Κείμενο | Μετάφραση |
ΠΑ 7.636 ΚΡΙÎΑΓΟΡΟΥ 1
Ποιμὴν ὦ μάκαÏ͵ εἴθε κατ΄ οὔÏεος á¼Ï€Ïοβάτευον κἠγὼ ποιηÏὸν τοῦτ΄ ἀνὰ λευκόλοφον͵
κÏιοῖς á¼Î³Î·Ï„ῆÏσι †ποτ΄ á¼Î²Î»Î·Ï‡Î·Î¼á½³Î½Î±â€ βάζων͵ á¼¢ πικÏῇ βάψαι νήοχα πηδάλια
ἅλμῃ. Ï„Î¿Î¹Î³á½°Ï á¼”Î´Ï…Î½ ὑποβένθιος· ἀμφὶ δὲ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας ΕὖÏος á¼Ï†Ï‰Ïμίσατο.2 |
ΕυτυχισμÎνε βοσκÎ, μακάÏι κι εγώ να φÏλαγα Ï€Ïόβατα πάνω σ’ Îνα βουνό σ’ αυτόν τον ποώδη λευκό λόφο, απαντώντας στα βελάσματα των κÏιαÏιών που οδηγοÏν το κοπάδι, παÏά να βυθίσω τα πηδάλια που κυβεÏνοÏν το πλοίο στο πικÏÏŒ θαλασσινό νεÏÏŒ. ΕπομÎνως βυθίστηκα στα βάθη· ο ΕÏÏος που Ïουφάει με θόÏυβο τα νεÏά με ÎφεÏε σ’ αυτή την ακÏογιαλιά. |