1-181
1-42
ὦ ἄνα Λητοῦς Ï…á¼±Î, Διὸς Ï„Îκος, οὔποτε σεῖο
λήσομαι á¼€Ïχόμενος οá½Î´’ ἀποπαυόμενος,
ἀλλ’ αἰεὶ Ï€Ïῶτόν τε καὶ ὕστατον ἔν τε μÎσοισιν
ἀείσω∙ σὺ δΠμοι κλῦθι καὶ á¼ÏƒÎ¸Î»á½° δίδου.
5-103
Φοῖβε ἄναξ, ὅτε μÎν σε θεὰ Ï„Îκε πότνια Λητώ,
φοίνικος ῥαδινῆις χεÏσὶν á¼Ï†Î±ÏˆÎ±Î¼Îνη,
ἀθανάτων κάλλιστον, á¼Ï€á½¶ Ï„ÏοχοειδÎι λίμνῃ
πᾶσα μὲν á¼Ï€Î»Î®ÏƒÎ¸Î· Δῆλος ἀπειÏεσίη
ὀδμῆς ἀμβÏοσίης, á¼Î³Îλασσε δὲ γαῖα πελώÏη,
γήθησεν δὲ βαθὺς πόντος á¼Î»á½¸Ï‚ πολιῆς.
11-144
ἌÏτεμι, θηÏοφόνη, θÏÎ³Î±Ï„ÎµÏ Î”Î¹ÏŒÏ‚, ἣν ἈγαμÎμνων
εἵσαθ’, á½…Ï„’ á¼Ï‚ ΤÏοίην ἔπλεε νηυσὶ θοῇς
εá½Ï‡Î¿Î¼Îνῳ μοι κλῦθι, κακὰς δ’ ἀπὸ κῆÏας ἄλαλκε∙
σοὶ μὲν τοῦτο θεὰ σμικÏόν, á¼Î¼Î¿á½¶ δὲ μÎγα.
15-185
Μοῦσαι καὶ ΧάÏιτες, κοῦÏαι Διός, αἵ ποτε Κάδμου
á¼Ï‚ γάμον á¼Î»Î¸Î¿á¿¦ÏƒÎ±Î¹ καλὸν ἀείσατ’ ἔπος,
«á½…ττι καλὸν φίλον á¼ÏƒÏ„ί, τὸ δ’ οὠκαλὸν οὠφίλον á¼ÏƒÏ„ί».
τοῦτ’ ἔπος ἀθανάτων ἦλθε διὰ στομάτων.
|
1-18
Η συλλογή αÏχίζει με Ï„ÎσσεÏα ποιήματα εἰς θεοÏÏ‚: τα δÏο Ï€Ïώτα στον Απόλλωνα, το Ï„Ïίτο στην ΆÏτεμη και το Ï„ÎταÏτο στις ΜοÏσες και τις ΧάÏιτες. Î Ïόκειται για Ïμνους ή Ï€ÏοσευχÎÏ‚ Î³ÎµÎ½Î¹ÎºÎ¿Ï Ï‡Î±ÏακτήÏα, τα μοναδικά ποιήματα Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î¿Ï… είδους σε όλη τη συλλογή· κάθε άλλο ποίημα που αναφÎÏει τους θεοÏÏ‚, είτε εκφÏάζει κάποιον ηθικό Ï€Ïοβληματισμό είτε επικαλείται τη βοήθειά τους για κάτι συγκεκÏιμÎνο (337-40, 341-50, 373-400, 731-52, 757-64, 1087-90, 1117-18, 1323-26, 1386-89)· η μόνη εξαίÏεση είναι οι στ. 1231-34 του β΄ βιβλίου της συλλογής, όπου Îχουμε μια επίκληση στον ΈÏωτα. Î ÎÏα από την αναφοÏά στους θεοÏÏ‚ και τα υμνολογικά ή ευχολογικά συμφÏαζόμενα, δεν φαίνεται να υπάÏχει ιδιαίτεÏη θεματική συνοχή ή συνÎπεια Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ ποιημάτων, οÏτε ιδιαίτεÏη συγγÎνεια της ενότητας ή και των μεμονωμÎνων ποιημάτων με την υπόλοιπη συλλογή· κάθε ποίημα μοιάζει να Îχει διαφοÏετική Ï€ÏοÎλευση και διαφοÏετικό σκοπό· επιπλÎον, η συμπαÏάθεσή τους στην αÏχή της συλλογής μοιάζει υπεÏβολική, καθώς μία και μόνο αναφοÏά στους θεοÏÏ‚ θα μποÏοÏσε να είναι αÏκετή· κατά συνÎπεια, η ενότητα θεωÏείται Ï€Ïοβληματική από όλους σχεδόν τους μελετητÎÏ‚.
Η συμφωνία των μελετητών, όμως, δεν Ï€ÏοχωÏάει Ï€ÎÏα από τη βασική διαπίστωση ενός Ï€Ïοβλήματος. Κάποιοι αποÏÏίπτουν τελείως και τα Ï„ÎσσεÏα ποιήματα, θεωÏώντας πως Ï€Ïόκειται για συνθÎσεις που δεν σχετίζονται Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚, οÏτε με την υπόλοιπη συλλογή (Ï€.χ., F. Jacoby, Theognis. Sitzungsberichte der preussischen Akademie der Wissenschafte, Berlin 1931, 106-107· J. Kroll, Theognis-Interpretationen, Leipzig 1936, 24 κεξ.· J. Carrière, Théognis. Poèmes élégiaques, ΠαÏίσι 1962, 93-95· B. A. van Groningen, Théognis: Le premier livre, Amsterdam 1966, 17 κεξ.)· θεωÏείται, λοιπόν, πως τα ποιήματα αυτά αποτελοÏν μεταγενÎστεÏες συνθήκες που τοποθετήθηκαν κάποια στιγμή στην αÏχή της συλλογής από σεβασμό είτε Ï€Ïος τους θεοÏÏ‚ είτε Ï€Ïος την παÏάδοση· με Ï„ÎσσεÏα μικÏά ποιήματα εἰς θεοÏÏ‚ ξεκινοÏν και τα ανώνυμα αττικά σκόλια που διασώθηκαν από τον Αθήναιο (694c κεξξ.· βλ. R. Reitzenstein, Epigramm und Skolion, Gießen 1893, 74), ενώ και οι ΑλεξανδÏινοί φιλόλογοι φαίνεται πως ακολοÏθησαν την ίδια αÏχή κατά την Îκδοση των λυÏικών ποιητών: τα Ï€Ïώτα βιβλία του ΠινδάÏου πεÏιÎχουν τις θÏησκευτικÎÏ‚ του ωδÎÏ‚, ενώ τα «Î¬Ï€Î±Î½Ï„α» του Αλκαίου, της Σαπφώς και του ΑνακÏÎοντα αÏχίζουν επίσης με Ïμνους (βλ. Kroll, ÏŒ.