511-554, Θέογνις
Κείμενο Σχόλια

511-5221
ἦλθες δὴ Κλεάριστε βαθὺν διὰ πόντον ἀνύσσας
   ἐνθάδ’ ἐπ’ οὐδὲν ἔχοντ’ ὦ τάλαν οὐδὲν ἔχων∙  
νηός τοι πλευρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ θήσομεν ἡμεῖς
   Κλεάρισθ’ οἷ’ ἔχομεν χοἷα διδοῦσι θεοί. 
τῶν δ’ ὄντων τἄριστα παρέξομεν∙ ἢν δέ τις ἔλθῃ
   σεῦ φίλος ὤν, κατάκεισ’ ὡς φιλότητος ἔχεις.
οὔτέ τι τῶν ὄντων ἀποθήσομαι, οὔτέ τι μείζω
   σῆς ἕνεκα ξενίης ἄλλοθεν οἰσόμεθα.
ἢν δέ τις εἰρωτᾷ τὸν ἐμὸν βίον, ὧδέ οἱ εἰπεῖν
   «á½¡Ï‚ εὖ μὲν χαλεπῶς, ὡς χαλεπῶς δὲ μάλ’ εὖ, 
ὥσθ’ ἕνα μὲν ξεῖνον πατρώιον οὐκ ἀπολείπειν,
   ξείνια δὲ πλεόνεσσ’ οὐ δυνατὸς παρέχειν».

523-5242
οὐ σὲ μάτην ὦ Πλοῦτε βροτοὶ τιμῶσι μάλιστα∙
   ἦ γὰρ ῥηϊδίως τὴν κακότητα φέρεις.

525-5263
καὶ γάρ τοι πλοῦτον μὲν ἔχειν ἀγαθοῖσιν ἔοικεν,
   ἡ πενίη δὲ κακῷ σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν.

527-5284
ὤ μοι ἐγὼν ἥβης καὶ γήραος οὐλομένοιο,
   τοῦ μὲν ἐπερχομένου, τῆς δ’ ἀπονισομένης.

529-5305
οὐδέ τινα προύδωκα φίλον καὶ πιστὸν ἑταῖρον,
   οὐδ’ ἐν ἐμῇ ψυχῇ δούλιον οὐδὲν ἔνι.

531-5346
αἰεί μοι φίλον ἦτορ ἰαίνεται, ὁππότ’ ἀκούσω
   αὐλῶν φθεγγομένων ἱμερόεσσαν ὄπα∙
χαίρω δ’ εὖ πίνων καὶ ὑπ’ αὐλητῆρος ἀείδων,
   χαίρω δ’ εὔφθογγον χερσὶ λύρην ὀχέων.

535-5387
οὔποτε δουλείη κεφαλὴ ἰθεῖα πέφυκεν,
   ἀλλ’ αἰεὶ σκολιή, καὐχένα λοξὸν ἔχει.
οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ’ ὑάκινθος,
   οὔτέ ποτ’ ἐκ δούλης τέκνον ἐλευθέριον.

539-5408
οὗτος ἀνὴρ φίλε Κύρνε πέδας χαλκεύεται αὑτῷ,
   εἰ μὴ ἐμὴν γνώμην ἐξαπατῶσι θεοί.

541-5429
δειμαίνω μὴ τήνδε πόλιν Πολυπαΐδη ὕβρις
   á¼¥ περ Κενταύρους ὠμοφάγους ὀλέσῃ.

543-54610
χρή με παρὰ στάθμην καὶ γνώμονα τήνδε δικάσαι
   Κύρνε δίκην, ἶσόν Ï„’ ἀμφοτέροισι δόμεν,
μάντεσί Ï„’ οἰωνοῖς τε καὶ αἰθομένοις ἱεροῖσιν,
   ὄφρα μὴ ἀμπλακίης αἰσχρὸν ὄνειδος ἔχω.

547-54811
μηδένα πω κακότητι βιάζεο· Ï„á¿· δὲ δικαίῳ 
   τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον.

549-55412
ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει
   Κύρν’, ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκοπιῆς.
ἀλλ’ ἵπποις ἔμβαλλε ταχυπτέρνοισι χαλινούς∙
   δηίων γάρ σφ’ ἀνδρῶν ἀντιάσειν δοκέω –
οὐ πολλὸν τὸ μεσηγὺ - διαπρήσσουσι κέλευθον
   [εἰ μὴ ἐμὴν γνώμην ἐξαπατῶσι θεοί.]

