Κείμενο | Μετάφραση |
ΠΑ 9.271 ΑΠΟΛΛΩÎΙΔΟΥ1
εἰ καὶ á¼Î½ ἀλκυόνων ἤμασι κλαυσόμεθα͵
ἀλκυόνων͵ αἷς πόντος ἀεὶ στηÏίξατο κῦμα νήνεμον͵ ὡς κÏῖναι χέÏσον ἀπιστοτέÏην;
ἀλλὰ καὶ ἡνίκα μαῖα καὶ ὠδίνεσσιν ἀπήμων αá½Ï‡Îµá¿–ς͵ σὺν φόÏτῳ δῦσας ἈÏιστομένην. 2 |
Και πότε να μη φοβόμαστε το Ï€ÎÏασμα των στÏοβιλιζόμενων νεÏών σου, πες μου θάλασσα, αν θα θÏηνοÏμε και κατά τις μÎÏες των αλκυόνων, των αλκυόνων, για χάÏη των οποίων η θάλασσα πάντα ησÏχαζε τα κÏματά της με νηνεμία, ώστε να θεωÏήσουν την ξηÏά ως την πιο Ïπουλη; Αλλά την ÏŽÏα που καυχιÎσαι πως είσαι μαία ευμενής στις ωδίνες τους βÏθισες τον ΑÏιστομÎνη μαζί με το φοÏτίο του. |