Ï€. 45). Άλλοι εμφανίζονται λιγότεÏο απόλυτοι και κατηγοÏηματικοί. Ο T. Hudson-Williams (The Elegies of Theognis and Other Elegiacs included in the Theognidean Sylloge, London 1910, 75 κεξ.) αποÏÏίπτει μόνο το δεÏτεÏο ποίημα ως απόσπασμα κάποιου Î´Î·Î»Î¹Î±ÎºÎ¿Ï Ïμνου, αναγνωÏίζει, όμως, ως θεογνίδεια το Ï€Ïώτο, το Ï„Ïίτο και το Ï„ÎταÏτο ποίημα· κατά τη γνώμη του τα ποιήματα αυτά τοποθετήθηκαν στην αÏχή της συλλογής κατά πάσα πιθανότητα από τον ίδιο το ΘÎογνη. Ο M. L. West (Studies in Greek Elegy and Iambus, ΒεÏολίνο-ÎÎα ΥόÏκη 1974, 55) θεωÏεί πως Îνα μόνο από τα Ï„ÎσσεÏα ποιήματα θα Ï€ÏÎπει να βÏισκόταν στην αÏχή της συλλογής, τα υπόλοιπα Ï„Ïία, όμως, θα Ï€ÏÎπει να είχαν κάποια άλλη θÎση: όταν η συλλογή Îλαβε τη μοÏφή λίγο ή Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ„Î·Î½ οποία Îχει παÏαδοθεί (γεγονός που ο West τοποθετεί Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï… 1ου Ï€ÏοχÏÎ¹ÏƒÏ„Î¹Î±Î½Î¹ÎºÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ του 1ου μεταχÏÎ¹ÏƒÏ„Î¹Î±Î½Î¹ÎºÎ¿Ï Î±Î¹ÏŽÎ½Î±), τα Ï„ÎσσεÏα ποιήματα συγκεντÏώθηκαν στην αÏχή της συλλογής, Ï€Ïοφανώς λόγω της κοινής υμνολογικής/ευχολογικής θεματικής τους, όπως ακÏιβώς συνÎβη και με τα αττικά σκόλια ή τους λυÏικοÏÏ‚. |
1-4
1. ὦ ἄνα : ανώμαλος κλητ. του ἄναξ, που χÏησιμοποιείται μόνο για τους θεοÏÏ‚. ΠαÏάλληλα, χÏησιμοποιείται και η κλητική ἄναξ, βλ. 5. Η χασμωδία υπενθυμίζει πως σε παλαιότεÏη μοÏφή της λÎξης ἄναξ υπήÏχε Ï (Ïανα)· βλ. Δ. ΛυπουÏλής, ΑÏχαία Ελληνική ΜετÏική, Θεσσαλονίκη 1983, 36· πβ. και 5 / 773 Φοῖβε ἄναξ, 987 τε ἄνακτα, αλλά και 52 τῇδε ἅδοι, 105 εὖ á¼”Ïδοντι, 159 μÎγα οἶδε, 177 τι εἰπεῖν, 236 ΚÏÏνε á¼Î»Ï‰ÏƒÎ¿Î¼Îνη, 250 δῶÏα ἰοστεφάνων, 375 εὖ οἶσθα, 389 χÏημοσÏνῃ εἴκων, 413 με οἶνος, 733 σχÎτλια á¼”Ïγα, 1167 δὲ á¼”Ïγα, 1184b εὖ á¼”Ïδων.
1. Ï„Îκος : ποιητ. αντί Ï„Îκνον, πβ. Ιλ. Φ 229 á¼€ÏγυÏότοξε, Διὸς Ï„Îκος. Για τη χÏήση του Ïήματος τίκτειν για τον πατÎÏα, βλ. Ιλ. Ε 875 σὺ (Ζεὺς) Î³á½°Ï Ï„Îκες ἄφÏονα κοÏÏην, Î 450 Δευκαλίων δ' á¼Î¼á½² τίκτε, Ησίοδ. Θεογ. 208 μέγας Οá½Ïανός, οὓς τέκεν αá½Ï„ός.
1. οὔποτε σεῖο / λήσομαι : στεÏεότυπο των ομηÏικών Ïμνων, Ï€.χ. Ύμν. εις Διον. 58 κεξ. οá½Î´Îµ πῃ ἔστι σεῖό γε ληθόμενον…κοσμῆσαι ἀοιδήν, Ύμν. εις Απόλ. (4) 1 μνήσομαι οá½Î´á½² λάθωμαι Ἀπόλλωνος ἑκάτοιο. Πβ. και Απολ. Ρόδ. 1 ἈÏχόμενος σÎο, Φοῖβε,... μνήσομαι, ΒιÏγ. Εκλ. 8. 11: a te principium, tibi desinam.
1. σεῖο : γενική της Ï€Ïοσωπικής αντωνυμίας σÏ, χÏησιμοποιείται παÏάλληλα με τους Ï„Ïπους σεῦ (Ï€.χ. 253), σÎθεν (1232) και σοῦ (414, 969, 1239).
2. ἀποπαÏω : τινά τινος, «ÎµÎ¼Ï€Î¿Î´Î¯Î¶Ï‰ κπ να κάνει κτ»· μÎσ. και παθ., με γεν. «ÏƒÏ„αματώ να κάνω κτ»· απόλ. «ÏƒÏ„αματώ», αντίθ. του ἄÏχεσθαι.
2. á¼€Ïχόμενος…ἀποπαυόμενος : χÏονικÎÏ‚ μετοχÎÏ‚· και στις δÏο εννοείται το αντικείμενο ἀοιδῆς, πβ. Ησίοδ. Θεογ. 48 á¼€Ïχόμεναί τε ... λήγουσαί Ï„’ ἀοιδῆς. Η διπολική ÎκφÏαση ισοδυναμεί νοηματικά με το αἰεί του στ. 3: αξιοσημείωτη η αντίθεση οὔποτε λήσομαι á¼€Ïχόμενος οá½Î´’ ἀποπαυόμενος ≠ ἀλλ’ αἰεὶ ... ἀείσω : στην ουσία Ï€Ïόκειται για επανάληψη της ίδιας ιδÎας, η οποία εκφÏάζεται αÏχικά αποφατικά και στη συνÎχεια καταφατικά.
2. λήσομαι á¼€Ïχόμενος : χασμωδική βÏάχυνση (-μαι) και μετÏική Îκταση της τελευταίας συλλαβής στο Ï„Îλος του Ï€Ïώτου Î¼Î¹ÏƒÎ¿Ï Ï„Î¿Ï… πενταμÎÏ„Ïου, πβ. 329, 461, 1136, 1232· βλ. ΛυπουÏλής [1] 35-36.