511-522
511. ἦλθες, Κλεάριστε : πβ. Οδ. Ï€ 23 ἦλθες, Τηλέμαχε· ο Κλεάριστος είναι πρόσωπο άγνωστο, το όνομα του οποίου δηλώνει αριστοκρατική καταγωγή.
511. διὰ ... ἀνύσσας : τμήση·  διανύω : «Ï†Î­ÏÏ‰ εις πέρας, ολοκληρώνω»· για το διπλό –σσ– του αορίστου, βλ. 127.
512. τάλαν : μόνο εδώ στον Θέογνη. Ο ίδιος τύπος είναι ο μόνος τύπος που απαντά και στον Όμηρο, δύο φορές, στο σ 327 ξεῖνε τάλαν και στο Ï„ 68 ἀλλ’ ἔξελθε τάλαν· και τις δύο φορές το επίθετο προσδιορίζει τον Οδυσσέα ο οποίος βρίσκεται στη θέση στην οποία είναι ο Κλεάριστος του Θέογνη.
513. πλευρῇσιν : δοτική του τόπου.
513. ζυγός / ζυγόν, πληθ. ζυγά : «Î¿Î¹ πάγκοι που ενώνουν τις απέναντι πλευρές ενός πλοίου».
513. ὑπὸ ζυγά : εξειδικεύει το πλευρῇσιν· κάτω από τους πάγκους των κωπηλατών, και στις δύο πλευρές του κύτους, υπήραν χώροι σίγουροι και ασφαλείς που προσφέρονταν για τη φύλαξη θησαυρών και προμηθειών. Πβ. και Οδ. ν 20-22 Ï„á½° μὲν [τα ξείνια που έχουν δοθεί στον Οδυσσέα] εὖ κατέθηχ’ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο, / αὐτὸς ἰὼν διὰ νηός, ὑπὸ ζυγά, μή τιν’ ἑταίρων / βλάπτοι ἐλαυνόντων.
514. Κλεάρισθ’ : συνίζηση.
514. διδοῦσι : συνηρημένος τύπος, βλ. 282.
514. οἷ’ ἔχομεν χοἷα διδοῦσι θεοί : αναφορά στα ξείνια, τα δώρα που προσφέρονταν στον φιλοξενούμενο την ώρα της αναχώρησής του. Όπως παρατηρεί ο van Groningen ([1-18] 204), η αναφορά στα δώρα των θεών στο σημείο αυτό δεν λειτουργεί προσθετικά όσον αφορά την περιουσία του ομιλητή, εφόσον αυτά τα οποία έχει και αυτά τα οποία δίνουν οι θεοί ταυτίζονται στην ουσία, αλλά δικαιολογεί απλώς την έλλειψη περισσότερων αγαθών: δεν ευθύνεται ο ομιλητής για αυτή την κατάσταση, αλλά οι ίδιοι οι θεοί.
516. κατάκεισ’ : το νόημα δεν είναι απόλυτα σαφές, κι έχει προκαλέσει μια σειρά διορθώσεις: ο Allen ([127] 189), παραδείγματος χάριν, διαβάζει κατακείσθω, ενώ o Hudson-Williams [1-18] και ο Edmonds [8], υιοθετούν τη διόρθωση του Sitzler κατάειφ(ε). Ο van Groningen ([1-18] 205 κεξ.), ο οποίος διατηρεί τη γραφή κατάκεισ(ο), εξηγεί: στο συμπόσιο, ένα σταθερό εθιμοτυπικό φαίνεται πως όριζε τις θέσεις των καλεσμένων· ο ομιλητής επισημαίνει πως, αν εμφανιστεί κάποιος φίλος του Κλεάριστου, ο ίδιος ο Κλεάριστος θα πρέπει να αποφασίσει πού θα καθίσει σε σχέση με τον νέο καλεσμένο – και επομένως, πού θα καθίσει ο νέος καλεσμένος· η θέση, βέβαια, εξαρτάται από τη σχέση μεταξύ του Κλεάριστου και του φίλου του, αν δηλαδή πρόκειται για φίλο στενό, στον οποίο ο Κλεάριστος θα δώσει θέση τιμητική, ή όχι.
516. φιλότητος : γενική της αναφοράς.
517. ἀποτίθεμαι : «Ï†Ï…λάω για τον εαυτό μου, αποθηκεύω»· πβ. ἀποθήκη, το δωμάτιο όπου φύλαγαν τις προμήθειες του σπιτιού.
517. μείζω : η γραφή του κώδικα Α, όπου το μείζω λαμβάνεται επιρρηματικά: μείζω τῶν ἐμοὶ ὄντων· οι κώδικες ΟΧΙ παραδίδουν μεῖζον, προφανώς λόγω της γειτνίασης με το τι.
519. βίον : ο van Groningen ([1-18] 206) θεωρεί πως δεν πρέπει να δούμε ένα συνώνυμο των χρημάτων, αλλά μια αναφορά στη γενικότερη κατάσταση του ομιλητή· «Î· ερωήτηση είναι πιο ευγενική».
520. χαλεπῶς – μάλ’ εὖ : ενν. ζῶ. Οξύμωρο σχήμα: «Î¿Î¹ αντιθετικοί προσδιορισμοί καθίστανται ουδέτεροι και σχετικοί» (van Groningen). Ο Hudson-Williams παραφράζει: «Î¬Î¸Î»Î¹Î±, αν με συγκρίνεις με τους πλούσιους, αρκετά καλά, αν με συγκρίνεις με τους φτωχούς» (“wretchedly, if you compare me with the rich, quite well if you compare me with the poor”· “for a life of luxury, it is very bad, for a life of hardship quite tolerable”). Πβ. Κικ. ad Att. 4.1.8 ita sunt res nostrae; ut in secundis, fluxae; ut in advorsis, bonae.
521. ἀπολείπω : «ÎµÎ³ÎºÎ±Ï„αλείπω»

Άλλο ένα ποίημα που έχει προκαλέσει πολλή συζήτηση και πολλές διορθώσεις. Οι περισσότεροι εκδότες, ανικανοποίητοι με τη μορφή στην οποία παραδίδεται το ποίημα, πειραματίζονται με τη σειρά των στίχων. Ο Hudson-Williams [1-18], o Edmonds [8] και ο Carrière [1-18] υιοθετούν την πρόταση του van Herwerden [83-84] και μεταθέτουν τους στ. 517-518 ανάμεσα στον στ. 514 και τον στ. 515. Ο West [19-38] μεταθέτει τους στ. 513-514 ανάμεσα στον στ. 518 και τον στ. 519: όπως εξηγεί ο ίδιος ([1-18] 156), εφόσον ο Κλεάριστος μόλις έφτασε, θα ήταν μάλλον αγενές εκ μέρους του ομιλητή και ενάντια στους κανόνες της φιλοξενίας να κάνει λόγο για τα δώρα της αναχώρησης. Ο Gärtner ([71] 22-24) διακρίνει δύο ποιήματα, 511-514 και 515-522: στο δεύτερο αλλάζει τη σειρά των στίχων και τοποθετεί τους στ. 517-518 πριν από τον στ. 515. Πιο συντηρητικός και πάντα πιο μετρημένος, ο van Groningen [1-18] διατηρεί το κείμενο στη μορφή που παραδίδεται: «ÏŒÎ»Î± είναι εν τάξει» (“tout est en ordre”). Ανυπόστατες και αδικαιολόγητες θεωρεί τις αλλαγές στη σειρά των στίχων και ο F. Ferrari (Teognide. Elegie, Milano 1989, 154 κεξ., όπως παραπέμπει ο Condello [127] 30, σημ. 15). Συμφωνώντας με τον van Groningen πως «ÏŒÎ»Î± είναι εν τάξει», διατηρούμε εδώ τη μορφή της χειρόγραφης παράδοσης.

