129-1301
μήτ’ á¼€Ïετὴν εὔχου ΠολυπαÎδη ἔξοχος εἶναι
μήτ’ ἄφενος∙ μοῦνον δ’ ἀνδÏὶ γÎνοιτο Ï„Ïχη.
131-1322
οá½Î´á½²Î½ á¼Î½ ἀνθÏώποισι πατÏὸς καὶ μητÏὸς ἄμεινον
ἔπλεθ’, ὅσοις á½ÏƒÎ¯Î· ΚÏÏνε μÎμηλε δίκη.
133-1423
οá½Î´Îµá½¶Ï‚ ΚÏÏν’ ἄτης καὶ κÎÏδεος αἴτιος αá½Ï„ός,
ἀλλὰ θεοὶ τοÏτων δώτοÏες ἀμφοτÎÏων∙
οá½Î´Î τις ἀνθÏώπων á¼Ïγάζεται á¼Î½ φÏεσὶν εἰδὼς
á¼Ï‚ Ï„Îλος εἴτ’ ἀγαθὸν γίνεται εἴτε κακόν.
πολλάκι Î³á½°Ï Î´Î¿ÎºÎων θήσειν κακὸν á¼ÏƒÎ¸Î»á½¸Î½ ἔθηκεν,
καί τε δοκῶν θήσειν á¼ÏƒÎ¸Î»á½¸Î½ ἔθηκε κακόν.
οá½Î´Î τῳ ἀνθÏώπων παÏαγίνεται ὅσσ’ á¼Î¸Îλῃσιν∙
ἴσχει Î³á½°Ï Ï‡Î±Î»ÎµÏ€á¿†Ï‚ πείÏατ’ ἀμηχανίης.
ἄνθÏωποι δὲ μάταια νομίζομεν, εἰδότες οá½Î´Îν∙
θεοὶ δὲ κατὰ σφÎτεÏον πάντα τελοῦσι νόον.
143-1444
οá½Î´ÎµÎ¯Ï‚ πω ξεῖνον ΠολυπαÎδη á¼Î¾Î±Ï€Î±Ï„ήσας
οá½Î´’ ἱκÎτην θνητῶν ἀθανάτους ἔλαθεν.
145-1485
βοÏλεο δ’ εá½ÏƒÎµÎ²Îων ὀλίγοις σὺν χÏήμασιν οἰκεῖν
á¼¢ πλουτεῖν ἀδίκως χÏήματα πασάμενος.
á¼Î½ δὲ δικαιοσÏνῃ συλλήβδην πᾶσ’ á¼€Ïετή ’στιν,
πᾶς δΠτ’ á¼€Î½á½´Ï á¼€Î³Î±Î¸á½¸Ï‚ ΚÏÏνε δίκαιος á¼ÏŽÎ½.
149-1506
χÏήματα μὲν δαίμων καὶ παγκάκῳ ἀνδÏὶ δίδωσιν
ΚÏÏν’∙ á¼€Ïετῆς δ’ ὀλίγοις ἀνδÏάσι μοῖϒ ἕπεται.
151-1527
ὕβÏιν ΚÏÏνε θεὸς Ï€Ïῶτον κακῷ ὤπασεν ἀνδÏί,
οὗ μÎλλει χώÏην μηδεμίαν θÎμεναι.
153-1548
τίκτει τοι κόÏος ὕβÏιν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται
ἀνθÏώπωι καὶ ὅτωι μὴ νόος ἄÏτιος á¾–.
155-1589
μήποτΠμοι πενίην θυμοφθόÏον ἀνδÏὶ χαλεφθεὶς
μηδ’ ἀχÏησμοσÏνην οá½Î»Î¿Î¼Îνην Ï€ÏόφεÏε∙
Ζεὺς Î³Î¬Ï Ï„Î¿Î¹ τὸ τάλαντον á¼Ï€Î¹ÏÏÎπει ἄλλοτε ἄλλως,
ἄλλοτε μὲν πλουτεῖν, ἄλλοτε μηδὲν ἔχειν.
159-16010
μήποτε ΚÏÏν’ ἀγοÏᾶσθαι ἔπος μÎγα∙ οἶδε Î³á½°Ï Î¿á½Î´Îµá½¶Ï‚
ἀνθÏώπων ὅτι νὺξ χἠμÎÏη ἀνδÏὶ τελεῖ.
161-16411
πολλοί τοι χÏῶνται δειλαῖς φÏεσί, δαίμονι δ’ á¼ÏƒÎ¸Î»á¿·,
οἷς τὸ κακὸν δοκÎον γίνεται εἰς ἀγαθόν∙
εἰσὶν δ’ οἳ βουλῇ Ï„’ ἀγαθῇ καὶ δαίμονι δειλῷ
μοχθίζουσι, Ï„Îλος δ’ á¼”Ïγμασιν οá½Ï‡ ἕπεται.
165-16612
οá½Î´Îµá½¶Ï‚ ἀνθÏώπων οὔτ’ ὄλβιος οὔτε πενιχÏὸς
οὔτε κακὸς νόσφιν δαίμονος οὔτ’ ἀγαθός.
167-16813
ἄλλ’ ἄλλῳ κακόν á¼ÏƒÏ„ι, τὸ δ’ ἀτÏεκὲς ὄλβιος οá½Î´Îµá½¶Ï‚
ἀνθÏώπων á½Ï€ÏŒÏƒÎ¿Ï…Ï‚ á¼ Îλιος καθοÏá¾·.
169-17014
ὃν δὲ θεοὶ τιμῶσιν, ὠκαὶ μωμεÏμενος αἰνεῖ∙
ἀνδÏὸς δὲ σπουδὴ γίνεται οá½Î´ÎµÎ¼Î¯Î±.
171-17215
θεοῖς εὔχου, θεοῖς οἷσιν ἔπι κÏάτος∙ οὔτοι á¼„Ï„ÎµÏ Î¸Îµá¿¶Î½
γίνεται ἀνθÏώποις οὔτ’ ἀγάθ’ οὔτε κακά.
|
129-130
129. á¼€Ïετήν : με την Îννοια της διάκÏισης στην κοινωνία, της τιμής ή της θÎσης, της επιτυχίας· η λÎξη δεν Îχει καμία απολÏτως ηθική χÏοιά.
130. μοῦνον : Îκταση της παÏαλήγουσας λόγω του Ï Î¼ÎµÏ„Î¬ το ν· βλ. και 46 εἵνεκα. Ο van Groningen ([1-18] 54) λαμβάνει το επίθετο ως κατηγοÏοÏμενο.
130. γÎνοιτο : ο van Groningen ([1-18] 54) θεωÏεί ότι Ï€Ïόκειται για δυνητική ευκτική, οπότε είτε Ï€Ïόκειται για δυνητική ευκτική χωÏίς το ἂν/κεν, είτε για απλολογία κατά την αντιγÏαφή: <ἂν> ἀνδÏί.
Ο West ([1-18] 151) θεωÏεί πως οι στίχοι αποτελοÏσαν την αÏχή μιας μεγαλÏτεÏης ελεγείας με θÎμα την πολιτική επιτυχία μιας αντεπανάστασης – με άλλα λόγια, ότι Ï€Ïόκειται πιθανότατα για μια αναφοÏά στον πολιτικό αγώνα εναντίον του ΘεαγÎνη. Μια Ï„Îτοια εÏμηνεία δεν είναι αδÏνατη, μα δεν είναι και απαÏαίτητη: οποιοδήποτε γεγονός του 7ου ή του 6ου αιώνα θα μποÏοÏσε να αποτελεί την ιστοÏική αφοÏμή του ποιήματος. Όπως παÏατηÏεί ο ίδιος ο West, ο πλοÏτος και η κοινωνική διάκÏιση αποτελοÏν τους δÏο ÏŒÏους της ηθικής αÏιθμητικής του ΘÎογνη, κι αυτή είναι η ψυχολογία και η παθολογία που αναπτÏσσει η αÏιστοκÏατία ως αντίδÏαση σε κάθε αλλαγή που απειλεί τη θÎση της.
Η Îννοια της Ï„Ïχης απουσιάζει από την επική ποίηση. Î Ïώτη φοÏά κάνει λόγο για την Ï„Ïχη ως δÏναμη Ïυθμιστική της ζωής ο ΑÏχίλοχος, 16 W Πάντα ΤÏχη καὶ ΜοῖÏα, ΠεÏίκλεες, ἀνδÏὶ δίδωσιν. Φαίνεται, λοιπόν, πως η Îννοια αυτή, που παÏαπÎμπει δίχως άλλο όχι μόνο στην ανεξιχνίαστη ουσία, αλλά και στην αστάθεια και τη Ïευστότητα της ίδιας της ζωής, αποκτά όλο και πεÏισσότεÏη σημασία στην ελληνική σκÎψη την εποχή ακÏιβώς των μεγάλων μετασχηματισμών του 7ου και 6ου αι.: οι μετασχηματισμοί αυτοί είναι απÏόσμενοι, Ïιζικοί και αμετάκλητοι, και ο αÏιστοκÏάτης που αισθάνεται τη ζωή του και την ÏπαÏξή του να σαÏώνεται από μια Ï„Îτοια ανεξÎλεγκτη δÏναμη δεν μποÏεί παÏά να παÏαλÏει και να ομολογεί την αδυναμία του. Τα πάντα μοιάζουν να οÏίζονται από την Ï„Ïχη, λείπει η αιτία και ο σκοπός, η λογική συνÎπεια και η ηθική βάση· τι άλλο να ζητήσει κανείς παÏά να Îχει καλή Ï„Ïχη. ΑÏγότεÏα, στην ελληνιστική εποχή, όταν οι πολιτικÎÏ‚ και κοινωνικÎÏ‚ αλλαγÎÏ‚ ταÏάζουν και πάλι την ισοÏÏοπία του ανθÏώπου και η πίστη στους παÏαδοσιακοÏÏ‚ θεοÏÏ‚ του ΟλÏμπου σβήνει σταδιακά, η Ï„Ïχη θεοποιείται και αποτελεί αντικείμενο λατÏείας· βλ. G. Herzog-Hauser στο A. Pauly-G. Wissowa-W. Kroll (εκδ.), Real-Encyclopädie d. klassischen Altertumwissenschaft 7 A 2 (1943) 1643-89.
|
131-132
132. ἔπλεθ’ : Ï€Îλω και Ï€Îλομαι : ποιητ. και αιολ., δωÏ. και ιων. πεζ.: «Î³Î¯Î½Î¿Î¼Î±Î¹, είμαι, Îχω γίνει».
