511-5221
ἦλθες δὴ ΚλεάÏιστε βαθὺν διὰ πόντον ἀνÏσσας
á¼Î½Î¸Î¬Î´’ á¼Ï€’ οá½Î´á½²Î½ ἔχοντ’ ὦ τάλαν οá½Î´á½²Î½ ἔχων∙
νηός τοι πλευÏῇσιν ὑπὸ ζυγὰ θήσομεν ἡμεῖς
ΚλεάÏισθ’ οἷ’ ἔχομεν χοἷα διδοῦσι θεοί.
τῶν δ’ ὄντων τἄÏιστα παÏÎξομεν∙ ἢν δΠτις ἔλθῃ
σεῦ φίλος ὤν, κατάκεισ’ ὡς φιλότητος ἔχεις.
οὔτΠτι τῶν ὄντων ἀποθήσομαι, οὔτΠτι μείζω
σῆς ἕνεκα ξενίης ἄλλοθεν οἰσόμεθα.
ἢν δΠτις εἰÏωτᾷ τὸν á¼Î¼á½¸Î½ βίον, ὧδΠοἱ εἰπεῖν
«á½¡Ï‚ εὖ μὲν χαλεπῶς, ὡς χαλεπῶς δὲ μάλ’ εὖ,
ὥσθ’ ἕνα μὲν ξεῖνον πατÏώιον οá½Îº ἀπολείπειν,
ξείνια δὲ πλεόνεσσ’ οὠδυνατὸς παÏÎχειν».
523-5242
οὠσὲ μάτην ὦ Πλοῦτε βÏοτοὶ τιμῶσι μάλιστα∙
ἦ Î³á½°Ï á¿¥Î·ÏŠÎ´Î¯Ï‰Ï‚ τὴν κακότητα φÎÏεις.
525-5263
καὶ Î³Î¬Ï Ï„Î¿Î¹ πλοῦτον μὲν ἔχειν ἀγαθοῖσιν ἔοικεν,
ἡ πενίη δὲ κακῷ σÏμφοÏος ἀνδÏὶ φÎÏειν.
527-5284
ὤ μοι á¼Î³á½¼Î½ ἥβης καὶ γήÏαος οá½Î»Î¿Î¼Îνοιο,
τοῦ μὲν á¼Ï€ÎµÏχομÎνου, τῆς δ’ ἀπονισομÎνης.
529-5305
οá½Î´Î τινα Ï€ÏοÏδωκα φίλον καὶ πιστὸν ἑταῖÏον,
οá½Î´’ á¼Î½ á¼Î¼á¿‡ ψυχῇ δοÏλιον οá½Î´á½²Î½ ἔνι.
531-5346
αἰεί μοι φίλον á¼¦Ï„Î¿Ï á¼°Î±Î¯Î½ÎµÏ„Î±Î¹, á½Ï€Ï€ÏŒÏ„’ ἀκοÏσω
αá½Î»á¿¶Î½ φθεγγομÎνων ἱμεÏόεσσαν ὄπα∙
χαίÏω δ’ εὖ πίνων καὶ ὑπ’ αá½Î»Î·Ï„ῆÏος ἀείδων,
χαίÏω δ’ εὔφθογγον χεÏσὶ λÏÏην ὀχÎων.
535-5387
οὔποτε δουλείη κεφαλὴ ἰθεῖα Ï€Îφυκεν,
ἀλλ’ αἰεὶ σκολιή, καá½Ï‡Îνα λοξὸν ἔχει.
οὔτε Î³á½°Ï á¼Îº σκίλλης ῥόδα φÏεται οá½Î´’ ὑάκινθος,
οὔτΠποτ’ á¼Îº δοÏλης Ï„Îκνον á¼Î»ÎµÏ…θÎÏιον.
539-5408
οὗτος á¼€Î½á½´Ï Ï†Î¯Î»Îµ ΚÏÏνε Ï€Îδας χαλκεÏεται αὑτῷ,
εἰ μὴ á¼Î¼á½´Î½ γνώμην á¼Î¾Î±Ï€Î±Ï„ῶσι θεοί.
541-5429
δειμαίνω μὴ τήνδε πόλιν ΠολυπαÎδη ὕβÏις
á¼¥ Ï€ÎµÏ ÎšÎµÎ½Ï„Î±ÏÏους ὠμοφάγους ὀλÎσῃ.
543-54610
χÏή με παÏá½° στάθμην καὶ γνώμονα τήνδε δικάσαι
ΚÏÏνε δίκην, ἶσόν Ï„’ ἀμφοτÎÏοισι δόμεν,
μάντεσί Ï„’ οἰωνοῖς τε καὶ αἰθομÎνοις ἱεÏοῖσιν,
ὄφÏα μὴ ἀμπλακίης αἰσχÏὸν ὄνειδος ἔχω.
547-54811
μηδÎνα πω κακότητι βιάζεο· Ï„á¿· δὲ δικαίῳ
τῆς εá½ÎµÏγεσίης οá½Î´á½²Î½ á¼€ÏειότεÏον.
549-55412
ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολÏδακÏυν á¼Î³ÎµÎ¯Ïει
ΚÏÏν’, ἀπὸ τηλαυγÎος φαινόμενος σκοπιῆς.
ἀλλ’ ἵπποις ἔμβαλλε ταχυπτÎÏνοισι χαλινοÏς∙
δηίων Î³Î¬Ï ÏƒÏ†’ ἀνδÏῶν ἀντιάσειν δοκÎω –
οὠπολλὸν τὸ μεσηγὺ - διαπÏήσσουσι κÎλευθον
[εἰ μὴ á¼Î¼á½´Î½ γνώμην á¼Î¾Î±Ï€Î±Ï„ῶσι θεοί.]
|
511-522
511. ἦλθες, ΚλεάÏιστε : πβ. Οδ. Ï€ 23 ἦλθες, ΤηλÎμαχε· ο ΚλεάÏιστος είναι Ï€Ïόσωπο άγνωστο, το όνομα του οποίου δηλώνει αÏιστοκÏατική καταγωγή.
511. διὰ ... ἀνÏσσας : τμήση· διανÏω : «Ï†ÎÏω εις Ï€ÎÏας, ολοκληÏώνω»· για το διπλό –σσ– του αοÏίστου, βλ. 127.
512. τάλαν : μόνο εδώ στον ΘÎογνη. Ο ίδιος Ï„Ïπος είναι ο μόνος Ï„Ïπος που απαντά και στον ΌμηÏο, δÏο φοÏÎÏ‚, στο σ 327 ξεῖνε τάλαν και στο Ï„ 68 ἀλλ’ ἔξελθε τάλαν· και τις δÏο φοÏÎÏ‚ το επίθετο Ï€ÏοσδιοÏίζει τον ΟδυσσÎα ο οποίος βÏίσκεται στη θÎση στην οποία είναι ο ΚλεάÏιστος του ΘÎογνη.
513. πλευÏῇσιν : δοτική του τόπου.
513. ζυγός / ζυγόν, πληθ. ζυγά : «Î¿Î¹ πάγκοι που ενώνουν τις απÎναντι πλευÏÎÏ‚ ενός πλοίου».