Το ποίημα απευθύνεται στον άγνωστο σε μας Κλεάριστο: δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν πρόκειται για πρόσωπο πραγματικό ή όχι, σίγουρα όμως πρόκειται για κάποιον αριστοκράτη, όπως μαρτυρεί και το όνομά του. Ο Κλεάριστος έχει μόλις φθάσει για να φιλοξενηθεί από τον φίλο του: οὐδὲν ἔχων ἐπ’ οὐδὲν ἔχοντι. Εικάζουμε, λοιπόν, τη σχέση μεταξύ δύο αριστοκρατών που έχουν υποστεί τις συνέπειες κάποιων κοινωνικο-οικονομικών ανακατατάξεων. Παρ’ όλη την οικονομική δυσχέρεια την οποία υπαινίσσεται ο ομιλητής, οι αρχές της φιλοξενίας πρέπει να τηρηθούν: ως οικοδεσπότης, θα προσφέρει ÏŒ,τι καλύτερο μπορεί, και θα προσφέρει και αποχαιρετιστήρια δώρα κατά το ειωθός. Κι αν εμφανιστεί κάποιος φίλος του Κλεάριστου, κι αυτόν θα τον υποδεχτεί. Μα αν κάποιος ρωτήσει τον Κλεάριστο πώς τα βγάζει πέρα ο οικοδεσπότης του, καλύτερα να του απαντήσει εκείνος πως, πέρα από τον Κλεάριστο, κανέναν άλλο δεν μπορεί να φιλοξενήσει – κι έτσι να προλάβει ο ομιλητής τις απρόσμενες επισκέψεις. Ο Bergk υποθέτει ότι ο ποιητής συνέθεσε την ελεγεία όταν ήταν εξόριστος στην Εύβοια, όπου, φτωχός πλέον λόγω των συνθηκών, δέχτηκε την επίσκεψη του Κλεάριστου (βλ. Κορρές [67] 138), η αλήθεια, όμως, είναι πως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν το ποίημα αποδίδει κάποια πραγματική σχέση ή κάποιο πραγματικό επεισόδιο· είναι εξίσου πιθανό πως τόσο ο ομιλητής, όσο και ο Κλεάριστος αποτελούν δύο απλές περσόνες που δίνουν παραδειγματικά τις σχέσεις μεταξύ των αριστοκρατών, και ότι ο λανθάνων συσχετισμός με την Οδύσσεια (βλ. Ï€.χ. τη χρήση του επιθέτου τάλαν) υπογραμμίζει τη σχέση της παλαιάς αριστοκρατίας με τον επικό ηρωικό κώδικα: όποια και αν είναι η κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει, οι γνήσιοι αριστοκράτες υποστηρίζουν ακόμη τις ίδιες εκείνες αρχές της φιλότητος και της ξενίας.

523-524
Αποστροφή στον Πλούτο (πβ. 1117-1118, αλλά και 351-354, 649-652 όπου παρόμοια αποστροφή στην Πενίη). Ο ποιητής αναγνωρίζει πως ο πλούτος δεν έρχεται ως επιβράβευση της ηθικής: οι κακοί, οι φαύλοι και αχρείοι ηθικά μπορούν κάλλιστα να είναι πλούσιοι. Γι’ αυτό και τον τιμούν τόσο πολύ οι άνθρωποι τον Πλούτο. Στον Αριστοφάνη, ο Πλούτος είναι τυφλός και δεν μπορεί να διακρίνει τον δίκαιο από τον άδικο: έργο του Χρεμύλου είναι να βοηθήσει τον θεό να ξαναβρεί το φως του. Για την ταύτιση της ηθικής κακότητος με την κοινωνική κατωτερότητα, βλ. τους επόμενους στίχους.

525-526
Εδώ γίνεται πλέον σαφής η σημασία που αποδίδει ο ποιητής στην κακότητα: πρόκειται για την ηθική φαυλότητα ή αχρειότητα ως αναπόσπαστο χαρακτηριστικό των κατώτερων τάξεων· απέναντι στον κακόν υπάρχει πάντοτε ο ἀγαθός, ο εκπρόσωπος της αριστοκρατικής τάξης. Η επιλογή του ρήματος ἔοικεν, όπως και του επιθέτου σύμφορος, δεν είναι βέβαια τυχαία: παραπέμπει σε μια φυσική τάξη και ομορφιά που θα μπορούσε να έχει την ισχύ ενός νόμου.

Οι στίχοι συχνά εκδίδονται μαζί με το προηγούμενο δίστιχο ως ένα ποίημα (Ï€.χ. Harrison [3], Young [5-10], West [19-38]). Το ύφος, όμως, των δύο διστίχων είναι αρκετά διαφορετικό: όπως παρατηρεί και ο van Groningen ([1-18] 209) στους στ. 523-524 έχουμε μια αυθόρμητη αποστροφή στον προσωποποιημένο Πλούτο, στους στ. 525-526 έχουμε την έκθεση της ψυχρής επιχειρηματολογίας ενός ηθικολόγου που οδηγεί σε μια απρόσμενη προσγείωση· πολύ πιθανό, λοιπόν, οι στ. 525-526 να προστέθηκαν κάποια στιγμή ως σχόλιο στους στ. 523-524 και να ενσωματώθηκαν σταδιακά στη συλλογή (βλ. και 509-510).