3. Ï€Ïῶτον…ὕστατον…μÎσοισιν : άλλη μία διπολική ÎκφÏαση για την αÏχή και το Ï„Îλος (ισοδÏναμα του συνόλου), που συμπληÏώνεται με την εμφαντική αναφοÏά στο μÎσο· πβ. Αισχ. ΠΔ. 116 θεόσυτος á¼¢ βÏοτεῖος á¼¢ κεκÏαμÎνη, ΕυÏ. Ηλ. 907 κεξ. τίν’ á¼€Ïχὴν Ï€Ïῶτά σ’ á¼Î¾ÎµÎ¯Ï€Ï‰ κακῶν;/ ποίαι τελευτάς; τίνα μÎσον τάξω λόγον; Για την απλή διπολική αντίθεση βλ. 1146 Ἐλπίδι τε Ï€Ïώτῃ καὶ πυμάτῃ θυÎτω. Ο E. Harrison (Studies in Theognis, Cambridge 1905, 223) παÏατηÏεί πως ενώ τα Ï€Ïῶτον και ὕστατον αντιστοιχοÏν βÎβαια στις μετοχÎÏ‚ á¼€Ïχόμενος και ἀποπαυόμενος, ο εμπÏόθετος á¼Î½ μÎσοισιν δεν Îχει κάποια αντιστοιχία στον δεÏτεÏο στίχο· επιπλÎον, πως δεν βÏίσκεται, όπως θα ήταν αναμενόμενο, μετά το Ï€Ïῶτον, αλλά στο Ï„Îλος, εκτός λογικής σειÏάς και σε εξÎχουσα θÎση· συμπεÏαίνει, λοιπόν, πως η επÎκταση της φοÏμουλαϊκής διπολικής ÎκφÏασης ακυÏώνει Ï„Ïόπον τινά τον στεÏεότυπο χαÏακτήÏα της και ο στίχος αποκτά κυÏιολεκτική σημασία: ο ποιητής αναφÎÏεται σε Ï„Ïία χωÏιστά ποιήματα που θα απευθÏνει στον Απόλλωνα, Îνα στην αÏχή της συλλογής (5-10), Îνα στη μÎση (773-88) κι Îνα στο Ï„Îλος (το οποίο, σÏμφωνα πάντοτε με τον Harrison, Îχει χαθεί). Όπως παÏατηÏεί, όμως, ο Hudson-Williams ([1-18] 171), η ÏπαÏξη παÏάλληλων χωÏίων φαίνεται να καταÏÏίπτει την υπόθεση.
4. ἀείδω : ιων. και ποιητ. Ï„Ïπος του ᾄδω· ο μÎλλ. ἀείσω είναι σπάνιος, βλ. και Σαπφώ 160.2 LP τάδε νῦν á¼Ï„αίÏαις ταῖς ἔμαισι Ï„ÎÏπνα κάλως ἀείσω. Για τη σÏνταξη με αιτιατική Ï€Ïοσώπου, βλ. Ύμν. εις Απόλ. (21) 3 σὲ δ’ ἀοιδὸς ... ἀείδει.
4. μοι : ἀπὸ κοινοῦ στο κλῦθι και στο δίδου· για τη σÏνταξη του κλῦθι με δοτ., βλ. Ιλ. Ω 335 καί Ï„' ἔκλυες ᾧ κ' á¼Î¸á½³Î»á¿ƒÏƒÎ¸Î±, Οδ. δ 767 θεὰ δΠοἱ ἔκλυεν á¼€Ïῆς, Σολ. 13.2 W κλῦτΠμοι εá½Ï‡Î¿Î¼Îνῳ.
4. κλÏω : Ï€ÏÏ„. ἔκλυον με σημασία αοÏ.· Ï€Ïοστ. αοÏ. κλῦθι, κλῦτε, αλλά και αναδιπλ. κÎκλυθι, κÎκλυτε : ποιητ. Ïήμα, «Î±ÎºÎ¿Ïω, εισακοÏω». ΣÏμφωνα με τον van Groningen ([1-18] 10) η διαφοÏά στον χÏόνο των δÏο Ïημάτων κλῦθι και δίδου οφείλεται στο γεγονός πως ο αόÏιστος αναφÎÏεται κατά πάσα πιθανότατα σε μια συγκεκÏιμÎνη κατάσταση (την ίδια την απαγγελία), ενώ ο ενεστώτας στη ζωή του ποιητή στο σÏνολό της. ΠαÏόμοια στην Οδ. γ 55 κεξξ. κλῦθι Ποσείδαον, ... / ... κῦδος ὄπαζε ... / ... ἔπειτα δίδου: ο αόÏιστος εκφÏάζει την Îκκληση για την άμεση Ï€Ïοσοχή του θεοÏ, οι ενεστώτες ζητοÏν μια χάÏη μεγαλÏτεÏης διάÏκειας.
4. á¼ÏƒÎ¸Î»ÏŒÏ‚, ή, όν : ποιητ. επίθ. = ἀγαθός· για Ï€Ïόσωπα, «Î³ÎµÎ½Î½Î±Î¯Î¿Ï‚, ευγενικής καταγωγής» (αντίθ. δειλός, κακός)· για Ï€Ïάγματα, «ÎºÎ±Î»ÏŒÏ‚»· Ï„á½° á¼ÏƒÎ¸Î»Î¬, «Ï„α αγαθά».
Το τετÏάστιχο είναι αÏκετά απλό ως Ï€Ïος το νόημά του: αποτελεί μια σÏντομη επίκληση στον Απόλλωνα. Ο Kroll ([1-18] 2) θεωÏεί το τετÏάστιχο Ï€Î¿Î»Ï ÏˆÏ…Ï‡ÏÏŒ, ενώ αντίθετα ο M. Pohlenz (“F. Jacoby, Theognis”, Göttingische Gelehrte Anzeigen CXCIV (1932) 415) βλÎπει το τετÏάστιχο ως μια εξομολόγηση γεμάτη πάθος· όπως παÏατηÏεί ο van Groningen ([1-18] 10), in medio veritas. Η γλώσσα και το πεÏιεχόμενο παÏαπÎμπουν δίχως άλλο στην ομηÏική ποίηση, και κυÏίως στους ομηÏικοÏÏ‚ Ïμνους (ὦ ἄνα : Ύμν. εις Απόλ. 1· Διὸς Ï„Îκος : Ιλ. Α 9, Ύμν. εις Απόλ. 367· οὔποτε λήσομαι : Ύμν. 7.59 και Ύμν. εις Απόλ. 368· Ï€Ïῶτον ... ἀείσω : Ύμν. 21.3 κεξ.). Μια Ï„Îτοια επίκληση θα είχε τη φυσική της θÎση στην αÏχή μιας απαγγελίας σε κάποιον αγώνα ή σε κάποιο συμπόσιο. Ο Harrison ([3] 224), λοιπόν, θεωÏεί ότι το ποίημα αποτελεί την εισαγωγή στη θεογνίδεια συλλογή, μα ο Carrière ([1-18] 93) διαμαÏÏ„ÏÏεται πως ο Απόλλωνας μόλις που εμφανίζεται στην υπόλοιπη συλλογή: η επίκληση στον θεό δεν φαίνεται να δικαιολογείται. ΙδιαίτεÏα ενδιαφÎÏουσα είναι η παÏατήÏηση του L. Edmunds (“The Genre of Theognidean Poetry”, στο Th. Figueira – G. Nagy, Theognis of Megara: Poetry and the Polis, Baltimore-London 1985, 99, §6 σημ. 1) πως, παÏά τις Ï€Ïοφανείς, μα επιφανειακÎÏ‚ δίχως άλλο ομοιότητες με το Îπος, διακÏίνουμε στους στίχους Îναν υπαινιγμό στη διαφοÏοποίηση της ελεγειακής από την επική ποίηση: η λÎξη á¼ÏƒÎ¸Î»Î¬, η οποία επανÎÏχεται Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ…Ï‡Î½Î¬ στη συλλογή σε συμφÏαζόμενα πολιτικά και ηθικά, υπενθυμίζει πως, σε αντίθεση Ï€Ïος τον επικό ποιητή, ο οποίος επικαλείται τη βοήθεια των Μουσών για να μποÏÎσει να θυμηθεί και να ανασυνθÎσει το παÏελθόν, ο ελεγειακός ποιητής αποστασιοποιείται από τον χώÏο της ποιητικής μνήμης του παÏελθόντος και εστιάζει στον χώÏο της πόλεως, που αποτελεί και το μόνιμο σκηνικό της ποίησής του. Πβ. και Σόλ. 13.4-5 W ὄλβόν μοι Ï€Ïὸς θεῶν μακάÏων δότε, καὶ Ï€Ïὸς á¼Ï€Î¬Î½Ï„ων / ἀνθÏώπων αἰεὶ δόξαν ἔχειν ἀγαθήν.