132. μÎμηλε : επ. και λυÏ. Ï€Ïκμ. του μÎλω : «ÎµÎ¯Î¼Î±Î¹ αντικείμενο φÏοντίδας ή σκÎψης».
132. á½ÏƒÎ¯Î· δίκη : το επίθετο Ï€Ïοσδίδει στο ουσιαστικό μια θÏησκευτική χÏοιά.
Μια αναπάντεχη γνώμη, φαινομενικά τουλάχιστον ανεξάÏτητη νοηματικά από το κÏÏιο σώμα της συλλογής. ΕντοÏτοις, η συμπεÏιφοÏά εντός της οικογÎνειας αποτελεί Îνδειξη της γενικότεÏης πολιτικής και κοινωνικής συμπεÏιφοÏάς του ἀγαθοῦ: όχι τόσο επειδή η οικογÎνεια αποτελεί Îναν μικÏόκοσμο της κοινωνίας, όσο επειδή οι οικογενειακοί δεσμοί ταυτίζονται με την παÏάδοση και κατά συνÎπεια η τήÏηση των δεσμών αυτών υποδηλώνει πίστη στις παλαιÎÏ‚ αÏιστοκÏατικÎÏ‚ αÏχÎÏ‚. Με άλλα λόγια, τα Ï€Ïόσωπα του πατÎÏα και της μητÎÏας ταυτίζονται με τις αÏχÎÏ‚ ολόκληÏης της αÏιστοκÏατικής τάξης. Όπως παÏατηÏεί ο E. R. Dodds (Οι Έλληνες και το ΠαÏάλογο, μτφ. Γ. ΓιατÏομανωλάκης, Αθήναι 1978, 66 σημ. 101), για την παÏαδοσιακή ηθική «Î· τιμή Ï€Ïος τους γονείς ÎÏχεται σε δεÏτεÏη θÎση στην κλίμακα των καθηκόντων μετά το φόβο Ï€Ïος τους θεοÏÏ‚»· αÏκεί κανείς να θυμηθεί τις παÏαδειγματικÎÏ‚ ιστοÏίες του ΤηλÎμαχου ή του ΟÏÎστη, Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î¬Î»Î»Ï‰Î½· πβ. και την εξίσωση στον Αισχ. Ευμ. 151 ἄθεον ἄνδÏα καὶ τοκεῦσιν πικÏόν. Το ιδεώδες της οικογενειακής αλληλεγγÏης ως αÏχής που υποστηÏίζει την κοινωνική συνοχή φαίνεται να δÎχεται Îνα πλήγμα στην αÏχαϊκή εποχή, όπως αποδεικνÏουν οι φόβοι του Ησιόδου για μια εποχή σκοτεινή κατά την οποία τα παιδιά γηÏάσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας (ΈÏγα 185), αλλά και οι ειδικÎÏ‚ υπεÏφυσικÎÏ‚ κυÏώσεις τις οποίες υφίστανται όσοι φÎÏονται άπÏεπα Ï€Ïος τους γονείς τους (βλ., Ï€.χ., Ιλ. Ι 456 κεξ. και Αισχ. Ευμ. 269-71). Το πλήγμα αυτό είναι κάτι πεÏισσότεÏο από μια απλή ενδο-οικογενειακή υπόθεση: η Îλλειψη ÏƒÎµÎ²Î±ÏƒÎ¼Î¿Ï Î® φÏοντίδας Ï€Ïος τους γονείς υποδηλώνει μια Ïήξη όχι μόνο Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï€Ïοσώπων, αλλά και Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î¹Î´ÎµÎ¿Î»Î¿Î³Î¹ÏŽÎ½ και πεποιθήσεων, αÏχών και αξιών. Ο άνθÏωπος που δεν φÏοντίζει για τους γονείς του, δεν ενδιαφÎÏεται να φÏοντίσει για τις αξίες στις οποίες πιστεÏουν οι γονείς του, κι αυτή είναι μια συμπεÏιφοÏά αντίθετη Ï€Ïος την ιεÏή δικαιοσÏνη. Ο αποφθεγματικός λόγος των στίχων μποÏεί να καθιστά το νόημα καθολικό και διαχÏονικό, μα υπό το Ï€Ïίσμα των συμφÏαζομÎνων της συλλογής οι στίχοι Îχουν και πάλι Îναν σαφή πολιτικό Ï€Ïοσανατολισμό. |
133-142
133. οá½Î´Îµá½¶Ï‚ ... αἴτιος αá½Ï„ός : πβ. Ιλ. Γ 164 οὔ τί μοι αἰτίη á¼ÏƒÏƒÎ¯, θεοί Î½Ï Î¼Î¿Î¹ αἴτοί εἰσιν.
133. ἄτης καὶ κÎÏδεος : Îνα μάλλον ασυνήθιστο ζεÏγος για την αντίθεση ανάμεσα στη συμφοÏά και την ευτυχία. Ο van Groningen ([1-18] 55) υπογÏαμμίζει πως η ἄτη ως «ÏƒÏ…μφοÏά» καθοÏίζει και το νόημα του αντίθετου κÎÏδεος, που Îχει τη γενική σημασία της ευδαιμονίας και της ευτυχίας μάλλον, παÏά την ειδική του Ï…Î»Î¹ÎºÎ¿Ï ÎºÎÏδους και της πεÏιουσίας.
134. θεοὶ τοÏτων δώτοÏες ἀμφοτÎÏων : πβ. Ιλ. Γ 64 δῶϒ á¼Ïατὰ [...] χÏυσÎης ἈφÏοδίτης, και Ï€Î¿Î»Ï Ï€ÎµÏισσότεÏο Ω 527-528 δοιοὶ Î³á½±Ï Ï„Îµ πίθοι κατακείαται á¼Î½ Διὸς οὔδει / δώÏων οἷα δίδωσι κακῶν, ἕτεÏος δὲ ἑάων· Σόλ. 13.63-64 W ΜοῖÏα δΠτοι θνητοῖσι κακὸν φÎÏει ἠδὲ καὶ á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÎ½, / δῶÏα δ’ ἄφυκτα θεῶν γίγνεται ἀθανάτων. Αντίθετη, όμως, άποψη εκφÏάζεται στους στ. 833-835 οá½Î´Î τις ἥμιν / αἴτιος ἀθανάτων ΚÏÏνε θεῶν μακάÏων, / ἀλλ’ ἀνδÏῶν τε βίη καὶ κÎÏδεα δειλὰ καὶ ὕβÏις. Η ασυνÎπεια οφείλεται δίχως άλλο σε διαφοÏετική Ï€Ïοοπτική· δεν Ï€ÏÎπει να ξεχνάμε πως η συλλογή δεν αποτελεί φιλοσοφική ή θεολογική Ï€Ïαγματεία: η Îλλειψη συνÎπειας δεν μποÏεί να Ï€Ïοκαλεί Îκπληξη.
136. á¼Ï‚ Ï„Îλος : επιÏÏηματικά.
136. γίνεται : ενν. υποκ. á¼”Ïγμα από το á¼Ïγάζεται (135). Το á¼”Ïγμα εννοείται και ως αντικ. του θήσειν - ἔθηκεν (137-138).
137. τίθημι : «ÎµÏ€Î¹Ï„ελώ, Ï€Ïαγματοποιώ, εκτελώ».
137-138. κακόν - á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÎ½ : ενν. και πάλι á¼”Ïγμα.
139. παÏαγίνεταί τινι : «ÏƒÏ…μβαίνει σε κπ».
140. ἴσχω : αναδιπλασιασμÎνος Ï„Ïπος του ἔχω : «ÎºÏατώ σφιχτά».
142. θεοί : συνίζηση, πβ. 171.
