173-1781
ἄνδϒ ἀγαθὸν πενίη πάντων δάμνησι μάλιστα,
καὶ γήÏως πολιοῦ ΚÏÏνε καὶ ἠπιάλου∙
ἣν δὴ χÏá½´ φεÏγοντα καὶ á¼Ï‚ μεγακήτεα πόντον
ῥιπτεῖν καὶ πετÏÎων ΚÏÏνε κατ’ ἠλιβάτων.
καὶ Î³á½°Ï á¼€Î½á½´Ï Ï€ÎµÎ½Î¯á¿ƒ δεδμημÎνος οὔτΠτι εἰπεῖν
οὔτ’ á¼”Ïξαι δÏναται, γλῶσσα δΠοἱ δÎδεται.
179-1802
χÏá½´ Î³á½°Ï á½Î¼á¿¶Ï‚ á¼Ï€á½¶ γῆν τε καὶ εá½ÏÎα νῶτα θαλάσσης
δίζησθαι χαλεπῆς ΚÏÏνε λÏσιν πενίης.
181-1823
τεθνάμεναι φίλε ΚÏÏνε πενιχÏá¿· βÎλτεÏον ἀνδÏὶ
á¼¢ ζώειν χαλεπῇ τειÏόμενον πενίῃ.
183-1924
κÏιοὺς μὲν καὶ ὄνους διζήμεθα ΚÏÏνε καὶ ἵππους
εá½Î³ÎµÎ½Îας, καί τις βοÏλεται á¼Î¾ ἀγαθῶν
βήσεσθαι∙ γῆμαι δὲ κακὴν κακοῦ οὠμελεδαίνει
á¼ÏƒÎ¸Î»á½¸Ï‚ ἀνήÏ, ἤν οἱ χÏήματα πολλὰ διδῷ,
οá½Î´á½² γυνὴ κακοῦ ἀνδÏὸς ἀναίνεται εἶναι ἄκοιτις
πλουσίου, ἀλλ’ ἀφνεὸν βοÏλεται ἀντ’ ἀγαθοῦ.
χÏήματα μὲν τιμῶσι∙ καὶ á¼Îº κακοῦ á¼ÏƒÎ¸Î»á½¸Ï‚ ἔγημε
καὶ κακὸς á¼Î¾ ἀγαθοῦ∙ πλοῦτος ἔμειξε γÎνος.
οὕτω μὴ θαÏμαζε γÎνος ΠολυπαÎδη ἀστῶν
μαυÏοῦσθαι∙ σὺν Î³á½°Ï Î¼Î¯ÏƒÎ³ÎµÏ„Î±Î¹ á¼ÏƒÎ¸Î»á½° κακοῖς.
193-1965
[αá½Ï„ός τοι ταÏτην] εἰδὼς κακόπατÏιν á¼Î¿á¿¦ÏƒÎ±Î½
εἰς οἴκους ἄγεται χÏήμασι πειθόμενος,
εὔδοξος κακόδοξον, á¼Ï€Îµá½¶ κÏατεÏή μιν ἀνάγκη
á¼Î½Ï„Ïει, á¼¥ Ï„’ ἀνδÏὸς τλήμονα θῆκε νόον.
197-2086
χÏῆμα δ’ ὃ μὲν Διόθεν καὶ σὺν δίκῃ ἀνδÏὶ γÎνηται
καὶ καθαÏῶς, αἰεὶ παÏμόνιμον τελÎθει∙
εἰ δ’ ἀδίκως παÏá½° καιÏὸν á¼€Î½á½´Ï Ï†Î¹Î»Î¿ÎºÎµÏδÎι θυμῷ
κτήσεται, εἴθ’ á½…Ïκῳ Ï€á½°Ï Ï„á½¸ δίκαιον ἑλών,
αá½Ï„ίκα μÎν τι φÎÏειν κÎÏδος δοκεῖ, á¼Ï‚ δὲ τελευτὴν
αὖθις ἔγεντο κακόν, θεῶν δ’ ὑπεÏÎσχε νόος.
ἀλλὰ τάδ’ ἀνθÏώπων ἀπατᾷ νόον∙ Î¿á½ Î³á½°Ï á¼Ï€’ αá½Ï„οῦ
τίνονται μάκαÏες Ï€Ïήγματος ἀμπλακίας,
ἀλλ’ ὠμὲν αá½Ï„ὸς ἔτεισε κακὸν χÏÎος, οá½Î´á½² φίλοισιν
ἄτην á¼Î¾Î¿Ï€Î¯ÏƒÏ‰ παισὶν á¼Ï€ÎµÎºÏÎμασεν∙
ἄλλον δ’ οὠκατÎμαÏψε δίκη∙ θάνατος Î³á½°Ï á¼€Î½Î±Î¹Î´á½´Ï‚
Ï€Ïόσθεν á¼Ï€á½¶ βλεφάÏοις ἕζετο κῆÏα φÎÏων.
|
173-178
173. πάντων : ουδ., Ï€ÏοσδιοÏίζει την πενίην, όπως γίνεται σαφÎÏ‚ από τις γενικÎÏ‚ γήÏως - ἠπιάλου. 174. ἠπίαλος : ασθÎνεια που συνοδεÏεται από υψηλό πυÏετό· ταυτίζεται συνήθως με την ελονοσία· ο ΦÏÏνιχος δίνει το συνώνυμο ῥιγοπÏÏετον (Σοφ. Ï€Ïοπ. 73.8-9)· γενικά, ο «Ï€Ï…Ïετός».
174. γήÏως πολιοῦ καὶ ἠπιάλου : επεξήγηση στο πάντων· διαφοÏετικά, γενικÎÏ‚ συγκÏιτικÎÏ‚ από Îνα εννοοÏμενο μᾶλλον (Campbell [19] 357).