|
5-10
5. Φοῖβε ἄναξ : για τη χασμωδία βλ. 1 ὦ ἄναξ.
5. ὅτε μÎν : σχήμα ανανταπόδοτο: Ï€Ïόκειται για τον μÎν solitarium ή μεμονωμÎνο μÎν, ο οποίος χÏησιμοποιείται πεÏίπου όπως το μόÏιο γε: ο ποιητής δεν σκοπεÏει να εκφÏάσει την ανταπόδοση· βλ. J. D. Denniston, The Greek Particles, 2η Îκδ. αναθ. από τον K. J. Dover, London-Indianapolis 1950, 380, J. Humbert, Συντακτικόν της ΑÏχαίας Ελληνικής, μτφ. Γ. Ι. ΚουÏμοÏλης, Αθήναι 1957, §738.
5. Ï„Îκε : επικ. αόÏιστος του τίκτω.
5. πότνια : ποιητ. τιμητικός τίτλος· ως ουσ. = δÎσποινα, «ÎºÏ…Ïά, βασίλισσα»· ως επίθ. «ÏƒÎµÎ²Î¬ÏƒÎ¼Î¹Î±».
6. φοίνικος : για τον φοίνικα αυτόν, βλ. Οδ. ζ 163, Υμν. εις Απόλ.117: ἀμφὶ δὲ φοίνικι βάλε πήχεε. Στο ζ 163 αναφÎÏεται Îνας φοίνικας στο νησί, χωÏίς να υπάÏχουν θÏησκευτικÎÏ‚ ή μυθικÎÏ‚ συνυποδηλώσεις. Κάποιες εκδοχÎÏ‚ Ï€ÏοτιμοÏν την ελιά. Για την Ï€Ïωτόγονη λατÏεία των δÎνδÏων βλ. A. J. Evans, Mycenean Tree and Pillar-worship, London 1901. Τα ιεÏά δÎνδÏα αποτελοÏν ιδιαίτεÏο χαÏακτηÏιστικό της Παλαιάς Διαθήκης, Ï€.χ., Γεν. 35.4: ὑπὸ τὴν τεÏÎμινθον τὴν á¼Î½ Σικίμοις· ΚÏιτ. 4. 5: Καὶ ΔεββώÏα γυνὴ Ï€Ïοφῆτις γυνὴ Λαφιδώθ, αá½Ï„á½´ ἔκÏινεν τὸν ἸσÏαηλ á¼Î½ Ï„á¿· καιÏá¿· á¼ÎºÎµá½·Î½á¿³. καὶ αá½Ï„á½´ á¼Îºá½±Î¸Î·Ï„ο ὑπὸ φοίνικα ΔεββώÏα ἀνὰ μέσον Ραμὰ καὶ ἀνὰ μέσον Βαιθὴλ á¼Î½ ὄÏει ἘφÏαίμ, καὶ ἀνέβαινον Ï€Ïὸς αá½Ï„ὴν οἱ υἱοὶ ΙσÏαηλ εἰς κÏίσιν. 6. ῥαδινός, ή, όν : ποιητ. επίθ., «Î»ÎµÏ€Ï„ός, λεπτοκαμωμÎνος»· «Î±Ï€Î±Î»ÏŒÏ‚, Ï„ÏυφεÏός». Το επίθετο χÏησιμοποιείται συχνά με τα ουσιαστικά πόδες, χεῖÏες κτλ. Στην Παλατινή Ανθολογία Ï€ÏοσδιοÏίζει συχνά την ΑφÏοδίτη και τις όμοÏφες παÏθÎνες. Στο συγκεκÏιμÎνο χωÏίο δηλώνει την ομοÏφιά εκείνης ο γιος της οποίας ήταν ἀθανάτων κάλλιστος. Η γÏαφή ῥαδινῇς είναι η γÏαφή του παλαιότεÏου και καλÏτεÏου κώδικα Α· οι υπόλοιποι κώδικες δίνουν τη γÏαφή ῥαδινῆς. Όπως παÏατηÏεί ο van Groningen ([1-18] 11), εφόσον ο φοίνικας μποÏεί να είναι και αÏÏƒÎµÎ½Î¹ÎºÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ Î¸Î·Î»Ï…ÎºÎ¿Ï Î³Îνους (βλ. ΗÏόδ. 1.193, όπου ο (φοῖνιξ) á¼”Ïσην διακÏίνεται από τη (φοίνικα) βαλανηφόÏον), το επίθετο μποÏεί κάλλιστα να Ï€ÏοσδιοÏίζει το δÎντÏο· στο συγκεκÏιμÎνο σημείο, εντοÏτοις, η Îμφαση τίθεται στη θεά μάλλον, την ομοÏφιά της οποίας επιθυμεί να εξάÏει ο ποιητής.
6. χεÏσὶν á¼Ï†Î±ÏˆÎ±Î¼Îνη : πβ. σχόλιο στον Απολ. Ρόδ. 1.1131: ἔθος á¼ÏƒÏ„ὶ ταῖς κυοÏσαις τῶν παÏακειμÎνων λαμβάνεσθαι καὶ ἀποκουφίζειν ἑαυτὰς τῶν ἀλγηδόνων.
7. Ï„ÏοχοειδÎι λίμνηι : η Ï€Ïώτη αναφοÏά στην πεÏίφημη πεÏιφεÏή ΙεÏή Λίμνη, όπου κολυμποÏσαν οι ιεÏοί κÏκνοι του Απόλλωνα. Είχε μήκος 90 μÎÏ„Ïα πεÏίπου και χÏησιμοποιοÏνταν για την αποθήκευση του βÏόχινου νεÏοÏ, καθώς υπάÏχουν λίγες μόνο πηγÎÏ‚ στο νησί. Η λίμνη δεν υπάÏχει σήμεÏα, Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÎºÎµÏ€Î¬ÏƒÏ„Î·ÎºÎµ το 1926, Îπειτα από επιδημία ελονοσίας. Αξιοσημείωτο είναι το επίθετο Ï„Ïοχοειδής: τα επίθετα που χÏησιμοποιοÏνται συνήθως για να δηλώσουν κάτι «ÏƒÏ„Ïογγυλό» είναι στÏογγÏλος και κυκλοτεÏής· το συγκεκÏιμÎνο επίθετο φαίνεται πως χÏησιμοποιοÏνταν ειδικά για τη λίμνη της Δήλου (τεχνικός ÏŒÏος: τελετουÏγικός ή «Ï„ουÏιστικός», σÏμφωνα με τον van Groningen [1-18] 11)· πβ. και ΗÏόδ. 2.170.2 ἡ á¼Î½ Δήλῳ ἡ Ï„Ïοχοειδὴς καλουμÎνη.