527-528
527. ἥβης καὶ γήραος : ο Κορρές ([67] 139) θεωρεί ότι πρόκειται για γενικές της αιτίας· ο van Groningen ([1-18] 210) κάνει λόγο για γενικές απόλυτες (ἐπερχομένου - ἀπονισσομένης). Σε κάθε περίπτωση δηλώνεται η αιτία που προκαλεί το ψυχικό πάθος της επιφωνηματικής έκφρασης ὤ μοι ἐγών.
528. ἐπερχομένου : πβ. 728 και 1112· η πρόθεση ἐπί δηλώνει την επιθετική διάθεση, πβ. Ιλ.  Θ 536 ἐμὸν ἔγχος ... ἐπερχόμενον, Κ 485 μήλοισιν έπελθών.
528. ἀπονίσομαι : «Î±Ï€Î¿Î¼Î±ÎºÏÏÎ½Î¿Î¼Î±Î¹, φεύγω».

Ένα παράπονο, όλο αυθορμητισμό και φυσικότητα σε μια πρόταση επιφωνηματική, με την τριημιμερή τομή στο ἐγών να δίνει έμφαση στην απελπισία του ομιλητή· οι δύο απόλυτες μετοχικές προτάσεις στις οποίες χωρίζεται ο πρώτος στίχος καλύπτουν με απόλυτα ισόρροπο τρόπο τα δύο ημιεπή του πενταμέτρου. Το παράπονο για τη νιότη που φεύγει και η κατάρα στα γηρατειά που πλησιάζουν αποτελεί σύνηθες θέμα: βλ. και στ. 728, 1069-1070, 1131-1132 και Μίμν. 1.5-6 W ἐπεὶ δ’ ὀδυνηρὸν ἐπέλθῃ / γῆρας, á½… Ï„’ αἰσχρὸν ὁμῶς καὶ κακὸν ἄνδρα τιθεῖ· 2.7-10 W μίνυνθα δὲ γίνεται ἥβης / καρπός, ὅσον Ï„’ ἐπὶ γῆν κιδνᾶται ἠέλιος. / αὐτὰρ ἐπὴν δὴ τοῦτο τέλος παραμείψεται ὥρης, / αὐτίκα δὴ τεθνάναι βέλτιον á¼¢ βίοτος.

529-530
Ο ποιητής εμφανίζεται ακόμη μία φορά ως φίλος πιστός, άνθρωπος με τόση ηθική ανωτερότητα ώστε να μπορεί να εκφέρει έναν λόγο κανονιστικό και έγκυρο: είναι η φωνή της αυθεντίας, που έχει αποδείξει με τις πράξεις του το βάρος και τη σημασία των λόγων του. Εδώ εστιάζει στην ιδέα της φιλότητος και της πίστεως ως ιδέα που υπογραμμίζει την ανάγκη για αμοιβαιότητα. Παράλληλα, με το χαρακτηριστικό αριστοκρατικό ύφος της συλλογής, παρουσιάζει την προδοσία ως ένδειξη δουλοσύνης και διακρίνει κατ’ αυτόν τον τρόπο την αριστοκρατία από όλους τους υπόλοιπους, κοινούς θνητούς, διάκριση που δεν είναι επιφανειακή και απλώς κοινωνικο-οικονομική, μα επεκτείνεται και στην ηθική και τη συμπεριφορά, αφορά την ψυχήν.

531-534
531. μοι : δοτική προσωπική ηθική· σύμφωνα με τον van Groningen ([1-18] 211), η παρουσία του μοι αποδεικνύει ότι στη στερεότυπη έκφραση φίλον ἦτορ το επίθετο φίλον έχει χάσει τη σημασία του.
532. ἱμερόεις, εσσα, εν : «ÏŒÎ¼Î¿ÏÏ†Î¿Ï‚, γοητευτικός, που προκαλεί πόθο».
532. ὄψ : ποιητ. ουσιαστ., χρησιμοποιείται κυρίως στις πλ. πτ. του ενικ.: ὀπός, ὀπί, ὄπα, «Ï†Ï‰Î½Î®».
533. ἀείδων : πρόκειται για διόρθωση του Pierson, την οποία δέχονται οι περισσότεροι εκδότες και μελετητές. Οι κώδικες παραδίδουν τη γραφή ἀκούων, πιθανότατα λόγω του ἀκούσω στον στ. 531. Η φράση ὑπ’ αὐλητῆρος ἀείδειν εμφανίζεται και στον στ. 825, στον Αρχίλ. 58.12 W ἄιδων ὑπ’ αὐλητῆρος· πβ. και 1065 μετ’ αὐλητῆρος ἀείδειν. Τη γραφή των κωδίκων υιοθετεί ο Allen ([127] 189), o οποίος θεωρεί πως πρόκειται για το ρήμα ὑπακούων σε τμήση, και σχολιάζει για την πρόταση του Pierson: «ÎºÎ±Î½ÎµÎ¯Ï‚ δεν τραγουδάει με το στόμα του γεμάτο»· και ο Campbell [9], ο οποίος χρησιμοποιεί μάλιστα τον στίχο για να υποστηρίξει τη βασική θέση του πως ο αυλός δεν αποτελεί το όργανο συνοδείας της ελεγειακής ποίησης, παρά μόνον εάν πρόκειται για επίσημους ποιητικούς αγώνες (η θέση αυτή αναπτύσσεται στο “Flutes and Elegiac Couplets”, JHS 84 (1964) 63-68).
534. λύρην : πρόκειται μάλλον για τη βάρβιτο παρά για την κοινή λύρα. Η βάρβιτος έχει μακρύτερους βραχίονες οι οποίοι έχουν επιπλέον διαφορετικό σχήμα από τους βραχίονες της λύρας. Εφόσον οι βραχίονες ήταν μακρύτεροι, μακρύτερες ήταν και οι χορδές, γεγονός που υποδηλώνει πως ο ήχος της βαρβίτου ήταν βαθύτερος και απαλότερος (πβ. Πινδ. απ. 125 Sn-Îœ βαρβι[Ï„á½·]ξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ / τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος εὗρεν / πρῶτος, ἐν δείπνοισι Λυδῶν / ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος). Διαφορά υπήρχε και ως προς τη χρήση της βαρβίτου: ενώ η λύρα χρησιμοποιούνταν σε εκδηλώσεις σχετικές με τον Απόλλωνα, η βάρβιτος απεικονίζεται σχεδόν πάντοτε στα συμφραζόμενα ενός συμποσίου ή ενός κώμου ή σχετίζεται με τον Διόνυσο και τη συνοδεία του. Βλ. Neubecker [241] 79-80· West [281] 57-59.
534. ὀχέω : θαμιστικό του ἔχω, όπως το φορέω του φέρω: «ÎºÎ¿Ï…βαλώ, φέρω».
533-534. χαίρω – χαίρω : επαναφορά, σχήμα πολύ σπάνιο στον Θέογνη: 623 κεξ., 627 κεξ., 845 κεξ.

