963-970
ΚανÎναν μην επαινÎσεις, Ï€ÏÎ¿Ï„Î¿Ï Î³Î½Ï‰Ïίσεις καλά τι διάθεση και τι χαÏακτήÏα και τι Ï„Ïόπο Îχει. Γιατί πολλοί Îχουν χαÏακτήÏα κίβδηλο και απατηλό και τον κÏÏβουν, και Ï„Ïόπους για μια μÎÏα υιοθετοÏν. Οπωσδήποτε τον χαÏακτήÏα τους τον ξεσκεπάζει ο χÏόνος. Κι εγώ, βÎβαια, Îπεσα Ï€Î¿Î»Ï Îξω στην κÏίση μου· βιάστηκα να σε επαινÎσω Ï€ÏÎ¿Ï„Î¿Ï Î³Î½Ï‰Ïίσω όλους σου τους Ï„Ïόπους· Ï„ÏŽÏα, όμως, σαν πλοίο κÏατάω αποστάσεις.
971-972
Τι είδους διάκÏιση είναι να κεÏδίζεις το βÏαβείο της οινοποσίας όταν πίνεις; ΠολλÎÏ‚ φοÏÎÏ‚ νικά ο χειÏότεÏος τον καλÏτεÏο.
973-978
Αυτός που η γη θα τον σκεπάσει και θα κατÎβει στο ΈÏεβος, στα δώματα της ΠεÏσεφόνης, χαÏά δεν βÏίσκει οÏτε τη λÏÏα ακοÏγοντας οÏτε τον αυλητή, οÏτε υψώνοντας τα δώÏα του ΔιονÏσου. Αυτά καταλαβαίνοντας, μÎσα μου ας χαÏÏŽ, όσο είναι τα πόδια μου ελαφÏά και η κεφαλή μου σταθεÏή.
979-982
Όχι στα λόγια, μα και στις Ï€Ïάξεις να είναι κάποιος φίλος μου· να σπεÏδει με τα χÎÏια του και με τα χÏήματά του, και με τα δÏο· και στο συμπόσιο να μην μαγεÏει την καÏδιά μου με τα λόγια, αλλά με τις Ï€Ïάξεις του να φαίνεται, αν μποÏεί, πως είναι αγαθός.
983-988
Την καÏδιά μας ας αφιεÏώσουμε εμείς στις γιοÏÏ„ÎÏ‚, όσο μποÏεί να αντÎξει τα ποθητά τα ÎÏγα της χαÏάς. Γιατί η νιότη η λαμπÏή πετά στα γÏήγοÏα, σαν σκÎψη, πιο γÏήγοÏη κι απ’ την οÏμή των αλόγων που κουβαλοÏν, σα μανιασμÎνα, τον βασιλιά στον πόλεμο, εκεί που σείονται τα δόÏατα, και χαίÏονται στη γόνιμη πεδιάδα.