175. δή : δηλώνει το αποτÎλεσμα: σÏμφωνα με τον Denniston ([5] 237) «Ï„ο δή στο σημείο αυτό, όπως και το οὖν, εκφÏάζει το post hoc και το propter hoc ταυτόχÏονα»· πβ. και Humbert [5] 387: «Ï„ο μόÏιον δή είναι Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσότεÏον εÏχÏηστον [...] όταν θÎλη να επιδÏάση τις επί της φαντασίας και της συναισθηματικότητος».
176. ῥιπτÎω : μόνο ενεστ. και Ï€ÏÏ„., ισοδÏναμος Ï„Ïπος του ῥίπτω· εδώ το Ïήμα είναι αμετάβατο, πβ. ΕυÏ. ΚÏκλ. 166 ῥῖψαι á¼Ï‚ ἅλμην, Άλκ. 897 κεξ. τί μ’ á¼ÎºÏŽÎ»Ï…σας ῥῖψαι ... / τάφÏον á¼Ï‚ κοίλην. 176. πετÏÎων : συνίζηση· η συλλαβή πε- είναι θÎσει μακÏά (-Ï„Ï-).
176. ἠλίβατος, ον : «Ï…ψηλός, απόκÏημνος».
177. καὶ Î³Î¬Ï : σÏμφωνα με τον Denniston ([5] 108), συνδετικό είναι το γάÏ, ενώ ο σÏνδεσμος καί σημαίνει «Ï€Ïάγματι» (επεξηγηματικός).
177. δεδμημÎνος : ποιητ. μτχ. παθ. Ï€Ïκμ.· αόÏ. á¼Î´Î¼Î®Î¸Î·Î½ / á¼Î´Î¬Î¼Î·Î½ = δαμάζω, «Ï…ποτάσσω».
177. τι εἰπεῖν : για τη χασμωδία βλ. 1.
178. οἱ : δοτ. ηθική.
177-178. οὔτΠτι εἰπεῖν / οὔτ’ á¼”Ïξαι δÏναται : οι δÏο βασικÎÏ‚ δÏαστηÏιότητες της πολιτικής ζωής· πβ. Ιλ. 442-443 τοὔνεκά με Ï€Ïοέηκε διδασκέμεναι τάδε πάντα, / μύθων τε ῥητῆÏ' ἔμεναι Ï€ÏηκτῆÏá½± τε á¼”Ïγων.
«ÎŸ τόνος είναι βίαιος και παθιασμÎνος· Ï€Î¿Î»Ï ‘θεογνίδειος’», σÏμφωνα με τον van Groningen ([1-18] 70). Η απαισιοδοξία Îχει κοÏυφωθεί σε απελπισία: η φτώχεια βαÏαίνει πεÏισσότεÏο κι από τα γηÏατειά, που τόσο μισοÏν οι ελεγειακοί ποιητÎÏ‚ (βλ. Ï€.χ. 527-528, 1129-1132· πβ. 567-570, 1017-1022 = Μίμν. 5.1-6), πεÏισσότεÏο κι απ’ την αÏÏώστεια, γιατί δαμάζει τον άνθÏωπο, τον δÎνει και δεν τον αφήνει να Ï€Ïάξει και να μιλήσει ελεÏθεÏα· καλÏτεÏα, λοιπόν, να πεθάνει κανείς. Η απελπισία ενός αÏιστοκÏάτη που Îχει χάσει την πεÏιουσία του και τη θÎση του, Ï€Ïοφανώς· που υποφÎÏει ίσως όχι τόσο από την Îλλειψη αγαθών, αλλά από την απώλεια της κοινωνικής του ταυτότητας. Όπως οÏθά παÏατηÏεί η Cobb-Stevens ([19-38] 160 κεξ.), Îνα βασικό διακÏιτικό γνώÏισμα των ἀγαθῶν είναι η δυνατότητα που Îχουν να συμμετÎχουν ενεÏγά στη ζωή της πόλης· και η δυνατότητα αυτή σχετίζεται δίχως άλλο με την οικονομική τους δÏναμη. Με άλλα λόγια, ο πλοÏτος δεν εκτιμάται μόνον ως πλοÏτος, μα ως απαÏαίτητη συνθήκη για να μποÏεί κανείς να εκπληÏώσει τις κοινωνικÎÏ‚ και πολιτικÎÏ‚ υποχÏεώσεις του: να διασκεδάζει τους φίλους του, να πληÏώνει τα χÏÎη του, να ενεÏγεί και να μιλά για την πόλη του, να Îχει τη θÎση την δÎουσα μÎσα στην κοινωνία, αυτή που του αναλογεί. Î Ïοφανώς, δεν μποÏεί να θεωÏηθεί αναγκαία συνθήκη για να θεωÏηθεί κάποιος ἀγαθός, μα η απώλεια του πλοÏτου σίγουÏα εμποδίζει τον ἀγαθόν να ανταποκÏιθεί στον Ïόλο του. Γι’ αυτό και επανÎÏχεται τόσο συχνά το θÎμα της φτώχειας στη συλλογή· και τη χαÏακτηÏίζει ο ποιητής χαλεπήν (182), δειλήν (351), θυμοφθόÏον (155), οá½Î»Î¿Î¼Îνη (1062), μητÎÏα ἀμηχανίης (385). |
179-180Ο Στοβαίος (4.32.36) παÏαθÎτει τους στ. 179-180 αμÎσως μετά τους στ. 155-158 ως Îνα ποίημα. Τα δÏο ποιήματα, εντοÏτοις, είναι Ï€Î¿Î»Ï Î´Î¹Î±Ï†Î¿Ïετικά: στο Ï€Ïώτο ο ποιητής συμβουλεÏει τον ΚÏÏνο να μην κατηγοÏεί ποτΠκαι κανÎναν για τη φτώχεια του, γιατί η ζωή είναι ασταθής· στο δεÏτεÏο παÏατηÏεί πως Ï€ÏÎπει οπωσδήποτε να βÏουν μια λÏση για τη φτώχεια. Είναι Ï€ÏοφανÎÏ‚ πως το μόνο σημείο επαφής είναι η αναφοÏά στη φτώχεια. |
181-182
182. τείÏω : μόνο σε ενεστ. και Ï€ÏÏ„., ενεÏγ. και παθ., και αιολ. απÏμφ. παθ. Ï€Ïκ. Ï„ÎτοÏθαι : «ÎµÎ¾Î±Î½Ï„λώ, συντÏίβω, θλίβω, στεναχωÏÏŽ, Ï€Ïοκαλώ πόνο».
