Κείμενο | Μετάφραση |
Amores 2. 81
Ponendis in mille modos perfecta capillis, comere sed solas digna, Cypassi, deas, et mihi iucundo non rustica cognita furto,3 apta quidem dominae, sed magis apta mihi 6 -- quis fuit inter nos sociati corporis index? sensit concubitus unde Corinna tuos? num tamen erubui? num, verbo lapsus in ullo, furtivae Veneris conscia signa dedi? Quid, quod in ancilla siquis delinquere possit, illum ego contendi mente carere bona? Thessalus ancillae facie Briseidos arsit;4 serva Mycenaeo Phoebas amata duci. nec sum ego Tantalide maior, nec maior Achille; quod decuit reges, cur mihi turpe putem? Ut tamen iratos in te defixit ocellos, vidi te totis erubuisse genis; at quanto, si forte refers, praesentior ipse per Veneris feci numina magna fidem! tu, dea, tu iubeas animi periuria puri Carpathium tepidos per mare ferre Notos! Pro quibus officiis pretium mihi dulce repende5 concubitus hodie, fusca8 Cypassi, tuos! quid renuis fingisque novos, ingrata, timores? unum est e dominis emeruisse satis. quod si stulta negas, index anteacta fatebor, et veniam culpae proditor ipse meae, quoque loco tecum fuerim, quotiensque, Cypassi, narrabo dominae, quotque quibusque modis!7 |
Κυπασσίδα, στην κομμωτική Ï„Îχνη άφταστη, άξια θεÎÏ‚ μονάχα να χτενίζεις, ÎµÏƒÏ Ï€Î¿Ï… στα γλυκά κÏυφά μας ÏÎ±Î½Ï„ÎµÎ²Î¿Ï Î±Ï€Îδειξες πως διαθÎτεις πείÏα, για την κυÏά σου θησαυÏός, μα πιο Ï€Î¿Î»Ï Î±ÎºÏŒÎ¼Î· θησαυÏός για μÎνα- ποιός Îβγαλε στη φοÏά τα αγκαλιάσματά μας; Από Ï€Î¿Ï ÎºÎ±Ï„Î¬Î»Î±Î²Îµ η ΚοÏίννα ότι κοιμήθηκες μαζί μου; Μήπως κοκκίνισα; Μήπως μου ξÎφυγε καμιά κουβÎντα; Κάποιο ίχνος μήπως άφησα που τους κÏυφοÏÏ‚ ÎÏωτες Ï€Ïόδωσε; Βεβαίως υποστήÏιξα ότι αυτός που πάει με υπηÏÎÏ„Ïιες δεν Îχει μυαλό. Αλλά τι μ’ αυτό; Στον ΑχιλλÎα το Ï€Ïόσωπο της Î’Ïισηίδας άναψε φωτιÎÏ‚ κι ο αÏχιστÏάτηγος από τις Μυκήνες τη δοÏλα αγάπησε του Απόλλωνα. Δεν είμαι πιο σπουδαίος εγώ οÏτε από του Τάνταλου οÏτε κι από τον ΑχιλλÎα. Γιατί να θεωÏÏŽ ντÏοπή αυτό που βασιλιάδες βÏήκαν πως τους ταίÏιαζε; Σαν όμως τα οÏγισμÎνα μάτια της κάÏφωσε πάνω σου η ΚοÏίννα, είδα τα μάγουλά σου κατακόκκινα. Εγώ, όμως, αν ίσως θυμάσαι, πόσο πιο ψÏχÏαιμος στάθηκα και οÏκιζόμενος μεγαλοπÏεπώς στην ΑφÏοδίτη την Îπεισα. ΕσÏ, θεά μου, βάλε τους ζεστοÏÏ‚ Îοτιάδες, να διασκοÏπίσουν την αθώα τοÏτη ψευδοÏκία στις θάλασσες, Για τις υπηÏεσίες τοÏτες που σου Ï€ÏόσφεÏα, λοιπόν, γλυκά αντάμειψΠμε, μελαχÏινή μου Κυπασσίδα, πλάγιασε μαζί μου. Γιατί αÏνείσαι, αχάÏιστη, και Ï€Ïοφασίζεσαι πάλι τη φοβισμÎνη; Είναι αÏκετό που ικανοποίησες ενός κυÏίου το χατήÏι. Αν κάνεις την ανοησία να αÏνηθείς, θα φανεÏώσω όσα κάναμε μαζί στο παÏελθόν και θα Ï€Ïοδώσω εγώ ο ίδιος τα αμαÏτήματά μου. Θ’ αποκαλÏψω Κυπασσίδα στην κυÏά σου πόσες φοÏÎÏ‚ και σε ποιό μÎÏος με ποιοÏÏ‚ και πόσους Ï„Ïόπους. |