Κείμενο | Μετάφραση |
Amores 2. 71
Ergo sufficiam reus in nova crimina semper? ut vincam, totiens dimicuisse piget. sive ego marmorei respexi summa theatri,2 eligis e multis, unde dolere velis; candida seu tacito vidit me femina vultu, in vultu tacitas arguis esse notas. siquam laudavi, misero petis ungue capillos; si culpo, crimen dissimulare putas. sive bonus color est, in te quoque frigidus esse, seu malus, alterius dicor amore mori. Atque ego peccati vellem mihi conscius essem! aequo animo poenam, qui meruere, ferunt; nunc temere insimulas credendoque omnia frustra ipsa vetas iram pondus habere tuam. adspice, ut auritus miserandae sortis asellus5 adsiduo domitus verbere lentus eat! Ecce novum crimen! sollers ornare Cypassis3 obicitur dominae contemerasse torum. di melius, quam me, si sit peccasse libido, sordida contemptae sortis amica iuvet! quis Veneris famulae conubia liber inire4 tergaque conplecti verbere secta velit? adde, quod ornandis illa est operata capillis et tibi perdocta est grata ministra manu -- scilicet ancillam, quae tam tibi fida, rogarem! quid, nisi ut indicio iuncta repulsa foret? per Venerem iuro6 puerique volatilis arcus, me non admissi criminis esse reum!7 |
Λοιπόν, θα κατηγοÏοÏμαι μονίμως για εγκλήματα καινοÏÏια; Τι κι αν δικαιώνομαι στο Ï„Îλος, βαÏÎθηκα τους συνεχείς δικαστικοÏÏ‚ αγώνες. Όταν σε θÎατÏο καλλιμάÏμαÏο στις τελευταίες σειÏÎÏ‚ γυÏνώ και Ïίχνω μια ματιά όλο και κάποια αντίζηλο ανακαλÏπτεις στο πλήθος και θυμώνειςֹ όταν πάλι με κοιτάξει σιωπηλά κάποια ωÏαία γυναίκα ισχυÏίζεσαι πως κÏυφά νοήματα μου κάνει. Αν πω καλή κουβÎντα για κάποια, απ’ τα μαλλιά τον φουκαÏιάÏη με Ï„Ïαβάςֹ αν κατηγοÏήσω κάποια, πιστεÏεις ότι κάτι πονηÏÏŒ σου κÏÏβω. Όταν η όψη μου Îχει κανονικό χÏώμα, ψυχÏÏŒ με θεωÏείς απÎναντι σου, όταν πάλι είμαι χλωμός τότε λες πως από ÎÏωτα για κάποια άλλη πεθαίνω. Θάθελα μόνο να γνώÏιζα την αμαÏτία που Îχω κάνει: o Îνοχος την τιμωÏία πιο εÏκολα τη δÎχεται. Î•ÏƒÏ ÏŒÎ¼Ï‰Ï‚ χωÏίς καμία αιτία με κατηγοÏείς, πιστεÏοντας τα πάντα δίχως λόγο, και αφαιÏείς κάθε βάση από την οÏγή σου. Î™Î´Î¿Ï Î»Î¿Î¹Ï€ÏŒÎ½ το νÎο μου αμάÏτημα! Η Κυπασσίδα, η άÏιστη κομμώτÏιά σου, κατηγοÏείται ότι μόλυνε μαζί μου το κÏεβάτι της κυÏίας της. Θεός φυλάξοι! Δηλαδή, αν λαχταÏοÏσα Ï€Ïάγματι να αμαÏτήσω, νομίζεις ότι τόσο χαμηλά θα Îπεφτα ώστε να πάω με γυναίκα Ï„Îτοιας υποστάθμης; Ποιός ελεÏθεÏος άνθÏωπος θα ήθελε εÏωτικό δεσμό με μια δοÏλα και να αγκαλιάζει κοÏμί σημαδεμÎνο από τον βοÏÏδουλα; ΎστεÏα Ï€Ïόκειται για την κομμώτÏιά σου, την οποία ÎµÏƒÏ Ï„ÏŒÏƒÎ¿ συμπαθείς χάÏη στην μεγάλη Ï„Îχνη των χεÏιών της. Θα ήταν δυνατό να φλεÏτάÏω Îτσι με μία υπηÏÎÏ„Ïια που σου Îχει τόση αφοσίωση; Τι θα κÎÏδιζα εκτός από την άÏνηση και την αποκάλυψη των Ï€ÏοθÎσεών μου από μÎÏους της; Στην ΑφÏοδίτη παίÏνω ÏŒÏκο και στο τόξο του φτεÏÏ‰Ï„Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ γιου πως για το Îγκλημα που κατηγοÏείς αθώος είμαι. |