513. ὑπὸ ζυγά : εξειδικεÏει το πλευÏῇσιν· κάτω από τους πάγκους των κωπηλατών, και στις δÏο πλευÏÎÏ‚ του κÏτους, υπήÏαν χώÏοι σίγουÏοι και ασφαλείς που Ï€ÏοσφÎÏονταν για τη φÏλαξη θησαυÏών και Ï€Ïομηθειών. Πβ. και Οδ. ν 20-22 Ï„á½° μὲν [τα ξείνια που Îχουν δοθεί στον ΟδυσσÎα] εὖ κατÎθηχ’ ἱεÏὸν μÎνος Ἀλκινόοιο, / αá½Ï„ὸς ἰὼν διὰ νηός, ὑπὸ ζυγά, μή τιν’ ἑταίÏων / βλάπτοι á¼Î»Î±Ï…νόντων.
514. ΚλεάÏισθ’ : συνίζηση.
514. διδοῦσι : συνηÏημÎνος Ï„Ïπος, βλ. 282.
514. οἷ’ ἔχομεν χοἷα διδοῦσι θεοί : αναφοÏά στα ξείνια, τα δώÏα που Ï€ÏοσφÎÏονταν στον φιλοξενοÏμενο την ÏŽÏα της αναχώÏησής του. Όπως παÏατηÏεί ο van Groningen ([1-18] 204), η αναφοÏά στα δώÏα των θεών στο σημείο αυτό δεν λειτουÏγεί Ï€Ïοσθετικά όσον αφοÏά την πεÏιουσία του ομιλητή, εφόσον αυτά τα οποία Îχει και αυτά τα οποία δίνουν οι θεοί ταυτίζονται στην ουσία, αλλά δικαιολογεί απλώς την Îλλειψη πεÏισσότεÏων αγαθών: δεν ευθÏνεται ο ομιλητής για αυτή την κατάσταση, αλλά οι ίδιοι οι θεοί.
516. κατάκεισ’ : το νόημα δεν είναι απόλυτα σαφÎÏ‚, κι Îχει Ï€ÏοκαλÎσει μια σειÏά διοÏθώσεις: ο Allen ([127] 189), παÏαδείγματος χάÏιν, διαβάζει κατακείσθω, ενώ o Hudson-Williams [1-18] και ο Edmonds [8], υιοθετοÏν τη διόÏθωση του Sitzler κατάειφ(ε). Ο van Groningen ([1-18] 205 κεξ.), ο οποίος διατηÏεί τη γÏαφή κατάκεισ(ο), εξηγεί: στο συμπόσιο, Îνα σταθεÏÏŒ εθιμοτυπικό φαίνεται πως ÏŒÏιζε τις θÎσεις των καλεσμÎνων· ο ομιλητής επισημαίνει πως, αν εμφανιστεί κάποιος φίλος του ΚλεάÏιστου, ο ίδιος ο ΚλεάÏιστος θα Ï€ÏÎπει να αποφασίσει Ï€Î¿Ï Î¸Î± καθίσει σε σχÎση με τον νÎο καλεσμÎνο – και επομÎνως, Ï€Î¿Ï Î¸Î± καθίσει ο νÎος καλεσμÎνος· η θÎση, βÎβαια, εξαÏτάται από τη σχÎση Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï… ΚλεάÏιστου και του φίλου του, αν δηλαδή Ï€Ïόκειται για φίλο στενό, στον οποίο ο ΚλεάÏιστος θα δώσει θÎση τιμητική, ή όχι.
516. φιλότητος : γενική της αναφοÏάς.
517. ἀποτίθεμαι : «Ï†Ï…λάω για τον εαυτό μου, αποθηκεÏω»· πβ. ἀποθήκη, το δωμάτιο όπου φÏλαγαν τις Ï€Ïομήθειες του σπιτιοÏ.
517. μείζω : η γÏαφή του κώδικα Α, όπου το μείζω λαμβάνεται επιÏÏηματικά: μείζω τῶν á¼Î¼Î¿á½¶ ὄντων· οι κώδικες ΟΧΙ παÏαδίδουν μεῖζον, Ï€Ïοφανώς λόγω της γειτνίασης με το τι.
519. βίον : ο van Groningen ([1-18] 206) θεωÏεί πως δεν Ï€ÏÎπει να δοÏμε Îνα συνώνυμο των χÏημάτων, αλλά μια αναφοÏά στη γενικότεÏη κατάσταση του ομιλητή· «Î· εÏωήτηση είναι πιο ευγενική».
520. χαλεπῶς – μάλ’ εὖ : ενν. ζῶ. ΟξÏμωÏο σχήμα: «Î¿Î¹ αντιθετικοί Ï€ÏοσδιοÏισμοί καθίστανται ουδÎτεÏοι και σχετικοί» (van Groningen). Ο Hudson-Williams παÏαφÏάζει: «Î¬Î¸Î»Î¹Î±, αν με συγκÏίνεις με τους πλοÏσιους, αÏκετά καλά, αν με συγκÏίνεις με τους φτωχοÏÏ‚» (“wretchedly, if you compare me with the rich, quite well if you compare me with the poor”· “for a life of luxury, it is very bad, for a life of hardship quite tolerable”). Πβ. Κικ. ad Att. 4.1.8 ita sunt res nostrae; ut in secundis, fluxae; ut in advorsis, bonae.
521. ἀπολείπω : «ÎµÎ³ÎºÎ±Ï„αλείπω»
Άλλο Îνα ποίημα που Îχει Ï€ÏοκαλÎσει πολλή συζήτηση και πολλÎÏ‚ διοÏθώσεις. Οι πεÏισσότεÏοι εκδότες, ανικανοποίητοι με τη μοÏφή στην οποία παÏαδίδεται το ποίημα, πειÏαματίζονται με τη σειÏά των στίχων. Ο Hudson-Williams [1-18], o Edmonds [8] και ο Carrière [1-18] υιοθετοÏν την Ï€Ïόταση του van Herwerden [83-84] και μεταθÎτουν τους στ. 517-518 ανάμεσα στον στ. 514 και τον στ. 515. Ο West [19-38] μεταθÎτει τους στ. 513-514 ανάμεσα στον στ. 518 και τον στ. 519: όπως εξηγεί ο ίδιος ([1-18] 156), εφόσον ο ΚλεάÏιστος μόλις Îφτασε, θα ήταν μάλλον αγενÎÏ‚ εκ μÎÏους του ομιλητή και ενάντια στους κανόνες της φιλοξενίας να κάνει λόγο για τα δώÏα της αναχώÏησης. Ο Gärtner ([71] 22-24) διακÏίνει δÏο ποιήματα, 511-514 και 515-522: στο δεÏτεÏο αλλάζει τη σειÏά των στίχων και τοποθετεί τους στ. 517-518 Ï€Ïιν από τον στ. 515. Πιο συντηÏητικός και πάντα πιο μετÏημÎνος, ο van Groningen [1-18] διατηÏεί το κείμενο στη μοÏφή που παÏαδίδεται: «ÏŒÎ»Î± είναι εν τάξει» (“tout est en ordre”). Ανυπόστατες και αδικαιολόγητες θεωÏεί τις αλλαγÎÏ‚ στη σειÏά των στίχων και ο F. Ferrari (Teognide. Elegie, Milano 1989, 154 κεξ., όπως παÏαπÎμπει ο Condello [127] 30, σημ. 15). Συμφωνώντας με τον van Groningen πως «ÏŒÎ»Î± είναι εν τάξει», διατηÏοÏμε εδώ τη μοÏφή της χειÏόγÏαφης παÏάδοσης.
