Έκτος Ισθμιόνικος, Πίνδαρος
Κείμενο Μετάφραση

Έκτος Ισθμιόνικος

VI

(480)

<ΦΥΛΑΚΙΔΑΙ ΑΙΓΙΝΗΤΗΙ ΠΑΙΔΙ ΠΑΓΚΡΑΤΙΩΙ>

Α’

Θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου

δεύτερον κρατῆρα Μοισαίων μελέων

κίρναμεν Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ὕπερ͵ ἐν

Νεμέᾳ μὲν πρῶτον͵ ὦ Ζεῦ͵

τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων͵

νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ

Νηρεΐδεσσί τε πεντήκοντα παίδων ὁπλοτάτου

Φυλακίδα νικῶντος. εἴη δὲ τρίτον

σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀ-

λυμπίῳ Αἴγιναν κάτα

σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς.

εἰ γάρ τις ἀνθρώπων δαπάνᾳ τε χαρείς

καὶ πόνῳ πράσσει θεοδμάτους ἀρετάς

σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον͵ ἐ-

σχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου

βάλλετ΄ ἄγκυραν θεότιμος ἐών.

τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται

ἀντιάσαις Ἀΐδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιόν

ὁ Κλεονίκου παῖς· ἐγὼ δ΄ ὑψίθρονον

Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσ-

εννέπω ἑσπέσθαι κλυταῖς

ἀνδρὸς φίλου Μοίρας ἐφετμαῖς.

ὔμμε τ΄͵ ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι͵

τέθμιόν μοι φαμὶ σαφέστατον ἔμμεν

τάνδ΄ ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις.

μυρίαι δ΄ ἔργων καλῶν τέ-

τμανθ΄ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι

καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δι΄ Ὑπερβορέους·

οὐδ΄ ἔστιν οὕτω βάρβαρος

οὔτε παλίγγλωσσος πόλις͵

ἅτις οὐ Πηλέος ἀΐει κλέος ἥ-

ρωος͵ εὐδαίμονος γαμβροῦ θεῶν͵

Î’’

οὐδ΄ ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα

καὶ πατρός· τὸν χαλκοχάρμαν ἐς πόλεμον

ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς

Τροΐαν͵ ἥρωσι μόχθον͵

Λαομεδοντιᾶν ὑπὲρ ἀμπλακιᾶν

ἐν ναυσὶν Ἀλκμήνας τέκος.

εἷλε δὲ Περγαμίαν͵ πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων

ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον

Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυο-

νῆ͵ σφετέρας δ΄ οὐ φείσατο

χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς

Ἡρακλέης. ἀλλ΄ Αἰακίδαν καλέων

ἐς πλόον κύρησεν δαινυμένων.

τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα κελήσατο νε-

κταρέαις σπονδαῖσιν ἄρξαι

καρτεραίχμαν Ἀμφιτρυωνιάδαν͵

ἄνδωκε δ΄ αὐτῷ φέρτατος

οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν Τελαμών͵

ὁ δ΄ ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους

αὔδασε τοιοῦτον ἔπος·

«Î•á¼´ ποτ΄ ἐμᾶν͵ ὦ Ζεῦ πάτερ͵

θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας͵

νῦν σε͵ νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις

λίσσομαι παῖδα θρασὺν ἐξ Ἐριβοίας

ἀνδρὶ τῷδε ξεῖνον ἁμὸν μοιρίδιον τελέσαι·

τὸν μὲν ἄρρηκτον φυάν͵ ὥσ-

περ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται

θηρός͵ ὃν πάμπρωτον ἀέθλων κτεῖνά ποτ΄ ἐν Νεμέᾳ˙

θυμὸς δ΄ ἑπέσθω. ταῦτ΄ ἄρα

οἱ φαμένῳ πέμψεν θεός

ἀρχὸν οἰωνῶν μέγαν αἰετόν· ἁ-

δεῖα δ΄ ἔνδον νιν ἔκνιξεν χάρις͵

Γ’

εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ

«á¼œÏƒÏƒÎµÏ„αί τοι παῖς͵ ὃν αἰτεῖς͵ ὦ Τελαμών·

καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐ-

ρυβίαν Αἴαντα͵ λαῶν

ἐν πόνοις ἔκπαγλον Ἐνυαλίου.»

