373-4001
Ζεῦ φίλε, θαυμάζω σε∙ σὺ Î³á½°Ï Ï€Î¬Î½Ï„ÎµÏƒÏƒÎ¹Î½ ἀνάσσεις
τιμὴν αá½Ï„ὸς ἔχων καὶ μεγάλην δÏναμιν,
ἀνθÏώπων δ’ εὖ οἶσθα νόον καὶ θυμὸν ἑκάστου,
σὸν δὲ κÏάτος πάντων ἔσθ’ ὕπατον βασιλεῦ∙
πῶς δή σευ ΚÏονίδη τολμᾷ νόος ἄνδÏας ἀλιτÏοὺς
á¼Î½ ταá½Ï„ῇ μοίÏῃ τόν τε δίκαιον ἔχειν,
ἤν Ï„’ á¼Ï€á½¶ σωφÏοσÏνην Ï„Ïεφθῇ νόος ἤν τε Ï€Ïὸς ὕβÏιν
ἀνθÏώπων, ἀδίκοις á¼”Ïγμασι πειθομÎνων;
οá½Î´Î τι κεκÏιμÎνον Ï€Ïὸς δαίμονός á¼ÏƒÏ„ι βÏοτοῖσιν,
οá½Î´’ á½Î´á½¸Ï‚ ἥντιν’ ἰὼν ἀθανάτοισιν ἅδοι;
................................................................................
ἔμπης δ’ ὄλβον ἔχουσιν ἀπήμονα∙ τοὶ δ’ ἀπὸ δειλῶν
á¼”Ïγων ἴσχοντες θυμὸν ὅμως πενίην
μητÎÏ’ ἀμηχανίης ἔλαβον Ï„á½° δίκαια φιλεῦντες,
á¼¥ Ï„’ ἀνδÏῶν παÏάγει θυμὸν á¼Ï‚ ἀμπλακίην
βλάπτουσ’ á¼Î½ στήθεσσι φÏÎνας, κÏατεÏῆς á½Ï€’ ἀνάγκης∙
τολμᾷ δ’ οá½Îº á¼Î¸Îλων αἴσχεα πολλὰ φÎÏειν
χÏημοσÏνῃ εἴκων, á¼£ δὴ κακὰ πολλὰ διδάσκει,
ψεÏδεά Ï„’ á¼Î¾Î±Ï€Î¬Ï„ας Ï„’ οá½Î»Î¿Î¼Îνας Ï„’ á¼”Ïιδας,
ἄνδÏα καὶ οá½Îº á¼Î¸Îλοντα, κακὸν δΠοἱ οá½Î´á½²Î½ ἔοικεν∙
ἡ Î³á½°Ï ÎºÎ±á½¶ χαλεπὴν τίκτει ἀμηχανίην.
á¼Î½ πενίῃ δ’ á½… τε δειλὸς á¼€Î½á½´Ï á½… τε πολλὸν ἀμείνων
φαίνεται, εὖτ’ ἂν δὴ χÏημοσÏνη κατÎχῃ∙
τοῦ μὲν Î³á½°Ï Ï„á½° δίκαια φÏονεῖ νόος, οὗ Ï„Î Ï€ÎµÏ Î±á¼°Îµá½¶
ἰθεῖα γνώμη στήθεσιν á¼Î¼Ï€ÎµÏ†Ïῃ∙
τοῦ δ’ αὖτ’ οὔτε κακοῖς ἕπεται νόος οὔτ’ ἀγαθοῖσιν.
τὸν δ’ ἀγαθὸν τολμᾶν χÏá½´ τά τε καὶ Ï„á½° φÎÏειν,
αἰδεῖσθαι δὲ φίλους φεÏγειν Ï„’ ὀλεσήνοÏας á½…Ïκους
.........................................................................
á¼Î½Ï„Ïάπελ’, ἀθανάτων μῆνιν ἀλευάμενον.2
|
373-400
373. Ζεῦ φίλε : η συμπαÏάθεση εμφανίζεται ξανά Ï€Î¿Î»Ï Î±ÏγότεÏα, στον Καλλίμαχο, ΕπιγÏ. 6.4 ΚÏεωφÏλῳ, Ζεῦ φίλε, τοῦτο μÎγα· στην Ï„Ïαγωδία το επίθετο χÏησιμοποιείται για τους ήσσονες θεοÏÏ‚, Ï€.χ. Αισχ. Αγαμ. 515 φίλον κήÏυκα [á¼™Ïμῆν], Επτά 159 ὦ φίλ’ Ἄπολλον και 154 ἌÏτεμι φίλα· ΕυÏ. Εκ. 460 Λητοῖ φίλᾳ. Σε όλα αυτά τα χωÏία, το επίθετο δηλώνει σεβασμό· εδώ, το επίθετο μοιάζει να δηλώνει μια Ï€Ïωτοφανή οικειότητα – εξαιÏετικά εντυπωσιακή, καθώς αφοÏά τον Ïψιστο Δία.