Το ποίημα απευθÏνεται στον άγνωστο σε μας ΚλεάÏιστο: δεν μποÏοÏμε να γνωÏίζουμε αν Ï€Ïόκειται για Ï€Ïόσωπο Ï€Ïαγματικό ή όχι, σίγουÏα όμως Ï€Ïόκειται για κάποιον αÏιστοκÏάτη, όπως μαÏÏ„Ï…Ïεί και το όνομά του. Ο ΚλεάÏιστος Îχει μόλις φθάσει για να φιλοξενηθεί από τον φίλο του: οá½Î´á½²Î½ ἔχων á¼Ï€’ οá½Î´á½²Î½ ἔχοντι. Εικάζουμε, λοιπόν, τη σχÎση Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î´Ïο αÏιστοκÏατών που Îχουν υποστεί τις συνÎπειες κάποιων κοινωνικο-οικονομικών ανακατατάξεων. Παϒ όλη την οικονομική δυσχÎÏεια την οποία υπαινίσσεται ο ομιλητής, οι αÏχÎÏ‚ της φιλοξενίας Ï€ÏÎπει να τηÏηθοÏν: ως οικοδεσπότης, θα Ï€ÏοσφÎÏει ÏŒ,τι καλÏτεÏο μποÏεί, και θα Ï€ÏοσφÎÏει και αποχαιÏετιστήÏια δώÏα κατά το ειωθός. Κι αν εμφανιστεί κάποιος φίλος του ΚλεάÏιστου, κι αυτόν θα τον υποδεχτεί. Μα αν κάποιος Ïωτήσει τον ΚλεάÏιστο πώς τα βγάζει Ï€ÎÏα ο οικοδεσπότης του, καλÏτεÏα να του απαντήσει εκείνος πως, Ï€ÎÏα από τον ΚλεάÏιστο, κανÎναν άλλο δεν μποÏεί να φιλοξενήσει – κι Îτσι να Ï€Ïολάβει ο ομιλητής τις απÏόσμενες επισκÎψεις. Ο Bergk υποθÎτει ότι ο ποιητής συνÎθεσε την ελεγεία όταν ήταν εξόÏιστος στην ΕÏβοια, όπου, φτωχός πλÎον λόγω των συνθηκών, δÎχτηκε την επίσκεψη του ΚλεάÏιστου (βλ. ΚοÏÏÎÏ‚ [67] 138), η αλήθεια, όμως, είναι πως δεν μποÏοÏμε να γνωÏίζουμε αν το ποίημα αποδίδει κάποια Ï€Ïαγματική σχÎση ή κάποιο Ï€Ïαγματικό επεισόδιο· είναι εξίσου πιθανό πως τόσο ο ομιλητής, όσο και ο ΚλεάÏιστος αποτελοÏν δÏο απλÎÏ‚ πεÏσόνες που δίνουν παÏαδειγματικά τις σχÎσεις Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ αÏιστοκÏατών, και ότι ο λανθάνων συσχετισμός με την ΟδÏσσεια (βλ. Ï€.χ. τη χÏήση του επιθÎτου τάλαν) υπογÏαμμίζει τη σχÎση της παλαιάς αÏιστοκÏατίας με τον επικό ηÏωικό κώδικα: όποια και αν είναι η κατάσταση στην οποία Îχουν πεÏιÎλθει, οι γνήσιοι αÏιστοκÏάτες υποστηÏίζουν ακόμη τις ίδιες εκείνες αÏχÎÏ‚ της φιλότητος και της ξενίας. |
523-524
ΑποστÏοφή στον ΠλοÏτο (πβ. 1117-1118, αλλά και 351-354, 649-652 όπου παÏόμοια αποστÏοφή στην Πενίη). Ο ποιητής αναγνωÏίζει πως ο πλοÏτος δεν ÎÏχεται ως επιβÏάβευση της ηθικής: οι κακοί, οι φαÏλοι και αχÏείοι ηθικά μποÏοÏν κάλλιστα να είναι πλοÏσιοι. Γι’ αυτό και τον τιμοÏν τόσο Ï€Î¿Î»Ï Î¿Î¹ άνθÏωποι τον ΠλοÏτο. Στον ΑÏιστοφάνη, ο ΠλοÏτος είναι τυφλός και δεν μποÏεί να διακÏίνει τον δίκαιο από τον άδικο: ÎÏγο του ΧÏεμÏλου είναι να βοηθήσει τον θεό να ξαναβÏεί το φως του. Για την ταÏτιση της ηθικής κακότητος με την κοινωνική κατωτεÏότητα, βλ. τους επόμενους στίχους. |
525-526
Εδώ γίνεται πλÎον σαφής η σημασία που αποδίδει ο ποιητής στην κακότητα: Ï€Ïόκειται για την ηθική φαυλότητα ή αχÏειότητα ως αναπόσπαστο χαÏακτηÏιστικό των κατώτεÏων τάξεων· απÎναντι στον κακόν υπάÏχει πάντοτε ο ἀγαθός, ο εκπÏόσωπος της αÏιστοκÏατικής τάξης. Η επιλογή του Ïήματος ἔοικεν, όπως και του επιθÎτου σÏμφοÏος, δεν είναι βÎβαια τυχαία: παÏαπÎμπει σε μια φυσική τάξη και ομοÏφιά που θα μποÏοÏσε να Îχει την Î¹ÏƒÏ‡Ï ÎµÎ½ÏŒÏ‚ νόμου.
Οι στίχοι συχνά εκδίδονται μαζί με το Ï€ÏοηγοÏμενο δίστιχο ως Îνα ποίημα (Ï€.χ. Harrison [3], Young [5-10], West [19-38]). Το Ïφος, όμως, των δÏο διστίχων είναι αÏκετά διαφοÏετικό: όπως παÏατηÏεί και ο van Groningen ([1-18] 209) στους στ. 523-524 Îχουμε μια αυθόÏμητη αποστÏοφή στον Ï€ÏοσωποποιημÎνο ΠλοÏτο, στους στ. 525-526 Îχουμε την Îκθεση της ψυχÏής επιχειÏηματολογίας ενός ηθικολόγου που οδηγεί σε μια απÏόσμενη Ï€Ïοσγείωση· Ï€Î¿Î»Ï Ï€Î¹Î¸Î±Î½ÏŒ, λοιπόν, οι στ. 525-526 να Ï€ÏοστÎθηκαν κάποια στιγμή ως σχόλιο στους στ. 523-524 και να ενσωματώθηκαν σταδιακά στη συλλογή (βλ. και 509-510). |
527-528
527. ἥβης καὶ γήÏαος : ο ΚοÏÏÎÏ‚ ([67] 139) θεωÏεί ότι Ï€Ïόκειται για γενικÎÏ‚ της αιτίας· ο van Groningen ([1-18] 210) κάνει λόγο για γενικÎÏ‚ απόλυτες (á¼Ï€ÎµÏχομÎνου - ἀπονισσομÎνης). Σε κάθε πεÏίπτωση δηλώνεται η αιτία που Ï€Ïοκαλεί το ψυχικό πάθος της επιφωνηματικής ÎκφÏασης ὤ μοι á¼Î³ÏŽÎ½.