Το ποίημα αναπτÏσσει ουσιαστικά την ιδÎα των στ. 129-130. Η Ï„Ïχη Îχει αντικατασταθεί εδώ από τους θεοÏÏ‚ (για την ταÏτιση θεών και Ï„Ïχης στη συλλογή, βλ. van Groningen ([1-18] 454-459), και ο ποιητής υιοθετεί μια παÏαδοσιακή ιδÎα και μια παÏαδοσιακή φÏασεολογία για να εκφÏάσει την όλο απαισιοδοξία αντίληψή του για την ανθÏώπινη ἀμηχανίην. Το ποίημα Îχει μια σαφή κυκλική δομή: το Ï€Ïώτο και το τελευταίο δίστιχο επαναλαμβάνουν τη βασική ιδÎα (οι άνθÏωποι δεν είναι κÏÏιοι της ζωής του· οι θεοί οÏίζουν τα πάντα) και πλαισιώνουν το υπόλοιπο ποίημα. Στο μεσαίο αυτό τμήμα αναπτÏσσεται η ίδια αυτή βασική ιδÎα: και πάλι διακÏίνουμε μια συμμετÏική δομή, καθώς το δεÏτεÏο και το Ï„ÎταÏτο δίστιχο (135-136 και 139-140) επαναλαμβάνουν την ιδÎα της αδυναμίας του ανθÏώπου και της πεπεÏασμÎνης γνώσης του. Στο κÎντÏο του ποιήματος, οι στ. 137-138, με τον Îνα να καθÏεφτίζει κατά κάποιον Ï„Ïόπο τον άλλο· μα το είδωλο είναι ελαφÏÏŽÏ‚ παÏαμοÏφωμÎνο, ίσως γιατί η ίδια η εικόνα δεν είναι καθαÏή: ο ποιητής πειÏαματίζεται με τις λÎξεις, τις συστÏÎφει, παίζει με τις αντιθÎσεις και τις εντυπώσεις, καθώς το κακόν μετατÏÎπεται σε á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÎ½ και το á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÎ½ σε κακόν, και η Ï€Ïοσδοκία διαψεÏδεται από την Ï€Ïαγματικότητα. Το παÏάδοξο αυτό αντικαθÏÎφτισμα, στο κÎντÏο ακÏιβώς του ποιήματος, υπογÏαμμίζει με Ï„Ïόπο απόλυτα λιτό και ελεÏθεÏο από πεÏιττοÏÏ‚ Ï€ÏοσδιοÏισμοÏÏ‚ την αλήθεια που απλώνει γÏÏω του, ότι δηλαδή οι αντιληπτικÎÏ‚ και εκτελεστικÎÏ‚ ικανότητες του ανθÏώπου είναι οÏισμÎνες και πεÏιοÏισμÎνες, γιατί, όσο και αν θÎλει να πιστÎψει πως Îχει Îλεγχο της ζωής, τον Îλεγχο τον Îχουν τελικά οι θεοί, οι δώτοÏες ἄτης καὶ κÎÏδεος. |
143-144
143. οá½Î´ÎµÎ¯Ï‚ πω ... / ... ἔλαθεν : «Î· φÏάση δείχνει καθαÏά πώς μετατÏÎπεται ο ιστοÏικός αόÏιστος σε αόÏιστο γνωμικό» (van Groningen [1-18] 57).
144. θνητῶν : o Hudson-Williams ([1-18] 183) και ο van Groningen ([1-18] 57) εÏμηνεÏουν τη γενική ως διαιÏετική στο ξεῖνον και το ἱκÎτην· ο Edmonds [8], o Carrière [1-18] και ο ΚοÏÏÎÏ‚ [67] την εÏμηνεÏουν ως διαιÏετική στο οá½Î´ÎµÎ¯Ï‚. Για την καθυστÎÏηση της γενικής πβ. 379 κεξ. ἤν Ï„’ á¼Ï€á½¶ σωφÏοσÏνην Ï„Ïεφθῇ νόος ἤν τε Ï€Ïὸς ὕβÏιν / ἀνθÏώπων, Ησίοδ. Θεογ. 81-82 ὅντινα τιμήσουσι Διὸς κοῦÏαι μεγάλοιο / γεινόμενόν τε ἴδωσι διοτÏεφέων βασιλήων.
Το δίστιχο εκφÏάζει Îναν κοινό τόπο στην ηθική γνωμική ποίηση: πβ., Ï€.χ., Οδ. ι 270 κεξ. Ζεὺς δ’ á¼Ï€Î¹Ï„Î¹Î¼Î®Ï„Ï‰Ï á¼±ÎºÎµÏ„Î¬Ï‰Î½ τε ξείνων τε / ξείνιος· Ησίοδ. ΈÏγα 327 ἶσον δ’á½…Ï‚ θ’ ἱκÎτην á½…Ï‚ τε ξεῖνον κακὸν á¼”Ïξῃ. Η ἱκεσία και η ξενία αποτελοÏν κεντÏικÎÏ‚ αÏχÎÏ‚ της αÏχαιοελληνικής ηθικής σκÎψης. Οι δÏο αÏχÎÏ‚ συγγενεÏουν, Î±Ï†Î¿Ï Îνας ξÎνος μποÏεί να θεωÏηθεί ως ἱκÎτης και Îνας ἱκÎτης μποÏεί εÏκολα να καταλήξει ξÎνος. Î Ïόκειται για σχÎσεις αμοιβαιότητας που φαίνεται να Îχουν την αÏχή τους σε μια εποχή αστάθειας και ανασφάλειας: μÎσα από μια σειÏά τελετουÏγικών Ï€Ïάξεων και κανόνων συμπεÏιφοÏάς που επιβάλλουν αμοιβαίο σεβασμό, τόσο ο ἱκÎτης/ξÎνος, όσο και ο αποδÎκτης του Ï€ÏοστατεÏονται από πιθανÎÏ‚ παÏεκτÏοπÎÏ‚ που μποÏοÏν να αποβοÏν επικίνδυνες ή και μοιÏαίες. Μιλώντας συγκεκÏιμÎνα για την ἱκεσία, ο J. P. Gould (“Hiketeia”, JHS 93 (1973) 81) αναφÎÏει πως Ï€Ïόκειται εν Ï„Îλει για «Îνα παιχνίδι ζωής και θανάτου». Η παÏαβίαση του κώδικα της ἱκεσίας ή της ξενίας σημαίνει πεÏιφÏόνηση της τιμῆς του άλλου και ανατÏοπή της κοινωνικής τάξης. Και η ἱκεσία και η ξενία Ï€ÏοστατεÏονται από το Δία (ἹκÎσιος/Ἱκετήσιος και ΞÎνιος ΖεÏÏ‚).
|
145-148
145. εá½ÏƒÎµÎ²Îως : η αντίθεση Ï€Ïος το ἀδίκως (146) φαίνεται να δείχνει πως το επίÏÏημα Îχει Îννοια ηθική μάλλον παÏά καθαÏά θÏησκευτική.
145. οἰκεῖν : «ÎºÎ±Ï„οικώ», και άÏα «Î¶Ï‰»· πβ. ΕυÏ. απ. 714.3 β (θÎλοιμι) ἄλυπος οἰκεῖν μᾶλλον á¼¢ πλουτῶν νοσεῖν.146. ἤ = μᾶλλον ἤ, μετά το βοÏλεο, πβ., Ï€.χ., Ιλ. Α 117 βοÏλομ’ á¼Î³á½¼ λαὸν σόον ἔμμεναι ἤ ἀπολÎσθαι. 146. πασάμενος : *πάομαι, μελλ. πάσομαι: κυÏίως δωÏ., αÏκ. και ποιητ. «Ï€Î±Î¯Ïνω, λαμβάνω, αποκτώ».
147. συλλήβδην : ενισχÏει το πᾶσα.
147. á¼€Ïετή ’στιν : κÏάση, πβ. τοá½ÏƒÎ¸Î»Î¿á¿¦ 21, χἠμÎÏη 160.
148. ἀγαθός : το επίθ. αντιστοιχεί στην á¼€Ïετή (147).
148. á¼ÏŽÎ½ : υποθετική μτχ.
ΟλόκληÏος ο στίχος 147 αποδίδεται και στο Φωκυλίδη (10 D). Ο Μιχαήλ ο ΕφÎσιος (Εξήγησις εις το Î Îμπτον των Ηθικών, 8.11) παÏαθÎτει τον στίχο και γÏάφει: ἡ δὲ παÏοιμία Θεόγνιδός á¼ÏƒÏ„ιν, ὡς ΘεόφÏαστός φησιν á¼Î½ Ï„á¿· Ï€Ïώτῳ τῶν ΠεÏὶ Ἠθῶν ..., á¼Î½ δὲ Ï„á¿· Ï€Ïώτῳ τῶν Ἠθικῶν ὡς Φωκυλίδου αá½Ï„οῦ μÎμνηται· καὶ οá½Î´á½²Î½ θαυμαστὸν καὶ Φωκυλίδην αá½Ï„á¿· καὶ ΘÎογνιν χÏήσασθαι. Ο ΑÏιστοτÎλης, Ηθικ. Îικ. 1129b 30, παÏαθÎτει τον στίχο ως παÏοιμία (καὶ παÏοιμιαζόμενοι φάμεν). Η ιδÎα ότι η δικαιοσÏνη είναι η πεμπτουσία όλων των αÏετών επανÎÏχεται συχνά· πβ., Ï€.χ., Πώλος (Στοβαίος 3.9.51) δοκεῖ μοι ... τὰν δικαιοσÏναν ματÎÏα τε καὶ τιθάναν τᾶν ἄλλαν á¼€Ïετᾶν Ï€ÏοσειπÎν· Ιάμβλιχος (Στοβαίος 3.9.35) á¼Ï€’ αá½Ï„ὸ δὴ τὸ τῶν ὅλων á¼€Ïετῶν Ï„Îλος καὶ τὴν συναγωγὴν αá½Ï„ῶν συμπασῶν, á¼Î½ á¾— δὴ πᾶσαι ἔνεισι συλλήβδην κατὰ τὸν παλαιὸν λόγον· και φυσικά στην ιδÎα της Ï„ÏιμεÏοÏÏ‚ ψυχής του Πλάτωνα, Πολ. 443d.
