173-208, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

173-1781
ἄνδρ’ ἀγαθὸν πενίη πάντων δάμνησι μάλιστα,
   καὶ γήρως πολιοῦ Κύρνε καὶ ἠπιάλου∙
ἣν δὴ χρὴ φεύγοντα καὶ ἐς μεγακήτεα πόντον
   ῥιπτεῖν καὶ πετρέων Κύρνε κατ’ ἠλιβάτων.
καὶ γὰρ ἀνὴρ πενίῃ δεδμημένος οὔτέ τι εἰπεῖν
   οὔτ’ ἔρξαι δύναται, γλῶσσα δέ οἱ δέδεται.

179-1802
χρὴ γὰρ ὁμῶς ἐπὶ γῆν τε καὶ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
   δίζησθαι χαλεπῆς Κύρνε λύσιν πενίης.

181-1823
τεθνάμεναι φίλε Κύρνε πενιχρῷ βέλτερον ἀνδρὶ
   á¼¢ ζώειν χαλεπῇ τειρόμενον πενίῃ.

183-1924
κριοὺς μὲν καὶ ὄνους διζήμεθα Κύρνε καὶ ἵππους
   εὐγενέας, καί τις βούλεται ἐξ ἀγαθῶν
βήσεσθαι∙ γῆμαι δὲ κακὴν κακοῦ οὐ μελεδαίνει
   ἐσθλὸς ἀνήρ, ἤν οἱ χρήματα πολλὰ διδῷ,
οὐδὲ γυνὴ κακοῦ ἀνδρὸς ἀναίνεται εἶναι ἄκοιτις
   πλουσίου, ἀλλ’ ἀφνεὸν βούλεται ἀντ’ ἀγαθοῦ.
χρήματα μὲν τιμῶσι∙ καὶ ἐκ κακοῦ ἐσθλὸς ἔγημε
   καὶ κακὸς ἐξ ἀγαθοῦ∙ πλοῦτος ἔμειξε γένος.
οὕτω μὴ θαύμαζε γένος Πολυπαΐδη ἀστῶν
   μαυροῦσθαι∙ σὺν γὰρ μίσγεται ἐσθλὰ κακοῖς.

193-1965
[αὐτός τοι ταύτην] εἰδὼς κακόπατριν ἐοῦσαν
   εἰς οἴκους ἄγεται χρήμασι πειθόμενος,
εὔδοξος κακόδοξον, ἐπεὶ κρατερή μιν ἀνάγκη
   ἐντύει, á¼¥ Ï„’ ἀνδρὸς τλήμονα θῆκε νόον.

197-2086
χρῆμα δ’ ὃ μὲν Διόθεν καὶ σὺν δίκῃ ἀνδρὶ γένηται
   καὶ καθαρῶς, αἰεὶ παρμόνιμον τελέθει∙
εἰ δ’ ἀδίκως παρὰ καιρὸν ἀνὴρ φιλοκερδέι θυμῷ
   κτήσεται, εἴθ’ ὅρκῳ πὰρ τὸ δίκαιον ἑλών,
αὐτίκα μέν τι φέρειν κέρδος δοκεῖ, ἐς δὲ τελευτὴν
   αὖθις ἔγεντο κακόν, θεῶν δ’ ὑπερέσχε νόος. 
ἀλλὰ τάδ’ ἀνθρώπων ἀπατᾷ νόον∙ οὐ γὰρ ἐπ’ αὐτοῦ
   τίνονται μάκαρες πρήγματος ἀμπλακίας,
ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος, οὐδὲ φίλοισιν
   ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν∙
ἄλλον δ’ οὐ κατέμαρψε δίκη∙ θάνατος γὰρ ἀναιδὴς
   πρόσθεν ἐπὶ βλεφάροις ἕζετο κῆρα φέρων.

173-178
Πιότερο από όλα, κι από τα γκρίζα ακόμη γηρατειά κι από τον ψηλό τον πυρετό, τον ευγενή δαμάζει η πενία· αυτήν πρέπει να την αποφύγεις και να ριχτείς πέρα από τα απόκρημνα βράχια ή μέσα βαθιά στη θάλασσα. Γιατί αυτός που έχει δαμαστεί από την πενία ούτε να πει ούτε να πράξει τίποτα μπορεί, μα είναι η γλώσσα του δεμένη.

179-180
Σε γη και θάλασσα εξίσου πρέπει να αναζητεί κανείς πώς θα απελευθερωθεί από τη δύσκολη τη φτώχια.

181-182
Καλύτερα να πεθάνει, Κύρνε μου, ο άνθρωπος ο φτωχός, παρά να ζει και να κατατρύχεται από τη δύσκολη τη φτώχια.

183-192
Κριάρια, γαϊδούρια κι άλογα ζητούμε, Κύρνε, από καλό σόι, και θέλει κανείς τα ζώα του να ζευγαρώνουν με την καλύτερη γενιά· κι όμως, ο ευγενής, αν του δώσουν χρήματα πολλά, δεν νοιάζεται κι αν σμίγει με κόρη ταπεινής καταγωγής και ταπεινού πατέρα, κι ούτε αρνείται μια γυναίκα να πάρει άνδρα ταπεινής καταγωγής μα πλούσιο, μα προτιμά τον πλούσιο παρά τον αρχοντογεννημένο... Τα χρήματα, βέβαια, τιμούν· κι έτσι έσμιξε ο ανώτερος με κόρη άνδρα κατώτερου, και ο κατώτερος με κόρη άνδρα ανώτερου· τη νόθευσε ο πλούτος τη γενιά μας. Γι’ αυτό μην απορείς, Πολυπαΐδη, που αμαυρώνεται το γένος των αστών· γιατί σμίγουν τα καλά με τα άσχημα.

193-196
Ενώ γνωρίζει ο ίδιος πως αυτή είναι ταπεινής καταγωγής, τη φέρνει σπίτι του, αφού τον έπεισαν τα χρήματα, με όνομα αυτός αυτήν μία ασήμαντη, γιατί τον πιέζει η πανίσχυρη ανάγκη, που κάνει τον άνθρωπο παράτολμο.

197-208
ÎŒ,τι αποκτά κανείς απ’ το θεό Δία και με δίκαιο και καθαρό τρόπο, αυτό είναι παντοτινό και μόνιμο· αν, όμως, άδικα και παράκαιρα το αποκτήσει και από απληστία, ή με επιορκία, εκείνη τη στιγμή νομίζει πως έχει κάποιο κέρδος, στο τέλος, όμως, έρχεται η συμφορά, και υπερισχύει έτσι η βούληση των θεών. Μα να πώς εξαπατάται ο νους των ανθρώπων: γιατί οι θεοί δεν τιμωρούν τα αμαρτήματα αμέσως, αλλά άλλος πληρώνει το κακό του χρέος και δεν αφήνει τη συμφορά να κρέμεται στο μέλλον πάνω από τα παιδιά του· άλλον, όμως, δεν τον προφθάνει η δικαιοσύνη: γιατί ο άπληστος ο θάνατος πρόλαβε κι έκατσε στα βλέφαρά του φέρνοντας την καταστροφή.