528. á¼Ï€ÎµÏχομÎνου : πβ. 728 και 1112· η Ï€Ïόθεση á¼Ï€Î¯ δηλώνει την επιθετική διάθεση, πβ. Ιλ. Θ 536 á¼Î¼á½¸Î½ ἔγχος ... á¼Ï€ÎµÏχόμενον, Κ 485 μήλοισιν Îπελθών.
528. ἀπονίσομαι : «Î±Ï€Î¿Î¼Î±ÎºÏÏνομαι, φεÏγω».
Ένα παÏάπονο, όλο αυθοÏμητισμό και φυσικότητα σε μια Ï€Ïόταση επιφωνηματική, με την Ï„ÏιημιμεÏή τομή στο á¼Î³ÏŽÎ½ να δίνει Îμφαση στην απελπισία του ομιλητή· οι δÏο απόλυτες μετοχικÎÏ‚ Ï€Ïοτάσεις στις οποίες χωÏίζεται ο Ï€Ïώτος στίχος καλÏπτουν με απόλυτα ισόÏÏοπο Ï„Ïόπο τα δÏο ημιεπή του πενταμÎÏ„Ïου. Το παÏάπονο για τη νιότη που φεÏγει και η κατάÏα στα γηÏατειά που πλησιάζουν αποτελεί σÏνηθες θÎμα: βλ. και στ. 728, 1069-1070, 1131-1132 και Μίμν. 1.5-6 W á¼Ï€Îµá½¶ δ’ ὀδυνηÏὸν á¼Ï€Îλθῃ / γῆÏας, á½… Ï„’ αἰσχÏὸν á½Î¼á¿¶Ï‚ καὶ κακὸν ἄνδÏα τιθεῖ· 2.7-10 W μίνυνθα δὲ γίνεται ἥβης / καÏπός, ὅσον Ï„’ á¼Ï€á½¶ γῆν κιδνᾶται á¼ Îλιος. / αá½Ï„á½°Ï á¼Ï€á½´Î½ δὴ τοῦτο Ï„Îλος παÏαμείψεται á½¥Ïης, / αá½Ï„ίκα δὴ τεθνάναι βÎλτιον á¼¢ βίοτος. |
529-530
Ο ποιητής εμφανίζεται ακόμη μία φοÏά ως φίλος πιστός, άνθÏωπος με τόση ηθική ανωτεÏότητα ώστε να μποÏεί να εκφÎÏει Îναν λόγο κανονιστικό και ÎγκυÏο: είναι η φωνή της αυθεντίας, που Îχει αποδείξει με τις Ï€Ïάξεις του το βάÏος και τη σημασία των λόγων του. Εδώ εστιάζει στην ιδÎα της φιλότητος και της πίστεως ως ιδÎα που υπογÏαμμίζει την ανάγκη για αμοιβαιότητα. ΠαÏάλληλα, με το χαÏακτηÏιστικό αÏιστοκÏατικό Ïφος της συλλογής, παÏουσιάζει την Ï€Ïοδοσία ως Îνδειξη δουλοσÏνης και διακÏίνει κατ’ αυτόν τον Ï„Ïόπο την αÏιστοκÏατία από όλους τους υπόλοιπους, κοινοÏÏ‚ θνητοÏÏ‚, διάκÏιση που δεν είναι επιφανειακή και απλώς κοινωνικο-οικονομική, μα επεκτείνεται και στην ηθική και τη συμπεÏιφοÏά, αφοÏά την ψυχήν. |
531-534
531. μοι : δοτική Ï€Ïοσωπική ηθική· σÏμφωνα με τον van Groningen ([1-18] 211), η παÏουσία του μοι αποδεικνÏει ότι στη στεÏεότυπη ÎκφÏαση φίλον á¼¦Ï„Î¿Ï Ï„Î¿ επίθετο φίλον Îχει χάσει τη σημασία του.
532. ἱμεÏόεις, εσσα, εν : «ÏŒÎ¼Î¿Ïφος, γοητευτικός, που Ï€Ïοκαλεί πόθο».
532. ὄψ : ποιητ. ουσιαστ., χÏησιμοποιείται κυÏίως στις πλ. πτ. του ενικ.: ὀπός, ὀπί, ὄπα, «Ï†Ï‰Î½Î®».
533. ἀείδων : Ï€Ïόκειται για διόÏθωση του Pierson, την οποία δÎχονται οι πεÏισσότεÏοι εκδότες και μελετητÎÏ‚. Οι κώδικες παÏαδίδουν τη γÏαφή ἀκοÏων, πιθανότατα λόγω του ἀκοÏσω στον στ. 531. Η φÏάση ὑπ’ αá½Î»Î·Ï„ῆÏος ἀείδειν εμφανίζεται και στον στ. 825, στον ΑÏχίλ. 58.12 W ἄιδων ὑπ’ αá½Î»Î·Ï„ῆÏος· πβ. και 1065 μετ’ αá½Î»Î·Ï„ῆÏος ἀείδειν. Τη γÏαφή των κωδίκων υιοθετεί ο Allen ([127] 189), o οποίος θεωÏεί πως Ï€Ïόκειται για το Ïήμα ὑπακοÏων σε τμήση, και σχολιάζει για την Ï€Ïόταση του Pierson: «ÎºÎ±Î½ÎµÎ¯Ï‚ δεν Ï„Ïαγουδάει με το στόμα του γεμάτο»· και ο Campbell [9], ο οποίος χÏησιμοποιεί μάλιστα τον στίχο για να υποστηÏίξει τη βασική θÎση του πως ο αυλός δεν αποτελεί το ÏŒÏγανο συνοδείας της ελεγειακής ποίησης, παÏά μόνον εάν Ï€Ïόκειται για επίσημους ποιητικοÏÏ‚ αγώνες (η θÎση αυτή αναπτÏσσεται στο “Flutes and Elegiac Couplets”, JHS 84 (1964) 63-68).
