931-962, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

931-932
φείδεσθαι μὲν ἄμεινον, ἐπεὶ οὐδὲ θανόντ’ ἀποκλαίει
οὐδείς, ἢν μὴ ὁρᾶι χρήματα λειπόμενα.

933-938
παύροις ἀνθρώπων ἀρετὴ καὶ κάλλος ὀπηδεῖ∙ 
ὄλβιος, ὃς τούτων ἀμφοτέρων ἔλαχεν.
πάντές μιν τιμῶσιν∙ ὁμῶς νέοι οἵ τε κατ’ αὐτὸν
χώρης εἴκουσιν τοί τε παλαιότεροι.
Γηράσκων <δ’> ἀστοῖσι μεταπρέπει, οὐδέ τις αὐτὸν
βλάπτειν οὔτ’ αἰδοῦς οὔτε δίκης ἐθέλει.

939-942
οὐ δύναμαι φωνῆι λίγ’ ἀειδέμεν ὥσπερ ἀηδών∙
καὶ γὰρ τὴν προτέρην νύκτ’ ἐπὶ κῶμον ἔβην.
οὐδὲ τὸν αὐλητὴν προφασίζομαι∙ ἀλλά μ’ ἑταῖρος
ἐκλείπει σοφίης οὐκ ἐπιδευόμενος.

943-944
ἐγγύθεν αὐλητῆρας ἀείσομαι ὧδε καταστὰς
δεξιός, ἀθανάτοις θεοῖσιν ἐπευχόμενος.

945-946
εἶμι παρὰ στάθμην ὀρθὴν ὁδόν, οὐδετέρωσε
κλινόμενος∙ χρὴ γάρ μ’ ἄρτια πάντα νοεῖν.

947-948
πατρίδα κοσμήσω, λιπαρὴν πόλιν, οὔτ’ ἐπὶ δήμωι
τρέψας οὔτ’ ἀδίκοις ἀνδράσι πειθόμενος.

949-954
νεβρὸν ὑπὲξ ἐλάφοιο λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθὼς 
ποσσὶ καταμάρψας αἵματος οὐκ ἔπιον∙          
τειχέων δ’ ὑψηλῶν ἐπιβὰς πόλιν οὐκ ἀλάπαξα∙ 
ζευξάμενος δ’ ἵππους ἅρματος οὐκ ἐπέβην∙
πρήξας δ’ οὐκ ἔπρηξα, καὶ οὐκ ἐτέλεσσα τελέσσας,
δρήσας δ’ οὐκ ἔδρησ’, ἤνυσα δ’ οὐκ ἀνύσας.

955-956
δειλοὺς εὖ ἔρδοντι δύω κακά∙ τῶν τε γὰρ αὐτοῦ
χηρώσει πολλῶν, καὶ χάρις οὐδεμία.

957-958
εἴ τι παθὼν ἀπ’ ἐμεῦ ἀγαθὸν μέγα μὴ χάριν οἶδας,
χρήιζων ἡμετέρους αὖθις ἵκοιο δόμους.

959-962
ἔστε μὲν αὐτὸς ἔπινον ἀπὸ κρήνης μελανύδρου,
ἡδύ τί μοι ἐδόκει καὶ καλὸν ἦμεν ὕδωρ∙
νῦν δ’ ἤδη τεθόλωται, ὕδωρ δ’ ἀναμίσγεται ὕδει∙
ἄλλης δὲ κρίνης πίομαι ἢ ποταμοῦ.

931-932
Καλύτερα να είσαι οικονόμος, διαφορετικά δεν σε κλαίει κανείς ούτε κι όταν πεθάνεις, αν δεν βλέπει ότι άφησες πίσω σου περιουσία.

933-938
Λίγοι άνθρωποι συνοδεύονται από ευγένεια και ομορφιά· ευτυχισμένος αυτός που του έτυχαν και τα δύο. Όλοι τον τιμούν· και οι νέοι και οι συνομήλικοι και οι μεγαλύτεροι του κάνουν χώρο. Κι όταν γερνάει διακρίνεται ανάμεσα στους πολίτες, και κανείς δεν θέλει να του φερθεί ούτε χωρίς σεβασμό ούτε άδικα.

939-942
Δεν μπορώ να τραγουδήσω καθαρά σαν το αηδόνι· γιατί και χθες το βράδυ ήμουν σε κάποια γιορτή. Δεν ρίχνω το φταίξιμο στον αυλητή.  Αλλά με άφησε μόνο μου ο σύντροφος που κατέχει την τέχνη του τραγουδιού.

943-944
Κοντά στον αυλητή θα σταθώ και θα τραγουδήσω, εδώ στα δεξιά του, και θα προσευχηθώ στους αθάνατους θεούς.

945-946
Θα προχωρήσω σε δρόμο ευθύ και ίσιο, χωρίς να κλίνω από δω κι από κει· γιατί πρέπει όλα σωστά να τα σκέφτομαι.

947-948
Την πατρίδα, την λαμπρή πόλη, θα κυβερνήσω, χωρίς να την εμπιστευτώ τον λαό κι ούτε από άδικους ανθρώπους να πειστώ.

949-954
Σαν λιοντάρι, σίγουρο για τη δύναμή του, πρόφτασα ένα ελαφάκι και το άρπαξα, μα δεν ήπια το αίμα του· σε τείχη ψηλά ανέβηκα, μα πόλη δεν λεηλάτησα· άλογα έζευξα, μα σ’ άρμα δεν ανέβηκα· έπραξα και δεν έπραξα, κατόρθωσα και δεν κατόρθωσα, έκανα και δεν έκανα, ολοκλήρωσα και δεν ολοκλήρωσα.

955-956
Γι’ αυτόν που ευεργετεί κατώτερους ανθρώπους δύο υπάρχουν συμφορές· πολλά αγαθά θα στερηθείς, κι ευγνωμοσύνη δεν θα δεις καμιά.

957-958
Αν δεν αισθάνεσαι ευγνωμοσύνη, παρ’ ότι γνώρισες κάποια μεγάλη ευεργεσία από μένα, είθε στο σπίτι μου να επιστρέψεις πάλι από ανάγκη.

959-962
Όσο εγώ έπινα από βαθιά πηγή, γλυκό μου φαινόταν και ωραίο το νερό· τώρα, όμως, είναι θολό πια το νερό, και αναμεμειγμένο με λάσπη· από άλλη κρήνη ή ποταμό θα πιω.