ὣς ἦρα εἰπὼν αὐτίκα

ἕζετ΄. ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ΄ ἀρετάς·

Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον͵ ὦ Μοῖσα͵ ταμίας

Πυθέᾳ τε κώμων Εὐθυμέ-

νει τε· τὸν Ἀργείων τρόπον

εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις.

ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου

τρεῖς ἀπ΄ Ἰσθμοῦ͵ τὰς δ΄ ἀπ΄ εὐφύλλου Νεμέας͵

ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως. ἀνὰ δ΄ ἄγαγον ἐς

φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων˙

τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν Χαρίτων

ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ͵

τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν

θεοφιλῆ ναίοισι· Λάμπων δὲ μελέταν

ἔργοις ὀπάζων Ἡσιό-

δου μάλα τιμᾷ τοῦτ΄ ἔπος͵

υἱοῖσί τε φράζων παραινεῖ͵

ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων·

καὶ ξένων εὐεργεσίαις ἀγαπᾶται͵

μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων͵ μέτρα δὲ καὶ κατέχων˙

γλῶσσα δ΄ οὐκ ἔξω φρενῶν φαί-

ης κέ νιν ἄνδρ΄ ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν

Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ΄ ἀκόναν.

πίσω σφε Δίρκας ἁγνὸν ὕ-

δωρ͵ τὸ βαθύζωνοι κόραι

χρυσοπέπλου Μναμοσύνας ἀνέτει-

λαν παρ΄ εὐτειχέσιν Κάδμου πύλαις.

Στον Φυλακίδα τον Αιγινήτη, νικητή στο παγκράτιο παίδων

 

Στρ. Α'

Όπως όταν, καθώς φουντώνει το συμπόσιο,

το δεύτερο κροντήρι των γλυκόλαλων

Μουσών το πίνουμε για την καλλίνικη

γενιά του Λάμπωνα, το πρώτο ήταν, ω Δία,

για σένα στη Νεμέα, όταν δεχτήκαμε

νικηφόρα στεφάνια, το δεύτερο τώρα

για τον αφέντη του Ισθμού

και τις πενήντα Νηρηίδες για τη νίκη

του Φυλακίδα, του πιο νέου· μακάρι

το τρίτο να το πιούμε για τον Ολύμπιο

Δία στην Αίγινα με σπονδές από τραγούδια

 

Αντ. Α'

μελωδικά. Γιατί, αν κανείς πρόθυμα

ξοδεύει και μοχθώντας σμιλεύει αρετές

θεόσταλτες κι ο θεός τού χαρίζει

ευφρόσυνη δόξα, στ' ακρότατα σύνορα

της ευτυχίας ρίχνει άγκυρα κι είναι

θεοτίμητος. Τέτοιους έχοντας πόθους

ο γιος του Κλεόνικους εύχεται

να υποδεχτεί το λευκό γήρας

και τον Άδη· εγώ παρακαλώ την ψηλόθρονη

Κλωθώ και τις αδελφές της Μοίρες

να συντρέξουν τις ευχές για δόξα

 

Επ. Α΄

του ακριβού φίλου. Κι εσάς, Αιακίδες

με τα χρυσά σας άρματα, λέω πως έχω

ξεκάθαρο χρέος να σας ραίνω μ' επαίνους,

όταν πατώ σ' αυτό το νησί. Για τα ωραία

έργα έχουν ανοίξει αναρίθμητοι δρόμοι,

διάπλατοι κι ολοένα πιο πέρα πηγαίνουν

απ' τις πηγές του Νείλου και μέσα

στη χώρα των Υπερβορείων· δεν υπάρχει

βάρβαρη πόλη μήτε αλλόγλωσση

που δεν ξέρει τη δόξα του ήρωα Πηλέα,

του ευτυχισμένου γαμπρού των θεών,

 

