Δεύτερος Ισθμιόνικος, Πίνδαρος
Κείμενο Μετάφραση

Δεύτερος Ισθμιόνικος

ΙΙ (470?)

<ΞΕΝΟΚΡΑΤΕΙ ΑΚΡΑΓΑΝΤΙΝΩΙ ΑΡΜΑΤΙ>

Α’

Οἱ μὲν πάλαι͵ ὦ Θρασύβουλε͵

φῶτες͵ οἳ χρυσαμπύκων

ἐς δίφρον Μοισᾶν ἔβαι-

νον κλυτᾷ φόρμιγγι συναντόμενοι͵

ῥίμφα παιδείους ἐτόξευον μελιγάρυας ὕμνους͵

ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας

εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν.

ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής

πω τότ΄ ἦν οὐδ΄ ἐργάτις·

οὐδ΄ ἐπέρναντο γλυκεῖ-

αι μελιφθόγγου ποτὶ Τερψιχόρας

ἀργυρωθεῖσαι πρόσωπα μαλθακόφωνοι ἀοιδαί.

νῦν δ΄ ἐφίητι τὸ τὠργείου φυλάξαι

ῥῆμ΄ ἀλαθείας ἄγχιστα βαῖνον͵

«Ï‡Ïá½µÎ¼Î±Ï„α χρήματ΄ ἀνήρ»

ὃς φᾶ κτεάνων θ΄ ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων.

ἐσσὶ γὰρ ὦν σοφός· οὐκ ἄγνωτ΄ ἀείδω

Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν͵

τὰν Ξενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις͵

Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ

πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων͵

Î’’

εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων͵

Ἀκραγαντίνων φάος.

ἐν Κρίσᾳ δ΄ εὐρυσθενὴς

εἶδ΄ Ἀπόλλων νιν πόρε τ΄ ἀγλαΐαν

καὶ τόθι κλειναῖς τ΄ Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρώς

ταῖς λιπαραῖς ἐν Ἀθάναις͵ οὐκ ἐμέμφθη

ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός͵

τὰν Νικόμαχος κατὰ καιρὸν

νεῖμ΄ ἁπάσαις ἁνίαις·

ὅν τε καὶ κάρυκες ὡ-

ρᾶν ἀνέγνον͵ σπονδοφόροι Κρονίδα

Ζηνὸς Ἀλεῖοι͵ παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον·

ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ

χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας

γαῖαν ἀνὰ σφετέραν͵

τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διός

ἄλσος· ἵν΄ ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου

παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν.

καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι

οὔτε κώμων͵ ὦ Θρασύβουλ΄͵ ἐρατῶν͵

οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν.

Γ΄

οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης

ἁ κέλευθος γίνεται͵

εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀν-

δρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων.

μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ΄͵ ὅσον ὀργάν

Ξεινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν

ἔσχεν. αἰδοῖος μὲν ἦν ἀστοῖς ὁμιλεῖν͵

ἱπποτροφίας τε νομίζων

ἐν Πανελλάνων νόμῳ·

καὶ θεῶν δαῖτας προσέ-

πτυκτο πάσας· οὐδέ ποτε ξενίαν

οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ΄ ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν·

ἀλλ΄ ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις͵

ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν.

μή νυν͵ ὅτι φθονεραὶ

θνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες͵

μήτ΄ ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν͵

μηδὲ τούσδ΄ ὕμνους· ἐπεί τοι

οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν.

ταῦτα͵ Νικάσιππ΄͵ ἀπόνειμον͵ ὅταν

ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς.

