1-181
1-42
ὦ ἄνα Λητοῦς Ï…á¼±Î, Διὸς Ï„Îκος, οὔποτε σεῖο
λήσομαι á¼€Ïχόμενος οá½Î´’ ἀποπαυόμενος,
ἀλλ’ αἰεὶ Ï€Ïῶτόν τε καὶ ὕστατον ἔν τε μÎσοισιν
ἀείσω∙ σὺ δΠμοι κλῦθι καὶ á¼ÏƒÎ¸Î»á½° δίδου.
5-103
Φοῖβε ἄναξ, ὅτε μÎν σε θεὰ Ï„Îκε πότνια Λητώ,
φοίνικος ῥαδινῆις χεÏσὶν á¼Ï†Î±ÏˆÎ±Î¼Îνη,
ἀθανάτων κάλλιστον, á¼Ï€á½¶ Ï„ÏοχοειδÎι λίμνῃ
πᾶσα μὲν á¼Ï€Î»Î®ÏƒÎ¸Î· Δῆλος ἀπειÏεσίη
ὀδμῆς ἀμβÏοσίης, á¼Î³Îλασσε δὲ γαῖα πελώÏη,
γήθησεν δὲ βαθὺς πόντος á¼Î»á½¸Ï‚ πολιῆς.
11-144
ἌÏτεμι, θηÏοφόνη, θÏÎ³Î±Ï„ÎµÏ Î”Î¹ÏŒÏ‚, ἣν ἈγαμÎμνων
εἵσαθ’, á½…Ï„’ á¼Ï‚ ΤÏοίην ἔπλεε νηυσὶ θοῇς
εá½Ï‡Î¿Î¼Îνῳ μοι κλῦθι, κακὰς δ’ ἀπὸ κῆÏας ἄλαλκε∙
σοὶ μὲν τοῦτο θεὰ σμικÏόν, á¼Î¼Î¿á½¶ δὲ μÎγα.
15-185
Μοῦσαι καὶ ΧάÏιτες, κοῦÏαι Διός, αἵ ποτε Κάδμου
á¼Ï‚ γάμον á¼Î»Î¸Î¿á¿¦ÏƒÎ±Î¹ καλὸν ἀείσατ’ ἔπος,
«á½…ττι καλὸν φίλον á¼ÏƒÏ„ί, τὸ δ’ οὠκαλὸν οὠφίλον á¼ÏƒÏ„ί».
τοῦτ’ ἔπος ἀθανάτων ἦλθε διὰ στομάτων.
|
1-4
Βασιλιά μου, γιε της Λητώς, του Δία Ï„Îκνο, εσΠποτΠδεν θα ξεχνώ, όταν αÏχίζω κι όταν σταματώ, μα θα σε υμνώ πάντα σ’ αÏχή, σε Ï„Îλος και στη μÎση· κι ÎµÏƒÏ Ï„Î¹Ï‚ Ï€ÏοσευχÎÏ‚ μου άκουσε και δίνε μου αγαθά.
5-10
Βασιλιά Απόλλωνα, όταν σε γÎννησε η σεβάσμια Λητώ, ακουμπώντας με τα απαλά της χÎÏια στον φοίνικα δίπλα στη λίμνη την πεÏιφεÏή, εσÎνα, τον πιο όμοÏφο από τους αθανάτους, θεία ευωδιά απλώθηκε σε όλη τη Δήλο την αιώνια, και γÎλασε η πελώÏια η γη και αγαλλίασε στα βάθη μÎσα η θάλασσα.
11-14
ΆÏτεμη θηÏοφόνε, του Δία κόÏη, ÎµÏƒÏ Ï€Î¿Ï… ο ΑγαμÎμνων τίμησε όταν με τα γοÏγόπλοα καÏάβια του ταξίδευε στην ΤÏοία, εισάκουσε την Ï€Ïοσευχή μου, και φÏλαξΠμε από τη μοίÏα την κακή. ΜικÏÏŒ για σε, θεά, αυτό· για μÎνα μÎγα.
15-18
ΜοÏσες και ΧάÏιτες, κόÏες του Δία, που κάποτε ήÏθατε στον γάμο του Κάδμου και Ï„Ïαγουδήσατε Ï„ÏαγοÏδι ωÏαίο, ‘ÏŒ,τι είναι όμοÏφο αγαπώ, ÏŒ,τι δεν είναι το μισώ’. Των αθανάτων είναι τοÏτο το Ï„ÏαγοÏδι.
|