ΣυνεπτυγμÎνη διατÏπωση της ιδÎας που είδαμε στους στ. 173-178. Ο Harrison [3] θεωÏεί πως οι στ. 173-178 και 179-180 αποτελοÏν Îνα ενιαίο ποίημα· ο Young [5-10] Ï€ÏοσθÎτει και τους στ. 181-182 και επισημαίνει πως τα ημιεπή όλων των πενταμÎÏ„Ïων της ενότητας 173-182 ομοικαταληκτοÏν· επιπλÎον, οι στ. 181-182 μας επαναφÎÏουν στην αÏχή του ποιήματος, δημιουÏγώντας Îνα σαφÎÏ‚ κυκλικό σχήμα. Τη θÎση αυτή υιοθετεί και ο Campbell [19]. Ο van Groningen ([1-18] 71), εντοÏτοις, επισημαίνει πως η εÏμηνεία δεν Ï€ÏÎπει να στηÏίζεται σε καθαÏά μοÏφολογικά χαÏακτηÏιστικά Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î¿Ï… είδους· αυτό που Îχει μεγαλÏτεÏη σημασία είναι η συνÎπεια της σκÎψης και η αλληλουχία των ιδεών που διατυπώνονται· και διευκÏινίζει: «ÎŒÏ„αν μιλώ για αλληλουχία των ιδεών δεν εννοώ τους λεπτοÏÏ‚ συσχετισμοÏÏ‚ που μποÏεί να ανακαλÏψει κανείς ανάμεσα στις γÏαμμÎÏ‚, αλλά τα όσα λÎνε οι στίχοι καθαÏά και απλά». Όσον αφοÏά την αλληλουχία αυτή, λοιπόν, ο van Groningen θεωÏεί πως Ï€ÎÏα από τη γενικότεÏη θεματική συγγÎνεια δεν υπάÏχει κάποιο στοιχείο που να επιβάλλει την εÏμηνεία του Young: τόσο το δίστιχο 179-180, όσο και το δίστιχο 181-182 είναι Ï€Î¿Î»Ï Î±Î´Ïναμα εν σχÎσει Ï€Ïος τους οÏμητικοÏÏ‚ στ. 173-178 (άποψη που υποστηÏίζει και ο Hudson-Williams [1-18] 187). Εξάλλου, οι στ. 179-180 δεν εκφÏάζουν την απελπισία που διακÏίνουμε στους στ. 173-178 και 181-182: αντιθÎτως, μοιάζουν πιο δυναμικοί, πιο ενεÏγητικοί, καθώς εκφÏάζουν την ανάγκη μιας λÏσης. |
183-192
183. κÏιοÏÏ‚ : τα ÎœÎγαÏα ήταν γνωστά για τα κÏιάÏια τους και τη φÏοντίδα των ΜεγαÏÎων να διατηÏήσουν τη Ïάτσα τους καθαÏή· στην πόλη λατÏευόταν η ΔήμητÏα μαλοφόÏος (Παυσ. 1.44.4), ενώ διάσημα ήταν τα μάλλινα των ΜεγάÏων· βλ. ΑÏιστ. Αχ. 519 á¼ÏƒÏ…κοφάντει ΜεγαÏÎων τα χλανίσκια, Ξεν. Απομν. 2.7.6 ΜεγαÏÎων δ’ οἱ πλεῖστοι ἀπὸ á¼Î¾Ï‰Î¼Î¹Î´Î¿Ï€Î¿Î¹Î¯Î±Ï‚ διατÏÎφονται. ΣÏμφωνα με τον ΠλοÏταÏχο, Διογένης á¼Ï€á½³ÏƒÎºÏ‰ÏˆÎµÎ½ εἰπὼν ΜεγαÏέως ἀνδÏὸς βέλτιον εἶναι κÏιὸν á¼¢ υἱὸν γενέσθαι (ΠεÏὶ φιλοπλουτίας 526c 4-6). Στον Στοβαίο, 4.22.99, όπου παÏατίθενται οι στίχοι, τα κÏιάÏια Îχουν αντικατασταθεί από σκÏλους, πιθανώς, όπως παÏατηÏεί ο Campbell ([19] 358) για να Îχει το ποίημα ευÏÏτεÏη απήχηση.
183. κÏιοÏÏ‚ ... ὄνους ... ἵππους : ενδεικτικά της ζωής των ευγενών, κÏÏιοι πόÏοι των οποίων ήταν η καλλιÎÏγεια της γης και η κτηνοτÏοφία. Ο ἵππος αποτελεί κατ’ εξοχήν «ÎµÎ¯Î´Î¿Ï‚ πολυτελείας», ενώ χαÏακτηÏιστική είναι η απουσία της κατσίκας, Î¿Î¹ÎºÎ¹Î±ÎºÎ¿Ï Î¶ÏŽÎ¿Ï… των φτωχών οικογενειών· πβ. 55.
