511-522
Î ÎÏασες τη βαθιά θάλασσα, ΚλεάÏιστε, κι ήÏθες εδώ, μη Îχοντας τίποτα, κακόμοιÏε, σε κάποιον που τίποτα δεν Îχει. Στις πλευÏÎÏ‚ του πλοίου κάτω από τους πάγκους θα βάλουμε, ΚλεάÏιστε, όσα Îχουμε κι όσα μας δίνουν οι θεοί. ÎŒ,τι καλÏτεÏο απ' ÏŒ,τι Îχω θα σου δώσω· κι αν ÎÏθει κανείς που να είναι φίλος σου, κάθισε όπου σου επιτÏÎπει η φιλία. ΟÏτε θα κÏÏψω κάτι από αυτά που Îχω, οÏτε και θα φÎÏω κάτι πεÏισσότεÏο από Î±Î»Î»Î¿Ï Ï‡Î¬Ïιν της φιλίας σου. Κι αν κάποιος σε Ïωτήσει πώς τα πάω, Îτσι να του πεις: «Î©Ï‚ Ï€Ïος την ευτυχία δÏσκολα τα βγάζει Ï€ÎÏα, ως Ï€Ïος τη δυστυχία Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»Î¬, ώστε να μην αφήνει χωÏίς πεÏιποίηση Îναν πατÏικό φίλο, αλλά να μην μποÏεί να παÏÎχει φιλοξενία σε πεÏισσότεÏους».
523-526
ΠλοÏτε, δεν σε τιμοÏνε άδικα οι βÏοτοί πεÏισσότεÏο από κάθε άλλον· γιατί Ï€Ïαγματικά εÏκολα δÎχεσαι την αθλιότητα. Γιατί, βÎβαια, ταιÏιάζει τον πλοÏτο να τον Îχουν οι ευγενείς, ενώ για τον κακό τον άνδÏα είναι η πενία κατάλληλη.
527-528
Αχ ο καημÎνος μου, για τη νιότη και τα καταÏαμÎνα γηÏατιά: ετοÏτα πλησιάζουνε κι εκείνη πάει και φεÏγει.
529-530
Φίλο και σÏντÏοφο πιστό δεν Ï€Ïόδωσα κανÎναν, οÏτε κι υπάÏχει στην ψυχή τίποτα δουλικό.
531-534
Βάλσαμο πάντα στην καÏδιά, όταν την ποθητή φωνή ακοÏσω των αυλών που Ï„ÏαγουδοÏν· και χαίÏομαι Ï€Î¿Î»Ï Î½Î± πίνω και να Ï„Ïαγουδώ μαζί με τον αυλητή, χαίÏομαι και στα χÎÏια μου να Îχω την καλλίφθογγη τη λÏÏα.
535-538
Η δουλική η κεφαλή ποτΠδεν υπήÏξε εκ φÏσεως ευθεία, μα πάντα σκολιά, κι Îχει λοξό αυχÎνα. Γιατί οÏτε από το σκιλλοκÏόμμυδο γενιοÏνται ποτΠÏόδα κι υάκινθος, κι οÏτε από δοÏλα Ï„Îκνο ελεÏθεÏο.
539-540
Αυτός ο άνδÏας, ΚÏÏνε μου, δεσμά σφυÏηλατεί για τον εαυτό του, αν δεν απατοÏν την κÏίση μου οι θεοί.
541-542
Φοβάμαι, ΠολυπαÎδη, μήπως την καταστÏÎψει τοÏτη εδώ την πόλη η ÏβÏις που κατÎστÏεψε και τους ΚενταÏÏους τους ωμοφάγους.
543-546
Αυτήν τη δίκη, ΚÏÏνε, Ï€ÏÎπει να τη δικάσω με το αλφάδι και τον γνώμονα, κι ίσα να δώσω και στα δÏο μÎÏη, χÏησιμοποιώντας και μάντεις και οιωνοÏÏ‚ και ιεÏÎÏ‚ θυσίες, για να μην φÎÏω το άχαÏο όνειδος του σφάλματος.
547-548
ΠοτΠμην πιÎζεις κάποιον κάνοντάς του κακό· για τον δίκαιο άνθÏωπο, τίποτα δεν είναι καλÏτεÏο από την ευεÏγεσία.
549-554
Άφωνος άγγελος, ΚÏÏνε, φανεÏός στην ευδιάκÏιτη σκοπιά, πόλεμο πολυδάκÏυτο εγείÏει. Χαλίνωσε τα γοÏγόφτεÏνα τα άλογα· θαÏÏÏŽ πως θα αναμετÏηθοÏμε με τους εχθÏοÏÏ‚ – δεν μας χωÏίζει πολλή γη – τον δÏόμο τον πεÏνάνε, αν δεν απατοÏν την κÏίση μου οι θεοί.