375. εὖ οἶσθα : για τη χασμωδία, βλ. 1· βλ. και 389 χÏημοσÏνῃ εἴκων.
375. νόον καὶ θυμόν : ο νόος και ο θυμός μποÏεί να διαφÎÏουν, πβ. 631 ᾧτινι μὴ θυμοῦ κÏÎσσων νόος· εδώ, όμως, ταυτίζονται σχεδόν και συναποτελοÏν τον χαÏακτήÏα του ανθÏώπου.
376. κÏάτος : πιο δυνατό από το δÏναμις του στ. 374.
377. ἀλιτÏός, όν = ἀλιτηÏός : «Î±Î¼Î±Ïτωλός, άθλιος».
381. Ï€Ïὸς δαίμονος : για την Ï€Ïόθεση, πβ. 556 (=1178b) Ï€Ïὸς θεῶν αἰτεῖν ἔκλυσιν, 810 Ï€Ïὸς θεῶν ἀμπλακίην Ï€ÏοφÏγοις κ.α. «Î— Ï€Ïός συντάσσεται στον ΘÎογνη με γενική μόνον όταν αναφÎÏεται στους θεοÏÏ‚ ως αόÏιστη δÏναμη» (van Groningen [1-18] 150).
382. ἅδοι : για την ευκτική, πβ. Αισχ. ΠΔ 293 οá½Îº ἔστιν ὅτῳ μείζονα μοῖÏαν νÎμαιμι· «Î¥Ï€Î¬Ïχουν ξεκάθαÏα παÏαδείγματα της απλής ευκτικής όπου το εÏώτημα του Î´Ï…Î½Î±Ï„Î¿Ï Î® του Ï€Î¹Î¸Î±Î½Î¿Ï Ï„Î¯Î¸ÎµÏ„Î±Î¹ με Ï„Ïόπο αφηÏημÎνο. Η ευκτική αυτή μποÏεί να ονομαστεί ‘αποÏηματική’ και οÏθά συγκÏίνεται με τη βουλητική υποτακτική» (R. C. Jebb, Sophocles: The Plays. II. Oedipus Coloneus, Cambridge 1899, στον στ. 170)· βλ. και Τζουγανάτος [275-276] 114 § 107 και υποσημ.
385. φιλεῦντες : ιωνική συναίÏεση.
386. παÏάγω : «Ï€Î±Ïαπλανώ, παÏεκτÏÎπω».
386. ἀμπλακία = ἀμπλάκημα, «ÏƒÏ†Î¬Î»Î¼Î±, παÏάπτωμα».
388. οá½Îº á¼Î¸Îλων : εναντιωματική μετοχή, Ï€Ïοσδίδει Îμφαση στο Ïήμα τολμᾷ.
389. χÏημοσÏνη : «Îλλειψη, Îνδεια».
390. οá½Î»ÏŒÎ¼ÎµÎ½Î¿Ï‚, η, ον : ποιητ. Ï„Ïπος (χάÏιν μÎÏ„Ïου) του ὀλόμενος, μτχ. αοÏ. του ὄλλυμαι, χÏησιμοποιείται ως ÏŒÏος υβÏιστικός· «ÎºÎ±Ï„αÏαμÎνος», Ï„.Î. «Î±Ï…τός Ï€Ïος τον οποίο μποÏεί να χÏησιμοποιηθεί η λ. ὄλλοιτο ή ὄλλοιο· κατεστÏαμμÎνος, άθλιος, δυστυχής».