534. λÏÏην : Ï€Ïόκειται μάλλον για τη βάÏβιτο παÏά για την κοινή λÏÏα. Η βάÏβιτος Îχει μακÏÏτεÏους βÏαχίονες οι οποίοι Îχουν επιπλÎον διαφοÏετικό σχήμα από τους βÏαχίονες της λÏÏας. Εφόσον οι βÏαχίονες ήταν μακÏÏτεÏοι, μακÏÏτεÏες ήταν και οι χοÏδÎÏ‚, γεγονός που υποδηλώνει πως ο ήχος της βαÏβίτου ήταν βαθÏτεÏος και απαλότεÏος (πβ. Πινδ. απ. 125 Sn-Îœ βαÏβι[Ï„á½·]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν á¼Î½ οἴνῳ / τόν ῥα ΤέÏπανδÏός ποθ' ὠΛέσβιος εὗÏεν / Ï€Ïῶτος, á¼Î½ δείπνοισι Λυδῶν / ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος). ΔιαφοÏά υπήÏχε και ως Ï€Ïος τη χÏήση της βαÏβίτου: ενώ η λÏÏα χÏησιμοποιοÏνταν σε εκδηλώσεις σχετικÎÏ‚ με τον Απόλλωνα, η βάÏβιτος απεικονίζεται σχεδόν πάντοτε στα συμφÏαζόμενα ενός συμποσίου ή ενός κώμου ή σχετίζεται με τον Διόνυσο και τη συνοδεία του. Βλ. Neubecker [241] 79-80· West [281] 57-59.
534. ὀχÎω : θαμιστικό του ἔχω, όπως το φοÏÎω του φÎÏω: «ÎºÎ¿Ï…βαλώ, φÎÏω».
533-534. χαίÏω – χαίÏω : επαναφοÏά, σχήμα Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ€Î¬Î½Î¹Î¿ στον ΘÎογνη: 623 κεξ., 627 κεξ., 845 κεξ.
Οι στίχοι εκφÏάζουν τη βαθÏτατη χαÏά που αισθάνεται ο ποιητής στο άκουσμα των αυλών και της λÏÏας κατά τη διάÏκεια του συμποσίου (βλ. εὖ πίνων 533): βάλσαμο στην καÏδιά του είναι η μουσική, και τη χαÏά του την υπογÏαμμίζει με την εμφαντική επαναφοÏά του Ïήματος χαίÏω στους δÏο τελευταίους στίχους.
|
535-538
535. οὔποτε ... ἰθεῖα : το χαμηλωμÎνο κεφάλι είναι Îνδειξη υποταγής και αναξιοπÏÎπειας σε όλους τους πολιτισμοÏÏ‚ κι Îτσι εξηγείται η επιλογή του επιθÎτου ως Ï€ÏοσδιοÏÎ¹ÏƒÎ¼Î¿Ï Ï„Î·Ï‚ δουλείης κεφαλῆς και συμπεÏιφοÏάς. Αξίζει, εντοÏτοις, να Ï€ÏοσθÎσουμε και τις συνυποδηλώσεις που φÎÏει η αντίθεση ἰθÏÏ‚ – σκολιός όσον αφοÏά την ηθική οÏθότητα: ἰθεῖα είναι η δικαιοσÏνη όταν ασκείται σωστά· διαφοÏετικά, οι ποιητÎÏ‚ μιλοÏν για σκολιὰς δίκας (βλ. και σχόλιο στον στ. 330). Φαίνεται, λοιπόν, πως εδώ η γλώσσα του ΘÎογνη είναι κυÏιολεκτική και την ίδια στιγμή υπαινικτική, κινείται σε δÏο επίπεδα, σε Îνα Ï€Ïώτο της φυσικής στάσης και της εικόνας, και σε Îνα δεÏτεÏο της ηθικής και της Ï€Ïοδιάθεσης: η Ï€Ïώτη αποτελεί αντανάκλαση της δεÏτεÏης. ΕνδιαφÎÏον από αυτή την άποψη Îχει και η εÏμηνεία που δίνει ο van Groningen ([1-18] 213) στο αá½Ï‡Îνα λοξὸν ἔχει: «Î¼Îµ τη σημασία της αμÎλειας, της Îλλειψης Ï€Ïοσοχής στον ΤυÏÏ„. 11.2 W οὔπω Ζεὺς αá½Ï‡Îνα λοξὸν ἔχει».
537. σκίλλα : «Î· κουτσοÏπα, το σκιλλοκÏόμμυδο» (urginea maritima), φυτό της οικογÎνειας των λειλιιδών (liliaceae), χÏησιμοποιοÏνταν στην αÏχαιότητα σε καθαÏτήÏιες τελετÎÏ‚.
538. δοÏλης : η ταυτότητα του πατÎÏα μποÏεί να αμφισβητηθεί, γι’ αυτό και Ï€Ïοτιμάται εδώ το θηλυκό γÎνος: η φÏση της μητÎÏας καθοÏίζει εν Ï„Îλει τη φÏση των παιδιών· πβ., Ï€.χ., ΕυÏ. απ. 298.2 κεξ. β οá½Î´’ ἂν á¼Îº μητÏὸς κακῆς / á¼ÏƒÎ¸Î»Î¿á½¶ γÎνοιντο παῖδες. Πβ. και 183 κεξξ., όπου ο ΘÎογνης αντιτίθεται με Îνταση στον γάμο Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î¬Î½Ï„Ïα ἀγαθοῦ και γυναίκας κακῆς.