Οι στίχοι εκφράζουν τη βαθύτατη χαρά που αισθάνεται ο ποιητής στο άκουσμα των αυλών και της λύρας κατά τη διάρκεια του συμποσίου (βλ. εὖ πίνων 533): βάλσαμο στην καρδιά του είναι η μουσική, και τη χαρά του την υπογραμμίζει με την εμφαντική επαναφορά του ρήματος χαίρω στους δύο τελευταίους στίχους.

 

535-538
535. οὔποτε ... ἰθεῖα : το χαμηλωμένο κεφάλι είναι ένδειξη υποταγής και αναξιοπρέπειας σε όλους τους πολιτισμούς κι έτσι εξηγείται η επιλογή του επιθέτου ως προσδιορισμού της δουλείης κεφαλῆς και συμπεριφοράς. Αξίζει, εντούτοις, να προσθέσουμε και τις συνυποδηλώσεις που φέρει η αντίθεση ἰθύς – σκολιός όσον αφορά την ηθική ορθότητα: ἰθεῖα είναι η δικαιοσύνη όταν ασκείται σωστά· διαφορετικά, οι ποιητές μιλούν για σκολιὰς δίκας (βλ. και σχόλιο στον στ. 330). Φαίνεται, λοιπόν, πως εδώ η γλώσσα του Θέογνη είναι κυριολεκτική και την ίδια στιγμή υπαινικτική, κινείται σε δύο επίπεδα, σε ένα πρώτο της φυσικής στάσης και της εικόνας, και σε ένα δεύτερο της ηθικής και της προδιάθεσης: η πρώτη αποτελεί αντανάκλαση της δεύτερης. Ενδιαφέρον από αυτή την άποψη έχει και η ερμηνεία που δίνει ο van Groningen ([1-18] 213) στο αὐχένα λοξὸν ἔχει: «Î¼Îµ τη σημασία της αμέλειας, της έλλειψης προσοχής στον Τυρτ. 11.2 W οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχει».
537. σκίλλα : «Î· κουτσούπα, το σκιλλοκρόμμυδο» (urginea maritima), φυτό της οικογένειας των λειλιιδών (liliaceae), χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα σε καθαρτήριες τελετές.
538. δούλης : η ταυτότητα του πατέρα μπορεί να αμφισβητηθεί, γι’ αυτό και προτιμάται εδώ το θηλυκό γένος: η φύση της μητέρας καθορίζει εν τέλει τη φύση των παιδιών· πβ., Ï€.χ., Ευρ. απ. 298.2 κεξ. Ν²  οὐδ’ ἂν ἐκ μητρὸς κακῆς / ἐσθλοὶ γένοιντο παῖδες. Πβ. και 183 κεξξ., όπου ο Θέογνης αντιτίθεται με ένταση στον γάμο μεταξύ άντρα ἀγαθοῦ και γυναίκας κακῆς.

Είναι γνωστό πως η διάκριση δούλων και ελευθέρων ήταν κάθετη για τους περισσότερους αρχαίους Έλληνες, και μάλιστα ορισμένη από την ίδια τη φύση: πβ. Ï€.χ. Αριστ. Πολιτ. 1254b39-1255a2 ὅτι μὲν τοίνυν εἰσὶ φύσει τινὲς οἱ μὲν ἐλεύθεροι οἱ δὲ δοῦλοι, φανερόν, οἷς καὶ συμφέρει τὸ δουλεύειν καὶ δίκαιόν ἐστιν (αντίθετα, όμως, Αντιφ. απ. 44 Î’ 1.35-2.15 DK τοὺς ἐκ καλῶν πατέρων ἐπαιδούμεθά τε καὶ σεβόμεθα, τοὺς δὲ ἐκ μὴ καλοῦ οἴκου ὄντας οὔτε ἐπαιδούμεθα οὔτε σεβόμεθα. ἐν τούτῳ δὲ πρὸς ἀλλήλους βεβαρβαρώμεθα, ἐπεὶ φύσει πάντα πάντες ὁμοίως πεφύκaμεν καὶ βάρβαροι καὶ ῞Ελληνες εἶναι).  Την ιδέα αυτή εκφράζει και ο Θέογνης, χρησιμοποιώντας την εικόνα του σκιλλοκρόμμυδου, του τριαντάφυλλου και του υάκινθου: η φύση προσφέρει ένα παράλληλο παράδειγμα που αποτελεί την ίδια στιγμή απόδειξη της θέσης του ποιητή. Αξίζει να αναρωτηθούμε εάν ο ποιητής έχει μόνον τους δούλους κατά νου, ή εάν ίσως συγκαταλέγει στην ίδια ομάδα και τις κατώτερες τάξεις των μη ἀγαθῶν. Στον στ. 530, παραδείγματος χάριν, μιλά για την προδοσία μεταξύ φίλων ως ένδειξη δουλικής ψυχής, ενώ στους στ. 53-68 εκφράζει την ανησυχία του για τη νόθευση της ανώτερης τάξης: χρησιμοποιεί άραγε τους δούλους ως υπερβολή και ως υπαινιγμό στην ανελεύθερη συμπεριφορά των μη ἀγαθῶν; Η ανάγκη την οποία φαίνεται να αισθάνεται να εκφράσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έμφαση την αφύσικη αξίωση των δούλων σε μια ελεύθερη συμπεριφορά δεν θα μπορούσε ίσως να δικαιολογηθεί παρά μόνον εάν η αξίωση αυτή αντιπροσωπεύει για τον ίδιο μια απειλή. Σε κάθε περίπτωση, είτε ο ποιητής μιλάει μόνο για τους δούλους είτε εννοεί και όποιον άλλο παρουσιάζει δουλική συμπεριφορά, η ανάγκη αυτοεπιβεβαίωσης παραμένει μεγάλη και θυμίζει δίχως άλλο τον D. H. Lawrence (“Things”): “To be ‘free’, to be ‘living a full and beautiful life’, you must, alas, be attached to something ... like the waving, yearning tendrils of the vines that spread and rotate, seeking something to clutch, something up which to climb towards the necessary sun. ... And human beings are all vines. But especially the idealist. He is a vine, and he needs to clutch and climb. And he despises the man who is a mere potato, or turnip, or lump of wood”. O πολιτικά καθορισμένος ιδεαλισμός του ποιητή τον ωθεί αναπόφευκτα στην περιφρόνηση.

