511-554, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

511-5221
ἦλθες δὴ Κλεάριστε βαθὺν διὰ πόντον ἀνύσσας
   ἐνθάδ’ ἐπ’ οὐδὲν ἔχοντ’ ὦ τάλαν οὐδὲν ἔχων∙  
νηός τοι πλευρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ θήσομεν ἡμεῖς
   Κλεάρισθ’ οἷ’ ἔχομεν χοἷα διδοῦσι θεοί. 
τῶν δ’ ὄντων τἄριστα παρέξομεν∙ ἢν δέ τις ἔλθῃ
   σεῦ φίλος ὤν, κατάκεισ’ ὡς φιλότητος ἔχεις.
οὔτέ τι τῶν ὄντων ἀποθήσομαι, οὔτέ τι μείζω
   σῆς ἕνεκα ξενίης ἄλλοθεν οἰσόμεθα.
ἢν δέ τις εἰρωτᾷ τὸν ἐμὸν βίον, ὧδέ οἱ εἰπεῖν
   «á½¡Ï‚ εὖ μὲν χαλεπῶς, ὡς χαλεπῶς δὲ μάλ’ εὖ, 
ὥσθ’ ἕνα μὲν ξεῖνον πατρώιον οὐκ ἀπολείπειν,
   ξείνια δὲ πλεόνεσσ’ οὐ δυνατὸς παρέχειν».

523-5242
οὐ σὲ μάτην ὦ Πλοῦτε βροτοὶ τιμῶσι μάλιστα∙
   ἦ γὰρ ῥηϊδίως τὴν κακότητα φέρεις.

525-5263
καὶ γάρ τοι πλοῦτον μὲν ἔχειν ἀγαθοῖσιν ἔοικεν,
   ἡ πενίη δὲ κακῷ σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν.

527-5284
ὤ μοι ἐγὼν ἥβης καὶ γήραος οὐλομένοιο,
   τοῦ μὲν ἐπερχομένου, τῆς δ’ ἀπονισομένης.

529-5305
οὐδέ τινα προύδωκα φίλον καὶ πιστὸν ἑταῖρον,
   οὐδ’ ἐν ἐμῇ ψυχῇ δούλιον οὐδὲν ἔνι.

531-5346
αἰεί μοι φίλον ἦτορ ἰαίνεται, ὁππότ’ ἀκούσω
   αὐλῶν φθεγγομένων ἱμερόεσσαν ὄπα∙
χαίρω δ’ εὖ πίνων καὶ ὑπ’ αὐλητῆρος ἀείδων,
   χαίρω δ’ εὔφθογγον χερσὶ λύρην ὀχέων.

535-5387
οὔποτε δουλείη κεφαλὴ ἰθεῖα πέφυκεν,
   ἀλλ’ αἰεὶ σκολιή, καὐχένα λοξὸν ἔχει.
οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ’ ὑάκινθος,
   οὔτέ ποτ’ ἐκ δούλης τέκνον ἐλευθέριον.

539-5408
οὗτος ἀνὴρ φίλε Κύρνε πέδας χαλκεύεται αὑτῷ,
   εἰ μὴ ἐμὴν γνώμην ἐξαπατῶσι θεοί.

541-5429
δειμαίνω μὴ τήνδε πόλιν Πολυπαΐδη ὕβρις
   á¼¥ περ Κενταύρους ὠμοφάγους ὀλέσῃ.

543-54610
χρή με παρὰ στάθμην καὶ γνώμονα τήνδε δικάσαι
   Κύρνε δίκην, ἶσόν Ï„’ ἀμφοτέροισι δόμεν,
μάντεσί Ï„’ οἰωνοῖς τε καὶ αἰθομένοις ἱεροῖσιν,
   ὄφρα μὴ ἀμπλακίης αἰσχρὸν ὄνειδος ἔχω.

547-54811
μηδένα πω κακότητι βιάζεο· Ï„á¿· δὲ δικαίῳ 
   τῆς εὐεργεσίης οὐδὲν ἀρειότερον.

549-55412
ἄγγελος ἄφθογγος πόλεμον πολύδακρυν ἐγείρει
   Κύρν’, ἀπὸ τηλαυγέος φαινόμενος σκοπιῆς.
ἀλλ’ ἵπποις ἔμβαλλε ταχυπτέρνοισι χαλινούς∙
   δηίων γάρ σφ’ ἀνδρῶν ἀντιάσειν δοκέω –
οὐ πολλὸν τὸ μεσηγὺ - διαπρήσσουσι κέλευθον
   [εἰ μὴ ἐμὴν γνώμην ἐξαπατῶσι θεοί.]