8. ἀπειÏÎσιος, η, ον : εκτεταμÎνος Ï„Ïπος του ἄπειÏος = «Î¬Î½ÎµÏ… Ï€ÎÏατος», κυκλοτεÏής· «Î±Î¼ÎÏ„Ïητος». ΔιάφοÏες εÏμηνείες Îχουν Ï€Ïοταθεί: ο Carrière ([1-18] 94) θεωÏεί πως Ï€Ïόκειται για μια «ÏˆÎµÏ…δαίσθηση που οφείλεται...στην εικονική αναπαÏάσταση του νησιοÏ, κατά την οποία το πεÏίγÏαμμα ξεπεÏνάει τα ÏŒÏια του καμβά»· ο J. M. Edmonds (Elegy and Iambus I, London 1931) και ο A. Garzya (Teognide. Elegie, Firenze 1955) θεωÏοÏν πως Ï€Ïόκειται για συνώνυμο του κυκλοτεÏής – άποψη την οποία αποÏÏίπτει ο van Groningen με το επιχείÏημα πως η Δήλος Îχει μακÏόστενο μάλλον παÏά κυκλικό σχήμα· ο van Groningen ([1-18] 11) ξεκινά από την άποψη του W. Schultze (Quaestiones epicae, Gueterslohae C. Bertelsmanni 1892, 245), ο οποίος βεβαιώνει πως ο ÏŒÏος μποÏεί να Îχει τη σημασία «Î¬Ï†Î±Ï„ος», και εν μÎÏει, «Î¬Î³Î¹Î¿Ï‚» και καταλήγει στη σημασία «Î±Î¹ÏŽÎ½Î¹Î¿Ï‚» και εξηγεί: από θεολογική άποψη, κανÎνας ιεÏός τόπος δεν είναι ποτΠαποκλειστικά Îνα τοπογÏαφικό σημείο με υλικά πεÏιγεγÏαμμÎνα ÏŒÏια· αντιστοιχεί την ίδια στιγμή στον κόσμο των θεών, τον κόσμο του σÏμπαντος που είναι άπειÏος· η Δήλος τοποθετείται εδώ στο ίδιο επίπεδο με τη Γαῖαν και τον Πόντον.
9. ὀδμῆς : παλαιότεÏος Ï„Ïπος του ουσ. ὀσμή.
9. ἀμβÏόσιος (α), ον : «Î±Î¸Î¬Î½Î±Ï„ος, θεϊκός» (Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ€Î¬Î½Î¹Î± για θνητοÏÏ‚)· στην επική ποίηση το επίθετο χÏησιμοποιείται για όλα όσα ανήκουν στους θεοÏÏ‚, όπως Ï€.χ. τα μαλλιά (Ιλ. Α 529), τα ÏοÏχα ή τα σανδάλια (Ε 338, Φ 507, Ω 341), ή για όλα όσα Îχουν θεϊκή ομοÏφιά (Οδ. Ï„ 193).
9. á¼Î³Îλασσε : το διπλό –σσ– χÏησιμοποιείται συχνά στον μÎλλοντα και τον αόÏιστο, κυÏίως με Ïήματα σε –ζω, όταν απαιτείται δάκτυλος· πβ. 127 εἰκάσσαις, 321 ὀπάσσῃ, 543 δικάσσαι, αλλά και 323 ἀπολÎσσαι, 831 ὄλεσσα, 953 οá½Îº á¼Ï„Îλεσσα τελÎσσας.
9. Ï€ÎλωÏος (η), ον : «Ï„εÏάστιος, τεÏατώδης» < τὸ Ï€ÎÎ»Ï‰Ï : «Ï„ÎÏας»· επικό ουσιαστικό που χÏησιμοποιείται μόνο για ζωντανά όντα, συνήθως με κακή σημασία, όπως Ï€.χ. για τον ΠολÏφημο (Οδ. ι 428) ή τη ΣκÏλλα (μ 87).
10. γηθÎω : «Ï‡Î±Î¯Ïομαι».
10. πόντος á¼Î»á½¸Ï‚ : αν και υπάÏχει διαφοÏά ανάμεσα στα δÏο ουσιαστικά (ἅλς : γενικά τα Ïηχά νεÏά κοντά στην ακτή· πόντος : τα ανοιχτά της θάλασσας), η ÎκφÏαση αποτελεί πλεονασμό.
10. πολιός (ά), όν : «Î³ÎºÏίζος»· συνήθως για την ταÏαγμÎνη θάλασσα.
Ο ποιητής δίνει μια μικÏή στιγμή από τη ζωή του θεοÏ, συγκεκÏιμÎνα την επιφάνειά του. Είναι Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¸Î±Î½ÏŒ πως εμπνÎεται από τον Ύμνο στον Απόλλωνα (η άποψη του Carrière [1-18] 93-94· αντίθετη η άποψη του van Groningen [1-18] 12-13). Ο Kroll ([1-18] 10) βλÎπει στο ποίημα μια πεÏιγÏαφή, Îναν πίνακα, που καθίσταται εναÏγÎστεÏος λόγω της αποστÏοφής Ï€Ïος τον θεό. ΠαÏόμοια είναι και η άποψη του Carrière (ÏŒ.Ï€.), ο οποίος κάνει λόγο για τη στατικότητα της σκηνής και την εστίαση στο πεÏιβάλλον μάλλον παÏά στα Ï€Ïόσωπα, και καταλήγει στο συμπÎÏασμα πως οι στ. 5-10 αποτελοÏν στην Ï€Ïαγματικότητα Îνα αναθηματικό επίγÏαμμα που συνοδεÏει κάποιον πίνακα ή κάποιο ανάγλυφο με θÎμα τη γÎννηση του Απόλλωνα. Πιο συγκÏατημÎνη, και γι’ αυτό ίσως πιο νηφάλια, είναι η άποψη του van Groningen (ÏŒ.Ï€.), ο οποίος συστήνει Ï€Ïοσοχή και επιφυλακτικότητα κατά την αποκωδικοποίηση του ποιήματος: δεν Ï€ÏÎπει να διαβάζουμε πεÏισσότεÏα από όσα υπάÏχουν στο ποίημα, πεÏιπλÎκοντας αυτό που είναι στην Ï€Ïαγματικότητα απλό. Κατά την άποψή του, το ποίημα είναι μια εξαιÏετικά απλή σÏνθεση, αυθόÏμητη και χωÏίς ίχνος Ï€Ïοσποίησης, βασικός και ουσιαστικός σκοπός της οποίας είναι να δείξει πως, όταν γεννιÎται ο Απόλλωνας, ο πιο όμοÏφος από τους αθανάτους, αναγεννιÎται κι ολόκληÏος ο κόσμος· αν υπήÏχε κάποια συνÎχεια στους στίχους, δεν μποÏοÏμε να το ξÎÏουμε.