539-540
539. χαλκεύω και χαλκεύομαι (μ.) : «ÎºÎ±Ï„ασκευάζω από χαλκό ή ορείχαλκο, και γενικά από μέταλλο· σφυρηλατώ».
540. = 554· στερεότυπος στίχος πολύ χρήσιμος ως κατακλείδα.

Το δίστιχο δεν συνδέεται ούτε με τους προηγούμενους ούτε με τους επόμενους στίχους. Η δεικτική αντωνυμία οὗτος, μάλιστα, φαίνεται να εντάσσει τους στίχους σε κάποιο συγκεκριμένο δραματικό πλαίσιο, το οποίο παραμένει εντούτοις ασαφές: πρόκειται για ποίημα κοινωνικό, πολιτικό ή ερωτικό; Όπως και αν έχει, η δεικτική αντωνυμία αίρει το ερώτημα της πιθανής απομόνωσης των στίχων από κάποια μεγαλύτερη σύνθεση. Το γεγονός πως οι στίχοι, όντας αυτόνομοι και ανεξάρτητοι από το άμεσο περιβάλλον τους, δεν προσφέρουν κάποια συγκεκριμένη εικόνα, και ως εκ τούτου δεν προσφέρουν και κάποιο αντίστοιχο νόημα ή ιδέα, αποδεικνύουν, κατά τον van Groningen ([1-18] 214), πως οι στίχοι ενσωματώθηκαν στη συλλογή λόγω της ποιητικής τους αξίας· δεδομένου, μάλιστα, του στερεότυπου χαρακτήρα του πενταμέτρου, η ποιητική αξία του διστίχου πρέπει να αναζητηθεί στον εξάμετρο και συγκεκριμένα στη μεταφορά του ανθρώπου που χαλκεύεται πέδας αὑτῶι.

541-542
541. δειμαίνω : μόνο ενεστ. και πρτ.:  «Ï†Î¿Î²Î¬Î¼Î±Î¹».
541. τήνδε πόλιν :  η αναφορά στον γιο του Πολύπαου (είτε είναι ο Κύρνος είτε όχι) μας κάνει να σκεφτούμε τα Μέγαρα.
542. Κενταύρους ὠμοφάγους : πιθανώς αναφορά στις μάχες των Κενταύρων εναντίον των Λαπιθών και εναντίον του Ηρακλή στη Φολόη. Ο Πειρίθοος, ο βασιλιάς των Λαπιθών, προσκάλεσε στον γάμο του τους Κενταύρους· η γαμήλια γιορτή διαλύθηκε με βίαιο τρόπο όταν οι Κένταυροι δοκίμασαν το κρασί, το πιο σημαντικό προϊόν του ανθρώπινου πολιτισμού και, μεθυσμένοι καθώς ήταν, επιτέθηκαν στη νύφη· από τότε, λέει ο Αντίνοος στην Οδύσσεια (φ 303), υπάρχει διαμάχη μεταξύ Κενταύρων και ανθρώπων. Ο Φόλος φιλοξένησε τον Ηρακλή στην Αρκαδία· αν και έτρωγε το κρέας του ωμό (Απολλόδ. 2.5.4 οὗτος [Ï„.έ. ο Φόλος] ῾Ηρακλεῖ μὲν ὀπτὰ παρεῖχε Ï„á½° κρέα, αὐτὸς δὲ ὠμοῖς ἐχρῆτο), έδειξε εντούτοις εγκράτεια και δεν ήπιε κρασί· όταν, όμως, μύρισαν το κρασί οι υπόλοιποι Κένταυροι, τους έπιασε μανία και ο Ηρακλής αναγκάστηκε να τους σκοτώσει. Οι Κένταυροι, λοιπόν, οι οποίοι ανήκουν στα ορεινά της Αρκαδίας και στη Βόρειο Ελλάδα, τοποθετούνται στις εσχατιές του ανθρώπινου πολιτισμού, στα όρια της αγριότητας. Το επίθετο ὠμοφάγος, το οποίο εκφράζει «Î­Î½Î± πολύ χαμηλό πολιτισμικό επίπεδο» (van Groningen [1-18] 214) δεν χρησιμοποιείται αλλού για τους Κενταύρους: ο Όμηρος χρησιμοποιεί το επίθετο για τα λιοντάρια, Ï€.χ. Ε 782 λείουσιν ἐοικότες ὠμοφάγοισιν, ενώ ο Αισχύλος αποκαλεί ὠμόσιτον τη Σφίγγα (Επτά 541).

