173-208, Θέογνις
Κείμενο Σχόλια

173-1781
ἄνδρ’ ἀγαθὸν πενίη πάντων δάμνησι μάλιστα,
   καὶ γήρως πολιοῦ Κύρνε καὶ ἠπιάλου∙
ἣν δὴ χρὴ φεύγοντα καὶ ἐς μεγακήτεα πόντον
   ῥιπτεῖν καὶ πετρέων Κύρνε κατ’ ἠλιβάτων.
καὶ γὰρ ἀνὴρ πενίῃ δεδμημένος οὔτέ τι εἰπεῖν
   οὔτ’ ἔρξαι δύναται, γλῶσσα δέ οἱ δέδεται.

179-1802
χρὴ γὰρ ὁμῶς ἐπὶ γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
   δίζησθαι χαλεπῆς Κύρνε λύσιν πενίης.

181-1823
τεθνάμεναι φίλε Κύρνε πενιχρῷ βέλτερον ἀνδρὶ
   á¼¢ ζώειν χαλεπῇ τειρόμενον πενίῃ.

183-1924
κριοὺς μὲν καὶ ὄνους διζήμεθα Κύρνε καὶ ἵππους
   εὐγενέας, καί τις βούλεται ἐξ ἀγαθῶν
βήσεσθαι∙ γῆμαι δὲ κακὴν κακοῦ οὐ μελεδαίνει
   ἐσθλὸς ἀνήρ, ἤν οἱ χρήματα πολλὰ διδῷ,
οὐδὲ γυνὴ κακοῦ ἀνδρὸς ἀναίνεται εἶναι ἄκοιτις
   πλουσίου, ἀλλ’ ἀφνεὸν βούλεται ἀντ’ ἀγαθοῦ.
χρήματα μὲν τιμῶσι∙ καὶ ἐκ κακοῦ ἐσθλὸς ἔγημε
   καὶ κακὸς ἐξ ἀγαθοῦ∙ πλοῦτος ἔμειξε γένος.
οὕτω μὴ θαύμαζε γένος Πολυπαΐδη ἀστῶν
   μαυροῦσθαι∙ σὺν γὰρ μίσγεται ἐσθλὰ κακοῖς.

193-1965
[αὐτός τοι ταύτην] εἰδὼς κακόπατριν ἐοῦσαν
   εἰς οἴκους ἄγεται χρήμασι πειθόμενος,
εὔδοξος κακόδοξον, ἐπεὶ κρατερή μιν ἀνάγκη
   ἐντύει, á¼¥ Ï„’ ἀνδρὸς τλήμονα θῆκε νόον.

197-2086
χρῆμα δ’ ὃ μὲν Διόθεν καὶ σὺν δίκῃ ἀνδρὶ γένηται
   καὶ καθαρῶς, αἰεὶ παρμόνιμον τελέθει∙
εἰ δ’ ἀδίκως παρὰ καιρὸν ἀνὴρ φιλοκερδέι θυμῷ
   κτήσεται, εἴθ’ ὅρκῳ πὰρ τὸ δίκαιον ἑλών,
αὐτίκα μέν τι φέρειν κέρδος δοκεῖ, ἐς δὲ τελευτὴν
   αὖθις ἔγεντο κακόν, θεῶν δ’ ὑπερέσχε νόος. 
ἀλλὰ τάδ’ ἀνθρώπων ἀπατᾷ νόον∙ οὐ γὰρ ἐπ’ αὐτοῦ
   τίνονται μάκαρες πρήγματος ἀμπλακίας,
ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος, οὐδὲ φίλοισιν
   ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν∙
ἄλλον δ’ οὐ κατέμαρψε δίκη∙ θάνατος γὰρ ἀναιδὴς
   πρόσθεν ἐπὶ βλεφάροις ἕζετο κῆρα φέρων.

