Κείμενο | Μετάφραση |
ΤÏίτος/ΤÎταÏτος Ισθμιόνικος III+IV (474/3?) <ΜΕΛΙΣΣΩΙ ΘΗΒΑΙΩΙ ΙΠΠΟΙΣ ΚΑΙ ΠΑΓΚΡΑΤΙΩΙ> (III)
Α’ Εἴ τις ἀνδÏῶν εá½Ï„υχήσαις á¼¢ σὺν εá½Î´á½¹Î¾Î¿Î¹Ï‚ ἀέθλοις á¼¢ σθένει πλούτου κατέχει φÏασὶν αἰανῆ κόÏον͵ ἄξιος εá½Î»Î¿Î³á½·Î±Î¹Ï‚ ἀστῶν μεμίχθαι. Ζεῦ͵ μεγάλαι δ΄ á¼€Ïεταὶ θνατοῖς ἕπονται á¼Îº σέθεν· ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων͵ πλαγίαις δὲ φÏένεσσιν οá½Ï‡ á½Î¼á¿¶Ï‚ πάντα χÏόνον θάλλων á½Î¼Î¹Î»Îµá¿–. εá½ÎºÎ»á½³Ï‰Î½ δ΄ á¼”Ïγων ἄποινα χÏá½´ μὲν ὑμνῆσαι τὸν á¼ÏƒÎ»á½¹Î½Íµ χÏá½´ δὲ κωμάζοντ΄ ἀγαναῖς χαÏίτεσσιν βαστάσαι. ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖÏα Ï€Ïὸς εá½Ï†Ïοσύναν Ï„Ïέψαι γλυκεῖαν ἦτοÏ͵ á¼Î½ βάσσαισιν Ἰσθμοῦ δεξαμένῳ στεφάνους͵ Ï„á½° δὲ κοίλᾳ λέοντος á¼Î½ βαθυστέÏνου νάπᾳ κάÏυξε Θήβαν ἱπποδÏομίᾳ κÏατέων· ἀνδÏῶν δ΄ á¼€Ïετάν σύμφυτον οὠκατελέγχει. ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν á¼…Ïμασιν· καὶ ματÏόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετÏαοÏιᾶν πόνοις. αἰὼν δὲ κυλινδομέναις á¼Î¼á½³Ïαις ἄλλ΄ ἄλλοτ΄ á¼Î¾ ἄλλαξεν. ἄτÏωτοί γε μὰν παῖδες θεῶν. (IV) Î’’ Ἔστι μοι θεῶν ἕκατι μυÏία παντᾷ κέλευθος͵ ὦ Μέλισσ΄͵ εá½Î¼Î±Ï‡Î±Î½á½·Î±Î½ Î³á½°Ï á¼”Ï†Î±Î½Î±Ï‚ Ἰσθμίοις͵ ὑμετέÏας á¼€Ïετὰς ὕμνῳ διώκειν· αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεί σὺν θεῷ θνατὸν διέÏχον- ται βιότου τέλος. ἄλλοτε δ΄ ἀλλοῖος οὖÏος πάντας ἀνθÏώπους á¼Ï€Î±á¿“σσων á¼Î»Î±á½»Î½ÎµÎ¹. τοὶ μὲν ὦν Θήβαισι τιμάεντες á¼€Ïχᾶθεν λέγονται Ï€Ïόξενοί τ΄ ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ΄ á½€Ïφανοί ὕβÏιος· ὅσσα δ΄ á¼Ï€Î„ ἀνθÏώπους ἄηται μαÏÏ„á½»Ïια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας͵ á¼Ï€á½³ÏˆÎ±Ï…- σαν κατὰ πὰν τέλος· ἀνοÏέαις δ΄ á¼ÏƒÏ‡á½±Ï„αισιν οἴκοθεν στάλαισιν ἅπτονθ΄ ἩÏακλείαις· καὶ μηκέτι μακÏοτέÏαν σπεύδειν á¼€Ïετάν· ἱπποτÏόφοι τ΄ á¼Î³á½³Î½Î¿Î½Ï„ο͵ χαλκέῳ τ΄ ἌÏει ἅδον. ἀλλ΄ á¼Î¼á½³Ïá¾³ Î³á½°Ï á¼Î½ μιᾷ Ï„Ïαχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάÏων ἀνδÏῶν á¼Ïήμωσεν μάκαιÏαν ἑστίαν· νῦν δ΄ αὖ μετὰ χειμέÏιον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις Γ’ δαιμόνων βουλαῖς. á½ ÎºÎ¹Î½Î·Ï„á½´Ï Î´á½² γᾶς