CICERO (VSVS LATINVS), Lhomond
Μορφοποιημένο κείμενο Μετάφραση
Cicero consul factus Sergii Catilinae coniurationem ..... (singularis) uirtute, con­stantia curaque compressit.

namque is indignatus quod in petitione consulatus repulsam passus est, et ..... (furor) amens cum ..... ..... ..... (plures, uir, nobilis) Ciceronem interficere, senatum trucidare, urbem incendere, aerarium diripere constituerat.

quae tam atrox coniuratio a Cicerone detecta est.
Catilina, metu consulis, Roma ad exercitum quem parauerat profugit;
socii ..... (sui / eius) comprehensi in ..... (carcer) necati sunt.

senator quidam filium supplicio mortis ipse affecit.
iuuenis scilicet ..... ..... et ..... (inge­nium, litterae, forma) inter aequales conspicuus, prauo consilio amicitiam Catili­nae secutus fuerat et in castra ..... (sua / eius) properabat;
quem pater ex ..... ..... (medius iter) retractum occidit, his eum uerbis increpans: «non ego te Catilinae aduersus patriam sed patriae aduersus Catilinam genui».



Antonius, inita cum Octauio societate, Ciceronem iamdiu ..... (sibi / ei) inimicum proscripsit.
qua re audita Cicero transuersis itineribus fugit in ..... (uilla) quae a ..... (mare) proxime aberat et inde nauem conscendit in Macedoniam transiturus.
cum uero iam aliquoties in altum prouectum uenti aduersi rettulissent et ipse iactatio­nem nauis ..... (patior) non posset, regressus ad uillam:

«moriar», inquit, «in patria saepe seruata».
mox aduentantibus percussoribus, cum serui parati essent ad dimi­candum ..... (fortis, adu.), ipse lecticam, qua uehebatur, deponi iussit eosque quietos ….. (patior) quod sors iniqua cogeret.

prominenti ex lectica et ..... ..... (immotus, ceruix) praebenti caput praecisum est; manus quoque ..... (abscindo) sunt.
caput ..... (refero) est ad Antonium eiusque iussu inter ..... ..... (duo, manus) in rostris positum.
Fuluia, Antonii uxor, quae ….. (se / eam) a Cicerone laesam arbitrabatur, caput manibus sumpsit in ….. (genu) imposuit extractamque linguam acu confixit.
Όταν ο Κικέρων έγινε ύπατος, κατέστειλε τη συνωμοσία του Σέργιου Κατιλίνα με μοναδική ανδρεία, σταθερότητα και επιμέλεια.
Διότι εκείνος, αγανακτισμένος που υπέστη ήττα κατά τη διεκδίκηση του υπατικού αξιώματος, και άφρων από τη μανία είχε αποφασίσει μαζί με πολλούς ευγενείς άντρες να σκοτώσει τον Κικέρωνα, να σφαγιάσει τη Σύγκλητο, να πυρπολήσει την πόλη και να κατακλέψει το δημόσιο ταμείο.
Αυτή η τόσο τρομερή συνωμοσία ανακαλύφθηκε από τον Κικέρωνα. Ο Κατιλίνας, φοβούμενος τον ύπατο, κατέφυγε από τη Ρώμη στον στρατό που είχε προετοιμάσει· σύντροφοί του συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν στη φυλακή.
Κάποιος Συγκλητικός τιμώρησε τον γιο του σκοτώνοντάς τον ο ίδιος. Ο νεαρός, που ξεχώριζε ανάμεσα στους συνομηλίκους του για την ευφυία, τη μόρφωση και την ομορφιά του, από κάποια στραβή σκέψη είχε γίνει φίλος του Κατιλίνα και κατευθυνόταν προς το στρατόπεδό του. Ο πατέρας του τον άρπαξε κατά το μέσο της διαδρομής και τον σκότωσε κραυγάζοντας με τούτα τα λόγια: «εγώ δεν σε γέννησα για χάρη του Κατιλίνα ενάντια στην πατρίδα, αλλά για χάρη της πατρίδας ενάντια στον Κατιλίνα».


Ο Αντώνιος, όταν ξεκίνησε η συμμαχία του με τον Οκταβιανό, προέγραψε τον Κικέρωνα που ήταν ήδη από καιρό εχθρός του. Όταν το έμαθε αυτό ο Κικέρων, έφυγε από ασύχναστους δρόμους για τη βίλα του που δεν απείχε πολύ από τη θάλασσα, και από εκεί επιβιβάστηκε σε πλοίο για να περάσει απέναντι στη Μακεδονία. Καθώς, όμως, έπειτα από αρκετές φορές που ανοίχτηκε στο πέλαγος αντίθετοι άνεμοι τον έφεραν πίσω και ο ίδιος δεν μπορούσε να υποφέρει τα σκαμπανεβάσματα  του πλοίου, επέστρεψε στη βίλα του: «θα πεθάνω στην πατρίδα μου», είπε, «που την υπηρέτησα τόσες φορές». Όταν έπειτα από λίγο έφτασαν οι διώκτες του και οι δούλοι του ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν γενναία, αυτός διέταξε να τον κατεβάσουν από το φορείο με το οποίο τον μετέφεραν και να υπομείνουν ήσυχα ό,τι επέβαλλε η άδικη τύχη. Μόλις πρόβαλε από το φορείο και προσέφερε ακίνητο τον λαιμό του, τον αποκεφάλισαν
· του έκοψαν επίσης τα χέρια. Το κεφάλι του στάλθηκε στον Αντώνιο και με διαταγή εκείνου τοποθετήθηκε στο Βήμα ανάμεσα στα δύο χέρια του. Η Φουλβία, η γυναίκα του Αντώνιου, που θεωρούσε ότι είχε προσβληθεί από τον Κικέρωνα, πήρε το κεφάλι του στα χέρια της, το απόθεσε στα γόνατά της, τράβηξε έξω τη γλώσσα και την τρύπησε με μια βελόνα.