173-178
173. πάντων
: ουδ., προσδιορίζει την πενίην, όπως γίνεται σαφές από τις γενικές γήρως - ἠπιάλου. 174. ἠπίαλος : ασθένεια που συνοδεύεται από υψηλό πυρετό· ταυτίζεται συνήθως με την ελονοσία· ο Φρύνιχος δίνει το συνώνυμο ῥιγοπύρετον (Σοφ. προπ. 73.8-9)· γενικά, ο «Ï€Ï…ρετός».
174. γήρως πολιοῦ καὶ ἠπιάλου : επεξήγηση στο πάντων· διαφορετικά, γενικές συγκριτικές από ένα εννοούμενο μᾶλλον (Campbell [19] 357).
175. δή : δηλώνει το αποτέλεσμα: σύμφωνα με τον Denniston ([5] 237) «Ï„ο δή στο σημείο αυτό, όπως και το οὖν, εκφράζει το post hoc και το propter hoc ταυτόχρονα»· πβ. και Humbert [5] 387: «Ï„ο μόριον δή είναι πολύ περισσότερον εύχρηστον [...] όταν θέλη να επιδράση τις επί της φαντασίας και της συναισθηματικότητος».
176. ῥιπτέω : μόνο ενεστ. και πρτ., ισοδύναμος τύπος του ῥίπτω· εδώ το ρήμα είναι αμετάβατο, πβ. Ευρ. Κύκλ. 166 ῥῖψαι ἐς ἅλμην, Άλκ. 897 κεξ. τί μ’ ἐκώλυσας ῥῖψαι ... / τάφρον ἐς κοίλην. 176. πετρέων : συνίζηση· η συλλαβή πε- είναι θέσει μακρά (-τρ-).
176. ἠλίβατος, ον : «Ï…ψηλός, απόκρημνος».
177. καὶ γάρ : σύμφωνα με τον Denniston ([5] 108), συνδετικό είναι το γάρ, ενώ ο σύνδεσμος καί σημαίνει «Ï€ÏÎ¬Î³Î¼Î±Ï„ι» (επεξηγηματικός).
177. δεδμημένος : ποιητ. μτχ. παθ. πρκμ.· αόρ. ἐδμήθην / ἐδάμην  = δαμάζω, «Ï…ποτάσσω».
177. τι εἰπεῖν : για τη χασμωδία βλ. 1.
178. οἱ : δοτ. ηθική.
177-178. οὔτέ τι εἰπεῖν / οὔτ’ ἔρξαι δύναται : οι δύο βασικές δραστηριότητες της πολιτικής ζωής· πβ. Ιλ. 442-443 τοὔνεκά με προέηκε διδασκέμεναι τάδε πάντα, / μύθων τε ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων.

«ÎŸ τόνος είναι βίαιος και παθιασμένος· πολύ ‘θεογνίδειος’», σύμφωνα με τον van Groningen ([1-18] 70). Η απαισιοδοξία έχει κορυφωθεί σε απελπισία: η φτώχεια βαραίνει περισσότερο κι από τα γηρατειά, που τόσο μισούν οι ελεγειακοί ποιητές (βλ. Ï€.χ. 527-528, 1129-1132· πβ. 567-570, 1017-1022 = Μίμν. 5.1-6), περισσότερο κι απ’ την αρρώστεια, γιατί δαμάζει τον άνθρωπο, τον δένει και δεν τον αφήνει να πράξει και να μιλήσει ελεύθερα· καλύτερα, λοιπόν, να πεθάνει κανείς. Η απελπισία ενός αριστοκράτη που έχει χάσει την περιουσία του και τη θέση του, προφανώς· που υποφέρει ίσως όχι τόσο από την έλλειψη αγαθών, αλλά από την απώλεια της κοινωνικής του ταυτότητας. Όπως ορθά παρατηρεί Î· Cobb-Stevens ([19-38] 160 κεξ.), ένα βασικό διακριτικό γνώρισμα των ἀγαθῶν είναι η δυνατότητα που έχουν να συμμετέχουν ενεργά στη ζωή της πόλης· και η δυνατότητα αυτή σχετίζεται δίχως άλλο με την οικονομική τους δύναμη. Με άλλα λόγια, ο πλούτος δεν εκτιμάται μόνον ως πλούτος, μα ως απαραίτητη συνθήκη για να μπορεί κανείς να εκπληρώσει τις κοινωνικές και πολιτικές υποχρεώσεις του: να διασκεδάζει τους φίλους του, να πληρώνει τα χρέη του, να ενεργεί και να μιλά για την πόλη του, να έχει τη θέση την δέουσα μέσα στην κοινωνία, αυτή που του αναλογεί. Προφανώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία συνθήκη για να θεωρηθεί κάποιος ἀγαθός, μα η απώλεια του πλούτου σίγουρα εμποδίζει τον ἀγαθόν να ανταποκριθεί στον ρόλο του. Γι’ αυτό και επανέρχεται τόσο συχνά το θέμα της φτώχειας στη συλλογή· και τη χαρακτηρίζει ο ποιητής χαλεπήν (182), δειλήν (351), θυμοφθόρον (155), οὐλομένη (1062), μητέρα ἀμηχανίης (385).

179-180Ο Στοβαίος (4.32.36) παραθέτει τους στ. 179-180 αμέσως μετά τους στ. 155-158 ως ένα ποίημα. Τα δύο ποιήματα, εντούτοις, είναι πολύ διαφορετικά: στο πρώτο ο ποιητής συμβουλεύει τον Κύρνο να μην κατηγορεί ποτέ και κανέναν για τη φτώχεια του, γιατί η ζωή είναι ασταθής· στο δεύτερο παρατηρεί πως πρέπει οπωσδήποτε να βρουν μια λύση για τη φτώχεια. Είναι προφανές πως το μόνο σημείο επαφής είναι η αναφορά στη φτώχεια. 