Ὀγχηστὸν οἰκέων καὶ γέφυÏαν ποντιάδα Ï€Ïὸ ΚοÏίνθου τειχέων͵ τόνδε ποÏὼν γενεᾷ θαυμαστὸν ὕμνον á¼Îº λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιάν εá½ÎºÎ»á½³Ï‰Î½ á¼”Ïγων· á¼Î½ ὕπνῳ Î³á½°Ï Ï€á½³ÏƒÎµÎ½Î‡ ἀλλ΄ ἀνεγειÏομένα χÏῶτα λάμπει͵ ἈοσφόÏος θαητὸς ὣς ἄστÏοις á¼Î½ ἄλλοις· á¼… τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν á¼…Ïμα καÏύξαισα νικᾶν ἔν τ΄ ἈδÏαστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος ὤπασεν τοιάδε τῶν τότ΄ á¼á½¹Î½Ï„ων φύλλ΄ ἀοιδᾶν. οá½Î´á½² παναγυÏίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφÏον͵ Πανελλά- νεσσι δ΄ á¼Ïιζόμενοι δαπάνᾳ χαῖÏον ἵππων. τῶν ἀπειÏάτων Î³á½°Ï á¼„Î³Î½Ï‰Ï„Î¿Î¹ σιωπαί. ἔστιν δ΄ ἀφάνεια τύχας καὶ μαÏναμένων͵ Ï€Ïὶν τέλος ἄκÏον ἱκέσθαι· τῶν τε Î³á½°Ï ÎºÎ±á½¶ τῶν διδοῖ τέλος· καὶ κÏέσσον΄ ἀνδÏῶν χειÏόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάÏψαισ΄· ἴστε μάν Αἴαντος ἀλκάν͵ φοίνιον τὰν ὀψίᾳ á¼Î½ νυκτὶ ταμὼν πεÏὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων ὅσοι ΤÏοίανδ΄ ἔβαν. Δ’ ἀλλ΄ á½Î¼Î·Ïός τοι τετίμακεν δι΄ ἀνθÏώπων͵ ὃς αá½Ï„οῦ πᾶσαν á½€Ïθώσαις á¼€Ïετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφÏασεν θεσπεσίων á¼Ï€á½³Ï‰Î½ λοιποῖς ἀθύÏειν. τοῦτο Î³á½°Ï á¼€Î¸á½±Î½Î±Ï„Î¿Î½ φωνᾶεν ἕÏπει͵ εἴ τις εὖ εἴπῃ τι· καὶ πάγ- καÏπον á¼Ï€á½¶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν á¼Ïγμάτων ἀκτὶς καλῶν ἄσβεστος αἰεί. Ï€ÏοφÏόνων Μοισᾶν τύχοιμεν͵ κεῖνον ἅψαι πυÏσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ͵ παγκÏατίου στεφάνωμ΄ á¼Ï€á½±Î¾Î¹Î¿Î½Íµ á¼”Ïνεϊ Τελεσιάδα. τόλμᾳ Î³á½°Ï Îµá¼°Îºá½½Ï‚ θυμὸν á¼ÏιβÏεμετᾶν θηÏῶν λεόντων á¼Î½ πόνῳ͵ μῆτιν δ΄ ἀλώπηξ͵ αἰετοῦ á¼… τ΄ ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει· χÏá½´ δὲ πᾶν á¼”Ïδοντ΄ ἀμαυÏῶσαι τὸν á¼Ï‡Î¸Ïόν. Î¿á½ Î³á½°Ï Ï†á½»ÏƒÎ¹Î½ ὨαÏιωνείαν ἔλαχεν· ἀλλ΄ ὀνοτὸς μὲν ἰδέσθαι͵ συμπεσεῖν δ΄ ἀκμᾷ βαÏύς. καί τοί ποτ΄ Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμεϊᾶν μοÏφὰν βÏαχύς͵ ψυχὰν δ΄ ἄκαμπτος͵ Ï€Ïοσπαλαίσων ἦλθ΄ á¼€Î½á½µÏ Ï„á½°Î½ πυÏοφόÏον Λιβύαν͵ κÏανίοις ὄφÏα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος á¼Ïέφοντα σχέθοι͵ Ε’ υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ΄ ἔβα͵ γαίας τε πάσας καὶ βαθύκÏημνον πολιᾶς á¼Î»á½¸Ï‚ á¼Î¾ÎµÏ…Ïὼν θέναÏ͵ ναυτιλίαισί τε ποÏθμὸν ἡμεÏώσαις. νῦν δὲ παÏ΄ Αἰγιόχῳ Διῒ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει͵ τετίμα- ταί τε Ï€Ïὸς ἀθανάτων φίλος͵ ῞Ηβαν τ΄ ὀπυίει͵ χÏυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβÏὸς ῞ΗÏας. Ï„á¿· μὲν ἈλεκτÏᾶν ὕπεÏθεν δαῖτα ποÏσύνοντες ἀστοί καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν αὔξομεν ἔμπυÏα χαλκοαÏᾶν ὀκτὼ θανόντων͵ τοὺς ΜεγάÏα τέκε οἱ ΚÏεοντὶς υἱούς· τοῖσιν á¼Î½ δυθμαῖσιν αá½Î³á¾¶Î½ φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει͵ αἰθέÏα κνισάεντι λακτίζοισα καπνῷ͵ καὶ δεύτεÏον á¼†Î¼Î±Ï á¼Ï„είων Ï„á½³Ïμ΄ ἀέθλων γίνεται͵ ἰσχύος á¼”Ïγον. ἔνθα λευκωθεὶς κάÏα μύÏτοις ὅδ΄ á¼€Î½á½´Ï Î´Î¹Ï€Î»á½¹Î±Î½ νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε Ï„Ïίταν Ï€Ïόσθεν͵ κυβεÏνατῆÏος οἰακοστÏόφου γνώμᾳ πεπιθὼν πολυβούλῳ· σὺν ὈÏσέᾳ δέ νιν |
Στον ÎœÎλισσο τον Θηβαίο, νικητή στην ιπποδÏομία
ΣτÏ. Α' Αν κάποιος καλοτÏχησε σε δοξασμÎνους αγώνες ή με τη δÏναμη του πλοÏτου και πνίγει μες στην καÏδιά του την άγÏια ÎπαÏση, αξίζει να τον παινεÏουν οι συμπολίτες του. Από σÎνα, ω Δία, κατεβαίνουν οι μεγάλες αÏετÎÏ‚ στους θνητοÏς· η ευτυχία στους ευσεβείς κÏατάει πεÏισσότεÏο, σε καÏδιÎÏ‚ όμως κακόβουλες δεν ανθίζει το ίδιο πολÏ
Αντ. Α' καιÏÏŒ. Î ÏÎπει να παινεÏουμε τον καλό σαν ανταμοιβή για τα Îνδοξα ÎÏγα του· κι όταν γιοÏτάζει, με χαÏοÏμενα Ï„ÏαγοÏδια να τον εξυψώνουμε. Ο ÎœÎλισσος Îχει κεÏδίσει διπλή νίκη για να γεμίσει την καÏδιά του με γλυκιά χαÏά, γιατί πήÏε στεφάνια στην κοιλάδα του Î™ÏƒÎ¸Î¼Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ στον βαθήστεÏνο κάμπο του λιονταÏÎ¹Î¿Ï ÎºÎ±Î¹, στην ιπποδÏομία νικώντας, δόξασε τη Θήβα· την αÏετή των αντÏών της γενιάς του δεν την ντÏόπιασε. ΞÎÏετε βÎβαια την παλιά δόξα του Κλεώνυμου στην αÏματοδÏομία· κι οι συγγενείς των Λαβδακιδών από το γÎνος της μητÎÏας του πεÏπάτησαν στους δÏόμους του πλοÏτου μοχθώντας επάνω σε Ï„ÎθÏιππα. Καθώς κυλοÏν οι μÎÏες, ο χÏόνος αλλάζει τα Ï€Ïάγματα. Όμως τα παιδιά των θεών μÎνουν άτÏωτα.