Το τετÏάστιχο αναπτÏσσει την ιδÎα που Îχουμε ήδη συναντήσει στους στ. 29-30 και 86: ο πλοÏτος που αποκτάται με άδικο Ï„Ïόπο είναι καταδικαστÎος· καλÏτεÏα να ζει κανείς με λίγα χÏήματα, αÏκεί να ζει σÏμφωνα με την ηθική. Πβ. και [Φωκυλίδη] 5 Μὴ πλουτεῖν ἀδίκως, ἀλλ’ á¼Î¾ á½ÏƒÎ¯Ï‰Î½ βιοτεÏειν. ΜεγαλÏτεÏο ενδιαφÎÏον, βÎβαια, Îχει η συμπληÏωματική ιδÎα που διατυπώνεται στο δεÏτεÏο δίστιχο: η δικαιοσÏνη είναι η Ïψιστη αÏετή, που πεÏιλαμβάνει κάθε άλλη αÏετή και αποτελεί την Ï€Ïοϋπόθεση για να θεωÏηθεί κάποιος ἀγαθός. Η νÎα αÏιστοκÏατία, οι νεόπλουτοι των ΜεγάÏων του 7ου και 6ου αι., δεν μποÏεί να θÎτει αξιώσεις στον τίτλο του ἀγαθοῦ, για τον απλοÏστατο λόγο ότι τον πλοÏτο της τον οφείλει σε άδικες Ï€Ïάξεις· μόνον όποιος είναι δίκαιος μποÏεί να είναι ἀγαθός. Οι δÏο Îννοιες εξισώνονται, μα πίσω από τον ηθικό λόγο διακÏίνουμε ακόμη την πολιτική σκÎψη: Ï€Ïοσδίδοντας Îμφαση στην ηθική διάσταση του ἀγαθοῦ, ο ποιητής επαναπÏοσδιοÏίζει τους αξιολογικοÏÏ‚ ÏŒÏους του αÏιστοκÏÎ±Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï ÎºÏŽÎ´Î¹ÎºÎ± και Ï€Ïοσπαθεί να καταστήσει σαφή και κάθετη τη διάκÏιση παλαιάς και νÎας αÏιστοκÏατίας σε μια νÎα βάση.
Το δεÏτεÏο δίστιχο αναμφίβολα ανανεώνει μια ιδÎα παÏαδοσιακή: η ίδια η λÎξη δικαιοσÏνη εμφανίζεται εδώ για Ï€Ïώτη φοÏά στην αÏχαιοελληνική γÏαμματεία και εμφανίζεται ξανά Ï€Î¿Î»Ï Î±ÏγότεÏα στον ΗÏόδοτο (1.96.2, 2.151.1, 6.86.2 κ.α.)· η ταÏτιση της Îως Ï„ÏŽÏα κοινωνικά Ï€ÏοσδιοÏιζόμενης á¼€Ïετῆς με τη δικαιοσÏνη και την ηθική είναι δίχως άλλο εντυπωσιακή, Îως και Ï€Ïοκλητική. Όπως παÏατηÏεί ο Adkins ([19-38] 78 κεξ.), ο ΑÏιστοτÎλης μποÏεί να αναφÎÏεται Ï€Ïάγματι στο δίστιχο ως παÏοιμία, μα στην εποχή του ΘÎογνη ήταν μια διατÏπωση την οποία θα απÎÏÏιπταν οι πεÏισσότεÏοι Έλληνες· υπό την πίεση των πεÏιστάσεων, ο ποιητής αναγκάζεται να διαπιστώσει και να αναγνωÏίσει τη σημασία των συνεÏγατικών αξιών για τη σταθεÏότητα της πόλης· και αυτό σημαίνει πως, εφόσον η δικαιοσÏνη και η αÏετή ταυτίζονται, οι Ï€Ïάξεις του ἀγαθοῦ θα κÏίνονται στο εξής με κÏιτήÏιο τη δικαιοσÏνη. Η νÎα αυτή αξιολογική εξίσωση, βÎβαια, είναι τόσο απÏοσδόκητη στα συμφÏαζόμενα της θεογνίδειας συλλογής, ώστε να αμφισβητηθεί κάποτε η πατÏότητα των στίχων· Îτσι, ο E. A. Havelock, παÏαδείγματος χάÏιν, (“Dikaiosyne: An Essay in Greek Intellectual History”, Phoenix 23 (1969) 69) κÏίνει πως η εποχή του ΘÎογνη είναι εποχή φιλοσοφικής αθωότητας και δεν δικαιολογεί τη χÏήση αφηÏημÎνων εννοιών· και συμπεÏαίνει πως το δίστιχο παÏεισÎφÏησε κάποια στιγμή στη συλλογή λόγω του Ï€ÏοφανοÏÏ‚ Î·Î¸Î¹ÎºÎ¿Î´Î¹Î´Î±ÎºÏ„Î¹ÎºÎ¿Ï Ï„Î¿Ï… πεÏιεχομÎνου. |
149-150
149. δαίμων : για την ταÏτιση του δαίμονος με την Ï„Ïχη στη θεογνίδεια συλλογή, βλ. van Groningen ([1-18] 455).
149. παγκάκῳ : ο ÏŒÏος Îχει κοινωνική σημασία· παÏαπÎμπει στην κατώτεÏη τάξη που αποκτά πλοÏτο και ανÎÏχεται κοινωνικά.
150. á¼€Ïετῆς : γενική του πεÏιεχομÎνου που εξαÏτάται από το μοῖÏα: η μοῖÏα που μοιÏάζεται στους λίγους αποτελείται από á¼€Ïετήν, η á¼€Ïετή αποτελεί τη σÏσταση της μοίÏας· πβ. Οδ. Ï… 171 οá½Î´’ αἰδοῦς μοῖÏαν ἔχουσιν.
Άλλη μία φοÏά διαχωÏίζεται ο πλοÏτος από τους ἀγαθοÏÏ‚: ο καθÎνας μποÏεί να είναι πλοÏσιος, Î±Ï†Î¿Ï ÎµÎ¯Î½Î±Î¹ ο δαίμων και η Ï„Ïχη που αποφασίζουν την κατανομή του πλοÏτου· μα ο πλοÏτος δεν συνοδεÏεται απαÏαίτητα από á¼€Ïετήν· η á¼€Ïετή είναι των λίγων η μοίÏα. Η á¼€Ïετή, βÎβαια, δεν Îχει νόημα ηθικό. ΠαÏαπÎμπει, μάλλον, στην ευγενική καταγωγή η οποία ταυτίζεται και με την ευγενική φÏσιν: κατά τον ίδιο Ï„Ïόπο, πάγκακος είναι όποιος είναι ταπεινής καταγωγής. Ο ποιητής δεν θÎτει το ηθικό ζήτημα της ευτυχίας των κακών· αυτό που τον ενδιαφÎÏει είναι πως άνθÏωποι ταπεινής καταγωγής, κατώτεÏοι από τον ίδιο, μποÏοÏν και πλουτίζουν και ανÎÏχονται κοινωνικά.
|
151-152
151. Ï€Ïῶτον : επιÏÏ. κτγ.· μποÏοÏμε να εννοήσουμε το ουσ. δῶÏον (van Groningen, 1966: 60).
151. ὤπασεν : ὀπάζω, ποιητ., ίσως μεταβ. ενεÏγείας του ἕπομαι : «ÎºÎ¬Î½Ï‰ να ακολουθήσει, δίνω ως σÏντÏοφο ή ακόλουθο· δίνω, Ï€ÏοσφÎÏω»· γνωμικός αόÏιστος.
152. χώÏη : μτφ. «Î¸Îση, μÎÏος»: το νόημα είναι πως δεν Îχει πουθενά θÎση, άÏα δεν Îχει εκτίμηση από πουθενά· χώÏην ... θÎμεναι : στην κυÏιολεξία σημαίνει «Î¿Ïίζω Îναν χώÏο για κάποιον», μια θÎση στην οποία Îχει δικαίωμα – με άλλα λόγια «Ï„ον αναγνωÏίζω», πβ., Ï€.χ., Ξεν. ΚΑ 5.6.13 á¼Î½ ἀνδÏαπόδων χώÏá¾³ á¼ÏƒÏŒÎ¼ÎµÎ¸Î±, και 5.7.28 á¼Î½ οá½Î´ÎµÎ¼Î¯á¾³ χώÏá¾³ εἶναι. Η δοτική ᾧ θα ήταν πιο λογική επιλογή από τη γενική οὗ, η οποία οφείλεται πιθανότατα σε επίδÏαση της σÏνταξης του συνώνυμου ὤÏη, Ï€.χ., Ησίοδ. ἜÏγα 30 ὤÏη Î³Î¬Ï Ï„’ ὀλίγη Ï€Îλεται νεικÎων.