511-522
Πέρασες τη βαθιά θάλασσα, Κλεάριστε, κι ήρθες εδώ, μη έχοντας τίποτα, κακόμοιρε, σε κάποιον που τίποτα δεν έχει. Στις πλευρές του πλοίου κάτω από τους πάγκους θα βάλουμε, Κλεάριστε, όσα έχουμε κι όσα μας δίνουν οι θεοί. ÎŒ,τι καλύτερο απ' ÏŒ,τι έχω θα σου δώσω· κι αν έρθει κανείς που να είναι φίλος σου, κάθισε όπου σου επιτρέπει η φιλία. Ούτε θα κρύψω κάτι από αυτά που έχω, ούτε και θα φέρω κάτι περισσότερο από αλλού χάριν της φιλίας σου. Κι αν κάποιος σε ρωτήσει πώς τα πάω, έτσι να του πεις: «Î©Ï‚ προς την ευτυχία δύσκολα τα βγάζει πέρα, ως προς τη δυστυχία πολύ καλά, ώστε να μην αφήνει χωρίς περιποίηση έναν πατρικό φίλο, αλλά να μην μπορεί να παρέχει φιλοξενία σε περισσότερους».

523-526
Πλούτε, δεν σε τιμούνε άδικα οι βροτοί περισσότερο από κάθε άλλον· γιατί πραγματικά εύκολα δέχεσαι την αθλιότητα. Γιατί, βέβαια, ταιριάζει τον πλούτο να τον έχουν οι ευγενείς, ενώ για τον κακό τον άνδρα είναι η πενία κατάλληλη.

527-528
Αχ ο καημένος μου, για τη νιότη και τα καταραμένα γηρατιά: ετούτα πλησιάζουνε κι εκείνη πάει και φεύγει.

529-530
Φίλο και σύντροφο πιστό δεν πρόδωσα κανέναν, ούτε κι υπάρχει στην ψυχή τίποτα δουλικό.

531-534
Βάλσαμο πάντα στην καρδιά, όταν την ποθητή φωνή ακούσω των αυλών που τραγουδούν· και χαίρομαι πολύ να πίνω και να τραγουδώ μαζί με τον αυλητή, χαίρομαι και στα χέρια μου να έχω την καλλίφθογγη τη λύρα.

535-538
Η δουλική η κεφαλή ποτέ δεν υπήρξε εκ φύσεως ευθεία, μα πάντα σκολιά, κι έχει λοξό αυχένα. Γιατί ούτε από το σκιλλοκρόμμυδο γενιούνται ποτέ ρόδα κι υάκινθος, κι ούτε από δούλα τέκνο ελεύθερο.

539-540
Αυτός ο άνδρας, Κύρνε μου, δεσμά σφυρηλατεί για τον εαυτό του, αν δεν απατούν την κρίση μου οι θεοί.

541-542
Φοβάμαι, Πολυπαΐδη, μήπως την καταστρέψει τούτη εδώ την πόλη η ύβρις που κατέστρεψε και τους Κενταύρους τους ωμοφάγους.

543-546
Αυτήν τη δίκη, Κύρνε, πρέπει να τη δικάσω με το αλφάδι και τον γνώμονα, κι ίσα να δώσω και στα δύο μέρη, χρησιμοποιώντας και μάντεις και οιωνούς και ιερές θυσίες, για να μην φέρω το άχαρο όνειδος του σφάλματος.

547-548
Ποτέ μην πιέζεις κάποιον κάνοντάς του κακό· για τον δίκαιο άνθρωπο, τίποτα δεν είναι καλύτερο από την ευεργεσία.

549-554
Άφωνος άγγελος, Κύρνε, φανερός στην ευδιάκριτη σκοπιά, πόλεμο πολυδάκρυτο εγείρει. Χαλίνωσε τα γοργόφτερνα τα άλογα· θαρρώ πως θα αναμετρηθούμε με τους εχθρούς – δεν μας χωρίζει πολλή γη –  τον δρόμο τον περνάνε, αν δεν απατούν την κρίση μου οι θεοί.