773-800, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

773-788
Φοῖβε ἄναξ, αὐτὸς μὲν ἐπύργωσας πόλιν ἄκρην,
Ἀλκαθόωι Πέλοπος παιδὶ χαριζόμενος∙
αὐτὸς δὲ στρατὸν ὑβριστὴν Μήδων ἀπέρυκε
τῆσδε πόλευς, ἵνα σοι λαοὶ ἐν εὐφροσύνηι
ἦρος ἐπερχομένου κλειτὰς πέμπωσ’ ἑκατόμβας
τερπόμενοι κιθάρηι καὶ ἐρατῆι θαλίηι
παιάνων τε χοροῖς ἰαχῆισί τε σὸν περὶ βωμόν.
ἦ γὰρ ἔγωγε δέδοικ’ ἀφραδίην ἐσορῶν
καὶ στάσιν Ἑλλήνων λαοφθόρον∙ ἀλλὰ σὺ Φοῖβε
ἵλαος ἡμετέρην τήνδε φύλασσε πόλιν.
ἦλθον μὲν γὰρ ἔγωγε καὶ εἰς Σικελήν ποτε γαῖαν, 
ἦλθον δ’ Εὐβοίης ἀμπελόεν πεδίον,
Σπάρτην Ï„’ Εὐρώτα δονακοτρόφου ἀγλαὸν ἄστυ,
καί μ’ ἐφίλευν προφρόνως πάντες ἐπερχόμενον∙
ἀλλ’ οὔτίς μοι τέρψις ἐπὶ φρένας ἦλθεν ἐκείνων∙
οὕτως οὐδὲν ἄρ’ ἦν φίλτερον ἄλλο πάτρης.

789-794
μήποτέ μοι μελέδημα νεώτερον ἄλλο φανείη
ἀντ’ ἀρετῆς σοφίης Ï„’, ἀλλὰ τόδ’ αἰὲν ἔχων
τερποίμην φόρμιγγι καὶ ὀρχηθμῶι καὶ ἀοιδῆι,
καὶ μετὰ τῶν ἀγαθῶν ἐσθλὸν ἔχοιμι νόον,
μήτέ τινα ξείνων δηλεύμενος ἔργμασι λυγροῖς
μήτέ τιν’ ἐνδήμων, ἀλλὰ δίκαιος ἐών.

795-796
τὴν σαυτοῦ φρένα τέρπε∙ δυσηλεγέων δὲ πολιτῶν
ἄλλός τοί σε κακῶς, ἄλλος ἄμεινον ἐρεῖ.

797-798
τοὺς ἀγαθοὺς ἄλλος μάλα μέμφεται, ἄλλος ἐπαινεῖ,
τῶν δὲ κακῶν μνήμη γίνεται οὐδεμία.

799-800
ἀνθρώπων δ’ ἄψεκτος ἐπὶ χθονὶ γίνεται οὐδείς∙
ἀλλ’ ὣς λώιον, εἰ μὴ πλεόνεσσι μέλοι.

 

773-788
Βασιλιά Απόλλωνα, εσύ ο ίδιος οχύρωσες την ακρόπολη, κάνοντας χάρη στον Αλκάθοο, τον γιο του Πέλοπα· και αυτός τον στρατό τον υβριστών των Μήδων απέδιωξε από την πόλη τούτη, για να μπορεί ο λαός, ευφρόσυνος σαν έρχεται η άνοιξη, περίφημες εκατόμβες να σου θυσιάζει, και να χαίρεται γύρω από τον βωμό σου με κιθάρες και με την ποθητή ευθυμία και με χορούς και ιαχές παιάνων. Βέβαια, εγώ φοβάμει που βλέπω την αφροσύνη και την εσωτερική, λαοφθόρο διαμάχη των Ελλήνων· συ, όμως, Φοίβε, ευμενής να φανείς και τούτη εδώ την πόλη μας φύλαγέ την. Γιατί πήγα κι εγώ κάποτε στη χώρα της Σικελίας, πήγα και στις αμπελόφυτες πεδιάδες της Εύβοιας, και στη Σπάρτη, την περίφημη πόλη του Ευρώτα του καλαμοτρόφου, και όλοι πρόθυμα με δέχτηκαν, όταν πήγα εκεί· αλλά εγώ ποτέ δεν ευχαριστήθηκα με όλα αυτά βαθιά μέσα μου· τίποτα δεν μου ήταν πιο αγαπητό απ’ την πατρίδα.

789-794
Ποτέ να μη μου παρουσιαστεί κάποια φροντίδα άλλη στη θέση της αρετής και της σοφίας, αλλά μ’ αυτή τη φροντίδα πάντοτε ας χαίρομαι τη φόρμιγγα και τον χορό και το τραγούδι, και να είναι η σκέψη μου καλή στις συναναστροφές μου με τους αγαθούς, κι ούτε τους ξένους ούτε τους συμπολίτες μου να βλάπτω με πράξεις ολέθριες, αλλά να είμαι δίκαιος.

795-796
Την δική σου την καρδιά να κρατάς χαρούμενη· από τους πολίτες τους ανελέητους άλλοι για σένα λόγο κακό, κι άλλοι καλύτερο θα πουν.

797-798
Τους ευγενείς άλλος τους κατηγορεί σφόδρα, κι άλλος τους επαινεί, τους τιποτένιους, όμως, δεν τους θυμάται κανείς.

799-800
Κανείς δεν υπάρχει που να μην έχει κατηγορηθεί· αλλά κι έτσι είναι καλύτερο, αν δεν προκαλεί το ενδιαφέρον πολλών ανθρώπων.