Είναι γνωστό πως η διάκÏιση δοÏλων και ελευθÎÏων ήταν κάθετη για τους πεÏισσότεÏους αÏχαίους Έλληνες, και μάλιστα οÏισμÎνη από την ίδια τη φÏση: πβ. Ï€.χ. ΑÏιστ. Πολιτ. 1254b39-1255a2 ὅτι μὲν τοίνυν εἰσὶ φύσει τινὲς οἱ μὲν á¼Î»Îµá½»Î¸ÎµÏοι οἱ δὲ δοῦλοι, φανεÏόν, οἷς καὶ συμφέÏει τὸ δουλεύειν καὶ δίκαιόν á¼ÏƒÏ„ιν (αντίθετα, όμως, Αντιφ. απ. 44 Î’ 1.35-2.15 DK τοὺς á¼Îº καλῶν πατÎÏων á¼Ï€Î±Î¹Î´Î¿á½»Î¼ÎµÎ¸á½± τε καὶ σεβόμεθα, τοὺς δὲ á¼Îº μὴ καλοῦ οἴκου ὄντας οὔτε á¼Ï€Î±Î¹Î´Î¿á½»Î¼ÎµÎ¸Î± οὔτε σεβόμεθα. á¼Î½ τούτῳ δὲ Ï€Ïὸς ἀλλήλους βεβαÏβαÏώμεθα, á¼Ï€Îµá½¶ φύσει πάντα πάντες á½Î¼Î¿á½·Ï‰Ï‚ πεφύκaμεν καὶ βάÏβαÏοι καὶ ῞Ελληνες εἶναι). Την ιδÎα αυτή εκφÏάζει και ο ΘÎογνης, χÏησιμοποιώντας την εικόνα του σκιλλοκÏόμμυδου, του Ï„Ïιαντάφυλλου και του υάκινθου: η φÏση Ï€ÏοσφÎÏει Îνα παÏάλληλο παÏάδειγμα που αποτελεί την ίδια στιγμή απόδειξη της θÎσης του ποιητή. Αξίζει να αναÏωτηθοÏμε εάν ο ποιητής Îχει μόνον τους δοÏλους κατά νου, ή εάν ίσως συγκαταλÎγει στην ίδια ομάδα και τις κατώτεÏες τάξεις των μη ἀγαθῶν. Στον στ. 530, παÏαδείγματος χάÏιν, μιλά για την Ï€Ïοδοσία Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï†Î¯Î»Ï‰Î½ ως Îνδειξη δουλικής ψυχής, ενώ στους στ. 53-68 εκφÏάζει την ανησυχία του για τη νόθευση της ανώτεÏης τάξης: χÏησιμοποιεί άÏαγε τους δοÏλους ως υπεÏβολή και ως υπαινιγμό στην ανελεÏθεÏη συμπεÏιφοÏά των μη ἀγαθῶν; Η ανάγκη την οποία φαίνεται να αισθάνεται να εκφÏάσει με όσο το δυνατόν μεγαλÏτεÏη Îμφαση την αφÏσικη αξίωση των δοÏλων σε μια ελεÏθεÏη συμπεÏιφοÏά δεν θα μποÏοÏσε ίσως να δικαιολογηθεί παÏά μόνον εάν η αξίωση αυτή αντιπÏοσωπεÏει για τον ίδιο μια απειλή. Σε κάθε πεÏίπτωση, είτε ο ποιητής μιλάει μόνο για τους δοÏλους είτε εννοεί και όποιον άλλο παÏουσιάζει δουλική συμπεÏιφοÏά, η ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης παÏαμÎνει μεγάλη και θυμίζει δίχως άλλο τον D. H. Lawrence (“Things”): “To be ‘free’, to be ‘living a full and beautiful life’, you must, alas, be attached to something ... like the waving, yearning tendrils of the vines that spread and rotate, seeking something to clutch, something up which to climb towards the necessary sun. ... And human beings are all vines. But especially the idealist. He is a vine, and he needs to clutch and climb. And he despises the man who is a mere potato, or turnip, or lump of wood”. O πολιτικά καθοÏισμÎνος ιδεαλισμός του ποιητή τον ωθεί αναπόφευκτα στην πεÏιφÏόνηση. |
539-540
539. χαλκεÏω και χαλκεÏομαι (μ.) : «ÎºÎ±Ï„ασκευάζω από χαλκό ή οÏείχαλκο, και γενικά από μÎταλλο· σφυÏηλατώ».
540. = 554· στεÏεότυπος στίχος Ï€Î¿Î»Ï Ï‡Ïήσιμος ως κατακλείδα.
Το δίστιχο δεν συνδÎεται οÏτε με τους Ï€ÏοηγοÏμενους οÏτε με τους επόμενους στίχους. Η δεικτική αντωνυμία οὗτος, μάλιστα, φαίνεται να εντάσσει τους στίχους σε κάποιο συγκεκÏιμÎνο δÏαματικό πλαίσιο, το οποίο παÏαμÎνει εντοÏτοις ασαφÎÏ‚: Ï€Ïόκειται για ποίημα κοινωνικό, πολιτικό ή εÏωτικό; Όπως και αν Îχει, η δεικτική αντωνυμία αίÏει το εÏώτημα της πιθανής απομόνωσης των στίχων από κάποια μεγαλÏτεÏη σÏνθεση. Το γεγονός πως οι στίχοι, όντας αυτόνομοι και ανεξάÏτητοι από το άμεσο πεÏιβάλλον τους, δεν Ï€ÏοσφÎÏουν κάποια συγκεκÏιμÎνη εικόνα, και ως εκ τοÏτου δεν Ï€ÏοσφÎÏουν και κάποιο αντίστοιχο νόημα ή ιδÎα, αποδεικνÏουν, κατά τον van Groningen ([1-18] 214), πως οι στίχοι ενσωματώθηκαν στη συλλογή λόγω της ποιητικής τους αξίας· δεδομÎνου, μάλιστα, του στεÏεότυπου χαÏακτήÏα του πενταμÎÏ„Ïου, η ποιητική αξία του διστίχου Ï€ÏÎπει να αναζητηθεί στον εξάμετÏο και συγκεκÏιμÎνα στη μεταφοÏά του ανθÏώπου που χαλκεÏεται Ï€Îδας αὑτῶι. |
541-542
541. δειμαίνω : μόνο ενεστ. και Ï€ÏÏ„.: «Ï†Î¿Î²Î¬Î¼Î±Î¹».
541. τήνδε πόλιν : η αναφοÏά στον γιο του ΠολÏπαου (είτε είναι ο ΚÏÏνος είτε όχι) μας κάνει να σκεφτοÏμε τα ÎœÎγαÏα.
542. ΚενταÏÏους ὠμοφάγους : πιθανώς αναφοÏά στις μάχες των ΚενταÏÏων εναντίον των Λαπιθών και εναντίον του ΗÏακλή στη Φολόη. Ο ΠειÏίθοος, ο βασιλιάς των Λαπιθών, Ï€Ïοσκάλεσε στον γάμο του τους ΚενταÏÏους· η γαμήλια γιοÏτή διαλÏθηκε με βίαιο Ï„Ïόπο όταν οι ΚÎνταυÏοι δοκίμασαν το κÏασί, το πιο σημαντικό Ï€Ïοϊόν του ανθÏώπινου Ï€Î¿Î»Î¹Ï„Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï ÎºÎ±Î¹, μεθυσμÎνοι καθώς ήταν, επιτÎθηκαν στη νÏφη· από τότε, λÎει ο Αντίνοος στην ΟδÏσσεια (φ 303), υπάÏχει διαμάχη Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï ÎšÎµÎ½Ï„Î±ÏÏων και ανθÏώπων. Ο Φόλος φιλοξÎνησε τον ΗÏακλή στην ΑÏκαδία· αν και ÎÏ„Ïωγε το κÏÎας του ωμό (Απολλόδ. 2.5.4 οὗτος [Ï„.Î. ο Φόλος] ῾ΗÏακλεῖ μὲν ὀπτὰ παÏεῖχε Ï„á½° κÏέα, αá½Ï„ὸς δὲ ὠμοῖς á¼Ï‡Ïῆτο), Îδειξε εντοÏτοις εγκÏάτεια και δεν ήπιε κÏασί· όταν, όμως, μÏÏισαν το κÏασί οι υπόλοιποι ΚÎνταυÏοι, τους Îπιασε μανία και ο ΗÏακλής αναγκάστηκε να τους σκοτώσει. Οι ΚÎνταυÏοι, λοιπόν, οι οποίοι ανήκουν στα οÏεινά της ΑÏκαδίας και στη Î’ÏŒÏειο Ελλάδα, τοποθετοÏνται στις εσχατιÎÏ‚ του ανθÏώπινου πολιτισμοÏ, στα ÏŒÏια της αγÏιότητας. Το επίθετο ὠμοφάγος, το οποίο εκφÏάζει «Îνα Ï€Î¿Î»Ï Ï‡Î±Î¼Î·Î»ÏŒ πολιτισμικό επίπεδο» (van Groningen [1-18] 214) δεν χÏησιμοποιείται Î±Î»Î»Î¿Ï Î³Î¹Î± τους ΚενταÏÏους: ο ΌμηÏος χÏησιμοποιεί το επίθετο για τα λιοντάÏια, Ï€.χ. Ε 782 λείουσιν á¼Î¿Î¹ÎºÏŒÏ„ες ὠμοφάγοισιν, ενώ ο ΑισχÏλος αποκαλεί ὠμόσιτον τη Σφίγγα (Επτά 541).