Ο φόβος του ποιητή πως η ὕβρις θα καταστρέψει την πόλη μας επαναφέρει στα πρώτα ποιήματα της συλλογής, και συγκεκριμένα στους στ. 39-52, αλλά και 53-68. Η αναφορά στους ὠμοφάγους Κενταύρους, που βρίσκονται, όπως είπαμε, μεταξύ πολιτισμού και πρωτογονισμού θυμίζει τους νέους ἀστούς της πόλης, που έως πρόσφατα φορούσαν προβειές και δεν ήξεραν τι είναι νόμος και τι είναι δίκαιο. Δυστυχώς, όμως, το δίστιχο δεν δίνει περισσότερα στοιχεία, δεν γνωρίζουμε καν ποια είναι η ὕβρις στην οποία αναφέρεται ο ποιητής και ως εκ τούτου δεν μπορούμε τελικά να ορίσουμε με βεβαιότητα τη σχέση του με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα.

543-546
543. στάθμη : «Ï„ο αλφάδι», ένα λεπτό σχοινί αλειμμένο με κόκκινη ώχρα η οποία σημείωνε ευθείες γραμμές· αρχικά η στάθμη ήταν η γραμμή που σημειωνόταν με κιμωλία ή κόκκινη ώχρα, πβ. Πλατ. Φίληβ. 56c, Ξεν. Αγησ. 10·  παρὰ στάθμην : με το αλφάδι, ίσια.
543. γνώμων : το «Ï„ετράγωνο» με το οποίο όριζαν τις ορθές γωνίες.
545. αἴθω : μόνο ενεστ. και πρτ.: «Î±Î½Î¬Î²Ï‰, καίω»· παθ. «ÎºÎ±Î¯Î³Î¿Î¼Î±Î¹».
545. μάντεσί Ï„’ οἰωνοῖς τε καὶ αἰθομένοις ἱεροῖσιν : η λειτουργία των δοτικών θεωρείται ασαφής· αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες από τις απόψεις που έχουν διατυπωθεί: και οι μελετητές έχουν κάνει διάφορες προτάσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε Ο Bergk [93-100] θεωρεί ότι μεταξύ των στίχων 544 και 545 υπάρχει  χάσμα· τη λύση αυτή υιοθετούν ο Hudson-Williams [1-18] και ο Edmonds [8]. Ο C. M. Bowra (“Two Poems of Theognis”, Philologus 103 (1959) 157 κεξξ.) αλλάζει τη στίξη: τοποθετεί το κόμμα όχι μετά το δόμεν, αλλά μετά το μάντεσι: ἶσόν Ï„’ ἀμφοτέροισι δόμεν / μάντεσιν, οἰωνοῖς τε καὶ αἰθομένοις ἱεροῖσιν· στην περίπτωση αυτή ο δικαστής δικάζει μεταξύ δύο μάντεων, ο ένας από τους οποίους είναι οἰωνοσκόπος και ο άλλος θυοσκόπος. O van Groningen [1-18] χωρίζει τα δύο δίστιχα, 543-544 και 545-546, και θεωρεί πως το δεύτερο δίστιχο απλώς δεν σώζεται ολόκληρο. Ο Carrière [1-18] λαμβάνει τις δοτικές ως δοτικές του οργάνου και μεταφράζει «ÎºÎ±Ï„αφεύγοντας στους μάντεις κλπ» - άποψη στην οποία αντιτίθεται ο van Groningen για δύο λόγους: πρώτον, επειδή για τη δήλωση του οργάνου θα περιμέναμε έναν εμπρόθετο με την διά ή κάποια άλλη παρόμοια πρόθεση, και δεύτερον επειδή θεωρεί απίθανο οι δικαστές του 6ου αι. να βασίζονταν για τις αποφάσεις τους σε οιωνούς και μάντεις. Ως δοτικές οργανικές του μέσου ερμηνεύει τις δοτικές και ο Nagy ([11-14] 38 § 20 σημ. 5). Με κάθε επιφύλαξη, επιλέγουμε να ακολουθήσουμε την άποψη του Carrière ως την πιο εύλογη.
546. ἀμπλακίης : γενική της αιτίας.

Μιλάει κάποιος δικαστής, δεν είναι, όμως, σαφές αν ο ποιητής αναφέρεται σε μια κανονική δίκη, όπως υπστηρίζουν ο Carrière ([1-18] 53) και ο West ([1-18] 69), ή αν χρησιμοποιεί μια μεταφορά με την οποία αναφέρεται στον ρόλο του ως διαμεσολαβητή μεταξύ δύο πολιτικών ομάδων. Σε κάθε περίπτωση, η ηθική χροιά είναι εμφανής και φαίνεται να αποτελεί τον λόγο για τον οποίο ενσωματώθηκαν οι στίχοι στη συλλογή.

547-548
548. εὐεργεσίη : αντιθ. κακοεργίη και κακότης.
548. ἀρειότερος, α, ον : πιθ. = ἀρείων, χρησιμοποιείται ως συγκρ. του ἀγαθός, πβ. ἄριστος (πβ. χερειότερος από το χερείων).

Η βία και η κακότης σε σαφή αντίθεση προς τη δικαιοσύνη και την εὐεργεσίην: η κυρίως γνώμη απομονώνεται στον πεντάμετρο.