Ένα Ï€Î¿Î»Ï ÎµÏλογο εÏώτημα είναι αν θα μποÏοÏσαμε, ή αν θα ÎÏ€Ïεπε να συσχετίσουμε τους στίχους με το Ï€ÏοηγοÏμενο τετÏάστιχο: δεν θα μποÏοÏσαν άÏαγε οι στ. 5-10 να αποτελοÏν τη συνÎχεια των στ. 1-4; Ο Pohlenz ([1-4] 146) απαντά καταφατικά, και την άποψή του συμμεÏίζεται και ο D. Young (Theognis, post E. Diehl, Leipzig 1961): οι στίχοι 5-10 δίνουν την «Î±Î½Ï„ικειμενική» συνÎχεια της «Ï…ποκειμενικής» επίκλησης των στίχων 1-4. Όπως παÏατηÏεί, όμως, ο van Groningen, ακολουθώντας τον Kroll ([1-18] 11), το μόνο σημείο επαφής Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ δÏο κειμÎνων είναι ότι αναφÎÏονται και τα δÏο στον ίδιο θεό· κατά τα άλλα είναι απόλυτα κατανοητά από μόνα τους και μποÏοÏν κάλλιστα να υπάÏξουν ως αυτόνομες και ανεξάÏτητες συνθÎσεις. |
11-14
11. ἌÏτεμι θηÏοφόνη : στην Ιλιάδα η ΆÏτεμη είναι πότνια θηÏῶν, η θεά όλης της άγÏιας φÏσης (Ï€.χ. Φ 470)· αν και Ï€Ïοστάτιδα των μικÏών άγÏιων ζώων, είναι την ίδια στιγμή και κυνηγός όλων των θηÏαμάτων, τα οποία σκοτώνει με το τόξο της· είναι, λοιπόν, η θεά του ÎºÏ…Î½Î·Î³Î¹Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ των κυνηγών· την ίδια στιγμή, η ΆÏτεμη είναι η θεότητα των θυσιών, ειδικά των βάναυσων και αιματηÏών θυσιών· βλ. W. Burkert, Greek Religion, μτφ. J. Raffan, Cambridge Massachusetts 1985, 149 και 152· για την ανατολική Ï€ÏοÎλευση της λατÏείας της ΆÏτεμης ως ποτνίας θηÏῶν, βλ. M. L. West, The East Face of Helicon, Oxford 1997, 56. Βλ. και Ch. Christou, Potnia theron. Eine Untersuchung über Ursprung, Erscheinungsformen und Wandlungen der Gestalt einer Gottheit, Θεσσαλονίκη 1968.
12. ἵζω : Ï€ÏÏ„. ἷζον, αόÏ. εἷσα και ἵζησα, μτχ. ἕσας, Ï€Ïκ. ἵζηκα· μÎσ. αόÏ. εἱσάμην, εἵσατο: «Î±Î½ÎµÎ³ÎµÎ¯Ïω και αφιεÏώνω Îναν ναό, Îνα άγαλμα κλπ.». εἵσαθ’ είναι η γÏαφή του κώδικα Χ. Ο Α και οι υπόλοιποι κώδικες δίνουν εἴσαθ’ («Î¬Ïχισε να γνωÏίζει»), γÏαφή η οποία παÏαπÎμπει Ï€Ïοφανώς στον μÏθο που παÏαδίδουν τα ΚÏÏ€Ïια: στην Αυλίδα ο ΑγαμÎμνονας καυχιÎται ότι μποÏεί να κεÏδίσει την ΆÏτεμη στο Ï„ÏÎξιμο, η θεά αναγκάζει τον ΑγαμÎμνονα να θυσιάσει την ΙφιγÎνεια για να τον τιμωÏήσει, εκείνος «Î±Ïχίζει να γνωÏίζει» τη θεά. Η γÏαφή, όμως, αυτή ελάχιστα ταιÏιάζει στα συμφÏαζόμενα καθώς, όταν Ï€ÏοσεÏχεται κανείς σε κάποια θεότητα να τον βοηθήσει και να τον Ï€ÏοστατεÏσει, δεν Ï€Ïοτιμάει το επεισόδιο εκείνο του Î¼Ï…Î¸Î¹ÎºÎ¿Ï ÎºÏκλου που αποδεικνÏει την εκδικητική σκληÏότητά της.
12. θοός, ή, όν (θÎω) : ποιητ. επίθ., «Î³ÏήγοÏος, ευκίνητος»· κυÏίως για τον ΆÏη και για πολεμιστÎÏ‚.
13. ΚήÏ, ἡ : γεν. ΚηÏός, αιτ. ΚῆÏα· η θεά του θανάτου ή της μοίÏας· ως κοινό όνομα ουσ., «Î· μοίÏα, ο θάνατος», ειδικά όταν είναι βίαιος.
13. ἄλαλκε : β΄ Ï€Ïόσ. Ï€Ïοστ. β΄ αοÏ., ευκτ. ἀλάλκοις, απÏμφ. ἀλαλκÎμεναι και ἀλαλκεῖν· «Î±Ï€Î¿ÎºÏοÏω, κÏατώ μακÏιά». Οι αόÏιστοι κλῦθι και ἄλαλκε υποδηλώνουν μια συγκεκÏιμÎνη κατάσταση.