184. εá½Î³ÎµÎ½Î®Ï‚, ÎÏ‚ : για τα ζώα, «ÎºÎ±Î»Î®Ï‚ Ïάτσας»· το επίθετο αποτελεί την εμφαντική κατάληξη του Ï€ÏοηγοÏμενου στίχου με τον οποίο και ανήκει νοηματικά (διασκελισμός)· συντακτικά απομονωμÎνο από τον υπόλοιπο πεντάμετÏο, κατÎχει σίγουÏα μια εξÎχουσα θÎση.
185. βήσεσθαι : απαÏÎμφατο αοÏίστου, πβ., Ï€.χ., Ιλ. Α 448 Ὡς ἄÏα φωνήσασ’ ἀπεβήσετο (Hudson-Williams [1-18], van Groningen [1-18]). Θα μποÏοÏσαμε, εντοÏτοις, να θεωÏήσουμε ότι Ï€Ïόκειται και για απαÏÎμφατο μÎλλοντα, αν και εξαÏτάται από Ïήμα εφετικό· βλ. Goodwin [121] §113: «ÏŒÏ„αν ο ποιητής ή ο συγγÏαφÎας επιθυμοÏσε να καταστήσει την αναφοÏά στο μÎλλον ιδιαίτεÏα σαφή, το απαÏÎμφατο μÎλλοντα μποÏοÏσε να χÏησιμοποιηθεί κατ’ εξαίÏεσιν [...] Κάποτε συναντοÏμε, λοιπόν, τον μÎλλοντα με Ïήματα που σημαίνουν δÏναμαι, á¼Ï€Î¹Î¸Ï…μῶ, κλπ.»· πβ. Ï€.χ. ΗÏόδ. 4.111 βουλόμενοι á¼Î¾ αá½Ï„Îων παῖδας á¼ÎºÎ³ÎµÎ½Î®ÏƒÎµÏƒÎ¸Î±Î¹, Σοφ. Φιλ. 1394 πείσειν δυνησόμεσθα. Μια Ï„Ïίτη πιθανότητα δίνεται από τον Campbell [19] 359: ίσως να Ï€Ïόκειται για απαÏÎμφατο ενεστώτα κάποιου ÎµÏ†ÎµÏ„Î¹ÎºÎ¿Ï Ïήματος βήσομαι.
185. κακὴν κακοῦ : σÏνταξη που παÏαπÎμπει στη σÏνταξη κυÏίων ονομάτων, Ï€.χ. Καλλίας Ἱππονίκου.
185. μελεδαίνω : «Î½Î¿Î¹Î¬Î¶Î¿Î¼Î±Î¹».
184-185. á¼Î¾ ἀγαθῶν βήσεσθαι : δÏο είναι οι πιθανÎÏ‚ εÏμηνείες: (α) το βήσεσθαι είναι μÎσο με ενεÏγητική διάθεση, στην οποία πεÏίπτωση ολόκληÏη η Ï€Ïόταση θα ήταν καί τις βοÏλεται <τὸν κÏιὸν (Ï€.χ.)> βήσεσθαι <αἶγά τινα> á¼Îº <τῶν> ἀγαθῶν (Camerarius [127], Hudson-Williams [1-18] 188, Campbell [19] 358)· (β) το βήσεσθαι είναι παθητικό, στην οποία πεÏίπτωση η Ï€Ïόταση θα ήταν καί τις βοÏλεται <τὴν αἶγαν (Ï€.χ.)> βήσεσθαι <ὑπὸ κÏιοῦ τινος> á¼Îº <τῶν> ἀγαθῶν (van Groningen [1-18] 73).
186. διδῷ : αν και είναι ο πατÎÏας που δίνει συνήθως την Ï€Ïοίκα, εδώ θα Ï€ÏÎπει ίσως να εννοήσουμε ως υποκείμενο την κόÏη, κακὴν κακοῦ, η οποία συνεχίζει να είναι το υποκείμενο του ἀναίνεται στον επόμενο στίχο, και να θεωÏήσουμε πως ο ποιητής δεν εκφÏάζεται με απόλυτη Ï€Ïαγματολογική ακÏίβεια· τη σÏνταξη αυτή δÎχονται ο Carrière [1-18], o Garzya [8] και ο van Groningen [1-18]· ως υποκείμενο εννοεί τον πατÎÏα ο Edmonds [8].
185-186. κακὴν κακοῦ - á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÏ‚ : τα επίθετα Îχουν εδώ σαφή κοινωνική σημασία· ο ποιητής ανησυχεί για τη νόθευση της αÏιστοκÏατίας.
187. ἀναίνομαι : «Î±ÏνοÏμαι ή αποÏÏίπτω πεÏιφÏονητικά, καταφÏονώ».
188. πλουσίου : για την εμφαντική τοποθÎτηση του επιθÎτου στην αÏχή του στίχου, βλ. και 184 εá½Î³ÎµÎ½Îας.
188. ἀφνεόν : μποÏοÏμε να θεωÏήσουμε την Ï€Ïώτη συλλαβή βÏαχεία και να Îχουμε δάκτυλο, ή να τη θεωÏήσουμε μακÏά, οπότε Îχουμε σπονδείο και συνίζηση του –εο– . Στον ΌμηÏο Îχουμε πάντοτε ᾱφν-, όπως και στον Σόλωνα 34.1 W, στον Φωκυλίδη 204, στον ΠίνδαÏο Ολ. 1.10, Πυθ. 11.15, Îεμ. 1.15, απ. 122.2, στον Βακχυλίδη 1.172 και 5.53, στον Σοφοκλή, Ηλ. 457. Η συλλαβή είναι βÏαχεία στον ΠίνδαÏο απ. 124b 8 και στον Βακχυλίδη 17.34. Με άλλα λόγια, στους ποιητÎÏ‚ τους σÏγχÏονους του ΘÎογνη, η συλλαβή είναι συνηθÎστεÏα μακÏά. Στον ΘÎογνη, εδώ αλλά και στον στ. 559, καθώς και στον Αισχ. ΠεÏσ. 3, η συλλαβή μποÏεί να θεωÏηθεί και μακÏά και βÏαχεία, αλλά Ï€Ïοτιμάται συνήθως η μακÏά ποσότητα και η συνίζηση.