181-182
182. τείρω
: μόνο σε ενεστ. και πρτ., ενεργ. και παθ., και αιολ. απρμφ. παθ. πρκ. τέτορθαι : «ÎµÎ¾Î±Î½Ï„λώ, συντρίβω, θλίβω, στεναχωρώ, προκαλώ πόνο».

Συνεπτυγμένη διατύπωση της ιδέας που είδαμε στους στ. 173-178. Ο Harrison [3] θεωρεί πως οι στ. 173-178 και 179-180 αποτελούν ένα ενιαίο ποίημα· ο Young [5-10] προσθέτει και τους στ. 181-182 και επισημαίνει πως τα ημιεπή όλων των πενταμέτρων της ενότητας 173-182 ομοικαταληκτούν· επιπλέον, οι στ. 181-182 μας επαναφέρουν στην αρχή του ποιήματος, δημιουργώντας ένα σαφές κυκλικό σχήμα. Τη θέση αυτή υιοθετεί και ο Campbell [19]. Ο van Groningen ([1-18] 71), εντούτοις, επισημαίνει πως η ερμηνεία δεν πρέπει να στηρίζεται σε καθαρά μορφολογικά χαρακτηριστικά αυτού του είδους· αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η συνέπεια της σκέψης και η αλληλουχία των ιδεών που διατυπώνονται· και διευκρινίζει: «ÎŒÏ„αν μιλώ για αλληλουχία των ιδεών δεν εννοώ τους λεπτούς συσχετισμούς που μπορεί να ανακαλύψει κανείς ανάμεσα στις γραμμές, αλλά τα όσα λένε οι στίχοι καθαρά και απλά». Όσον αφορά την αλληλουχία αυτή, λοιπόν, ο van Groningen θεωρεί πως πέρα από τη γενικότερη θεματική συγγένεια δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που να επιβάλλει την ερμηνεία του Young: τόσο το δίστιχο 179-180, όσο και το δίστιχο 181-182 είναι πολύ αδύναμα εν σχέσει προς τους ορμητικούς στ. 173-178 (άποψη που υποστηρίζει και ο Hudson-Williams [1-18] 187). Εξάλλου, οι στ. 179-180 δεν εκφράζουν την απελπισία που διακρίνουμε στους στ. 173-178 και 181-182: αντιθέτως, μοιάζουν πιο δυναμικοί, πιο ενεργητικοί, καθώς εκφράζουν την ανάγκη μιας λύσης.

