Amores 2. 8, Ovidius
Κείμενο Σχόλια
Amores 2. 81

Ponendis in mille modos perfecta capillis,

comere sed solas digna, Cypassi, deas,

et mihi iucundo non rustica cognita furto,3

apta quidem dominae, sed magis apta mihi 6 --

quis fuit inter nos sociati corporis index?

sensit concubitus unde Corinna tuos?

num tamen erubui? num, verbo lapsus in ullo,

furtivae Veneris conscia signa dedi?

Quid, quod in ancilla siquis delinquere possit,

illum ego contendi mente carere bona?

Thessalus ancillae facie Briseidos arsit;4

serva Mycenaeo Phoebas amata duci.

nec sum ego Tantalide maior, nec maior Achille;

quod decuit reges, cur mihi turpe putem?

Ut tamen iratos in te defixit ocellos,

vidi te totis erubuisse genis;

at quanto, si forte refers, praesentior ipse

per Veneris feci numina magna fidem!

tu, dea, tu iubeas animi periuria puri

Carpathium tepidos per mare ferre Notos!

Pro quibus officiis pretium mihi dulce repende5

concubitus hodie, fusca8 Cypassi, tuos!

quid renuis fingisque novos, ingrata, timores?

unum est e dominis emeruisse satis.

quod si stulta negas, index anteacta fatebor,

et veniam culpae proditor ipse meae,

quoque loco tecum fuerim, quotiensque, Cypassi,

narrabo dominae, quotque quibusque modis!7

Στη δεύτερη ελεγεία του διπτύχου ο εραστής-ποιητής επιδίδεται σε μία προσπάθεια ανατροπής των συμβάσεων που ο ίδιος προβάλλει στο πρώτο μέρος. Ο οικείος και κολακευτικός τόνος των λεγομένων του αποκαλύπτει με τον πλέον κυνικό τρόπο τη σχέση του με την υπηρέτρια και αποδεικνύει για μια ακόμη φορά πως οι αφροδίσιοι όρκοι του δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένας κοινός τόπος του ερωτικού λόγου. Αν  διαβάσει κανείς με προσοχή τα κομπλιμέντα των πρώτων στίχων θα διαπιστώσει πως η σχέση αυτή είναι κάτι παραπάνω από ερωτική· κατά βάθος είναι μια σχέση αμιγώς ερωτογραφική.
3-4: Ο χαρακτηρισμός non rustica (3) δεν είναι αυτός που θα περίμενε κανείς για μια δούλα, με δεδομένη μάλιστα την περιφρονητική αντιμετώπισή της στην προηγούμενη ελεγεία από τον εραστή-ποιητή. Σε μεταγλωσσικό επίπεδο όμως αποδίδει ακριβώς την ειδολογική της «καλλιέργεια», χάρη στην οποία η Κυπασσίδα φέρεται δείχνει να γνωρίζει άριστα το iucundum furtum (iucundo…furto-3), που αποτελεί έμμεση «συνεκδοχή» του λαθραίου ελεγειακού έρωτα.
9-14: Τα μυθολογικά exempla που χρησιμοποιεί ο Οβίδιος με κοινό πυρήνα τα ερωτικά πάθη του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα για δύο δούλες, τη Βρισηίδα και την Κασσάνδρα αντίστοιχα, επιχειρούν να  εντάξουν μέσα στις συμβάσεις και του ελεγειακού έρωτα τη σχέση με μία δούλα. 
21-24: Η εικόνα της υπηρέτριας των στ. 21-24, που πέφτει θύμα εκβιασμού και αναγκάζεται να ενδώσει στις ερωτικές βλέψεις του «κυρίου» της, δεν  προκαλεί έκπληξη στον αναγνώστη, αφού ανάλογα περιστατικά λαμβάνουν συχνά χώρα στη σκηνή της Ν. Κωμωδίας.  Επί της ουσίας, πάντως, ο εραστής – ποιητής καλεί την Κυπασσίδα να εξακολουθήσει να απατά, με νέες ερωτικές συναντήσεις, υπονοώντας ξεκάθαρα ότι αν εκείνη αρνηθεί το κρυφό ερωτικό παιχνίδι και τη συμμετοχή (fingis-23) στην ελεγειακή πλάνη, τότε, η τιμωρία της θα είναι η αποκάλυψη της αλήθειας στην Κορίννα και μάλιστα από τον ίδιο τον ίδιο.
apta: Η «συμβατότητα» της υπηρέτριας προς τον ελεγειακό κώδικα παρεμφαίνεται από την εγνωσμένη μεταγλωσσική χρώση του apta στον στ. 4, με την οποία ο εραστής-ποιητής την αναδεικνύει δις σε ζωτική συλλειτουργό του (mihi-4) στο fallax opus της ελεγειακής γραφής. Πρβ. τη χρήση του apta στην προγραμματική ελεγεία Am. 1. 1. 19-20: nec mihi materia est numeris levioribus apta, / aut puer aut longas compta puella comas.
modis:  Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι εδώ η μεταγλωσσική λειτουργία του modis, ειδικά αν θυμηθεί κανείς την αρχή της Am. 1. 1 (Arma gravi numero violentaque bella parabam/ edere, materia conveniente modis), όπου η ίδια ακριβώς λέξη χρησιμοποιείται αντίστροφα, με ποιητικό δηλαδή περιεχόμενο και ερωτικό υπονοούμενο (connotation). Δεν υπάρχει συνεπώς αμφιβολία ότι αυτός που κυρίως απειλείται είναι ο ελεγειακός modus operandi· Σε συνδυσμό με το ρ. narrabo που προηγείται το modis εδώ φαίνεται σε τελική ανάλυση να σηματοδοτεί την αποκρυπτογράφηση του ελεγειακού κώδικα. 
fusca: Το επίθετo fusca προσδίδει στην Cypassis μελαψό χρώμα, το οποίο συνήθως είχαν οι δούλες που κατέφθαναν στην Ρώμη από τα παζάρια της Αφρικής ή της Ανατολής. Στην Ars 2. 657 κεξ το επίθετο αποδιδόταν από τους εραστές στα κορίτσια με σκούρα επιδερμίδα. Ίσως να μην είναι τυχαίο πως οι αφρικανές δούλες είχαν αποκτήσει φήμη για τους ερωτικά τους θέλγητρα, πρβ. Liv. 30. 12. 18: est genus Numidarum in Venerem praeceps.