1-18, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

1-181

1-42
ὦ ἄνα Λητοῦς υἱέ, Διὸς τέκος, οὔποτε σεῖο
   λήσομαι ἀρχόμενος οὐδ’ ἀποπαυόμενος,
ἀλλ’ αἰεὶ πρῶτόν τε καὶ ὕστατον ἔν τε μέσοισιν
   ἀείσω∙ σὺ δέ μοι κλῦθι καὶ ἐσθλὰ δίδου.

5-103
Φοῖβε ἄναξ, ὅτε μέν σε θεὰ τέκε πότνια Λητώ, 
   φοίνικος ῥαδινῆις χερσὶν ἐφαψαμένη,
ἀθανάτων κάλλιστον, ἐπὶ τροχοειδέι λίμνῃ
   πᾶσα μὲν ἐπλήσθη Δῆλος ἀπειρεσίη
ὀδμῆς ἀμβροσίης, ἐγέλασσε δὲ γαῖα πελώρη,
   γήθησεν δὲ βαθὺς πόντος ἁλὸς πολιῆς.

11-144
Ἄρτεμι, θηροφόνη, θύγατερ Διός, ἣν Ἀγαμέμνων
  εἵσαθ’, á½…Ï„’ ἐς Τροίην ἔπλεε νηυσὶ θοῇς
εὐχομένῳ μοι κλῦθι, κακὰς δ’ ἀπὸ κῆρας ἄλαλκε∙
   σοὶ μὲν τοῦτο θεὰ σμικρόν, ἐμοὶ δὲ μέγα.

15-185
Μοῦσαι καὶ Χάριτες, κοῦραι Διός, αἵ ποτε Κάδμου
   ἐς γάμον ἐλθοῦσαι καλὸν ἀείσατ’ ἔπος,
«á½…ττι καλὸν φίλον ἐστί, τὸ δ’ οὐ καλὸν οὐ φίλον ἐστί».
   τοῦτ’ ἔπος ἀθανάτων ἦλθε διὰ στομάτων.

1-4
Βασιλιά μου, γιε της Λητώς, του Δία τέκνο, εσέ ποτέ δεν θα ξεχνώ, όταν αρχίζω κι όταν σταματώ, μα θα σε υμνώ πάντα σ’ αρχή, σε τέλος και στη μέση· κι εσύ τις προσευχές μου άκουσε και δίνε μου αγαθά.

5-10
Βασιλιά Απόλλωνα, όταν σε γέννησε η σεβάσμια Λητώ, ακουμπώντας με τα απαλά της χέρια στον φοίνικα δίπλα στη λίμνη την περιφερή, εσένα, τον πιο όμορφο από τους αθανάτους, θεία ευωδιά απλώθηκε σε όλη τη Δήλο την αιώνια, και γέλασε η πελώρια η γη και αγαλλίασε στα βάθη μέσα η θάλασσα.

11-14
Άρτεμη θηροφόνε, του Δία κόρη, εσύ που ο Αγαμέμνων τίμησε όταν με τα γοργόπλοα καράβια του ταξίδευε στην Τροία, εισάκουσε την προσευχή μου, και φύλαξέ με από τη μοίρα την κακή. Μικρό για σε, θεά, αυτό· για μένα μέγα.

15-18
Μούσες και Χάριτες, κόρες του Δία, που κάποτε ήρθατε στον γάμο του Κάδμου και τραγουδήσατε τραγούδι ωραίο, ‘ÏŒ,τι είναι όμορφο αγαπώ, ÏŒ,τι δεν είναι το μισώ’. Των αθανάτων είναι τούτο το τραγούδι.