183-192
183. κριούς
: τα Μέγαρα ήταν γνωστά για τα κριάρια τους και τη φροντίδα των Μεγαρέων να διατηρήσουν τη ράτσα τους καθαρή· στην πόλη λατρευόταν η Δήμητρα μαλοφόρος (Παυσ. 1.44.4), ενώ διάσημα ήταν τα μάλλινα των Μεγάρων· βλ. Αριστ. Αχ. 519 ἐσυκοφάντει Μεγαρέων τα χλανίσκια, Ξεν. Απομν. 2.7.6 Μεγαρέων δ’ οἱ πλεῖστοι ἀπὸ ἐξωμιδοποιίας διατρέφονται. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, Διογένης ἐπέσκωψεν εἰπὼν Μεγαρέως ἀνδρὸς βέλτιον εἶναι κριὸν á¼¢ υἱὸν γενέσθαι (Περὶ φιλοπλουτίας 526c 4-6). Στον Στοβαίο, 4.22.99, όπου παρατίθενται οι στίχοι, τα κριάρια έχουν αντικατασταθεί από σκύλους, πιθανώς, όπως παρατηρεί ο Campbell ([19] 358) για να έχει το ποίημα ευρύτερη απήχηση.
183. κριούς ... ὄνους ... ἵππους : ενδεικτικά της ζωής των ευγενών, κύριοι πόροι των οποίων ήταν η καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία. Ο ἵππος αποτελεί κατ’ εξοχήν «ÎµÎ¯Î´Î¿Ï‚ πολυτελείας», ενώ χαρακτηριστική είναι η απουσία της κατσίκας, οικιακού ζώου των φτωχών οικογενειών· πβ. 55.
184. εὐγενής, ές : για τα ζώα, «ÎºÎ±Î»Î®Ï‚ ράτσας»· το επίθετο αποτελεί την εμφαντική κατάληξη του προηγούμενου στίχου με τον οποίο και ανήκει νοηματικά (διασκελισμός)· συντακτικά απομονωμένο από τον υπόλοιπο πεντάμετρο, κατέχει σίγουρα μια εξέχουσα θέση.
185. βήσεσθαι : απαρέμφατο αορίστου, πβ., Ï€.χ.,  Ιλ. Α 448 Ὡς ἄρα φωνήσασ’ ἀπεβήσετο (Hudson-Williams [1-18], van Groningen [1-18]). Θα μπορούσαμε, εντούτοις, να θεωρήσουμε ότι πρόκειται και για απαρέμφατο μέλλοντα, αν και εξαρτάται από ρήμα εφετικό· βλ. Goodwin [121] §113: «ÏŒÏ„αν ο ποιητής ή ο συγγραφέας επιθυμούσε να καταστήσει την αναφορά στο μέλλον ιδιαίτερα σαφή, το απαρέμφατο μέλλοντα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κατ’ εξαίρεσιν [...] Κάποτε συναντούμε, λοιπόν, τον μέλλοντα με ρήματα που σημαίνουν δύναμαι, ἐπιθυμῶ, κλπ.»· πβ. Ï€.χ. Ηρόδ. 4.111 βουλόμενοι ἐξ αὐτέων παῖδας ἐκγενήσεσθαι, Σοφ. Φιλ. 1394 πείσειν δυνησόμεσθα. Μια τρίτη πιθανότητα δίνεται από τον Campbell [19] 359: ίσως να πρόκειται για απαρέμφατο ενεστώτα κάποιου εφετικού ρήματος βήσομαι.
185. κακὴν κακοῦ : σύνταξη που παραπέμπει στη σύνταξη κυρίων ονομάτων, π.χ. Καλλίας Ἱππονίκου.
185. μελεδαίνω : «Î½Î¿Î¹Î¬Î¶Î¿Î¼Î±Î¹».
184-185. ἐξ ἀγαθῶν βήσεσθαι : δύο είναι οι πιθανές ερμηνείες: (α) το βήσεσθαι είναι μέσο με ενεργητική διάθεση, στην οποία περίπτωση ολόκληρη η πρόταση θα ήταν καί τις βούλεται <τὸν κριὸν (Ï€.χ.)> βήσεσθαι <αἶγά τινα> ἐκ <τῶν> ἀγαθῶν (Camerarius [127], Hudson-Williams [1-18] 188, Campbell [19] 358)· (β) το βήσεσθαι είναι παθητικό, στην οποία περίπτωση η πρόταση θα ήταν καί τις βούλεται <τὴν αἶγαν (Ï€.χ.)> βήσεσθαι <ὑπὸ κριοῦ τινος> ἐκ <τῶν> ἀγαθῶν (van Groningen [1-18] 73).
186. διδῷ : αν και είναι ο πατέρας που δίνει συνήθως την προίκα, εδώ θα πρέπει ίσως να εννοήσουμε ως υποκείμενο την κόρη,  κακὴν κακοῦ, η οποία συνεχίζει να είναι το υποκείμενο του ἀναίνεται στον επόμενο στίχο, και να θεωρήσουμε πως ο ποιητής δεν εκφράζεται με απόλυτη πραγματολογική ακρίβεια· τη σύνταξη αυτή δέχονται ο Carrière [1-18], o Garzya [8] και ο van Groningen [1-18]· ως υποκείμενο εννοεί τον πατέρα ο Edmonds [8].
185-186. κακὴν κακοῦ - ἐσθλός
: τα επίθετα έχουν εδώ σαφή κοινωνική σημασία· ο ποιητής ανησυχεί για τη νόθευση της αριστοκρατίας.
187. ἀναίνομαι : «Î±ÏÎ½Î¿ÏÎ¼Î±Î¹ ή απορρίπτω περιφρονητικά, καταφρονώ».
188. πλουσίου : για την εμφαντική τοποθέτηση του επιθέτου στην αρχή του στίχου, βλ. και 184 εὐγενέας.
188. ἀφνεόν : μπορούμε να θεωρήσουμε την πρώτη συλλαβή βραχεία και να έχουμε δάκτυλο, ή να τη θεωρήσουμε μακρά, οπότε έχουμε σπονδείο και συνίζηση του –εο– . Στον Όμηρο έχουμε πάντοτε ᾱφν-, όπως και στον Σόλωνα 34.1 W, στον Φωκυλίδη 204, στον Πίνδαρο Ολ. 1.10, Πυθ. 11.15, Νεμ. 1.15, απ. 122.2, στον Βακχυλίδη 1.172 και 5.53, στον Σοφοκλή, Ηλ. 457. Η συλλαβή είναι βραχεία στον Πίνδαρο απ. 124b 8 και στον Βακχυλίδη 17.34. Με άλλα λόγια, στους ποιητές τους σύγχρονους του Θέογνη, η συλλαβή είναι συνηθέστερα μακρά. Στον Θέογνη, εδώ αλλά και στον στ. 559, καθώς και στον Αισχ. Περσ. 3, η συλλαβή μπορεί να θεωρηθεί και μακρά και βραχεία, αλλά προτιμάται συνήθως η μακρά ποσότητα και η συνίζηση.
189. μέν : μέν solitarium, προσδίδει έμφαση στα χρήματα· βλ. σχόλιο στον στ. 5.
189. ἔγημε : γνωμικός αόριστος.
189-190. καὶ ἐκ κακοῦ.../... ἐξ ἀγαθοῦ : σύμφωνα με τον van Groningen [(1-18] 74) έχουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η αντίθεση στην αρχαιοελληνική σκέψη: δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο (πραγματικός) ἀγαθός δεν θα έδινε ποτέ την κόρη του σε κάποιον κακόν· η θέση προκαλεί την αντίθεση, και η διπολική έκφραση δηλώνει το σύνολο – στην προκειμένη περίπτωση, ο ποιητής υπογραμμίζει μέσω της υπερβολής την έκταση στην οποία έχει φτάσει το απρόσδεκτο αυτό φαινόμενο.
190. πλοῦτος ἔμειξε γένος : το ασύνδετο σχήμα υπογραμμίζει το συμπέρασμα. 
191. οὕτω : εισάγει το συμπέρασμα.
191. ἀστῶν : προφανώς αναφέρεται στους ἀγαθούς.
192. μαυροῦσθαι : «Î±Î¼Î±Ï…ρώνω, τυφλώνω· καθιστώ θολό ή σκοτεινό· αποδυναμώνω».
192. σὺν ... μίσγεται : τμήση.