189. μÎν : μÎν solitarium, Ï€Ïοσδίδει Îμφαση στα χÏήματα· βλ. σχόλιο στον στ. 5.
189. ἔγημε : γνωμικός αόÏιστος.
189-190. καὶ á¼Îº κακοῦ.../... á¼Î¾ ἀγαθοῦ : σÏμφωνα με τον van Groningen [(1-18] 74) Îχουμε εδώ Îνα χαÏακτηÏιστικό παÏάδειγμα του Ï„Ïόπου με τον οποίο λειτουÏγεί η αντίθεση στην αÏχαιοελληνική σκÎψη: δεν υπάÏχει αμφιβολία πως ο (Ï€Ïαγματικός) ἀγαθός δεν θα Îδινε ποτΠτην κόÏη του σε κάποιον κακόν· η θÎση Ï€Ïοκαλεί την αντίθεση, και η διπολική ÎκφÏαση δηλώνει το σÏνολο – στην Ï€ÏοκειμÎνη πεÏίπτωση, ο ποιητής υπογÏαμμίζει μÎσω της υπεÏβολής την Îκταση στην οποία Îχει φτάσει το απÏόσδεκτο αυτό φαινόμενο.
190. πλοῦτος ἔμειξε γÎνος : το ασÏνδετο σχήμα υπογÏαμμίζει το συμπÎÏασμα.
191. οὕτω : εισάγει το συμπÎÏασμα.
191. ἀστῶν : Ï€Ïοφανώς αναφÎÏεται στους ἀγαθοÏÏ‚.
192. μαυÏοῦσθαι : «Î±Î¼Î±Ï…Ïώνω, τυφλώνω· καθιστώ θολό ή σκοτεινό· αποδυναμώνω».
192. σὺν ... μίσγεται : τμήση.
Στο Ï„ÎταÏτο βιβλίο της Ανθολογίας του, ο Στοβαίος (29c53) δίνει Îνα κείμενο με τον τίτλο Ξενοφῶντος á¼Îº τοῦ πεÏὶ Θεόγνιδος· στο κείμενο αυτό παÏατίθενται οι στ. 183-190. ΈÏγο του Ξενοφώντα με τον τίτλο αυτό δεν αναφÎÏεται πουθενά αλλοÏ, και ως εκ τοÏτου εκφÏάστηκαν αμφιβολίες για την πατÏότητα του κειμÎνου. Κατά πάσα πιθανότητα, χÏονολογείται στις αÏχÎÏ‚ του 4ου αι. Ï€.Χ. Ως αÏχή της θεογνίδειας συλλογής γνωÏίζει τους στ. 183-192 (ἡ á¼€Ïχὴ τῆς ποιήσεως), γεγονός που φαίνεται να υποδηλώνει πως τον 4ο αι. (ήδη ή τουλάχιστον) η συλλογή κυκλοφοÏοÏσε σε μια Îκδοση διαφοÏετική από αυτή που Îχουμε εμείς στη διάθεσή μας· ποια από τις δÏο εκδόσεις είναι Ï€ÏογενÎστεÏη δεν μποÏοÏμε δυστυχώς να το γνωÏίζουμε με βεβαιότητα.
Σχολιάζει, λοιπόν, ο Ξενοφώντας του Στοβαίου: Ταῦτα Ï„á½° ἔπη λέγει τοὺς ἀνθÏώπους οá½Îº á¼Ï€á½·ÏƒÏ„ασθαι γεννᾶν á¼Î¾ ἀλλήλων, κᾶτα γίγνεσθαι τὸ γένος τῶν ἀνθÏώπων κάκιον ἀεὶ μιγνύμενον τὸ χεῖÏον Ï„á¿· βελτίονι. οἱ δὲ πολλοὶ á¼Îº τούτων τῶν á¼Ï€á¿¶Î½ οἴονται τὸν ποιητὴν πολυχÏημοσύνην τῶν ἀνθÏώπων κατηγοÏεῖν καὶ ἀντὶ χÏημάτων ἀγένειαν καὶ κακίαν ἀντικαταλλάττεσθαι εἰδότας. á¼Î¼Î¿á½¶ δὲ δοκεῖ ἄγνοιαν κατηγοÏεῖν πεÏὶ τὸν αá½Ï„ῶν βίον. Με άλλα λόγια, ο «ÎžÎµÎ½Î¿Ï†ÏŽÎ½Ï„ας» θεωÏεί, αντίθετα Ï€Ïος την κοινή γνώμη, πως το θÎμα των θεογνίδειων στίχων είναι η ευγονική. Με παÏόμοιο Ï„Ïόπο Ï€ÏοσÎλαβε το ποίημα και ο ΚάÏολος ΔαÏβίνος, ο οποίος γÏάφει: «ÎŸ Έλληνας ποιητής ... είδε Ï€Ïοφανώς πόσο σημαντική είναι η επιλογή για τη βελτίωση του ανθÏωπίνου είδους, όταν εφαÏμόζεται Ï€Ïοσεχτικά. Κατάλαβε, κατά τον ίδιο Ï„Ïόπο, ότι ο πλοÏτος συχνά εμποδίζει τη σωστή λειτουÏγία της σεξουαλικής επιλογής» (The Descent of Man, Λονδίνο 1874², κεφ. 2). Είναι Ï€ÏοφανÎÏ‚, βÎβαια, πως μια Ï„Îτοια εÏμηνεία των στ. 183-192 είναι μάλλον υπεÏβολική και αναχÏονιστική: ο ΘÎογνης δεν μιλάει για βιολογικÎÏ‚ ή βιολογικά κληÏονομημÎνες ιδιότητες, οÏτε ενδιαφÎÏεται για τη δημιουÏγία της άÏειας φυλής· για τον ΘÎογνη το θÎμα της ανωτεÏότητας και της κατωτεÏότητας είναι καθαÏά κοινωνικο-οικονομικό: σημασία Îχει εν Ï„Îλει η κοινωνική και όχι η βιολογική ταυτότητα του καθενός, η τάξη στην οποία Îχει γεννηθεί και όχι ο γενετικός του κώδικας. Βλ. M. F. Ashley Montagu, “Theognis, Darwin, and Social Selection”, Isis 37 (1947) 24-26 και Carrière [1-18] 100.
