1013-1016
ΜακάÏιος, ευδαίμων κι ευτυχής, όποιος στα δώματα του Άδη κατεβεί χωÏίς δοκιμασίες να γνωÏίσει, Ï€ÏÎ¿Ï„Î¿Ï Ï„Ïομάξει απ’ τους εχθÏοÏÏ‚ και αμαÏτήσει από ανάγκη και μάθει για τους φίλους του τι σκÎφτεται ο καθÎνας.
1017-1022
ΑμÎσως ÏÎει στο σώμα μου ατÎλειωτος ιδÏώτας, και Ï„Ïομάζω που βλÎπω το ευχάÏιστο και όμοÏφο ταυτόχÏονα άνθος της νιότης· πεÏισσότεÏο ÎÏ€Ïεπε να διαÏκεί· μα σÏντομη σαν όνειÏο είναι η νιότη η πολÏτιμη· το δε καταÏαμÎνο κι άμοÏφο γήÏας αμÎσως κÏÎμεται πάνω από το κεφάλι.
1023-1024
ΠοτΠδεν θα πεÏάσω αφόÏητο ζυγό στον αυχÎνα των εχθÏών μου, ακόμη κι αν κάθεται στο κεφάλι μου ο Τμώλος.
1025-1026
Λόγω της αθλιότητάς τους οι κατώτεÏοι είναι και ανοητότεÏοι, των ευγενών, όμως, οι Ï€Ïάξεις πάντοτε είναι ευθÏτεÏες.
1027-1028
ΕÏκολη είναι η Ï€Ïάξη της κακίας στους ανθÏώπους, του αγαθοÏ, όμως, το ÎÏγο, ΚÏÏνε, είναι δÏσκολο.
1029- 1036
ΘάÏÏος, καÏδιά μου, στις συμφοÏÎÏ‚, αν κι Îχεις πάθει πάθη αφόÏητα· γιατί των άθλιων η καÏδιά πιο εÏκολα ταÏάζεται. Για Ï€Ïάγματα απÏαγματοποίητα να μην καυχιÎσαι, Ï„ÏÎφοντας Îτσι τον πόνο σου και τη ντÏοπή σου· μήτε τους φίλους να στεναχωÏείς, μήτε τους εχθÏοÏÏ‚ να ευφÏαίνεις. ΆνθÏωπος θνητός δεν θα μποÏοÏσε εÏκολα να αποφÏγει τα δώÏα που ÏŒÏισαν οι θεοί, οÏτε αν βυθισθεί στον πυθμÎνα θάλασσας σκοτεινής, οÏτε όταν βÏεθεί στον άÏαχλο ΤάÏταÏο.
1037-1038
Είναι Ï€Î¿Î»Ï Î´Ïσκολο να εξαπατήσεις άνδÏα αγαθό, όπως Îχω καταλάβει εδώ και καιÏÏŒ, ΚÏÏνε.
1038a-1038b = 853-854
Το γνώÏιζα, βÎβαια, και Ï€Ïιν, μα Ï„ÏŽÏα το γνωÏίζω Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»ÏτεÏα, πως οι άθλιοι δεν ξÎÏουν καθόλου από ευγνωμοσÏνη.
1039-1040
ΆφÏονες και ανόητοι όσοι δεν πίνουνε κÏασί όταν αÏχίζει ο ΣείÏιος.