Στο τέταρτο βιβλίο της Ανθολογίας του, ο Στοβαίος (29c53) δίνει ένα κείμενο με τον τίτλο Ξενοφῶντος ἐκ τοῦ περὶ Θεόγνιδος· στο κείμενο αυτό παρατίθενται οι στ. 183-190. Έργο του Ξενοφώντα με τον τίτλο αυτό δεν αναφέρεται πουθενά αλλού, και ως εκ τούτου εκφράστηκαν αμφιβολίες για την πατρότητα του κειμένου. Κατά πάσα πιθανότητα, χρονολογείται στις αρχές του 4ου αι. Ï€.Χ. Ως αρχή της θεογνίδειας συλλογής γνωρίζει τους στ. 183-192 (ἡ ἀρχὴ τῆς ποιήσεως), γεγονός που φαίνεται να υποδηλώνει πως τον 4ο αι. (ήδη ή τουλάχιστον) η συλλογή κυκλοφορούσε σε μια έκδοση διαφορετική από αυτή που έχουμε εμείς στη διάθεσή μας· ποια από τις δύο εκδόσεις είναι προγενέστερη δεν μπορούμε δυστυχώς να το γνωρίζουμε με βεβαιότητα.

Σχολιάζει, λοιπόν, ο Ξενοφώντας του Στοβαίου: Ταῦτα Ï„á½° ἔπη λέγει τοὺς ἀνθρώπους οὐκ ἐπίστασθαι γεννᾶν ἐξ ἀλλήλων, κᾶτα γίγνεσθαι τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων κάκιον ἀεὶ μιγνύμενον τὸ χεῖρον Ï„á¿· βελτίονι. οἱ δὲ πολλοὶ ἐκ τούτων τῶν ἐπῶν οἴονται τὸν ποιητὴν πολυχρημοσύνην τῶν ἀνθρώπων κατηγορεῖν καὶ ἀντὶ χρημάτων ἀγένειαν καὶ κακίαν ἀντικαταλλάττεσθαι εἰδότας. ἐμοὶ δὲ δοκεῖ ἄγνοιαν κατηγορεῖν περὶ τὸν αὐτῶν βίον. Με άλλα λόγια, ο «ÎžÎµÎ½Î¿Ï†ÏŽÎ½Ï„ας» θεωρεί, αντίθετα προς την κοινή γνώμη, πως το θέμα των θεογνίδειων στίχων είναι η ευγονική. Με παρόμοιο τρόπο προσέλαβε το ποίημα και ο Κάρολος Δαρβίνος, ο οποίος γράφει: «ÎŸ Έλληνας ποιητής ... είδε προφανώς πόσο σημαντική είναι η επιλογή για τη βελτίωση του ανθρωπίνου είδους, όταν εφαρμόζεται προσεχτικά. Κατάλαβε, κατά τον ίδιο τρόπο, ότι ο πλούτος συχνά εμποδίζει τη σωστή λειτουργία της σεξουαλικής επιλογής» (The Descent of Man, Λονδίνο 1874², κεφ. 2). Είναι προφανές, βέβαια, πως μια τέτοια ερμηνεία των στ. 183-192 είναι μάλλον υπερβολική και αναχρονιστική: ο Θέογνης δεν μιλάει για βιολογικές ή βιολογικά κληρονομημένες ιδιότητες, ούτε ενδιαφέρεται για τη δημιουργία της άρειας φυλής· για τον Θέογνη το θέμα της ανωτερότητας και της κατωτερότητας είναι καθαρά κοινωνικο-οικονομικό: σημασία έχει εν τέλει η κοινωνική και όχι η βιολογική ταυτότητα του καθενός, η τάξη στην οποία έχει γεννηθεί και όχι ο γενετικός του κώδικας. Βλ. M. F. Ashley Montagu, “Theognis, Darwin, and Social Selection”, Isis 37 (1947) 24-26 και Carrière [1-18] 100.