Ο λόγος της ανησυχίας του ποιητή δίνεται με επιγÏαμματικό Ï„Ïόπο στον τελευταίο στίχο: σὺν Î³á½°Ï Î¼Î¯ÏƒÎ³ÎµÏ„Î±Î¹ á¼ÏƒÎ¸Î»á½° κακοῖς. Με άλλα λόγια, οι στίχοι αναπτÏσσουν με Îναν ιδιαίτεÏα γÏαφικό Ï„Ïόπο την ιδÎα που διατυπώθηκε ήδη στους στ. 53-68: τα ÏŒÏια Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ κοινωνικών τάξεων Îχουν πάψει να είναι σαφή, ευδιάκÏιτα και αναμφισβήτητα, καθώς παÏατηÏείται μια κινητικότητα Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ μελών τους. Εδώ, όμως, ο ποιητής Ï€ÏοχωÏεί ακόμη πιο Ï€ÎÏα και πεÏιγÏάφει μια κατάσταση ακόμη πιο Ï„Ïομακτική: δεν είναι μόνο ο πλοÏτος που κατανÎμεται διαφοÏετικά, οÏτε μόνον οι αξιολογικοί ÏŒÏοι που Îχουν χάσει την Ï€Ïαγματική τους σημασία· είναι που το γÎνος το ίδιο των αÏιστοκÏατών μολÏνεται, χάνει την καθαÏότητά του, καθώς νÎοι και παλαιοί αÏιστοκÏάτες αποκτοÏν οικογενειακοÏÏ‚ πλÎον δεσμοÏÏ‚: ο á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÏ‚ παντÏεÏεται την κόÏη του κακοῦ, και ο κακός την κόÏη του ἀγαθοῦ. Και όλα αυτά υποκινοÏνται από τη δÏναμη του χÏήματος: χÏήματα μὲν τιμῶσι (189)· πλοῦτος ἔμειξε γÎνος (190) – αυτή είναι η αλήθεια που βλÎπει ο ποιητής, και η αλήθεια δεν χÏειάζεται καλλωπισμό, Ï€ÏοσδιοÏισμοÏÏ‚ ή αναλÏσεις· δίνεται λιτά και επιγÏαμματικά, γυμνή κι απόλυτη.
|
193-196
193. αá½Ï„ός τοι ταÏτην : οι δεικτικÎÏ‚ αντωνυμίες δεν Îχουν σημείο αναφοÏάς, γεγονός που φαίνεται να υποδηλώνει πως το τετÏάστιχο αποσπάσθηκε κάποια στιγμή από μια ευÏÏτεÏη σÏνθεση. Î Ïος την ίδια κατεÏθυνση οδηγεί εξάλλου και το τοι· βλ. 161.
194. οἴκους : ο πληθ. με την Îννοια του εν. και στον ΌμηÏο, Οδ. ω 417 á¼Îº δὲ νÎκυς οἴκων φόÏεον· πβ. ακόμη τη χÏήση των λÎξεων δώματα (κ 210), μÎγαÏα (Ε 193), θάλαμοι (Πίνδ. Ολ. 5.13).
195. εὔδοξος : «Î¼Îµ καλό όνομα, ευυπόληπτος».
196. á¼Î½Ï„Ïω και á¼Î½Ï„Ïνω : «ÎµÏ„οιμάζω· πιÎζω».
196. τλήμων, ονος : ποιητ. επίθ. «Ï…πομονετικός, καÏτεÏικός· παÏάτολμος, απεÏίσκεπτος».
Τα χειÏόγÏαφα δίνουν τους στίχους ως συνÎχεια των στ. 183-192· Îνα ποίημα βλÎπει και ο W. J. Verdenius, (“L'association des idées comme principe de composition dans Homère, Hésiode, Théognis”, REG 73 (1960) 359).