Στον ÎœÎλισσο τον Θηβαίο, νικητή στην ιπποδÏομία ΣτÏ. Α' ΥπάÏχουν, χάÏη στους θεοÏÏ‚, ÎœÎλισσε, για σÎνα δÏόμοι άπειÏοι από Ï€Î±Î½Ï„Î¿Ï Î½Î± συνοδÎψω τις αÏετÎÏ‚ σου με τον Ïμνο μου, γιατί μου 'δωσες ευκαιÏία στα Ίσθμια· στολισμÎνοι μ' αυτÎÏ‚ οι Κλεωνυμίδες φτάνουν στο Ï„Îλος της ζωής, πάντα με τη βοήθεια του θεοÏ. Κάθε φοÏά κι αλλιώτικος αÎÏας ξεσπώντας κυνηγά όλους τους θνητοÏÏ‚. Στην αÏχή
Αντ. Α' τιμήθηκαν, λÎνε, στη Θήβα κι Îγιναν Ï€Ïόξενοι στις γÏÏω πολιτείες, δίχως να 'χουν τη μεγαλόφωνη αλαζονεία· και τις μαÏÏ„Ï…Ïίες μεγίστης δόξας ζωντανών και νεκÏών που φτεÏουγίζουν ανάμεσα στους ανθÏώπους Ï„Îλεια τις απόλαυσαν· απ' την πατÏίδα τους με τις Ï„ÏανÎÏ‚ αÏετÎÏ‚ τους άγγιξαν τις στήλες του ΗÏακλή· ας μη γυÏεÏουν δόξα μεγαλÏτεÏη· Îγιναν εκτÏοφείς αλόγων κι ο χάλκινος ο ΆÏης τοÏÏ‚ αγαποÏσε. Όμως μÎσα σε μια μÎÏα η άγÏια μπόÏα του πολÎμου το ευτυχισμÎνο σπίτι τους εÏήμωσε από Ï„ÎσσεÏις άντÏες· μα Ï„ÏŽÏα πάλι, με τη θÎληση των θεών, ÏστεÏα από χειμÎÏιο σκότος που κÏάτησε μήνες, αλλάζοντας η γη άνθισε κόκκινα Ïόδα. Κι ο κοσμοσείστης
ΣτÏ. Β΄ που κατοικεί κοντά στην Ογχηστό και στη θαλάσσια γÎφυÏα Ï€Ïος στης ΚοÏίνθου τα τείχη, δωÏίζοντας αυτόν τον θαυμάσιο Ïμνο στη γενιά τους σηκώνει απ' το κλινάÏι της την παλιά φήμη των δοξασμÎνων ÎÏγων· γιατί 'χε Ï€Îσει σε Ïπνο· καθώς ανασηκώνεται φεγγοβολεί το Ï€Ïόσωπό της, όπως το θαυμαστό Ï€Ïωινό άστÏο ανάμεσα στ' άλλα· αυτή στους γόνιμους
Αντ. Î’' κάμπους της Αθήνας διαλάλησε τη νίκη τους στο άÏμα και στους ΑδÏάστειους αγώνες της Σικυώνας, Î±Ï†Î¿Ï Ï‡Î¬Ïισε στεφάνια Ïμνων παÏόμοια με των παλιών ποιητών. Και στις κοινÎÏ‚ γιοÏÏ„ÎÏ‚ ÎφεÏναν τον καμπÏλο τους δίφÏο και χαίÏονταν να ξοδεÏουν για Ï„' άλογα στο συναγωνισμό τους με τους ΠανÎλληνες. Γιατί όποιος δεν Ï€Ïοσπαθεί μÎνει άγνωστος μες στη σιωπή.
Επ. Î’' Μα και για κείνους που μοχθοÏν η Ï„Ïχη τους δεν φαίνεται Ï€Ïιν φτάσουν στο Ï„ÎÏμα· γιατί αυτή δίνει και το καλό και το κακό· οι χειÏότεÏοι κατάφεÏαν με δόλο να νικήσουν τους καλÏτεÏους· ξÎÏετε βÎβαια του Αίαντα την αιματοβαμμÎνη δÏναμη, που αÏγά μια νÏχτα την αφάνισε με το σπαθί του, κατηγόÏια για τους γιους των Ελλήνων όσοι ταξίδεψαν στην ΤÏοία.