Ο φόβος του ποιητή πως η ὕβÏις θα καταστÏÎψει την πόλη μας επαναφÎÏει στα Ï€Ïώτα ποιήματα της συλλογής, και συγκεκÏιμÎνα στους στ. 39-52, αλλά και 53-68. Η αναφοÏά στους ὠμοφάγους ΚενταÏÏους, που βÏίσκονται, όπως είπαμε, Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï€Î¿Î»Î¹Ï„Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ Ï€ÏÏ‰Ï„Î¿Î³Î¿Î½Î¹ÏƒÎ¼Î¿Ï Î¸Ï…Î¼Î¯Î¶ÎµÎ¹ τους νÎους ἀστοÏÏ‚ της πόλης, που Îως Ï€Ïόσφατα φοÏοÏσαν Ï€ÏοβειÎÏ‚ και δεν ήξεÏαν τι είναι νόμος και τι είναι δίκαιο. Δυστυχώς, όμως, το δίστιχο δεν δίνει πεÏισσότεÏα στοιχεία, δεν γνωÏίζουμε καν ποια είναι η ὕβÏις στην οποία αναφÎÏεται ο ποιητής και ως εκ τοÏτου δεν μποÏοÏμε τελικά να οÏίσουμε με βεβαιότητα τη σχÎση του με συγκεκÏιμÎνα ιστοÏικά γεγονότα. |
543-546
543. στάθμη : «Ï„ο αλφάδι», Îνα λεπτό σχοινί αλειμμÎνο με κόκκινη ώχÏα η οποία σημείωνε ευθείες γÏαμμÎÏ‚· αÏχικά η στάθμη ήταν η γÏαμμή που σημειωνόταν με κιμωλία ή κόκκινη ώχÏα, πβ. Πλατ. Φίληβ. 56c, Ξεν. Αγησ. 10· παÏá½° στάθμην : με το αλφάδι, ίσια.
543. γνώμων : το «Ï„ετÏάγωνο» με το οποίο ÏŒÏιζαν τις οÏθÎÏ‚ γωνίες.
545. αἴθω : μόνο ενεστ. και Ï€ÏÏ„.: «Î±Î½Î¬Î²Ï‰, καίω»· παθ. «ÎºÎ±Î¯Î³Î¿Î¼Î±Î¹».
545. μάντεσί Ï„’ οἰωνοῖς τε καὶ αἰθομÎνοις ἱεÏοῖσιν : η λειτουÏγία των δοτικών θεωÏείται ασαφής· αναφÎÏουμε ενδεικτικά κάποιες από τις απόψεις που Îχουν διατυπωθεί: και οι μελετητÎÏ‚ Îχουν κάνει διάφοÏες Ï€Ïοτάσεις. Ενδεικτικά αναφÎÏουμε Ο Bergk [93-100] θεωÏεί ότι Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ στίχων 544 και 545 υπάÏχει χάσμα· τη λÏση αυτή υιοθετοÏν ο Hudson-Williams [1-18] και ο Edmonds [8]. Ο C. M. Bowra (“Two Poems of Theognis”, Philologus 103 (1959) 157 κεξξ.) αλλάζει τη στίξη: τοποθετεί το κόμμα όχι μετά το δόμεν, αλλά μετά το μάντεσι: ἶσόν Ï„’ ἀμφοτÎÏοισι δόμεν / μάντεσιν, οἰωνοῖς τε καὶ αἰθομÎνοις ἱεÏοῖσιν· στην πεÏίπτωση αυτή ο δικαστής δικάζει Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î´Ïο μάντεων, ο Îνας από τους οποίους είναι οἰωνοσκόπος και ο άλλος θυοσκόπος. O van Groningen [1-18] χωÏίζει τα δÏο δίστιχα, 543-544 και 545-546, και θεωÏεί πως το δεÏτεÏο δίστιχο απλώς δεν σώζεται ολόκληÏο. Ο Carrière [1-18] λαμβάνει τις δοτικÎÏ‚ ως δοτικÎÏ‚ του οÏγάνου και μεταφÏάζει «ÎºÎ±Ï„αφεÏγοντας στους μάντεις κλπ» - άποψη στην οποία αντιτίθεται ο van Groningen για δÏο λόγους: Ï€Ïώτον, επειδή για τη δήλωση του οÏγάνου θα πεÏιμÎναμε Îναν εμπÏόθετο με την διά ή κάποια άλλη παÏόμοια Ï€Ïόθεση, και δεÏτεÏον επειδή θεωÏεί απίθανο οι δικαστÎÏ‚ του 6ου αι. να βασίζονταν για τις αποφάσεις τους σε οιωνοÏÏ‚ και μάντεις. Ως δοτικÎÏ‚ οÏγανικÎÏ‚ του μÎσου εÏμηνεÏει τις δοτικÎÏ‚ και ο Nagy ([11-14] 38 § 20 σημ. 5). Με κάθε επιφÏλαξη, επιλÎγουμε να ακολουθήσουμε την άποψη του Carrière ως την πιο εÏλογη.
546. ἀμπλακίης : γενική της αιτίας.
Μιλάει κάποιος δικαστής, δεν είναι, όμως, σαφÎÏ‚ αν ο ποιητής αναφÎÏεται σε μια κανονική δίκη, όπως υπστηÏίζουν ο Carrière ([1-18] 53) και ο West ([1-18] 69), ή αν χÏησιμοποιεί μια μεταφοÏά με την οποία αναφÎÏεται στον Ïόλο του ως διαμεσολαβητή Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î´Ïο πολιτικών ομάδων. Σε κάθε πεÏίπτωση, η ηθική χÏοιά είναι εμφανής και φαίνεται να αποτελεί τον λόγο για τον οποίο ενσωματώθηκαν οι στίχοι στη συλλογή. |
547-548
548. εá½ÎµÏγεσίη : αντιθ. κακοεÏγίη και κακότης.
548. á¼€ÏειότεÏος, α, ον : πιθ. = á¼€Ïείων, χÏησιμοποιείται ως συγκÏ. του ἀγαθός, πβ. ἄÏιστος (πβ. χεÏειότεÏος από το χεÏείων).
Η βία και η κακότης σε σαφή αντίθεση Ï€Ïος τη δικαιοσÏνη και την εá½ÎµÏγεσίην: η κυÏίως γνώμη απομονώνεται στον πεντάμετÏο. |
549-554
549. ἄγγελος ἄφθογγος : ο πυÏσός που χÏησιμοποιοÏνταν στις φÏυκτωÏίες για την επικοινωνία Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î±Ï€Î¿Î¼Î±ÎºÏυσμÎνων Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ πεÏιοχών και την αναγγελία διάφοÏων συμβάντων, όπως Ï€.χ. την Ï€ÏοσÎγγιση ενός εχθÏοϷ πβ. Αισχ. Αγαμ. 289 κεξξ.