Oι εκδότες, όμως, και οι πεÏισσότεÏοι μελετητÎÏ‚ διακÏίνουν δÏο ποιήματα. Δεν υπάÏχει αμφιβολία πως οι δεικτικÎÏ‚ αντωνυμίες με τις οποίες ξεκινάει το τετÏάστιχο εÏκολα παÏαπÎμπουν στα Ï€Ïόσωπα του Ï€ÏοηγοÏμενου ποιήματος. Î ÏÎπει, εντοÏτοις, να Ï€ÏοσÎξουμε πως τα δÏο ποιήματα, παÏά την κοινή θεματική τους, Îχουν δίχως άλλο διαφοÏετική Ï€Ïοοπτική: οι στ. 183-192 εκφÏάζουν την απογοήτευση και την αγανάκτηση του ποιητή, που βλÎπει ακόμη και τους ίδιους τους ἀγαθοÏÏ‚ να συμβιβάζονται με τη νÎα Ï€Ïαγματικότητα και, υποκινημÎνοι από την επιθυμία για χÏήματα, να καταδÎχονται Îναν γάμο με κόÏη κατώτεÏης καταγωγής· οι στ. 193-196, αντίθετα, δεν εκφÏάζουν αγανάκτηση, αλλά κατανόηση, και Ï€Ïοβάλλουν μια σαφή δικαιολογία για τη συμπεÏιφοÏά των ἀγαθῶν: είναι η ανάγκη που τους πιÎζει, η ίδια ανάγκη που κάνει τον άνθÏωπο τλήμονα, καÏτεÏικό απÎναντι στις δυσκολίες και τις αναποδιÎÏ‚ της ζωής· Îχουν πλήÏη επίγνωση της κατάστασης (εἰδώς 194), μα δεν Îχουν επιλογή. Το λεξιλόγιο βαÏÏ ÎºÎ¹ αποπνικτικό, ο ἀγαθός ἄγεται πειθόμενος, γιατί κÏατεÏή μιν ἀνάγκη á¼Î½Ï„Ïει, και Ï€ÏÎπει να είναι τλήμων: η βοÏληση του ἀγαθοῦ μοιάζει να Îχει παÏαλÏσει μπÏοστά σε μια κατάσταση που επιβάλλεται ενάντια στη θÎλησή του. Ο H. Fränkel (Dichtung und Philosophie des frühen Griechentums: eine Geschichte der griechischen Literatur von Homer bis Pindar, New York 1951, 514) θεωÏεί τη διαφοÏά ανάμεσα στα δÏο ποιήματα ενδεικτική της διαφοÏετικής Ï€ÏοÎλευσής τους: οι στ. 183-192 είναι του ΘÎογνη, αλλά οι στ. 193-196 είναι κάποιου άλλου, άγνωστου σε εμάς, ποιητή. Μια Ï„Îτοια πιθανότητα δεν μποÏεί, βÎβαια, να αποÏÏιφθεί. Δεν Ï€ÏÎπει, όμως, να θεωÏοÏμε απίθανο Îνας μόνο ποιητής να μποÏεί να Ï€Ïοσλάμβάνει και να εÏμηνεÏει το ίδιο γεγονός με πολλοÏÏ‚, διαφοÏετικοÏÏ‚ Ï„Ïόπους: η θεογνίδεια ποίηση είναι ποίηση συμποτική και πεÏιστασιακή, συντίθεται δηλαδή ανάλογα με τις συνθήκες εκτÎλεσης· είναι Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¸Î±Î½ÏŒ πως ο ΘÎογνης συνÎθεσε τους στ. 183-192 για μια πεÏίσταση και τους στ. 193-196 για κάποια άλλη, και τα δÏο ποιήματα τοποθετήθηκαν εν Ï„Îλει δίπλα δίπλα στη συλλογή λόγω της θεματικής τους συγγÎνειας· ή ακόμη, πως ο ποιητής συνÎθεσε τα δÏο ποιήματα ως θÎση και αντίθεση, ως ζεÏγος κατά κάποιον Ï„Ïόπο: οι στ. 193-196 απαντοÏν στους στ. 183-192.
|
197-208
198. καθαÏῶς : «Î¼Îµ καθαÏά χÎÏια, με ειλικÏίνεια»· εμφαντική τοποθÎτηση του επιÏÏήματος καθαÏῶς στην αÏχή του στίχου: η Ï„ÏιημιμεÏής τομή επιτείνει την Îμφαση.
198. παÏμόνιμος, ον = παÏαμόνιμος, «ÏƒÏ„αθεÏός, μόνιμος»· αποκοπή: βλ. 119 και πιο κάτω 200 Ï€á½°Ï Ï„á½¸ δίκαιον· λÎξη εξίσου σημαντική με το επίÏÏημα καθαÏῶς, καταλαμβάνει την αÏχή και το μεγαλÏτεÏο μÎÏος του δεÏτεÏου ημιεποÏÏ‚ με Îμφαση.
199. παÏá½° καιÏόν : πβ. 401 κεξ. μηδὲν ἄγαν σπεÏδειν· καιÏὸς δ’ á¼Ï€á½¶ πᾶσιν ἄÏιστος / á¼”Ïγμασιν. 200. κτήσεται : υποτακτική σιγμόληκτου αοÏίστου με βÏÎ±Ï‡Ï Î¸ÎµÎ¼Î±Ï„Î¹ÎºÏŒ φωνήεν, σÏμφωνα με τις απαιτήσεις του μÎÏ„Ïου· για την εκφοÏά του Ï…Ï€Î¿Î¸ÎµÏ„Î¹ÎºÎ¿Ï Î»ÏŒÎ³Î¿Ï… (αόÏιστη επανάληψη στο παÏόν-μÎλλον) με εἰ + υποτακτική, βλ. 121.
202. ἔγεντο : γ΄ ενικ. αοÏ. του γίγνομαι.
202. θεῶν : συνίζηση.
203-204. á¼Ï€’ αá½Ï„οῦ Ï€Ïήγματος : «ÎµÏ€’ αυτοφώÏῳ» (á¼Ï€Î¯ με γεν: χÏόνος, πβ. Ï€.χ., á¼Ï€’ εἰÏήνης, Ιλ. Î’ 797).
204. ἀμπλακίη = ἀμπλάκημα, «ÏƒÏ†Î¬Î»Î¼Î±, παÏάπτωμα».
205. χÏÎος : για τη μεταφοÏά και την ιδÎα πως Îνα παÏάπτωμα Îναντι των θεών ή των ανθÏώπων αποτελεί Îνα χÏÎος, πβ. 1195 κεξ. Î¿á½ Î³á½°Ï á¼€Î½ÎµÎºÏ„á½¸Î½ / ἀθανάτους κÏÏψαι χÏεῖος ὀφειλόμενον και Σοφ. ΟΚ 235 μή τι Ï€ÎÏα χÏÎος á¼Î¼á¾· πόλει Ï€Ïοσάψῃς. 207. καταμάÏπτω : «Ï€Ïολαβαίνω, Ï€Ïοφθάνω».