Στον Ξενοκράτη τον Ακραγαντίνο, νικητή στην αρματοδρομία

 

Στρ. Α'

Οι παλαιοί άντρες, Θρασύβουλε, όσοι

ανέβαιναν στο άρμα των χρυσοστόλιστων

Μουσών παίρνοντας την ηχηρή λύρα,

συνταίριαζαν εύκολα για τους νέους

τραγούδια γλυκόλαλα, όταν κάποιος

ήταν ωραίος κι η γλυκύτατη ομορφιά

της ηλικίας του θύμιζε την καλλίθρονη

 

Αντ. Α΄

Αφροδίτη. Γιατί τότε η Μούσα δεν γύρευε

το κέρδος ακόμη κι ούτε υπηρετούσε

κάποιον· ούτε τ' απαλά τραγούδια

της γλυκόφωνης Τερψιχόρης πουλιόντουσαν

μ' ασημωμένα τα πρόσωπά τους. Τώρα

μας προστάζει να κρατάμε τον λόγο

του Αργείου που βρίσκεται κοντά

 

Επ. Α΄

στην αλήθεια, όταν έχασε τα υπάρχοντά του

μαζί με τους φίλους και είπε: "Τα χρήματα,

τα χρήματα είναι ο άνθρωπος". Είσαι σοφός

κι άγνωστα πράγματα δεν τραγουδώ,

αλλά την ίσθμια νίκη στην αρματοδρομία

που χάρισε ο Ποσειδώνας στον Ξενοκράτη

και του 'στειλε στεφάνι από σέλινα

δωρικά να στολίσει τα μαλλιά του,

 

Στρ. Β΄

τον άξιο τιμώντας αρματοδρόμο, το καμάρι

του Ακράγαντα. Στην Κρίσα τον είδε

κι ο μεγαλοδύναμος Απόλλωνας

και του έδωσε λαμπρή νίκη· στην ένδοξη

Αθήνα στολισμένος με στεφάνια δόξας

από Ερεχθίδες, επαίνεσε το χέρι

του αρματηλάτη Νικόμαχου που χαλάρωσε

 

Αντ. Β΄

όλα τα χαλινάρια την κατάλληλη στιγμή·

οι κήρυκες των ωρών, οι Ηλείοι,

του Κρόνιου Δία ιερείς που κρατούν

τις σπονδές της ειρήνης φώναξαν

τ' όνομά του κι αυτός τους φιλοξένησε·

με γλυκές φωνές τον χαιρετούσαν καθώς έπεφτε στα γόνατα της χρυσής Νίκης

 

Επ. Β΄

μες στην πατρίδα τους που την ονομάζουν

άλσος του Ολύμπιου Δία· εκεί τιμές αθάνατες

έτυχαν στους γιους του Αινησίδαμου.

Γιατί στα παλάτια σου, Θρασύβουλε,

δεν είναι άγνωστες ούτε οι πολυαγάπητες

γιορτές ούτε τα γλυκόλαλα τραγούδια.

 

Στρ. Γ΄

Δεν είναι κακοτράχαλος ο δρόμος ούτε

ανηφορικός, αν κάποιος θέλει να φέρει

τις τιμές των Ελικωνιάδων παρθένων

στους ένδοξους άντρες. Μακάρι να ρίξω

το ακόντιο του τραγουδιού τόσο μακριά,

όσο ξεπερνούσε ο Ξενοκράτης τους ανθρώπους

με τη γλυκιά του φύση. Είχε σέβας

στους συμπολίτες του και γύμναζε

 

Αντ. Γ'

τ' άλογα κατά τις συνήθειες

των Πανελλήνων· όλες τις γιορτές των θεών

τις αγαπούσε· ούτε ευνοϊκός άνεμος φυσώντας

τον έκανε ποτέ να κατεβάσει τα πανιά

της φιλοξενίας απ' το τραπέζι του,

αλλά την έφτανε ως τον Φάση το θέρος

κι ως τις όχθες του Νείλου τον χειμώνα.

 

Επ. Γ'

Επειδή φθονερές ελπίδες κυκλώνουν

τον νου των θνητών, ποτέ δεν πρέπει

να σωπαίνεις για την πατρική αρετή

μήτε για τους ύμνους αυτούς· γιατί

δεν τους έγραψα για να μην ακουστούν.

Αυτά, Νικάσιππε, να πεις, όταν γυρίσεις

στον αγαπημένο φίλο.