Στρ. Β΄

ή του Τελαμώνιου Αίαντα

και του πατέρα του· αυτόν ο γιος

της Αλκμήνης, πρόθυμο σύμμαχο μαζί

με τους Τιρύνθιους οδήγησε με πλοία

στην Τροία σε πόλεμο χάλκινων όπλων,

μόχθο των ηρώων, εξαιτίας του δόλου

του Λαομέδοντα. Κούρσεψε την Πέργαμο

κι αφάνισε μ' αυτόν τις φυλές των Μερόπων

και βρίσκοντας στη Φλέγρα τον βουκόλο

Αλκυονέα παρόμοιο με βουνό, δεν κράτησε

ο Ηρακλής το χέρι του να μην τεντώσει

 

Αντ. Β΄

τη βουερή χορδή του τόξου του. Όταν πήγε

να καλέσει τον Τελαμώνα σ' εκστρατεία,

τον βρήκε να γλεντάει. Κι όπως στεκόταν

ο αντρειωμένος γιος του Αμφιτρύωνα

φορώντας τη λεοντή του, ο άριστος

Τελαμώνας τού είπε ν' αρχίσει τις σπονδές

με το νέκταρ και του έδωσε κύπελλο

κρασιού χρυσοσκάλιστο· εκείνος υψώνοντας

στον ουρανό τ' ανίκητα χέρια του, είπε

αυτόν τον λόγο: "Πατέρα Δία, αν άκουσες

κάποτε πρόθυμα τις ευχές μου, και τώρα

 

Επ. Β'

με θεϊκές ικεσίες, τώρα σε παρακαλώ

ν' αποκτήσει αυτός ο άντρας

απ' την Ερίβοια γενναίο γιο που θα 'ναι

και σύμφωνα με τη μοίρα φίλος δικός μου·

να έχει ψυχή θαρραλέα κι αδιαπέραστο

κορμί, σαν αυτό το δέρμα του θηρίου

που με τυλίγει, του πρώτου πρώτου

από τους άθλους μου, που κάποτε

το σκότωσα στη Νεμέα". Αυτά είπε

κι ο θεός έστειλε τον βασιλιά

των πουλιών, τον μεγάλο αετό· ένιωσε

μέσα του γλυκιά χαρά και είπε

 

Στρ. Γ'

Μιλώντας σαν μάντης: "Τελαμώνα,

θα γεννηθεί ο γιος που ζητάς·

ονόμασέ τον με τ' όνομα του πτηνού

αντρειωμένον Αίαντα, φοβερό μέσα

σ' όλους στα έργα του Άρη". Έτσι

μίλησε και κάθισε. Όμως θα πήγαινε

σε μάκρος για μένα να μιλήσω για όλες

τις αρετές του· ήρθα, ω Μούσα, με ύμνους

να επαινέσω τον Φυλακίδα, τον Πυθέα

και τον Ευθυμένη· και με τον τρόπο

των Αργείων θα τα πω με λίγα λόγια.

 

Αντ. Γ'

Με το παγκράτιο κέρδισαν τρεις νίκες

στον Ισθμό κι άλλες στην πυκνόφυλλη

Νεμέα τα λαμπρά τέκνα κι ο αδελφός

της μητέρας τους. Πόσους ύμνους

δεν έφεραν στο φως και ραντίζουν

με την πανέμορφη δροσιά των Χαρίτων

την πατρίδα των Ψαλυχιδών κι ανύψωσαν

το σπίτι του Θεμίστιου κατοικώντας

στη θεοφίλητη αυτή πόλη· ο Λάμπωνας,

δοσμένος στα έργα του, τιμάει πολύ

τον λόγο αυτόν του Ησιόδου και λέγοντάς τον

συμβουλεύει τους γιους του, χαρίζοντας

 

Επ. Γ'

τη δόξα τους στην πόλη· οι ξένοι

τον αγαπούν για τις ευεργεσίες του,

κυνηγάει το μέτρο στη σκέψη και το 'χει

στην πράξη· κι η γλώσσα του σύμφωνη

με το μυαλό του και θα 'λεγες πως αυτός

ο άντρας ξεχωρίζει μες στους αθλητές,

όπως ανάμεσα στις πέτρες ξεχωρίζει

το ακόνι της Νάξου που δαμάζει τον χαλκό.

Θα τους δώσω να πιουν τ' αγνό νερό

της Δίρκης που οι βαθύζωνες κόρες

της χρυσόπεπλης Μνημοσύνης ανάβρυσαν κοντά

στις καλοτείχιστες πύλες του Κάδμου.