Μια πλήÏης Ï€Ïοσευχή στην ΆÏτεμη: συμπεÏιλαμβάνει σε συνÎχεια μια επίκληση με Îνα επίθετο, Îνα στοιχείο αÏεταλογίας, την Ï€Ïοσευχή καθεαυτήν, Îνα επιχείÏημα. Ποιος υποτίθεται ότι Ï€ÏοσεÏχεται; Και κάτω από ποιες συνθήκες; Ο Carrière ([1-18] 94) υποθÎτει πως Ï€Ïόκειται για κάποιον πολεμιστή που Ï€ÏοσεÏχεται στην ΆÏτεμη ΑγÏοτÎÏα των ΜεγάÏων, Ï€Ïος τιμήν της οποίας είχε ιδÏÏσει ναό ο ΑγαμÎμνονας όταν επισκÎφθηκε στα ÎœÎγαÏα τον μάντη Κάλχαντα (βλ. Παυσ. 1.41.3 και 43.1)· Îτσι εξηγείται η αναφοÏά στον βίαιο θάνατο (κακὰς δ’ ἀπὸ κῆÏας ἄλαλκε). Ο Hudson-Williams ([1-18] 174) και ο van Groningen ([1-18] 14-15) θεωÏοÏν πως ο ποιητής επικαλείται τη θεά ως ἀλεξίκακον (πβ. Παλ. Ανθ. 6.240), και ειδικά ως νηοσσόον, Ï€Ïοστάτιδα των πλεόντων (πβ. Απολ. Ρόδ. 1.570): στον στ. 12 η Îμφαση τίθεται στο νηυσί μάλλον παÏά στο á¼Ï‚ ΤÏοίην. Αξίζει, ίσως, να αναÏωτηθοÏμε αν το ποίημα μποÏεί να Ï€Ïοσλάβει μια δεÏτεÏη, μεταφοÏική σημασία που θα δημιουÏγεί μια στενότεÏη σχÎση με τη θεματική και τον ευÏÏτεÏο Ï€Ïοβληματισμό της συλλογής. Αν λάβουμε υπόψη μας τους στ. 667-82, όπου ο ΘÎογνης χÏησιμοποιεί τη γνωστή αÏγότεÏα μεταφοÏά του «Ï€Î»Î¿Î¯Î¿Ï… της πολιτείας», και αν δεχτοÏμε την άποψη του G. Nagy (“Theognis and Megara: A Poet’s Vision of His City” στο Figueira – Nagy [1-4] 22-27) πως ο λόγος της θεογνίδειας ποίησης είναι υπαινικτικός και αμφίσημος, Îνας αἶνος, Îνας γÏίφος που απευθÏνει ο ποιητής στους ομόφÏονες συμπολίτες του με την πεποίθηση πως θα μποÏÎσουν να το αποκωδικοποιήσουν και να διακÏίνουν το Ï€Ïαγματικό νόημα των στίχων του πλεγμÎνο καθώς είναι μÎσα στην παÏαδοσιακή φÏασεολογία, θα μποÏοÏσαμε ίσως να θεωÏήσουμε πως οι στίχοι 10-14 είναι κάτι πεÏισσότεÏο από μια απλή και μονοσήμαντη επίκληση στην ἀλεξίκακον ΆÏτεμη: η ναυσιπλοÎα μποÏεί να παÏαπÎμπει στην ποÏεία της πόλεως, η αναφοÏά στην ιδιότητα της θεάς ως θηÏοφόνου και στον βίαιο θάνατο στις πολιτικÎÏ‚ αναταÏαχÎÏ‚ και τις κοινωνικÎÏ‚ ανακατατάξεις, και η αναφοÏά στον ΑγαμÎμνονα και την ίδÏυση της λατÏείας της θεάς στα ÎœÎγαÏα στην παλαιά αÏιστοκÏατία που κινδυνεÏει να χαθεί.
|
15-18
15. Μοῦσαι καὶ ΧάÏιτες : οι ΜοÏσες είναι κόÏες του Δία και της ΜνημοσÏνης και οι ΧάÏιτες κόÏες του Δία και της ΕυÏυνόμης (Ησίοδ. Θεογ. 915 και 907 αντίστοιχα).
15-16. Κάδμου á¼Ï‚ γάμον : με την ΑÏμονία, κόÏη της ΑφÏοδίτης και του ΆÏη, πβ. Ησίοδ. Θεογ. 937. Μια πεÏιγÏαφή μας δίνει ο Διόδ. Σικ. 5.49: καὶ ᾿Απόλλωνα μὲν κιθαÏίσαι, Ï„á½°Ï‚ δὲ Μούσας αá½Î»á¿†ÏƒÎ±Î¹, τοὺς δ' ἄλλους θεοὺς εá½Ï†Î·Î¼Î¿á¿¦Î½Ï„ας συναυξῆσαι τὸν γάμον.
16. καλόν : α μακÏÏŒ, κατά τον ομηÏικό Ï„Ïόπο. Στον επόμενο στίχο α βÏαχÏ, πβ. Ύμν. εις ΑφÏ. 29 και Ησίοδ. Θεογ. 585. Στον ΘÎογνη το α είναι μακÏÏŒ 15 φοÏÎÏ‚, πάντα στη θÎση, και βÏÎ±Ï‡Ï 11 φοÏÎÏ‚, πάντα στην άÏση.
17. ὅττι καλὸν φίλον á¼ÏƒÏ„ί : την ÎκφÏαση τὸ καλὸν φίλον γνωÏίζει ο Πλάτωνας (ΛÏσ. 216c), ο οποίος την ονομάζει á¼€Ïχαίαν παÏοιμίαν. Ο Μιχαήλ Αποστόλης (Συναγωγή ΠαÏοιμιών 16.87) αναφÎÏει πως η παÏοιμία χÏησιμοποιείται á¼Ï€á½¶ τῶν τὸ συμφÎÏον αἱÏουμÎνων. ΜποÏεί να παÏαβάλει κανείς ακόμη τον ΕυÏ. Βάκχ. 881 και 901: á½…,τι καλὸν φίλον ἀεί, που επιβεβαιώνει τον παÏοιμιακό χαÏακτήÏα. Η ισχÏÏ‚ της παÏοιμίας καθίσταται ακόμη μεγαλÏτεÏη από το γεγονός πως οι θεÎÏ‚ Îκαναν την παÏοιμία θÎμα ενός Ï„ÏÎ±Î³Î¿Ï…Î´Î¹Î¿Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚.
17. τὸ δ’ οὠκαλὸν οὠφίλον á¼ÏƒÏ„ί : επανάληψη της ιδÎας μÎσω άÏνησης: πβ. και 2, 113-114. Î Ïόκειται πιθανότατα για Ï€Ïοσθήκη που «Ï€Î±Ïαγεμίζει» απλώς τον στίχο μετά την αναφοÏά της παÏοιμίας, χωÏίς να Ï€ÏοσθÎτει κάτι στο νόημα.
Σημείο εστίασης του ποιήματος αποτελεί δίχως άλλο η παÏοιμιακή φÏάση ὅττι καλὸν φίλον á¼ÏƒÏ„ί του στ. 17. Το ποίημα είναι σχετικά απλό· η δυσκολία στην εÏμηνεία του Îγκειται μάλλον στον εντοπισμό των σημείων επαφής με τη θεογνίδεια συλλογή. Ο Hudson-Williams ([1-18] 174) αποδίδει το ποίημα στο ΘÎογνη και θεωÏεί πως αποτελεί μÎÏος της εισαγωγής που ο ίδιος ο ποιητής χÏησιμοποίησε για τη συλλογή του: η αναφοÏά στις ΜοÏσες και τις ΧάÏιτες δεν είναι διόλου αταίÏιαστη ως αÏχή μιας ποιητικής συλλογής· η σχÎση εξάλλου των Μουσών και των ΧαÏίτων με τον Απόλλωνα και την ΆÏτεμη νομιμοποιείται από το γεγονός πως οι θεοί φαίνεται να συσχετίζονται και στη σκÎψη του Ησιόδου (βλ. Θεογ. 907-920). Ο Carrière ([1-18] 95) εκφÏάζει μια διαμετÏικά αντίθετη άποψη: το ποίημα δεν είναι του ΘÎογνη, αλλά Ï€Ïοσθήκη του 5ου αι. Ï€.Χ. κατά πάσα πιθανότητα, δεν Îχει καμία σχÎση με τη συλλογή, Î±Ï†Î¿Ï Î±ÎºÏŒÎ¼Î· και ο στ. 17 δεν Îχει ηθικό νόημα και δεν μποÏεί ως εκ τοÏτου να παÏαπÎμπει στο γνωμολογικό πεÏιεχόμενο της συλλογής. Ο van Groningen ([1-18] 17-18) θεωÏεί πως το τετÏάστιχο Îχει ως σημείο αναφοÏάς το συμπόσιο και τις χαÏÎÏ‚ που αυτό μποÏεί να Ï€ÏοσφÎÏει: το επίθετο καλόν Îχει μια καθαÏά αισθητική σημασία, και ο ποιητής αναλογίζεται ουσιαστικά τις πολλαπλÎÏ‚ πτυχÎÏ‚ της μουσικής και της Ï„Îχνης.