390. ψεÏδεά Ï„’ á¼Î¾Î±Ï€Î¬Ï„ας Ï„’ ... á¼”Ïιδας : η παÏάθεση Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï„Î¿Ï… είδους, οι ÏŒÏοι της οποίας είναι σχεδόν συνώνυμοι και συχνά Ï„Ïεις στον αÏιθμό, είναι χαÏακτηÏιστική του Î´Î¹Î´Î±ÎºÏ„Î¹ÎºÎ¿Ï Îπους, πβ., Ï€.χ., Ησίοδ. Θεογ. 140 Î’Ïόντην τε ΣτεÏόπην τε και ἌÏγην ὀβÏιμόθυμον, 206 Ï„ÎÏψιν τε γλυκεÏὴν φιλότητά τε μειλιχίην τε, 211 κεξ. στυγεÏόν τε ΜόÏον καὶ ΚῆÏα μÎλαιναν / καὶ Θάνατον· χαÏακτηÏιστικό είναι ακόμη πως Îνα από τα Ï„Ïία ουσιαστικά Ï€ÏοσδιοÏίζεται από κάποιο επίθετο – εδώ á¼Î¾Î±Ï€Î¬Ï„ας Ï„’ οá½Î»Î¿Î¼Îνας.
391. οἱ : ενν. χÏημοσÏνῃ.
395. Ï„á½° δίκαια : ÎναÏθÏο το επίθετο παÏαπÎμπει στη δικαιοσÏνη ως Îνα σÏνολο απόλυτων κανόνων που ακολουθεί ο δίκαιος.
395. οὗ τε : η αντωνυμία δεν επεξηγεί το υποκείμενο του φÏονεῖ, αλλά Îχει τη θÎση μιας δεικτικής αντωνυμίας, Ï€.χ. της οὗτος· «Î· Ï€Ïόταση εκφÏάζει αιτία και ισοδυναμεί με Îνα οὗτος Î³Î¬Ï ÎºÎ»Ï€» (van Groningen [1-18] 156).
396. ἰθεῖα γνώμη : το επίθετο υποδηλώνει τη σταθεÏότητα στη συμπεÏιφοÏά του δίκαιου· βλ. 330 και σχετικό σχόλιο.
396. á¼Î¼Ï€ÎµÏ†Ïῃ : υποτ. παθ. Ï€Ïκμ. του á¼Î¼Ï†Ïω : «Î±Î½Î±Ï€Ï„Ïσσομαι μÎσα ή πάνω σε, Ïιζώνω».
397. κακοῖς – ἀγαθοῖς : ουδÎτεÏα· βλ. τά τε καὶ Ï„á½° φÎÏειν στον επόμενο στίχο.
399. ὀλεσήνωÏ, οÏος, á½/ἡ : «Ï€Î¿Ï… καταστÏÎφει τους άνδÏες».
400. á¼Î½Ï„Ïάπελος, ον : < á¼Î½Ï„ÏÎπω· «Î±Î´Î¹Î¬Î½Ï„Ïοπος»· á¼Î½Ï„Ïάπελ’ είναι η γÏαφή του κώδικα Α, ενώ οι υπόλοιποι κώδικες δίνουν ἔντÏεπε δ’. Το επίθετο είναι Ï€Î¿Î»Ï ÏƒÏ€Î¬Î½Î¹Î¿. Απαντάται δÏο φοÏÎÏ‚ στον ΠίνδαÏο, Πυθ. 1.92 μὴ δολωθῇς, ὦ φίλε, κÎÏδεσιν á¼Î½Ï„ÏαπÎλοις, όπου Ï€ÏοσθÎτει ο σχολιαστής: á¼Ï‡Î¸Ïοτάτη φιλοκÎÏδεια· και Πυθ. 4. 105 οὔτ’ ἔπος á¼Î½Ï„Ïάπελον κείνοισιν εἰπών, όπου ο σχολιαστής εξηγεί: ἀπαίδευτον, αἰσχÏόν, ὃ ἂν á¼ÎºÏ„ÏÎψαιτό τις· á¼¢ ἄλλως· á¼Î½Î±Î½Ï„ίον καὶ αἰσχÏόν, ὃ ἄν τις á¼Î½Ï„Ïαπείη. ΣυχνÎÏ‚ υπήÏξαν οι διοÏθωτικÎÏ‚ επεμβάσεις· ο Bergk [93-100] και ο Edmonds [8], παÏαδείγματος χάÏιν, υιοθετοÏν τη διόÏθωση του Brunck á¼Î½Ï„ÏÎπευ, από το οποίο εξαÏτοÏν τα απαÏÎμφατα αἰδεῖσθαι και φυγεῖν του στ. 399, ενώ o Carrière υιοθετεί τη διόÏθωση του Bekker εá½Ï„Ïάπελ’. ΧωÏίς να επεμβαίνει στο κείμενο, o Harrison [3] θεωÏεί πως Ï€Ïόκειται για κÏÏιο όνομα, άποψη που φαίνεται να δÎχεται και ο Hudson-Williams ([1-18] 204)· ο M. H. A. L. H. van der Valk (“Theognis”, Humanitas 7/8 (1955-1956) 89, σημ. 4) θεωÏεί πως το επίθετο χÏησιμοποιείται επιÏÏηματικά και μεταφÏάζει «Î¼Îµ τη δÎουσα Ï€Ïοσοχή» (with due attention)· την επιÏÏηματική λειτουÏγία δÎχεται και ο van Groningen ([1-18] 158), o οποίος μεταφÏάζει «Ï€Ïοσεχτικά, με ηθικοÏÏ‚ ενδοιασμοÏÏ‚» (scrupuleusement) και παÏατηÏεί ότι μια Ï„Îτοια εÏμηνεία επιτÏÎπει να δεχτοÏμε Îνα χάσμα μετά τον στ. 399, όπως Ï€Ïοτείνεται Ï€Ïώτη φοÏά στην Îκδοση των Bergk-Hiller-Crusius (Anthologia Lyrica, Lipsiae 1907).