Ο λόγος της ανησυχίας του ποιητή δίνεται με επιγραμματικό τρόπο στον τελευταίο στίχο: σὺν γὰρ μίσγεται ἐσθλὰ κακοῖς. Με άλλα λόγια, οι στίχοι αναπτύσσουν με έναν ιδιαίτερα γραφικό τρόπο την ιδέα που διατυπώθηκε ήδη στους στ. 53-68: τα όρια μεταξύ των κοινωνικών τάξεων έχουν πάψει να είναι σαφή, ευδιάκριτα και αναμφισβήτητα, καθώς παρατηρείται μια κινητικότητα μεταξύ των μελών τους. Εδώ, όμως, ο ποιητής προχωρεί ακόμη πιο πέρα και περιγράφει μια κατάσταση ακόμη πιο τρομακτική: δεν είναι μόνο ο πλούτος που κατανέμεται διαφορετικά, ούτε μόνον οι αξιολογικοί όροι που έχουν χάσει την πραγματική τους σημασία· είναι που το γένος το ίδιο των αριστοκρατών μολύνεται, χάνει την καθαρότητά του, καθώς νέοι και παλαιοί αριστοκράτες αποκτούν οικογενειακούς πλέον δεσμούς: ο ἐσθλός παντρεύεται την κόρη του κακοῦ, και ο κακός την κόρη του ἀγαθοῦ. Και όλα αυτά υποκινούνται από τη δύναμη του χρήματος: χρήματα μὲν τιμῶσι (189)· πλοῦτος ἔμειξε γένος (190) – αυτή είναι η αλήθεια που βλέπει ο ποιητής, και η αλήθεια δεν χρειάζεται καλλωπισμό, προσδιορισμούς ή αναλύσεις· δίνεται λιτά και επιγραμματικά, γυμνή κι απόλυτη. 

 

193-196
193. αὐτός τοι ταύτην
: οι δεικτικές αντωνυμίες δεν έχουν σημείο αναφοράς, γεγονός που φαίνεται να υποδηλώνει πως το τετράστιχο αποσπάσθηκε κάποια στιγμή από μια ευρύτερη σύνθεση. Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγεί εξάλλου και το τοι· βλ. 161.
194. οἴκους : ο πληθ. με την έννοια του εν. και στον Όμηρο, Οδ. ω 417 ἐκ δὲ νέκυς οἴκων φόρεον· πβ. ακόμη τη χρήση των λέξεων δώματα (κ 210), μέγαρα (Ε 193), θάλαμοι (Πίνδ. Ολ. 5.13).
195. εὔδοξος : «Î¼Îµ καλό όνομα, ευυπόληπτος».
196. ἐντύω και ἐντύνω : «ÎµÏ„οιμάζω· πιέζω».
196. τλήμων, ονος : ποιητ. επίθ. «Ï…πομονετικός, καρτερικός· παράτολμος, απερίσκεπτος».