Η ὕβÏις αναγνωÏίζεται ως η Ï€Ïώτη αÏχή της κάθε είδους παÏαβατικής συμπεÏιφοÏάς. Η ὕβÏις αποτελεί ÏŒÏο αξιολογικό που παÏαπÎμπει στην Ï…Ï€ÎÏβαση των οÏίων κοινωνικής συμπεÏιφοÏάς που Îχουν τεθεί από τον κώδικα κοινωνικής ηθικής της εκάστοτε ομάδας· ὑβÏιστής είναι ο άνθÏωπος που πεÏιφÏονεί κατ’ αÏχήν τα ÏŒÏια της δικής του ÏπαÏξης, θεωÏώντας πως μποÏεί να τα υπεÏβεί κατά βοÏλησιν και εις βάÏος της ÏπαÏξης και της τιμῆς του άλλου, και κατ’ αυτόν τον Ï„Ïόπο παÏαβιάζει την βασική ηθική αÏχή της αμοιβαιότητας Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ μελών της ομάδας. ΣÏμφωνα με τον στ. 152, η παÏαβίαση των οÏίων οδηγεί τελικά στην πεÏιθωÏιοποίηση: ο ὑβÏιστής δεν Îχει θÎση στην ομάδα, εφόσον δεν αναγνωÏίζει τις βασικÎÏ‚ της αÏχÎÏ‚. Στο αξιολογικό σÏστημα της αÏχαιοελληνικής σκÎψης, η ὕβÏις συγκαταλÎγεται μαζί με λÎξεις και εμπÏόθετες εκφÏάσεις δηλωτικÎÏ‚ της Îννοιας της Ï…Ï€ÎÏβασης, όπως ὑπεÏβασία, ἔκνομος, ἔκδικος, á½‘Ï€á½²Ï Î±á¼¶ÏƒÎ±Î½, á½‘Ï€á½²Ï Î¼ÏŒÏον. Βλ. και D. M. MacDowell, “Hybris in Athens”, G&R 23 (1976) 14-31· N. R. E. Fisher, Hybris : A Study in the Values of Honour and Shame in Ancient Greece, Warminster 1992. ΕνδιαφÎÏον Îχει ακόμη η παÏατήÏηση του Nagy ([1-18] 61) πως η ὕβÏις χÏησιμοποιείται συχνά μεταφοÏικά για να πεÏιγÏάψει την υπεÏβολική ανάπτυξη των φυτών (Ï€.χ. ΑÏιστ. Ï€. ζῴων γεν. 725b35, ΘεόφÏ. Ï€. φυτῶν ἱστ. 2.76, Ï€. φυτῶν αἰτιῶν 2.16.8, 3.1.5 κ.α.): τα φυτά μποÏοÏν να αναπτÏσσονται ανεξÎλεγκτα και ασταμάτητα, αν δεν υπάÏξει κάποια εξωτεÏική δÏναμη που να τα πεÏιοÏίσει· βλ. και A. Michelini, “ΥΒΡΙΣ and Plants”, HSCP 82 (1978) 35-44. |
153-154
Το δίστιχο αντιστοιχεί σε τμήμα μιας ευÏÏτεÏης σÏνθεσης που αποδίδεται από τον ΑÏιστοτÎλη στον Σόλωνα (Αθην. Πολ. 12.2). Οι στίχοι του Σόλωνα Îχουν ως εξής: δῆμος δ’ ὧδ’ ἂν ἄÏιστα σὺν ἡγεμόνεσσιν ἕποιτο, / μήτε λίην ἀνεθεὶς μήτε βιαζόμενος· / τίκτει Î³á½°Ï ÎºÏŒÏος ὕβÏιν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται / ἀνθÏώποις á½Ï€ÏŒÏƒÎ¿Î¹Ï‚ μὴ νόος ἄÏτιος á¾–. Στίχους που αποδίδονται από την Îμμεση παÏάδοση σε άλλους ποιητÎÏ‚ βÏίσκουμε και Î±Î»Î»Î¿Ï ÏƒÏ„Î· συλλογή: 227-232 ≈ Σόλ. 13.71-76· 315-318 = Σόλ. 15· 585-590 ≈ Σόλ. 13.65-70· 795-796 ≈ Μίμν. 7· 935-938 ≈ ΤυÏÏ„. 12.37-40· 1003-1006 = ΤυÏÏ„. 12.13-16· 1017-1022 ≈ Μίμν. 5.1-6· 1253-1254 = Σόλ. 23· και ενδεχομÎνως 467-496, 661-682, 1341-1350 < ΕÏηνος (για όλα τα αποσπάσματα χÏησιμοποιείται η αÏίθμηση του West [19-38]). ΠαÏάλληλα Ï€Ïος τα ποιήματα άλλων ποιητών, υπάÏχουν στη συλλογή και διπλότυποι στίχοι, στίχοι δηλαδή οι οποίοι επαναλαμβάνονται σε δÏο διαφοÏετικά σημεία της συλλογής, άλλοτε αυτοÏσιοι, άλλοτε όχι· Ï€.χ., 39-42 ≈ 1081-1082b, 57-60 ≈ 1109-1110 και 1113-1114, 97-100 = 1164a-d κ.ά. Η ιδιομοÏφία αυτή της συλλογής δεν Ï€ÎÏασε, βÎβαια, απαÏατήÏητη από τους φιλολόγους, οι οποίοι σÏντομα χωÏίστηκαν σε δÏο βασικÎÏ‚ ομάδες: τους ενωτικοÏÏ‚, οι οποίοι υποστηÏίζουν την ενότητα της συλλογής, και τους χωÏίζοντες, οι οποίοι θεωÏοÏν πως η συλλογή, στη μοÏφή που Îχει φθάσει Îως εμάς, αποτελεί εν Ï„Îλει μια συναγωγή ποιημάτων διαφοÏετικής Ï€ÏοÎλευσης, μα κοινής θεματικής και ιδεολογίας. Είναι γεγονός πως η θεωÏία (και η Ï€Ïάξη) των χωÏιζόντων λÏνει ως συνήθως πολλά Ï€Ïοβλήματα, μα πάντοτε εις βάÏος του κειμÎνου της χειÏόγÏαφης παÏάδοσης. Και μποÏοÏμε Ï€Ïάγματι να μείνουμε πιστοί στο κείμενο της παÏάδοσης, αν σκεφτοÏμε απλώς πως η Îννοια της Ï€Ïωτότυπης δημιουÏγίας είναι άγνωστη στην αÏχαϊκή εποχή: «Î· ποιητική Ï„Îχνη δεν Ï€Ïαγματώνεται στο επίπεδο της αισθητικής δημιουÏγίας, αλλά μάλλον στο επίπεδο της επινοητικής μίμησης – ως αναπαÏαγωγή της εμπειÏίας ή Ï€ÏοηγοÏμενων ποιητικών μοντÎλων» (B. Gentili, Poetry and Its Public in Ancient Greece: From Homer to the Fifth Century, μτφ. A. Thomas Cole, Baltimore-London 1988, 5). Κατά συνÎπεια, είναι άγνωστες και οι Îννοιες της λογοκλοπής, των δικαιωμάτων και της πνευματικής ιδιοκτησίας: Îνας ποιητής μποÏοÏσε εÏκολα και χωÏίς ενδοιασμό να χÏησιμοποιήσει τους στίχους της ευÏÏτεÏης ποιητικής παÏάδοσης, να τους επεξεÏγαστεί και να τους Ï„Ïοποποιήσει Îτσι ώστε να Ï€Ïοσδώσει Îνα νÎο νόημα ή μια διαφοÏετική Îμφαση, και αυτή ήταν μια τακτική όχι μόνον επιτÏεπτή, αλλά και αναμενόμενη. Η αÏχαϊκή ελεγεία, ακόμη κι αν χÏησιμοποιεί τη γÏαφή ως μÎσο παÏάδοσης ή διάδοσης, συνεχίζει να είναι ποίηση Ï€ÏοφοÏική, εφόσον συνεχίζει να συντίθεται και να εκτελείται Ï€ÏοφοÏικά: ο ποιητής βασίζεται ακόμη σε μεγάλο βαθμό στην Ï€ÏοφοÏική ποιητική παÏάδοση, γεγονός που σημαίνει ότι χÏησιμοποιεί λογότυπους και στεÏεότυπες φÏάσεις, εικόνες, ιδÎες για να συνθÎσει εκ νÎου, κατά την ÏŽÏα της εκτÎλεσης, αυτό που ήδη υπάÏχει στην παÏάδοση (recomposition-in-performance). Και η διαδικασία αυτή δεν ισχÏει μόνον όταν επαναλαμβάνει ο ποιητής τους στίχους κάποιου άλλου, αλλά ακόμη κι όταν επαναλαμβάνει στίχους δικοÏÏ‚ του: τα ποιήματα εκτελοÏνται Ï€ÏοφοÏικά, όπως είπαμε, και η σÏνθεση εξαÏτάται σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες της εκτÎλεσης· κάθε ποίημα δημιουÏγείται υπο διαφοÏετικÎÏ‚ συνθήκες, με διαφοÏετικό σκοπό και ενώπιον διαφοÏÎµÏ„Î¹ÎºÎ¿Ï Î±ÎºÏοατηÏίου, κι αυτοί είναι βασικοί παÏάγοντες που καθοÏίζουν το πεÏιεχόμενο και τη μοÏφή του. Αυτό που εμείς ίσως θεωÏοÏμε οικειοποίηση ή λογοκλοπή, επανάληψη ή (απο)μίμηση, αποτελεί για τον αÏχαϊκό ποιητή τον μόνο Ï„Ïόπο σÏνθεσης. Αν δοÏμε τη θεογνίδεια συλλογή μÎσα από αυτό το Ï€Ïίσμα, αναγνωÏίζουμε πως όλο το διπλότυπο υλικό της συλλογής, ποιήματα ξÎνα και ποιήματα του ίδιου του ΘÎογνη, μποÏοÏν εν Ï„Îλει να αποτελοÏν γνήσιο υλικό της συλλογής. Το γεγονός πως τις πεÏισσότεÏες φοÏÎÏ‚ το υλικό αυτό παÏουσιάζει μικÏÎÏ‚ παÏαλλαγÎÏ‚ φαίνεται να αποδεικνÏει πως δεν Îχουμε να κάνουμε με μια Ï€Ïοβληματική παÏάδοση του κειμÎνου, αλλά με μια συνειδητή επÎμβαση εκ μÎÏους του ίδιου του ποιητή. Για μια συνοπτική παÏουσίαση, βλ. Allen [19] 386-390 και Campbell [19] 343-345.
ΣυγκεκÏιμÎνα για τους στ. 153-154: ο στ. 153 αποτελεί παÏαλλαγή του στ. 6.3 του Σόλωνα και επηÏεάζει αναπόφευκτα και τη δομή του στ. 154. Τη διαφοÏά αυτή την επισημαίνει και ο Κλήμης ΑλεξανδÏείας (ΣτÏωμ. 6.740), ο οποίος παÏαθÎτει τους δÏο στίχους τον Îναν μετά τον άλλο (Σόλωνος δὲ ποιήσαντος [...] ἄντικÏÏ…Ï‚ ΘÎογνις γÏάφει [...]): η Ï€Ïοϋπόθεση του κόÏου και της ὕβÏεως δίνεται από τον Σόλωνα με την χÏονικοϋποθετική Ï€Ïόταση ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται· στον ΘÎογνη η Ï€Ïοϋπόθεση είναι διαφοÏετική: ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται. Μιλάμε συνήθως για επίδÏαση του Σόλωνα στον ΘÎογνη, ή για επÎμβαση και διόÏθωση του ΘÎογνη στο ποίημα του Σόλωνα, μα είναι Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¸Î±Î½ÏŒ και οι δÏο ποιητÎÏ‚ να αντλοÏν από κάποια παλαιότεÏη πηγή, από την οποία Ï€ÏοÎÏχεται και η παÏοιμία που σώζει ο Διογενιανός: τίκτει τοι κόÏος ὕβÏιν, ὅταν κακῷ ἀνδÏὶ παÏείη (ΠαÏοιμ. 8.22) (ΚοÏÏÎÏ‚ [67] 109, ακολουθώντας την άποψη των Th. Bergk, Theogidis elegiarum editionis II specimen, 1847· E. von Leutsch, Exercitationum criticarum specimen ad Theognidem, 1862· και R. Küllenberg, De imitatione Theognidea, Argentorati 1877). Και οι δÏο εκδοχÎÏ‚ παÏουσιάζουν, από άποψη μοÏφής, εμφανή λογοτυπικά στοιχεία (βλ. Nagy [1-18] 48 κεξ.), γεγονός που υποδηλώνει και πάλι πως η διαφοÏοποίηση δεν οφείλεται σε μια Ï€Ïοβληματική παÏάδοση, αλλά διαμοÏφώνεται σε χωÏιστÎÏ‚ φάσεις επανα-σÏνθεσης (recomposition) του παÏαδοσιακοÏ. Σε κάθε πεÏίπτωση, η επιλογή του κάθε ποιητή είναι συνειδητή: για τον Σόλωνα, ο πλοÏτος οδηγεί στον κόÏον και την ὕβÏιν όταν είναι πολÏÏ‚ και βÏίσκεται στα χÎÏια ανθÏώπων που δεν ξÎÏουν να σκÎφτονται στÏωτά – μια άποψη που διατυπώνει κι Î±Î»Î»Î¿Ï Î¿ ποιητής, πβ. Ï€.χ. 13.71 W πλοÏτου δ’ οá½Î´á½²Î½ Ï„ÎÏμα πεφασμÎνον ἀνδÏάσι κεῖται· για τον ΘÎογνη, από την άλλη, ο πλοÏτος αποδεικνÏεται Ï€Ïοβληματικός, όταν τον χαίÏεται άνθÏωπος κακός και άνθÏωπος που δεν ξÎÏει να σκÎφτεται σωστά – οι δÏο κατηγοÏίες, βÎβαια, ταυτίζονται για τον ΘÎογνη. Είναι Ï€ÏοφανÎÏ‚ πως οι εξισώσεις που κάνει ο ΘÎογνης είναι Ï€Î¿Î»Ï Î´Î¹Î±Ï†Î¿ÏετικÎÏ‚ από αυτÎÏ‚ του Σόλωνα: απÎναντι στον ηθικό Ï€Ïοβληματισμό του Σόλωνα, που Îχει πάντοτε ως βάση του το ιδεώδες της ισονομίας και απλώνεται γενναιόδωÏα Ï€Ïος μια καθολική και γενική κοσμοαντίληψη, η σκÎψη του ΘÎογνη μοιάζει στενή και μυωπική, καθώς Ï€ÏοσφÎÏει μια γνώμη με πεÏιοÏισμÎνη εμβÎλεια και Ï€Ïοφανή πολιτική σκοπιμότητα. Ο ΘÎογνης δεν ενδιαφÎÏεται να μιλήσει για την ανθÏώπινη κατάσταση· ενδιαφÎÏεται, όπως πάντα, να διαφοÏοποιήσει τη θÎση της παλαιάς αÏιστοκÏατίας: στα χÎÏια ενός ανθÏώπου κακοῦ, ταπεινής καταγωγής (κι εδώ, όπως είπαμε, συμπεÏιλαμβάνεται και η μεσαία τάξη), ο πλοÏτος είναι δώÏο άδωÏο, γιατί ο κακός που δεν γνωÏίζει εξ οÏÎ¹ÏƒÎ¼Î¿Ï Î½Î± χÏησιμοποιήσει τον πλοÏτο, καταλήγει στον κόÏον και από εκεί στην ὕβÏιν. Είναι Ï€ÏοφανÎÏ‚ πως η λανθάνουσα Ï€Ïοκείμενη «Î¿ άνθÏωπος ταπεινής καταγωγής δεν σκÎφτεται στÏωτά» αποτελεί μια αυθαίÏετη και ευάλωτη γενίκευση που αποκλείει από την ὕβÏιν τους ἀγαθοÏÏ‚ και οδηγεί στο ευκόλως εννοοÏμενο συμπÎÏασμα πως ο πλοÏτος Ï€ÏÎπει να ανήκει μόνον στους ἀγαθοÏÏ‚, τους μόνους που μποÏοÏν και ξÎÏουν να σκÎφτονται στÏωτά· βλ. και 525-526 καὶ Î³Î¬Ï Ï„Î¿Î¹ πλοῦτον μὲν ἔχειν ἀγαθοῖσιν ἔοικεν, / ἡ πενίη δὲ κακῶι σÏμφοÏος ἀνδÏὶ φÎÏειν.
Ο κόÏος και η ὕβÏις εμφανίζονται συχνά μαζί στον ΘÎογνη, πβ. 749 κεξ. 1173 κεξξ. Η «Î³ÎµÎ½ÎµÎ±Î»Î¿Î³Î¹ÎºÎ®» σχÎση των δÏο εννοιών αντιστÏÎφεται κάποτε, Ï€.χ. Πίνδ. Ολ. 13.10 ὕβÏιν κόÏου ματÎÏα θÏασÏμυθον και ΗÏόδ. 8.77.1 κÏατεÏὸν κόÏον, ὕβÏιος υἱόν. Ο B. L. Gildersleeve (Pindar. The Olympian and Pythian Odes, ÎÎα ΥόÏκη 1890, σχ. στον Ολ. 13.10) παÏατηÏεί: «ÎŸ ΘÎογνης αντιστÏÎφει τη γενεαλογία· ελάχιστη είναι, βÎβαια, η διαφοÏά, καθώς σÏμφωνα με το ελληνικό Îθιμο η γιαγιά και η εγγονή είχαν το ίδιο όνομα. Î Ïόκειται απλώς για την ακολουθία á½Î²Ïις ΚόÏος á½Î²Ïις».
|
155-158
155. μοι : δοτική ηθική.
155. χαλÎπτω : μεταβ. ενεÏγείας του χαλεπαίνω: «Ï€Î¹Îζω, καταπιÎζω· εξοÏγίζω»· χαλεφθείς : η γÏαφή που παÏαδίδει ο Στοβαίος (4.32.36)· οι κώδικες δίνουν τον ομαλότεÏο και συνηθÎστεÏο Ï„Ïπο χολωθείς. Το Ïήμα χαλÎπτω είναι σπάνιο και μάλλον μεταγενÎστεÏο. Τη γÏαφή του Στοβαίου Ï€Ïοτιμά ο West [19-38], ως lectio difficilior. Τη γÏαφή των κωδίκων Ï€ÏοτιμοÏν o Hudson-Williams [1-18], o Edmonds [9], o ΚοÏÏÎÏ‚ [67], ο Carrière [1-18], o van Groningen [1-18], ο Campbell [19].
156. ἀχÏημοσÏνη : «Îλλειψη χÏημάτων».
156. Ï€ÏοφÎÏω : «Ï…ποστηÏίζω, διατείνομαι, φÎÏνω ως Ï€Ïόφαση», συνήθως με Ï„Ïόπο επικÏιτικό.
157. τὸ τάλαντον : στον ΌμηÏο πάντοτε στον πληθυντικό για να δηλωθεί η απόφαση του Î¸ÎµÎ¿Ï Î³Î¹Î± το αποτÎλεσμα μιας μάχης· πβ. Θ 69 χÏÏσεια Ï€Î±Ï„á½´Ï (ΖεÏÏ‚) á¼Ï„ίταινε τάλαντα· Î 658, Τ 223-224, Χ 209 κεξ. Σε κάθε πεÏίπτωση, η εικόνα συμβολίζει τη βοÏληση και την αποφασιστικότητα του Ï…Ï€ÎÏτατου θεοÏ, στον βαθμό μάλιστα που η ίδια η λÎξη τάλαντα να σημαίνει μεταφοÏικά τη βουλήν του Δία, πβ. Î 658 γνῶ Î³á½°Ï Î”Î¹á½¸Ï‚ á¼±Ïá½° τάλαντα. Το άÏθÏο μποÏεί να Îχει δεικτική σημασία («Î±Ï…τή εδώ η γνωστή ζυγαÏιά») ή σημασία κτητική.
157. á¼Ï€Î¹ÏÏÎπω : «ÎºÎ»Î¯Î½Ï‰ Ï€Ïος» (μτβ. και αμτβ.)· «Î¼Î¿Î¹Ïάζω», ειδικά την κακοτυχία.