549-554
549. ἄγγελος ἄφθογγος : ο πυρσός που χρησιμοποιούνταν στις φρυκτωρίες για την επικοινωνία μεταξύ απομακρυσμένων μεταξύ τους περιοχών και την αναγγελία διάφορων συμβάντων, όπως Ï€.χ. την προσέγγιση ενός εχθρού· πβ. Αισχ. Αγαμ. 289 κεξξ.
549. πόλεμον πολύδακρυν : ομηρική φράση, πβ. Γ 164-165 θεοί νύ μοι αἴτιοί εἰσιν / οἵ μοι ἐφώρμησαν πόλεμον παλύδακρυν Ἀχαιῶν, αλλά και πολύδακρυν Ἄρηα στο Γ 132 κ.α.· εδώ στον εξάμετρο και σε ένα ιδιαίτερα επικό συγκείμενο. Ομηρική επίσης και η χρήση του ρήματος ἔγειρε, πβ. Ï€.χ. Î¥ 31 πόλεμον δ’ ἀλίαστον ἔγειρε, Ε 496 ἔγειρε δὲ φυλόπιν αἰνήν, Ρ 544 ἔγειρε δὲ νεῖκος Ἀθήνη.
549. ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει : έντονη η παρήχηση του α στην αρχή του στίχου, αλλά και των χειλικών (π, φ), των υγρών (λ, ρ) και των λαρυγγικών (γ[γ], κ).
550. τηλαυγής, ές : «Ï€Î¿Ï… λάμπει από μακριά, ευδιάκριτος, περίοπτος»· τηλαυγέος : συνίζηση.
551. ταχυπτέρνοισι : ἅπαξ λεγόμενον.
552. σφ’ : προσδιορίζει το ἵπποις (551), αλλά σημαίνει συνεκδοχικά τους ιππείς που θα αντιμετωπίσουν τους εχθρούς.
552. ἀντιάω : επικ. ρήμα· (α) τινός, «Î±Î½Î±Î¼ÎµÏ„ρώμαι με κπ.»· (β) τινί, «ÏƒÏ…ναντώ κπ.»
553. μεσηγύ : επικ. μεσσηγύ· πριν από φωνήεν ή χάριν μέτρου μεσσηγύς· επίρρ. χρον. («ÏƒÏ„ο μεταξύ») ή τοπ. («Î±Î½Î¬Î¼ÎµÏƒÎ±»)· ως ουσ. τὸ μεσηγύ, «Î¿ μεταξύ χώρος».
553. οὐ πολλὸν τὸ μεσηγύ : ασύνδετο σχήμα που υπογραμμίζει την ταραχή του ομιλητή. 
553. διαπράσσω : «Ï€ÎµÏÎ½Î¬Ï‰, διαβαίνω»· δ. κέλευθον, «Î¿Î»Î¿ÎºÎ»Î·ÏÏŽÎ½Ï‰ το ταξίδι μου».
553. διαπρήσσουσι κέλευθον : η γραφή του κώδικα Par. 2883 (του 16ου αι.) προτιμάται από τον West [19-38] έναντι της γραφής διαπρήξουσι των παλαιότερων κωδίκων. Όπως παρατηρεί ο ίδιος ο West ([1-18] 156), η φράση διαπρήσσουσι κέλευθον δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στους εχθρούς οι οποίοι πλησιάζουν· χρειαζόμαστε, λοιπόν, στο σημείο αυτό μια μετοχή, και η μετοχή ενεστώτα εκφράζει καλύτερα την αμεσότητα του κινδύνου. Η δοτική αποτελεί, βέβαια, μια δυσκολία, καθώς το υποκείμενο της μετοχής βρίσκεται σε αυτή την περίπτωση σε γενική: προτείνει, λοιπόν, ο West πως, εφόσον το ρήμα ἀντιάω συντάσσεται και με γενική και με δοτική, έχουμε μια αλλαγή στη σύνταξη μετά τη μεσολάβηση της παρενθετικής πρότασης, η οποία αντικατοπτρίζει ίσως και την ταραχή του ποιητή.
554. εἰ μὴ ἐμὴν ... θεοί : επανάληψη του στ. 540· ο στίχος αθετείται από τον Hudson-Williams [1-18] και τον West [19-38]: είναι πιθανό πως ο πραγματικός πεντάμετρος του διστίχου είχε εκπέσει και ο μάλλον στερεότυπος αυτός στίχος προστέθηκε αργότερα για να συμπληρώσει τον εξάμετρο.

Ένα προτρεπτικό ποίημα, με έντονα ομηρική γλώσσα (Ï€.χ. πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει 549, σκοπιῆς 550, ἵπποις ἔμβαλλε 551, δῄων ἀνδρῶν ἀντιάσειν 552, διαπρήσσουσι κέλευθον 553). Σε ποιον πόλεμο αναφέρεται ο Θέογνης; Ο Carrière ([1-18] 112 κεξ.) θεωρεί πως πρέπει να πρόκειται για κάποια από τις συχνές επιθέσεις της Αθήνας ή της Κορίνθου στα Μέγαρα, ο van Groningen ([1-18] 219) όμως, θεωρεί εξίσου πιθανό να πρόκειται για κάποιον πόλεμο εσωτερικό, μεταξύ αντίπαλων πολιτικών ομάδων. Στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να θεωρήσουμε πως η ομηρική γλώσσα ανταποκρίνεται πλήρως στο θέμα· στη δεύτερη περίπτωση, θα μπορούσαμε ίσως να δούμε την επιλογή αυτή ως μια υπερβολή με σκοπό την έμφαση και την αναγωγή του εσωτερικού, πολιτικού πολέμου στο επίπεδο ενός πολέμου ηρωικού. Αξιοσημείωτος είναι και ο ρόλος του Κύρνου στο ποίημα, τον οποίο καλεί ο ποιητής να ετοιμάσει τα άλογα: να υποθέσουμε ότι ο Κύρνος συμμετέχει στο ιππικό της πόλης, και μάλιστα ως επικεφαλής; Δυστυχώς, το ποίημα δεν μας βοηθάει περισσότερο.