691-692
ΧαίÏων, εὖ τελÎσειας á½Î´á½¸Î½ μεγάλου διὰ πόντου,
καί σε Ποσειδάων χάÏμα φίλοις ἀγάγοι.
693-694
πολλοÏÏ‚ τοι κόÏος ἄνδÏας ἀπώλεσεν ἀφÏαίνοντας∙
γνῶναι Î³á½°Ï Ï‡Î±Î»ÎµÏ€á½¸Î½ μÎÏ„Ïον, á½…Ï„’ á¼ÏƒÎ¸Î»á½° παÏῆι.
695-696
οὠδÏναμαί σοι θυμὲ παÏασχεῖν ἄÏμενα πάντα∙
Ï„Îτλαθι∙ τῶν δὲ καλῶν οὔ τι σὺ μοῦνος á¼Ïᾶις.
697-718
εὖ μὲν ἔχοντος á¼Î¼Îµá¿¦ πολλοὶ φίλοι∙ ἢν δΠτι δειλὸν
συγκÏÏσηι, παῦÏοι πιστὸν ἔχουσι νόον.
πλήθει δ’ ἀνθÏώπων á¼€Ïετὴ μία γίνεται ἥδε,
πλουτεῖν∙ τῶν δ’ ἄλλων οá½Î´á½²Î½ ἄϒ ἦν ὄφελος,
οá½Î´’ εἰ σωφÏοσÏνην μὲν ἔχοις Ῥαδαμάνθυος αá½Ï„οῦ,
πλείονα δ’ εἰδείης ΣισÏφου Αἰολίδεω,
á½…Ï‚ τε καὶ á¼Î¾ ἈÎδεω πολυιδÏίησιν ἀνῆλθεν
πείσας ΠεÏσοφόνην αἱμυλίοισι λόγοις,
á¼¥ τε βÏοτοῖς παÏÎχει λήθην βλάπτουσα νόοιο -
ἄλλος δ’ οὔ πώ τις τοῦτό γ’ á¼Ï€ÎµÏ†Ïάσατο,
ὅντινα δὴ θανάτοιο μÎλαν νÎφος ἀμφικαλÏψηι,
ἔλθηι δ’ á¼Ï‚ σκιεÏὸν χῶÏον ἀποφθιμÎνων,
κυανÎας τε Ï€Ïλας παÏαμείψεται, αἵ τε θανόντων
ψυχὰς εἴÏγουσιν ÎºÎ±Î¯Ï€ÎµÏ á¼€Î½Î±Î¹Î½Î¿Î¼Îνας∙
ἀλλ’ ἄÏα κἀκεῖθεν πάλιν ἤλυθε Σίσυφος á¼¥Ïως
á¼Ï‚ φάος ἠελίου σφῆισι πολυφÏοσÏναις –
οá½Î´’ εἰ ψεÏδεα μὲν ποιοῖς á¼Ï„Ïμοισιν á½Î¼Î¿á¿–α,
γλῶσσαν ἔχων ἀγαθὴν ÎÎστοÏος ἀντιθÎου,
ὠκÏτεÏος δ’ εἴησθα πόδας ταχεῶν ἉÏπυιῶν
καὶ παίδων ΒοÏÎω, τῶν á¼„Ï†Î±Ï Îµá¼°Ïƒá½¶ πόδες.
ἀλλὰ χÏá½´ πάντας γνώμην ταÏτην καταθÎσθαι,
ὡς πλοῦτος πλείστην πᾶσιν ἔχει δÏναμιν.
|
691-692
ΧαίÏων, είθε να είναι αίσιο το Ï„Îλος του Ï„Î±Î¾Î¹Î´Î¹Î¿Ï ÏƒÎ¿Ï… στη μεγάλη θάλασσα, κι είθε ο Ποσειδώνας στους φίλους σου να σε οδηγήσει να χαÏοÏν.
693-694
Ο κόÏος κατÎστÏεψε πολλοÏÏ‚ ανθÏώπους που ήταν άφÏονες· όταν υπάÏχουν αγαθά, είναι δÏσκολο να γνωÏίζει κανείς το μÎÏ„Ïο.
695-696
ΚαÏδιά μου, δεν μποÏÏŽ να σου Ï€ÏοσφÎÏω όλα όσα χÏειάζεσαι· κάνε υπομονή· δεν αγαπάς μόνη ÎµÏƒÏ Ï„Î± αγαθά.
697-718
Όσο είμαι σε καλή κατάσταση, πολλοί είναι φίλοι μου· αν όμως συμβεί ξαφνικά κάτι άσχημο, λίγοι μÎνουν πιστοί. Για τους πεÏισσότεÏους ανθÏώπους αυτή είναι η μόνη αÏετή, ο πλοÏτος· Ï€Ïοφανώς, τα υπόλοιπα δεν ωφελοÏν σε τίποτα, οÏτε αν Îχεις τη σÏνεση του ίδιου του Ραδάμανθη, οÏτε κι αν ξÎÏεις πεÏισσότεÏα κι από τον Σίσυφο τον Αιολίδη, ο οποίος επÎστÏεψε από τον Άδη με την πολλή του τη σοφία, Î±Ï†Î¿Ï Îπεισε με πονηÏιά στα λόγια του την ΠεÏσεφόνη, η οποία τη λήθη δίνει στους ανθÏώπους και καταστÏÎφει το μυαλό τους – άλλος κανείς ποτΠδεν το είχε μηχανευτεί αυτό, βÎβαια, απ’ όσους Ï„Ïλιξε το μαÏÏο σÏννεφο του θανάτου, κι Îφτασε στον σκοτεινό τον τόπο των πεθαμÎνων και Ï€ÎÏασε τις μαÏÏες Ï€Ïλες που κλείνουν μÎσα τις ψυχÎÏ‚ των νεκÏών, κι ας Ï€Ïοβάλλουν αντίσταση· από κει, όμως, επÎστÏεψε ο ήÏωας ο Σίσυφος στο φως του ήλιου χÏησιμοποιώντας το πανοÏÏγο μυαλό του – κι οÏτε κι αν κάνεις τα ψÎματα μ’ αλήθεια να μοιάζουν, τον λόγο Îχοντας τον αγαθό του ισόθεου ÎÎστοÏα, ή είσαι ταχÏτεÏος στο Ï„ÏÎξιμο κι από τις γÏήγοÏες τις ΆÏπυιες και τα παιδιά του ΒοÏÎα, που είναι τα πόδια τους γοÏγά. Αλλά αυτό Ï€ÏÎπει όλοι να ομολογήσουμε, ότι ο πλοÏτος ασκεί τη μεγαλÏτεÏη δÏναμη σε όλους.
|