207. ἀναιδής, ÎÏ‚ : «Î±Î½Î±Î¯ÏƒÏ‡Ï…ντος, αδιάντÏοπος· άπληστος».
207-208. θάνατος ... á¼Ï€á½¶ βλεφάÏοις ἕζετο : η ÎκφÏαση χÏησιμοποιείται για τον Ïπνο, πβ., Ï€.χ., Ιλ. Κ 26 ὕπνος á¼Ï€á½¶ βλεφάÏοισιν á¼Ï†Î¯Î¶Î±Î½Îµ· ο Θάνατος και ο Ύπνος είναι αδÎÏφια (Ησίοδ. Θεογ. 211-212) και συμπεÏιφÎÏονται με τον ίδιο Ï„Ïόπο.
Μια Ï€Ïοσπάθεια ηθικής ή και μεταφυσικής τεκμηÏίωσης και επικÏÏωσης της πεÏί πλοÏτου άποψης του ποιητή. Η ηθική οÏολογία επιβάλλεται στο ποίημα: σὺν δίκῃ (197), ἀδίκως (199), παÏá½° καιÏόν (199), Ï€á½°Ï Ï„á½¸ δίκαιον (200), τίνονται (204), ἀμπλακίας (204), ἔτεισε (205), ἄτην (206), δίκη (207). Την ίδια στιγμή συναντοÏμε λÎξεις που επανÎÏχονται συχνά στη συλλογή και υπενθυμίζουν κάποια από τα βασικά σημεία εστίασης της σκÎψης του ποιητή: καθαÏῶς (198), φιλοκεÏδÎι (199), κÎÏδος (201), δοκεῖ (201). Το νόημα είναι απλό και το Îχουμε ήδη συναντήσει στους στ. 29-30, 86, 145-148: ο πλοÏτος Ï€ÏÎπει να αποκτάται με δίκαιο Ï„Ïόπο. Το νÎο στοιχείο, όπως είπαμε, είναι η Îμφαση στη θεϊκή συμμετοχή και επικÏÏωση: ο δίκαιος Ï„Ïόπος είναι ο Ï„Ïόπος του Δία· οι θεοί, που είναι Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¿ δυνατοί απ’ τους ανθÏώπους, θÎλουν τη δικαιοσÏνη και, αÏγά ή γÏήγοÏα, τιμωÏοÏν την αδικία· ακόμη κι αν δεν τιμωÏείται άμεσα αυτός που αδίκησε, τιμωÏοÏνται τα παιδιά του, γιατί η θεία τιμωÏία είναι νόμος τελεσίδικος κι αναπόφευκτος. Η ιδÎα του δίκαιου και του άδικου πλοÏτου εμφανίζεται, βÎβαια, στον Ησίοδο, ΈÏγα 320: χÏήματα δ’ οá½Ï‡ á¼Ïπακτά, θεόσδοτα πολλὸν ἀμείνω· Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσότεÏο, όμως, θυμίζει η θεογνίδεια θεοδικία την ελεγεία που απευθÏνει ο Σόλωνας στις ΜοÏσες (13 W): κι εκεί ακοÏμε για τον δίκαιο και τον άδικο πλοÏτο, για τον Δία που γνωÏίζει το Ï„Îλος όλων των Ï€Ïαγμάτων και για τη δικαιοσÏνη του, την τιμωÏία που ÎÏχεται σαν άνεμος ανοιξιάτικος που σκοÏπίζει τα σÏννεφα κι αφήνει τον ήλιο να φανεί· ακοÏμε γι’ αυτή τη θεοδικία που είναι νόμος φυσικός, ο άδικος να τιμωÏείται, άλλοτε ο ίδιος, άλλοτε τα παιδιά του. ΥπάÏχει μεγάλη ομοιότητα θεματική ανάμεσα στα δÏο ποιήματα, υπάÏχει, όμως, και μια σημαντική διαφοÏά που Îχει να κάνει με την εστίαση: απÎναντι στο Σόλωνα που διατηÏεί μια πολυεστιακή Ï€Ïοοπτική και μια Ï€ÏοσÎγγιση πιο γενική και ίσως πιο πανανθÏώπινη, ο ΘÎογνης εστιάζει στο θÎμα του άδικου πλοÏτου και Ï€ÏοσφÎÏει Îνα κείμενο κλειστό: πίσω από τη γενική γνώμη μποÏοÏμε ακόμη να διακÏίνουμε τη συγκεκÏιμÎνη αφοÏμή, στοιχείο που αποδυναμώνει το ποίημα. Ο λόγος του ΘÎογνη, με την Îμφαση στο κÎÏδος που μποÏεί να αποδειχθεί κακόν (201-202), είναι πάντα ο λόγος του αÏιστοκÏάτη που Îχει χάσει τη θÎση του. Η Ï€Ïοσπάθεια του να εξηγήσει με ÏŒÏους θεολογικοÏÏ‚ την αναγκαιότητα της δικαιοσÏνης είναι μια Ï€Ïοσπάθεια συμφιλίωσης με την Ï€Ïαγματικότητα, η οποία όμως δεν είναι ιδιαίτεÏα επιτυχημÎνη ή πειστική: κι αυτό γιατί η δικαιοσÏνη του μοιάζει μονόπλευÏη και μονοσήμαντη, η πίστη του πεισματική αντίδÏαση σε μια δυσάÏεστη και ανεξÎλεγκτη κατάσταση και ο λόγος του εκφοβισμός μάλλον παÏά Ï€ÏοτÏοπή. |
|