549. πόλεμον πολÏδακÏυν : ομηÏική φÏάση, πβ. Γ 164-165 θεοί Î½Ï Î¼Î¿Î¹ αἴτιοί εἰσιν / οἵ μοι á¼Ï†ÏŽÏμησαν πόλεμον παλÏδακÏυν Ἀχαιῶν, αλλά και πολÏδακÏυν ἌÏηα στο Γ 132 κ.α.· εδώ στον εξάμετÏο και σε Îνα ιδιαίτεÏα επικό συγκείμενο. ΟμηÏική επίσης και η χÏήση του Ïήματος ἔγειÏε, πβ. Ï€.χ. Î¥ 31 πόλεμον δ’ ἀλίαστον ἔγειÏε, Ε 496 ἔγειÏε δὲ φυλόπιν αἰνήν, Ρ 544 ἔγειÏε δὲ νεῖκος Ἀθήνη.
549. ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολÏδακÏυν á¼Î³ÎµÎ¯Ïει : Îντονη η παÏήχηση του α στην αÏχή του στίχου, αλλά και των χειλικών (Ï€, φ), των υγÏών (λ, Ï) και των λαÏυγγικών (γ[γ], κ).
550. τηλαυγής, ÎÏ‚ : «Ï€Î¿Ï… λάμπει από μακÏιά, ευδιάκÏιτος, πεÏίοπτος»· τηλαυγÎος : συνίζηση.
551. ταχυπτÎÏνοισι : ἅπαξ λεγόμενον.
552. σφ’ : Ï€ÏοσδιοÏίζει το ἵπποις (551), αλλά σημαίνει συνεκδοχικά τους ιππείς που θα αντιμετωπίσουν τους εχθÏοÏÏ‚.
552. ἀντιάω : επικ. Ïήμα· (α) τινός, «Î±Î½Î±Î¼ÎµÏ„Ïώμαι με κπ.»· (β) τινί, «ÏƒÏ…ναντώ κπ.»
553. Î¼ÎµÏƒÎ·Î³Ï : επικ. μεσσηγϷ Ï€Ïιν από φωνήεν ή χάÏιν μÎÏ„Ïου μεσσηγÏÏ‚· επίÏÏ. χÏον. («ÏƒÏ„ο μεταξϻ) ή τοπ. («Î±Î½Î¬Î¼ÎµÏƒÎ±»)· ως ουσ. τὸ μεσηγÏ, «Î¿ Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï‡ÏŽÏος».
553. οὠπολλὸν τὸ Î¼ÎµÏƒÎ·Î³Ï : ασÏνδετο σχήμα που υπογÏαμμίζει την ταÏαχή του ομιλητή.
553. διαπÏάσσω : «Ï€ÎµÏνάω, διαβαίνω»· δ. κÎλευθον, «Î¿Î»Î¿ÎºÎ»Î·Ïώνω το ταξίδι μου».
553. διαπÏήσσουσι κÎλευθον : η γÏαφή του κώδικα Par. 2883 (του 16ου αι.) Ï€Ïοτιμάται από τον West [19-38] Îναντι της γÏαφής διαπÏήξουσι των παλαιότεÏων κωδίκων. Όπως παÏατηÏεί ο ίδιος ο West ([1-18] 156), η φÏάση διαπÏήσσουσι κÎλευθον δεν μποÏεί παÏά να αναφÎÏεται στους εχθÏοÏÏ‚ οι οποίοι πλησιάζουν· χÏειαζόμαστε, λοιπόν, στο σημείο αυτό μια μετοχή, και η μετοχή ενεστώτα εκφÏάζει καλÏτεÏα την αμεσότητα του κινδÏνου. Η δοτική αποτελεί, βÎβαια, μια δυσκολία, καθώς το υποκείμενο της μετοχής βÏίσκεται σε αυτή την πεÏίπτωση σε γενική: Ï€Ïοτείνει, λοιπόν, ο West πως, εφόσον το Ïήμα ἀντιάω συντάσσεται και με γενική και με δοτική, Îχουμε μια αλλαγή στη σÏνταξη μετά τη μεσολάβηση της παÏενθετικής Ï€Ïότασης, η οποία αντικατοπτÏίζει ίσως και την ταÏαχή του ποιητή.
554. εἰ μὴ á¼Î¼á½´Î½ ... θεοί : επανάληψη του στ. 540· ο στίχος αθετείται από τον Hudson-Williams [1-18] και τον West [19-38]: είναι πιθανό πως ο Ï€Ïαγματικός πεντάμετÏος του διστίχου είχε εκπÎσει και ο μάλλον στεÏεότυπος αυτός στίχος Ï€ÏοστÎθηκε αÏγότεÏα για να συμπληÏώσει τον εξάμετÏο.
Ένα Ï€ÏοτÏεπτικό ποίημα, με Îντονα ομηÏική γλώσσα (Ï€.χ. πόλεμον πολÏδακÏυν á¼Î³ÎµÎ¯Ïει 549, σκοπιῆς 550, ἵπποις ἔμβαλλε 551, δῄων ἀνδÏῶν ἀντιάσειν 552, διαπÏήσσουσι κÎλευθον 553). Σε ποιον πόλεμο αναφÎÏεται ο ΘÎογνης; Ο Carrière ([1-18] 112 κεξ.) θεωÏεί πως Ï€ÏÎπει να Ï€Ïόκειται για κάποια από τις συχνÎÏ‚ επιθÎσεις της Αθήνας ή της ΚοÏίνθου στα ÎœÎγαÏα, ο van Groningen ([1-18] 219) όμως, θεωÏεί εξίσου πιθανό να Ï€Ïόκειται για κάποιον πόλεμο εσωτεÏικό, Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î±Î½Ï„Î¯Ï€Î±Î»Ï‰Î½ πολιτικών ομάδων. Στην Ï€Ïώτη πεÏίπτωση θα Ï€ÏÎπει να θεωÏήσουμε πως η ομηÏική γλώσσα ανταποκÏίνεται πλήÏως στο θÎμα· στη δεÏτεÏη πεÏίπτωση, θα μποÏοÏσαμε ίσως να δοÏμε την επιλογή αυτή ως μια υπεÏβολή με σκοπό την Îμφαση και την αναγωγή του εσωτεÏικοÏ, Ï€Î¿Î»Î¹Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï Ï€Î¿Î»Îμου στο επίπεδο ενός πολÎμου ηÏωικοÏ. Αξιοσημείωτος είναι και ο Ïόλος του ΚÏÏνου στο ποίημα, τον οποίο καλεί ο ποιητής να ετοιμάσει τα άλογα: να υποθÎσουμε ότι ο ΚÏÏνος συμμετÎχει στο ιππικό της πόλης, και μάλιστα ως επικεφαλής; Δυστυχώς, το ποίημα δεν μας βοηθάει πεÏισσότεÏο. |
|