157. ἄλλως : η γÏαφή που παÏαδίδει ο Στοβαίος (4.32.36) και ο ÎœÎγας Βασίλειος (Î Ïος τους νÎους 5.53)· οι κώδικες παÏαδίδουν τη γÏαφή ἄλλῳ, την οποία υιοθετοÏν και o Hudson-Williams [1-18], o Carrière [1-18], o van Groningen [1-18] και ο Campbell [19], ενώ τη γÏαφή της Îμμεσης παÏάδοσης υιοθετοÏν ο Edmonds [9], o ΚοÏÏÎÏ‚ [67] και ο West [19-38]. Η επιλογή της γÏαφής ἄλλως φαίνεται να υπαγοÏεÏεται από το νόημα του επόμενου στίχου: ο ποιητής δεν αναφÎÏεται στο γεγονός πως η ζυγαÏιά κλίνει άλλοτε Ï€Ïος τον Îναν κι άλλοτε Ï€Ïος τον άλλο, αλλά μάλλον στο γεγονός πως, για Îναν και τον ίδιο άνθÏωπο, η ζυγαÏιά κλίνει άλλοτε Ï€Ïος την ευτυχία κι άλλοτε Ï€Ïος τη δυστυχία· βλ. και Gärtner [71] 41-42, ο οποίος, όμως, Ï€Ïοτείνει τη διόÏθωση ἄλλῃ (πβ. Σοφ. Αντ. 722 φιλεῖ Î³á½°Ï Ï„Î¿á¿¦Ï„Î¿ μὴ ταÏτῃ á¿¥Îπειν και Πλάτ. Îόμ. 862c τὸ δὲ τῆς ἰάσεως ἡμῖν τῆς ἀδικίας τῇδε á¿¥Îπειν χÏá½´ φάναι).
158. πλουτεῖν - ἔχειν : απαÏÎμφατα του αποτελÎσματος που εξαÏτώνται από την ιδÎα «Î±Ï€Î¿Ï†Î±ÏƒÎ¯Î¶Ï‰» που υποδηλώνεται από τη φÏάση τὸ τάλαντον á¼Ï€Î¹ÏÏÎπει· βλ. Goodwin [121] §775· εννοείται το υποκ. τινά.
158. μηδÎν : άÏνηση μή λόγω της εξάÏτησης από τη φÏάση τὸ τάλαντον á¼Ï€Î¹ÏÏÎπει, η οποία ισοδυναμεί με Ïήμα βουλητικό.
Ένα νÎο θÎμα εισάγεται: η φτώχεια. Το θÎμα της πενίας απασχολεί Ï€Î¿Î»Ï Ï„Î¿Î½ ΘÎογνη· η λÎξη εμφανίζεται πεÏισσότεÏες από είκοσι φοÏÎÏ‚. Με την άνοδο της μεσαίας τάξης, η παλαιά αÏιστοκÏατία γνωÏίζει μια απÏοσδόκητη οικονομική και κοινωνική παÏακμή που αμαυÏώνει δίχως άλλο την Îως Ï„ÏŽÏα λαμπÏή εικόνα της και πλήττει την (αυτο)εκτίμησή της. ΠαÏά τα όσα ισχυÏίζεται και θÎλει να πιστÎψει ο ΘÎογνης, η οικονομική δÏναμη αποτελεί ακόμη το κÏÏιο κÏιτήÏιο επιτυχίας σε μια κοινωνία καθαÏά ανταγωνιστική: οι συνεÏγατικÎÏ‚ αξίες βÏίσκονται πάντοτε σε δεÏτεÏη θÎση. Ο ποιητής δεν μποÏεί παÏά να επικαλεστεί την ανώτεÏη και ανεξÎλεγκτη βουλή του Δία: το τάλαντον, η απτή αυτή εικόνα της παλινδÏομικής Ï„Ïοχιάς της ζωής, δεν μποÏεί παÏά να εκφÏάζει ουσιαστικά την κÏυφή ελπίδα του ποιητή σε μια επιστÏοφή. Η ιδÎα είναι παλιά, την συναντοÏμε ήδη στον Ησίοδο, ΈÏγα 717-718 μηδΠποτ’ οá½Î»Î¿Î¼Îνην πενίην θυμοφθόÏον ἀνδÏὶ / Ï„Îτλαθ’ ὀνειδίζειν, μακάÏων δόσιν αἰὲν á¼ÏŒÎ½Ï„ων, τα συμφÏαζόμενα όμως είναι τελείως διαφοÏετικά. Η πενία, βÎβαια, για την οποία κάνει λόγο, δεν σημαίνει την απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση, αλλά τη δυσκολία, τη δυσχÎÏεια. Ακόμη και το επίθετο θυμοφθόÏος, που δίνει Îμφαση και δημιουÏγεί την εντÏπωση πως ο ποιητής Îχει φθάσει στα ÏŒÏια της ανÎχειας, αντικατοπτÏίζει απλώς την ψυχολογική του κατάσταση μάλλον παÏά την Ï€Ïαγματικότητα. Η πενία, ως δυσκολία οικονομική, φαίνεται να αντιστοιχεί στην Ï„Ïχη που είχαν συχνά οι εξόÏιστοι ευγενείς της αÏιστοκÏατικής τάξης: η αίσθηση της συμφοÏάς δεν είναι πάντοτε ανάλογη με το μÎγεθος της απώλειας, και ο φόβος δεν είναι ανάλογος της Ï€Ïαγματικότητας. |
159-160Μια ηθική γνώμη που συνεχίζει την ιδÎα της αστάθειας και της εναλλαγής της Ï„Ïχης, που διατυπώθηκε στους Ï€ÏοηγοÏμενους στίχους, με Ï„Ïόπο εντοÏτοις Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¿ γενικό, καθώς λείπει η αναφοÏά στην πενία ή σε οποιαδήποτε άλλη συγκεκÏιμÎνη αιτία κι αφοÏμή· πβ και Ησιόδ. ΈÏγα 719 κεξ. γλώσσης τοι θησαυÏὸς á¼Î½ ἀνθÏώποισιν ἄÏιστος / φειδωλῆς. Η ιδÎα της γÏήγοÏης εναλλαγής της Ï„Ïχης είναι Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ…Î½Î·Î¸Î¹ÏƒÎ¼Îνη· πβ. 664, Σοφ. Αί. 131 κεξ. ὡς ἡμÎÏα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν / ἅπαντα τἀνθÏωπεῖα, ΕυÏ. απ. 101 β ἀλλ’ ἡμÎÏα τοι πολλὰ καἰ μÎλαινα νὺξ / τίκτει βÏοτοῖσι, απ. 420 β μί’ ἡμÎÏα Ï„á½° μὲν καθεῖλεν ὑψόθεν, Ï„á½° δ’ ἦϒ ἄνω, ÎœÎν. ΔÏσκ. 187 κεξ. πολλὰ δ’ á¼Î½ ἡμÎÏá¾³ μιᾷ / γÎνοιτ’ ἄν. Για τη μεγαληγοÏία ως Îνδειξη αλαζονείας και ὕβÏεως, που Ï€Ïοκαλεί την εναλλαγή της Ï„Ïχης, αÏκεί να σκεφτεί κανείς τα άπειÏα μυθολογικά παÏαδείγματα ηÏώων που τιμωÏήθηκαν για την καÏχησή τους από τους θεοÏÏ‚. Πβ. και Σιμων. 16.1-2 P ἌνθÏωπος á¼á½¼Î½ μήποτε φάσῃς á½…,τι γίνεται αὔÏιον, / μηδ’ ἄνδÏα ἰδὼν ὄλβιον, ὅσσον χÏόνον ἔσσεται. |
161-164
161. τοι : τις 25 από τις 60 φοÏÎÏ‚ που χÏησιμοποιείται το μόÏιο, βÏίσκεται στην αÏχή ενός ποιήματος ανεξάÏτητου από το Ï€ÏοηγοÏμενό του. Το γεγονός δημιουÏγεί την εντÏπωση πως το μόÏιο χÏησιμοποιείται για να καταστήσει ανεξάÏτητο Îνα τμήμα που Ï€Ïοήλθε από κάποιο μεγαλÏτεÏο ποίημα, αντικαθιστώντας Îναν σÏνδεσμο που Îχανε λόγω αυτής της απόσπασης τη σημασία και τη λειτουÏγία του. Εδώ, στη θÎση του τοι υπήÏχε πιθανότατα το γάÏ. Όπως παÏατηÏεί ο van Groningen ([1-18] 64), αν το τετÏάστιχο ήταν ανεξάÏτητο, στη θÎση του τοι θα υπήÏχε το μÎν στο οποίο αντιτίθεται το δΠτου στ. 163: ο γνωμικός ποιητής ή ο συντάκτης της συλλογής απομονώνει το τμήμα μόνο εκείνο που τον ενδιαφÎÏει και το Ï€ÏοσαÏμόζει.
162. γίνεται εἰς : «Î¼ÎµÏ„ατÏÎπεται σε»· ο van Groningen (ÏŒ.Ï€.) παÏατηÏεί ότι Ï€Ïόκειται για σÏνταξη Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ€Î¬Î½Î¹Î±, που απαντά εντοÏτοις Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ…Ï‡Î½Î¬ στους Εβδομήκοντα και την Καινή Διαθήκη, Ï€.χ. Βασ. Β΄ 13.28 γίνεσθε εἰς υἱοὺς δυνάμεως, Ψάλμ. 93.22 á¼Î³Îνετό μοι κÏÏιος εἰς καταφυγήν, Ματθ. 21.42 á¼Î³ÎµÎ½Î®Î¸Î· εἰς κεφαλὴν γωνίας· για μια πιθανή σχÎση Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î·Ï‚ εβÏαϊκής γνωμικής ποίησης και της θεογνίδειας συλλογής, βλ. H. Ranston, “Ecclesiastes and Theognis”, AJSL 34.2 (1918) 99-122· J. P. Brown, “Proverb-book, Gold Economy, Alphabet”, JBL 100/2 (1981) 169-191.