Την αισθητική σημασία του επιθÎτου καλόν και τις πολλαπλÎÏ‚ πτυχÎÏ‚ της μουσικής και της Ï„Îχνης φαίνεται να αναγνωÏίζει στο ποίημα και ο Nagy ([1-14]), ο οποίος όμως Ï€ÏοχωÏεί σε μια τελείως διαφοÏετική εÏμηνεία. Ο Nagy ισχυÏίζεται πως το ίδιο το Ï„ÏαγοÏδι των Μουσών και των ΧαÏίτων στο στ. 17 θÎτει το θÎμα ολόκληÏης της θεογνίδειας συλλογής – οι στίχοι, με άλλα λόγια, αποτελοÏν ποιητική, αλλά και ιδεολογική Ï€ÏογÏαμματική δήλωση του ποιητή. Σημείο εστίασης αποτελεί η λÎξη φίλον, η οποία παÏαπÎμπει στη φιλότητα ως το σÏνολο των θεσμικών και συναισθηματικών δεσμών Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ μελών της κοινωνικής ομάδας, δεσμοί που εγγυώνται συνοχή και σταθεÏότητα (για τη σημασία της φιλότητος στη θεογνίδεια συλλογή, βλ. σχόλια στους στ. 73-74). Το όμοÏφο Ï„ÏαγοÏδι των Μουσών και των ΧαÏίτων εξισώνει την ομοÏφιά με τη φιλότητα δημιουÏγώντας μια αμφίδÏομη σχÎση: η ομοÏφιά της ποίησης καταξιώνει τη φιλία, η οποία με τη σειÏά της θα φÎÏει την ομοÏφιά στο γάμο του Κάδμου και στην πόλη των Θηβών. Την ίδια στιγμή το Ï„ÏαγοÏδι εξισώνεται με τη θεογνίδεια ποίηση: όπως το όμοÏφο Ï„ÏαγοÏδι των Μουσών και των ΧαÏίτων οδηγεί στην κοινωνική συνοχή των Θηβών, Îτσι και η θεογνίδεια ποίηση με την ομοÏφιά της θα οδηγήσει στην κοινωνική συνοχή των ΜεγάÏων. Εξισώνοντας τον εαυτό του με τις θεÎÏ‚, λοιπόν, ο ποιητής εκφÏάζει την Ï€Ïοσδοκία του για την αποτελεσματικότητα της ποίησής του, και εξισώνοντας το κάλλος με τη φιλότητα εδÏαιώνει τη θεματική και τον σκοπό του, που δεν είναι άλλος από την καταξίωση της ίδιας της φιλίας. Υπό το Ï€Ïίσμα αυτό γίνεται καλÏτεÏα κατανοητή η επιλογή του γάμου του Κάδμου, Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï€Î¿Ï„ÎµÎ»ÎµÎ¯ Îμμεση αναφοÏά στην αÏμονία τόσο της μουσικής και της ποίησης, όσο και της πόλης, αλλά και η αναφοÏά στις ΧάÏιτες: η λÎξη χάÏις στον ενικό υποδηλώνει τις σχÎσεις αμοιβαιότητας που χαÏακτηÏίζουν κάθε καλή και γεÏή φιλία, ενώ στον πληθυντικό δηλώνει τη χαÏά και την ευχαÏίστηση, την εá½Ï†ÏοσÏνην που Ï€Ïοκαλεί η καλή ποίηση (πβ. Οδ. ι 3-11)· η χαÏά αυτή δεν μποÏεί παÏά να αποτελεί άλλη μία Îνδειξη της συνοχής της κοινωνικής ομάδας, Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÏοϋποθÎτει τη φιλότητα, αλλά και την ικανότητα της ποίησης να πείσει και να ευαÏεστήσει την ίδια στιγμή το κοινό. Όπως παÏατηÏεί ο Edmunds ([1-4] 102), αν ο κανονιστικός αυτός ποιητικός λόγος κÏιθεί ακατάλληλος ή αναποτελεσματικός, η ίδια η πολιτική τάξη θα καταÏÏεÏσει. Οι ΜοÏσες και οι ΧάÏιτες φÏοντίζουν ώστε ο λόγος να είναι όμοÏφος και πειστικός (πβ. και Ησίοδ. Θεογ. 73, όπου οι ΧάÏιτες συσχετίζονται με την Πειθώ). Την ίδια γÏαμμή υιοθετεί σε γενικÎÏ‚ γÏαμμÎÏ‚ και ο D. B. Levine (“Symposium and the Polis”, στο Figueira-Nagy [1-4] 176-196). Ο Levine ξεκινά από τη θÎση πως στη θεογνίδεια ποίηση το συμπόσιο αποτελεί μια μικÏογÏαφία ή μια μεταφοÏά της πόλεως: το συμπόσιο πεÏιγÏάφεται με τους ίδιους ÏŒÏους όπως και η πόλη (βλ. Ï€.χ. 219-220, 467-496, 873-876· 59-68· 757-764, 773-788, 885-886 κ.α.) , και η ομοιότητα αυτή υπογÏαμμίζει το γεγονός πως οι αÏχÎÏ‚ που διÎπουν Îνα συμπόσιο και κÏίνονται αναγκαίες για την ευφÏόσυνη και κόσμια διεξαγωγή του είναι οι ίδιες αÏχÎÏ‚ που Ï€ÏÎπει να διÎπουν την οÏθή πολιτική συμπεÏιφοÏά για να μποÏεί μια πόλη να απολαμβάνει τη συνοχή και τη σταθεÏότητα, και κατά συνÎπεια τα αγαθά της ζωής, την εá½Ï†ÏοσÏνην και τις χαÏÎÏ‚ των συμποσίων. Ο γάμος του Κάδμου αποτελεί κατά κάποιον Ï„Ïόπο το αÏχετυπικό συμπόσιο: η εá½Ï†ÏοσÏνη και η αÏμονία που το χαÏακτηÏίζουν παÏαπÎμπουν στην ίδια την πολιτική αÏμονία. Η χάÏις είναι Îννοια κεντÏική και στο συμπόσιο και στην πόλη (βλ. 757-64, 773-86): είτε Ï€Ïόκειται για την αμοιβαιότητα, είτε για τη χαÏά και την ευχαÏίστηση, η χάÏις Ï€Ïαγματώνεται και βιώνεται μόνο στο πλαίσιο μιας αÏμονικής, ισόÏÏοπης και σταθεÏής σχÎσης. Για τη φιλότητα/φιλία στον ΘÎογνη, βλ. και J.-C. Fraisse, Philia: La Notion d’ amitié dans la philosophie antique, ΠαÏίσι 1974, 50-56. |
|