ΣτÏ. Γ' Όμως ο ΌμηÏος τον τίμησε μες στους ανθÏώπους κι υψώνοντας κάθε αÏετή του στις εξαίσιες Ïαψωδίες, Îκανε και τους άλλους να τον Ï„ÏαγουδοÏν. Γιατί, αν κανÎνας πει κάτι καλό, μÎνει αθάνατο και Ï€ÏοχωÏεί· το φως των αγαθών ÎÏγων, ανÎσπεÏο πάντα, διαβαίνει την πάγκαÏπη γη και τη θάλασσα.
Αντ. Γ' ΜακάÏι να μας Ï„Ïχουν Ï€Ïόθυμες οι ΜοÏσες ν' ανάψουμε κείνον τον πυÏσό των Ïμνων και για τον ÎœÎλισσο, το βλαστάÏι του Τελεσιάδη, σαν αντάξιο στεφάνωμά του στο παγκÏάτιο. Γιατί, σαν αγωνίζεται, μοιάζει στο θάÏÏος με τα λιοντάÏια, τα βÏοντόφωνα θεÏιά, και με την Î±Î»ÎµÏ€Î¿Ï ÏƒÏ„Î·Î½ πανουÏγία που Ï€Îφτοντας ανάσκελα του Î±ÎµÏ„Î¿Ï Î±Î½Ï„Î¹Î¼Î¬Ï‡ÎµÏ„Î±Î¹ τη φόÏα· Ï€ÏÎπει καθÎνας κάνοντας τα πάντα να νικά τον εχθÏÏŒ.
Επ. Γ' Δεν Îχει εκείνος το ανάστημα του ΩÏίωνα και δείχνει ασήμαντος στην όψη, μα όταν πιαστείς μαζί του είναι ανίκητος. Έτσι και κάποιος άντÏας κάποτε, μικÏός στο κοÏμί, αλλά ψυχωμÎνος κι αλÏγιστος, ο γιος της Αλκμήνης, Îφτασε απ' τη Θήβα του Κάδμου στη σιτοφόÏα ΛιβÏη, στο παλάτι του Ανταίου, να παλÎψει μαζί του και να τον εμποδίσει να υψώσει ναό στον Ποσειδώνα με τα κÏανία των ξÎνων·
ΣτÏ. Δ' όλες τις στεÏιÎÏ‚ εξεÏευνώντας και της αφÏισμÎνης βαθÏγκÏεμνης θάλασσας τα βάθη και δίνοντας στους ναυτικοÏÏ‚ ημεÏωμÎνα τα Ï€Îλαγα να ταξιδεÏουν, ανÎβηκε στον Όλυμπο. ΤώÏα ζει πλάι στον Αιγίοχο Δία σε μεγάλη ευτυχία, φίλος των αθανάτων τιμημÎνος, την Ήβη παντÏεÏτηκε, γαμπÏός της ΉÏας, και σε χÏυσά δώματα κατοικεί βασιλιάς.
Αντ. Δ' Σ' αυτόν, Ï€ÎÏα απ' τις Ï€Ïλες της ΗλÎκτÏας, εμείς οι πολίτες, ετοιμάζοντας Ï„ÏαπÎζι, θα τελÎσουμε θυσίες στους νεοχτισμÎνους κÏκλο βωμοÏÏ‚ για τους οκτώ πεθαμÎνους κι με χάλκινα όπλα γιους του που του γÎννησε η ΜεγάÏα του ΚÏÎοντα· γι' αυτοÏÏ‚, στο φως του δειλινοÏ, θ' ανάψει φλόγα που θα καίει όλη τη νÏχτα κι ο καπνός της γεμάτος κνίσσα θ' αγγίζει
Επ. Δ' τον αιθÎÏα· τη δεÏτεÏη μÎÏα γίνονται οι αγώνες του Îτους, ÎÏγο της δÏναμης. Τότε με λευκά μÏÏτα στεφανωμÎνο αυτός ο άντÏας διπλή κÎÏδισε νίκη -είχε πάÏει και Ï„Ïίτη Ï€Ïιν στους παίδες- τη συμβουλή ακολουθώντας του επιδÎξιου και πολÏσοφου Î¿Î´Î·Î³Î¿Ï Ï„Î¿Ï…Î‡ μαζί με τον ΟÏσÎα θα παινÎψω κι αυτόν Ïαίνοντάς τον με τη γλυκιά χάÏη του Ï„ÏαγουδιοÏ.
|