Τα χειρόγραφα δίνουν τους στίχους ως συνέχεια των στ. 183-192· ένα ποίημα βλέπει και ο W. J. Verdenius, (“L'association des idées comme principe de composition dans Homère, Hésiode, Théognis”, REG 73 (1960) 359).
Oι εκδότες, όμως, και οι περισσότεροι μελετητές διακρίνουν δύο ποιήματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι δεικτικές αντωνυμίες με τις οποίες ξεκινάει το τετράστιχο εύκολα παραπέμπουν στα πρόσωπα του προηγούμενου ποιήματος. Πρέπει, εντούτοις, να προσέξουμε πως τα δύο ποιήματα, παρά την κοινή θεματική τους, έχουν δίχως άλλο διαφορετική προοπτική: οι στ. 183-192 εκφράζουν την απογοήτευση και την αγανάκτηση του ποιητή, που βλέπει ακόμη και τους ίδιους τους ἀγαθούς να συμβιβάζονται με τη νέα πραγματικότητα και, υποκινημένοι από την επιθυμία για χρήματα, να καταδέχονται έναν γάμο με κόρη κατώτερης καταγωγής· οι στ. 193-196, αντίθετα, δεν εκφράζουν αγανάκτηση, αλλά κατανόηση, και προβάλλουν μια σαφή δικαιολογία για τη συμπεριφορά των ἀγαθῶν: είναι η ανάγκη που τους πιέζει, η ίδια ανάγκη που κάνει τον άνθρωπο τλήμονα, καρτερικό απέναντι στις δυσκολίες και τις αναποδιές της ζωής· έχουν πλήρη επίγνωση της κατάστασης (εἰδώς 194), μα δεν έχουν επιλογή. Το λεξιλόγιο βαρύ κι αποπνικτικό, ο ἀγαθός ἄγεται πειθόμενος, γιατί κρατερή μιν ἀνάγκη ἐντύει, και πρέπει να είναι τλήμων: η βούληση του ἀγαθοῦ μοιάζει να έχει παραλύσει μπροστά σε μια κατάσταση που επιβάλλεται ενάντια στη θέλησή του. Ο H. Fränkel (Dichtung und Philosophie des frühen Griechentums: eine Geschichte der griechischen Literatur von Homer bis Pindar, New York 1951, 514) θεωρεί τη διαφορά ανάμεσα στα δύο ποιήματα ενδεικτική της διαφορετικής προέλευσής τους: οι στ. 183-192 είναι του Θέογνη, αλλά οι στ. 193-196 είναι κάποιου άλλου, άγνωστου σε εμάς, ποιητή. Μια τέτοια πιθανότητα δεν μπορεί, βέβαια, να απορριφθεί. Δεν πρέπει, όμως, να θεωρούμε απίθανο ένας μόνο ποιητής να μπορεί να προσλάμβάνει και να ερμηνεύει το ίδιο γεγονός με πολλούς, διαφορετικούς τρόπους: η θεογνίδεια ποίηση είναι ποίηση συμποτική και περιστασιακή, συντίθεται δηλαδή ανάλογα με τις συνθήκες εκτέλεσης· είναι πολύ πιθανό πως ο Θέογνης συνέθεσε τους στ. 183-192 για μια περίσταση και τους στ. 193-196 για κάποια άλλη, και τα δύο ποιήματα τοποθετήθηκαν εν τέλει δίπλα δίπλα στη συλλογή λόγω της θεματικής τους συγγένειας· ή ακόμη, πως ο ποιητής συνέθεσε τα δύο ποιήματα ως θέση και αντίθεση, ως ζεύγος κατά κάποιον τρόπο: οι στ. 193-196 απαντούν στους στ. 183-192. 

 

197-208
198. καθαρῶς
: «Î¼Îµ καθαρά χέρια, με ειλικρίνεια»· εμφαντική τοποθέτηση του επιρρήματος καθαρῶς στην αρχή του στίχου: η τριημιμερής τομή επιτείνει την έμφαση.
198. παρμόνιμος, ον = παραμόνιμος, «ÏƒÏ„αθερός, μόνιμος»· αποκοπή: βλ. 119 και πιο κάτω 200 πὰρ τὸ δίκαιον· λέξη εξίσου σημαντική με το επίρρημα καθαρῶς, καταλαμβάνει την αρχή και το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου ημιεπούς με έμφαση.
199. παρὰ καιρόν : πβ. 401 κεξ. μηδὲν ἄγαν σπεύδειν· καιρὸς δ’ ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος / ἔργμασιν. 200. κτήσεται : υποτακτική σιγμόληκτου αορίστου με βραχύ θεματικό φωνήεν, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του μέτρου· για την εκφορά του υποθετικού λόγου (αόριστη επανάληψη στο παρόν-μέλλον) με εἰ + υποτακτική, βλ. 121.
202. ἔγεντο : γ΄ ενικ. αορ. του γίγνομαι.
202. θεῶν : συνίζηση.
203-204. ἐπ’ αὐτοῦ πρήγματος : «ÎµÏ€’ αυτοφώρῳ» (ἐπί με γεν: χρόνος, πβ. Ï€.χ., ἐπ’ εἰρήνης, Ιλ. Î’ 797).
204. ἀμπλακίη = ἀμπλάκημα, «ÏƒÏ†Î¬Î»Î¼Î±, παράπτωμα».
205. χρέος : για τη μεταφορά και την ιδέα πως ένα παράπτωμα έναντι των θεών ή των ανθρώπων αποτελεί ένα χρέος, πβ. 1195 κεξ. οὐ γὰρ ἀνεκτὸν / ἀθανάτους κρύψαι χρεῖος ὀφειλόμενον και Σοφ. ΟΚ 235 μή τι πέρα χρέος ἐμᾷ πόλει προσάψῃς. 207. καταμάρπτω : «Ï€ÏÎ¿Î»Î±Î²Î±Î¯Î½Ï‰, προφθάνω».
207. ἀναιδής, ές : «Î±Î½Î±Î¯ÏƒÏ‡Ï…ντος, αδιάντροπος· άπληστος».
207-208. θάνατος ... ἐπὶ βλεφάροις ἕζετο : η έκφραση χρησιμοποιείται για τον ύπνο, πβ., Ï€.χ., Ιλ. Κ 26 ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἐφίζανε· ο Θάνατος και ο Ύπνος είναι αδέρφια (Ησίοδ. Θεογ. 211-212) και συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο.

