931-932
ΚαλÏτεÏα να είσαι οικονόμος, διαφοÏετικά δεν σε κλαίει κανείς οÏτε κι όταν πεθάνεις, αν δεν βλÎπει ότι άφησες πίσω σου πεÏιουσία.
933-938
Λίγοι άνθÏωποι συνοδεÏονται από ευγÎνεια και ομοÏφιά· ευτυχισμÎνος αυτός που του Îτυχαν και τα δÏο. Όλοι τον τιμοÏν· και οι νÎοι και οι συνομήλικοι και οι μεγαλÏτεÏοι του κάνουν χώÏο. Κι όταν γεÏνάει διακÏίνεται ανάμεσα στους πολίτες, και κανείς δεν θÎλει να του φεÏθεί οÏτε χωÏίς σεβασμό οÏτε άδικα.
939-942
Δεν μποÏÏŽ να Ï„Ïαγουδήσω καθαÏά σαν το αηδόνι· γιατί και χθες το βÏάδυ ήμουν σε κάποια γιοÏτή. Δεν Ïίχνω το φταίξιμο στον αυλητή. Αλλά με άφησε μόνο μου ο σÏντÏοφος που κατÎχει την Ï„Îχνη του Ï„ÏαγουδιοÏ.
943-944
Κοντά στον αυλητή θα σταθώ και θα Ï„Ïαγουδήσω, εδώ στα δεξιά του, και θα Ï€Ïοσευχηθώ στους αθάνατους θεοÏÏ‚.
945-946
Θα Ï€ÏοχωÏήσω σε δÏόμο ÎµÏ…Î¸Ï ÎºÎ±Î¹ ίσιο, χωÏίς να κλίνω από δω κι από κει· γιατί Ï€ÏÎπει όλα σωστά να τα σκÎφτομαι.
947-948
Την πατÏίδα, την λαμπÏή πόλη, θα κυβεÏνήσω, χωÏίς να την εμπιστευτώ τον λαό κι οÏτε από άδικους ανθÏώπους να πειστώ.
949-954
Σαν λιοντάÏι, σίγουÏο για τη δÏναμή του, Ï€Ïόφτασα Îνα ελαφάκι και το άÏπαξα, μα δεν ήπια το αίμα του· σε τείχη ψηλά ανÎβηκα, μα πόλη δεν λεηλάτησα· άλογα Îζευξα, μα σ’ άÏμα δεν ανÎβηκα· ÎÏ€Ïαξα και δεν ÎÏ€Ïαξα, κατόÏθωσα και δεν κατόÏθωσα, Îκανα και δεν Îκανα, ολοκλήÏωσα και δεν ολοκλήÏωσα.
955-956
Γι’ αυτόν που ευεÏγετεί κατώτεÏους ανθÏώπους δÏο υπάÏχουν συμφοÏÎÏ‚· πολλά αγαθά θα στεÏηθείς, κι ευγνωμοσÏνη δεν θα δεις καμιά.
957-958
Αν δεν αισθάνεσαι ευγνωμοσÏνη, παϒ ότι γνώÏισες κάποια μεγάλη ευεÏγεσία από μÎνα, είθε στο σπίτι μου να επιστÏÎψεις πάλι από ανάγκη.
959-962
Όσο εγώ Îπινα από βαθιά πηγή, γλυκό μου φαινόταν και ωÏαίο το νεÏÏŒ· Ï„ÏŽÏα, όμως, είναι θολό πια το νεÏÏŒ, και αναμεμειγμÎνο με λάσπη· από άλλη κÏήνη ή ποταμό θα πιω.