.
364. μιν : όλοι οι κώδικες δίνουν τη γραφή νιν· το νιν όμως δεν εμφανίζεται πουθενά αλλού στη θεογνίδεια συλλογή, ενώ το μιν εμφανίζεται επτά φορές· γι’ αυτό και διορθώνει σε μιν ο Sylberg, διόρθωση που υιοθετούν οι περισσότεροι εκδότες.

Το δίστιχο επαναλαμβάνει τη συμβουλή του στ. 63: δόκει μὲν πᾶσιν ἀπὸ γλώσσης φίλος εἶναι. Τώρα, όμως, ο ποιητής δεν συστήνει επιφυλακτικότητα, αλλά εξαπάτηση, με απώτερο σκοπό την εκδίκηση. 

365-366
365. ἴσχω : αναδιπλ. τύπος του ἔχω, μόνο στον ενεστ. και τον πρτ. ενεργ. και παθ.· «ÏƒÏ…γκρατώ, περιορίζω».
365. νόῳ : η γραφή του κώδικα Α· οι κώδικες ΟΧΙ δίνουν τη γραφή νόον, που συμφωνεί με τη συνηθέστερη σύνταξη του ἴσχω με αιτιατική· προτιμάται η lectio difficilior του κώδικα Α, και ερμηνεύεται ως δοτική τοπική· πβ., Ï€.χ., Οδ. θ 78 ἴσχε νόῳ· Ιλ. Α 363 μὴ κεῦθε νόῳ.
366. τελέθω : ποιητ. ρήμα συγγ. του τέλομαι, τέλω και πέλω : «Î³Î¯Î½Î¿Î¼Î±Î¹, είμαι».
366. ὀξύς, εῖα, ύ : «Î¿Î¾ÏÏ‚, βιαστικός, οξύθυμος, παθιασμένος».

Η συμβουλή είναι σαφής: στα λόγια να είσαι γλυκός κι ευχάριστος, κρατώντας για τον εαυτό σου αυτά που σκέφτεσαι. Και πάλι η αντίθεση νόος – γλῶσσα που συναντήσαμε στους στ. 86-92, 93-100 (πβ. και 213-218) και η οποία σχετίζεται με το οικείο πλέον θέμα της καχυποψίας και της επιφυλακτικότητας. Η ασυνέπεια του Θέογνη, που άλλοτε καταδικάζει τη διπροσωπία κι άλλοτε τη συμβουλεύει, οφείλεται δίχως άλλο στο ότι δεν ενδιαφέρεται για μια τόσο αυστηρή ηθική συνέπεια, ούτε στη θεωρία ούτε στην πράξη· κάθε φορά υιοθετεί τη θέση που τον εξυπηρετεί. Στον πεντάμετρο, η αντίθεση νόος – γλῶσσα προσλαμβάνει και μια δεύτερη διάσταση μέσω της άλλης γνωστής αντίθεσης ἀγαθοῦ - δειλοῦ: μόνο ο δειλός συμπεριφέρεται τόσο αυθόρμητα ώστε να λέει αυτό που σκέφτεται – έστω και αν αλλού κατηγορεί ο Θέογνης τους δειλούς για κρυψίνοια και διπροσωπία. Και πάλι η ασυνέπεια της εμπάθειας και της μεροληψίας.

367-370
368. ἁνδάνω : «ÎµÏ…χαριστώ, ευαρεστώ».
369. μωμεῦνται : ο λόγος για τον οποίο τον κατηγορούν υποδηλώνεται από το ἀσόφων και το δύναται: ο ποιητής δεν κατηγορεί τους συμπολίτες του για έλλειψη βούλησης, αλλά για ανικανότητα.
369. ὁμῶς : «ÎµÎ¾Î¯ÏƒÎ¿Ï…».
369-370. μωμεῦνται – μιμεῖσθαι : πιθανό λογοπαίγνιο, πβ. Διογενιαν. 6.74 μωμήσεταί τις μᾶλλον á¼¢ μιμήσεται, παροιμία που λέγεται ότι υπήρχε στα ζωγραφικά έργα του Απολλόδωρου ή του Ζεύξη.

Ένα παράπονο προς τους συμπολίτες, η συμπεριφορά των οποίων είναι ακατανόητη για τον Θέογνη: ÏŒ,τι κι αν κάνει, καλό ή κακό, τον κατηγορούν οι περισσότεροι, και οι ἐσθλοί και οι κακοί· αποστασιοποιείται, λοιπόν, από τους πολλούς, όποιας τάξης κι αν είναι αυτοί· γιατί οι πολλοί είναι και ἄσοφοι, και τον κατηγορούν, μια και δεν μπορούν να τον ακολουθήσουν. Ο ποιητής μιλά με απόλυτη σιγουριά και πίστη στην ανωτερότητά του. Ακόμη και η αποδοκιμασία των πολλών είναι απόδειξη της σοφίης του. Δυστυχώς, κανένα στοιχείο του ποιήματος δεν μας βοηθάει να συσχετίσουμε το ποίημα με κάποιο συγκεκριμένο γεγονός· υπάρχει, πράγματι, η αντίθεση κακῶν και ἐσθλῶν, όπως και η εξίσωση των πολλῶν και των ἀσόφων που βρίσκονται με τη σειρά τους σε αντίθεση προς τον ίδιο τον ποιητή. Μπορούμε να εικάσουμε πως το ποίημα έχει πολιτική αφορμή, μα τίποτε περισσότερο· ίσως πάλι ο ποιητής να αναφέρεται στην τέχνη του, όπως και στους στ. 19-38. Η υπόθεση του West ([1-18] 69) πως ο ποιητής εμφανίζεται εδώ ως δικαστής που αδυνατεί να ευχαριστήσει και τους δύο διαδίκους αποτελεί απλώς μια υπόθεση όχι απόλυτα ικανοποιητική.

371-372
371. βίῃ : ενισχύει το επίθετο ἀέκοντα και καθιστά την απροθυμία του ποιητή σαφέστερη· παρόμοια η λειτουργία του λίην στον επόμενο στίχο.
371. κεντῶν : πβ. Ευρ. Ιππ. 39 κέντροις ἔρωτος ἡ τάλαιν’ ἀπόλλυται.
372. προσέλκομαι : «Ï„ραβώ προς το μέρος μου».

Τα συμφραζόμενα φαίνεται να υποδηλώνουν μια σχέση ερωτική, παιδεραστική· βλ. σχόλια στον στ. 19. Ένα από τα ελάχιστα ερωτικά ποιήματα του πρώτου βιβλίου της θεογνίδειας συλλογής: τα περισσότερα βρίσκονται συγκεντρωμένα στο δεύτερο βιβλίο. Η άποψη του West ([1-18] 43- 45), ότι τα ερωτικά ποιήματα ήταν αρχικά εγκατεσπαρμένα στην κυρίως συλλογή, αλλά αποσπάστηκαν και αποτέλεσαν ένα ξεχωριστό τμήμα κάποια στιγμή τον 9ο ή τον 10ο αι. μ.Χ., αφήνοντας ακούσια πίσω τους κάποια ίχνη, όπως οι στ. 371-372, φαίνεται πολύ πιθανή.