Μια προσπάθεια ηθικής ή και μεταφυσικής τεκμηρίωσης και επικύρωσης της περί πλούτου άποψης του ποιητή. Η ηθική ορολογία επιβάλλεται στο ποίημα: σὺν δίκῃ (197), ἀδίκως (199), παρὰ καιρόν (199), πὰρ τὸ δίκαιον (200), τίνονται (204), ἀμπλακίας (204), ἔτεισε (205), ἄτην (206), δίκη (207). Την ίδια στιγμή συναντούμε λέξεις που επανέρχονται συχνά στη συλλογή και υπενθυμίζουν κάποια από τα βασικά σημεία εστίασης της σκέψης του ποιητή: καθαρῶς (198), φιλοκερδέι (199), κέρδος (201), δοκεῖ (201). Το νόημα είναι απλό και το έχουμε ήδη συναντήσει στους στ. 29-30, 86, 145-148: ο πλούτος πρέπει να αποκτάται με δίκαιο τρόπο. Το νέο στοιχείο, όπως είπαμε, είναι η έμφαση στη θεϊκή συμμετοχή και επικύρωση: ο δίκαιος τρόπος είναι ο τρόπος του Δία· οι θεοί, που είναι πολύ πιο δυνατοί απ’ τους ανθρώπους, θέλουν τη δικαιοσύνη και, αργά ή γρήγορα, τιμωρούν την αδικία· ακόμη κι αν δεν τιμωρείται άμεσα αυτός που αδίκησε, τιμωρούνται τα παιδιά του, γιατί η θεία τιμωρία είναι νόμος τελεσίδικος κι αναπόφευκτος. Η ιδέα του δίκαιου και του άδικου πλούτου εμφανίζεται, βέβαια, στον Ησίοδο, Έργα 320: χρήματα δ’ οὐχ ἁρπακτά, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω· πολύ περισσότερο, όμως, θυμίζει η θεογνίδεια θεοδικία την ελεγεία που απευθύνει ο Σόλωνας στις Μούσες (13 W): κι εκεί ακούμε για τον δίκαιο και τον άδικο πλούτο, για τον Δία που γνωρίζει το τέλος όλων των πραγμάτων και για τη δικαιοσύνη του, την τιμωρία που έρχεται σαν άνεμος ανοιξιάτικος που σκορπίζει τα σύννεφα κι αφήνει τον ήλιο να φανεί· ακούμε γι’ αυτή τη θεοδικία που είναι νόμος φυσικός, ο άδικος να τιμωρείται, άλλοτε ο ίδιος, άλλοτε τα παιδιά του. Υπάρχει μεγάλη ομοιότητα θεματική ανάμεσα στα δύο ποιήματα, υπάρχει, όμως, και μια σημαντική διαφορά που έχει να κάνει με την εστίαση: απέναντι στο Σόλωνα που διατηρεί μια πολυεστιακή προοπτική και μια προσέγγιση πιο γενική και ίσως πιο πανανθρώπινη, ο Θέογνης εστιάζει στο θέμα του άδικου πλούτου και προσφέρει ένα κείμενο κλειστό: πίσω από τη γενική γνώμη μπορούμε ακόμη να διακρίνουμε τη συγκεκριμένη αφορμή, στοιχείο που αποδυναμώνει το ποίημα. Ο λόγος του Θέογνη, με την έμφαση στο κέρδος που μπορεί να αποδειχθεί κακόν (201-202), είναι πάντα ο λόγος του αριστοκράτη που έχει χάσει τη θέση του. Η προσπάθεια του να εξηγήσει με όρους θεολογικούς την αναγκαιότητα της δικαιοσύνης είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης με την πραγματικότητα, η οποία όμως δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη ή πειστική: κι αυτό γιατί η δικαιοσύνη του μοιάζει μονόπλευρη και μονοσήμαντη, η πίστη του πεισματική αντίδραση σε μια δυσάρεστη και ανεξέλεγκτη κατάσταση και ο λόγος του εκφοβισμός μάλλον παρά προτροπή.