163. εἰσὶν δ’ οἵ : ÎκφÏαση σαφώς πιο αδÏναμη από το επίθετο πολλοί του στ. 161: η τάξη των ἀγαθῶν είναι πεÏιοÏισμÎνη· βλ. και σχόλια στους στ. 83-86.
163. βουλῇ – δαίμονι : ζεÏγμα: και οι δÏο δοτικÎÏ‚ εξαÏτώνται από το μοχθίζουσι.
163. τε ... καί : οι συμπλεκτικοί σÏνδεσμοι χÏησιμοποιοÏνται εδώ ως αντιθετικοί: «Î±Î½ και... εντοÏτοις...».
Και πάλι το θÎμα της άδικης μοίÏας. Λόγοι μεταφυσικοί και ανεξÎλεγκτοι, Îνας δαίμων, η Ï„Ïχη, είναι η εξήγηση για την παÏάλογη κατανομή της ευημεÏίας: η καλή Ï„Ïχη αÏκεί ώστε να ευημεÏεί αυτός που δεν σκÎφτεται σωστά, και η κακή Ï„Ïχη είναι που δεν επιτÏÎπει σε όσους σκÎφτονται σωστά να φÎÏουν εις Ï€ÎÏας τα σχÎδιά τους. Δυστυχώς, οι Ï€Ïώτοι, αυτοί που η σκÎψη τους είναι δειλή, είναι οι πολλοί· η τάξη του ποιητή, της ἀγαθῆς βουλῆς, είναι και πάλι μια μικÏή ομάδα. Ο ποιητής εκφÏάζει και πάλι την αποÏία του για την παÏαδοξότητα αυτή της ζωής μÎσα από μια σειÏά αντιθετικών ζευγών: δειλαῖς ~ á¼ÏƒÎ¸Î»á¿·, φÏεσί ~ δαίμονι, κακόν ~ ἀγαθόν, δοκÎον ~ γίνεται, βουλῇ ~ δαίμονι, ἀγαθῇ ~ δειλῷ, γίνεται ~ μοχθίζουσι· ιδιαίτεÏο ενδιαφÎÏον Îχει το τελευταίο αντιθετικό ζεÏγος: η δοτική χαÏιστικη οἷς αντιστοιχεί στο υποκείμενο του ενεÏÎ³Î·Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï Ïήματος μοχθίζουσι, υπογÏαμμίζοντας την ενεÏγή συμμετοχή των ἀγαθῶν σε αντίθεση Ï€Ïος την παθητική ευημεÏία των δειλῶν. Για την ευθÏνη των θεών, αντίθετη είναι η άποψη του ΜενάνδÏου, απ. 714.2-6 KTh ἅπαντι δαίμων ἀνδÏὶ συμπαÏίσταται / εá½Î¸á½ºÏ‚ γενομÎνῳ, μυσταγωγὸς τοῦ βίου, / ἀγαθός· κακὸν Î³á½°Ï Î´Î±Î¯Î¼Î¿Î½’ οὠνομιστÎον / εἶναι βίον βλάπτοντα χÏηστόν, οá½Î´’ ἔχειν / κακίαν, ἅπαντα δ’ ἀγαθὸν εἶναι τὸν θεόν. |
165-166
166. νόσφιν δαίμονος : πβ. 171 á¼„Ï„ÎµÏ Î¸Îµá¿¶Î½, Οδ. β 372 ἄνευ θεοῦ ≠ σὺν δαίμονι (Ï€.χ. Ιλ. Λ 792), σὺν θεῷ (Ï€.χ. Ιλ. Ι 49). Η ίδια ιδÎα εμφανίζεται και στον ΕυÏ. ΗÏακλ. 608 κεξ. οὔτινά φημι θεῶν á¼„Ï„ÎµÏ á½„Î»Î²Î¹Î¿Î½, οὠβαÏÏποτμον, / ἄνδÏα γενÎσθαι.166. κακός - ἀγαθός : οι λÎξεις αντιστοιχοÏν στο ζεÏγος ὄλβιος-πενιχÏός του Ï€ÏοηγοÏμενου στίχου (σχήμα χιαστό) και χÏησιμοποιοÏνται εδώ με καθαÏά πολιτική-κοινωνική σημασία. |
167-168
167. ἀτÏεκής, ÎÏ‚ : «Î±ÎºÏιβής· σίγουÏος, βÎβαιος»· τὸ ἀτÏεκÎÏ‚ : ως επίÏÏ.
Η σκÎψη του ποιητή παίÏνει μια ιδιαίτεÏα απαισιόδοξη Ï„Ïοπή, καθώς ισχυÏίζεται πως η Ï€Ïαγματική ευδαιμονία δεν είναι εφικτή: για τον καθÎνα υπάÏχει κάτι κακόν που μετÏιάζει την ευτυχία. Σε τι μποÏεί να συνίσταται κάθε φοÏά αυτό το κακόν, το εξηγεί στους στ. 441-446. |
169-170
169. τιμῶσιν : η τιμή των θεών είναι εμφανής στην ευημεÏία που γνωÏίζει αυτός τον οποίον τιμοÏν.
169. μωμάομαι, ιων. –Îομαι : «ÎºÎ±Ï„ηγοÏÏŽ, επικÏίνω, ψÎγω»· μωμεÏμενος : ιωνική συναίÏεση·
169. ὠκαὶ μωμεÏμενος αἰνεῖ : οξÏμωÏον σχήμα, πβ. 875 κεξ., 1079 κεξ. Ασυνήθιστη είναι η θÎση του καί μετά το άÏθÏο. Ο Condello ([127] 29) θεωÏεί πως η συντακτική αυτή παÏατυπία αποτελεί Îνδειξη της αυτοσχεδιαστικής Ï€ÏοÎλευσης των ποιημάτων της συλλογής: τα πεÏισσότεÏα ποιήματα συνετÎθησαν Ï€ÏοφοÏικά και για Ï€ÏοφοÏική εκτÎλεση σε συμφÏαζόμενα συμποτικά. Σε κάθε πεÏίπτωση, παÏαδείγματα παÏόμοιας μετατόπισης και παÏεμβολής του καί υπάÏχουν, πβ. Ï€.χ. Πινδ. Ολ. 2. 28 á¼Î½ καὶ θαλάσσῃ, Πυθ. 10. 58 á¼Î½ καὶ παλαιτÎÏοις, και ως εκ τοÏτου δεν είναι απαÏαίτητη η διόÏθωση του κειμÎνου σε καὶ ὠμωμεÏμενος· βλ. και Denniston [5] 326. ΠαÏαμÎνει το ζήτημα της μετάφÏασης. Ο Carrière [1-18], ο ΚοÏÏÎÏ‚ [67] και ο Garzya [8] λαμβάνουν τη μετοχή μωμεÏμενος απόλυτα, χωÏίς αντικείμενο, και θεωÏοÏν πως γίνεται αναφοÏά στον Ï„Ïπο του φιλοκατήγοÏου: ακόμη κι αυτός αναγκάζεται να επαινÎσει τον άνθÏωπο που τιμοÏν οι θεοί. Αντίθετα, ο Hudson-Williams [1-18], o Edmonds [8], o van Groningen [1-18] και ο Hansen [67] θεωÏοÏν πως η αναφοÏά είναι πιο εκλεπτυσμÎνη: αυτός που τιμάται από τους θεοÏÏ‚, Ï€Ïοκαλεί τον φθόνο των ανθÏώπων, μα ακόμη κι ο φθόνος και οι κατηγοÏίες αποτελοÏν τελικά απόδειξη της αξίας του. Η δεÏτεÏη αυτή εÏμηνεία καθιστά το οξÏμωÏο σχήμα μωμεÏμενος αἰνεῖ Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¿ ισχυÏÏŒ και αποτελεσματικό.
170. σπουδή : «Ï€Ïοσπάθεια».
Άλλη μία αναφοÏά στον Ïόλο των θεών για την επιτυχία: χωÏίς τη συμμετοχή των θεών, ο άνθÏωπος δεν κατοÏθώνει τίποτα. Ο αἶνος, βÎβαια, όπως και η μετοχή μωμεÏμενος, παÏαπÎμπει στην κοινωνική διάσταση της επιτυχίας: η αναγνώÏιση αποτελεί σκοπό και κÏιτήÏιο την ίδια στιγμή. |
171-172
171. θεοῖς : συνίζηση στο θεοῖς και τις δÏο φοÏÎÏ‚, όπως και πιο κάτω, στο θεῶν.
171. θεοῖς οἷσιν ἔπι κÏάτος : ο κώδικας Α δίνει θεοῖσιν á¼Ï€Î¹ÎºÏατος· ο κώδικας Ο οἷς á¼ÏƒÏ„ι κÏάτος· καμία από τις δÏο γÏαφÎÏ‚ δεν ταιÏιάζει μετÏικά. Εδώ υιοθετείται η διόÏθωση του M. Schmidt, την οποία ακολουθεί και ο van Groningen [1-18]: η γÏαφή του κώδικα Α Ï€Ïοήλθε από μια απλογÏαφία θεοῖς <οἷσ>ιν ἔπι.172. γίνεται : συνώνυμο σχεδόν του συμβαίνει.
172. οὔτ’ ἀγαθὰ οὔτε κακά : διπολική αντίθεση που σημαίνει «Ï„ίποτα απολÏτως»· πβ. 1-4.
Για την ίδια ιδÎα, διατυπωμÎνη θετικά, βλ. Ησίοδ. ΈÏγα 669 á¼Î½ τοῖς [θεοῖς] Î³á½°Ï Ï„Îλος á¼ÏƒÏ„ὶν á½Î¼á¿¶Ï‚ ἀγαθῶν τε κακῶν τε. |
|