400. ἀλÎομαι και συνηÏ. ἀλεῦμαι : «Î±Ï€Î¿Ï†ÎµÏγω». |
Το ποίημα Îχει δεχθεί διάφοÏες εÏμηνείες και επεμβάσεις. Συχνά χωÏίζεται σε πεÏισσότεÏα μικÏότεÏα ποιήματα. ΑναφÎÏουμε ενδεικτικά κάποιες από τις Ï€Ïοτάσεις που Îχουν γίνει: ο Hudson-Williams [1-18] χωÏίζει τους στ. 373-392 από τους στ. 393-400· ο Edmonds [8] επίσης θεωÏεί τους στ. 373-392 ως Îνα ποίημα, αλλά χωÏίζει τους υπόλοιπους στίχους σε 393-398 και 399-400· ο van Groningen [1-18] χωÏίζει σε 373-380, 381-382, 383-392 και 393-400. Δεχόμαστε τους στίχους 373-400 ως Îνα ποίημα, όπως εκδίδεται από τον West [19-38], θεωÏώντας ότι Ï€Ïόκειται για μια σÏνθεση με ικανοποιητική συνοχή και συνÎπεια.
Το ποίημα αίÏει Îνα από τα δÏσκολα και επίμονα Ï€Ïοβλήματα της ηθικής: πώς είναι δυνατόν να ευτυχοÏν οι κακοί και να δυστυχοÏν οι καλοί; Κι Î±Ï†Î¿Ï Î±Ï…Ï„Î® είναι η Ï€Ïαγματικότητα που (Ï€ÏÎπει να) βιώνει ο άνθÏωπος, ποια είναι η θÎση των θεών; γιατί δεν επεμβαίνουν να φÎÏουν μια τάξη; Μοιάζει, λοιπόν, το ποίημα να αναπτÏσσει την αιώνια αποÏία που εκφÏάζει ήδη στην Ιλιάδα ο ΜενÎλαος (Î 631-635): Ζεῦ πάτεÏ, ἦ Ï„á½³ σέ φασι πεÏὶ φÏένας ἔμμεναι ἄλλων / ἀνδÏῶν ἠδὲ θεῶν· σέο δ' á¼Îº τάδε πάντα πέλονται· / οἷον δὴ ἄνδÏεσσι χαÏίζεαι ὑβÏιστῇσι / ΤÏωσίν, τῶν μένος αἰὲν ἀτάσθαλον, οá½Î´á½² δύνανται / φυλόπιδος κοÏέσασθαι á½Î¼Î¿Î¹á¿“ου πτολέμοιο. Την αποÏία του την εκφÏάζει ο ποιητής ήδη από την αÏχή του ποιήματος: μετά την γεμάτη οικειότητα επίκληση, μια Ï€Ïόταση απλή, ελλειπτική, απόλυτα σαφής, που σταματάει με όλο της το βάÏος στην Ï„ÏιτοτÏοχαϊκή τομή: θαυμάζω σε. Έτσι οÏίζεται και το θÎμα του ποιήματος. Ακολουθεί μια δοξολογία του Δία που απλώνεται Îως τον στ. 376: αξίζει να σημειώσουμε την αναφοÏά στην ικανότητα του Î¸ÎµÎ¿Ï Î½Î± γνωÏίζει τον χαÏακτήÏα του κάθε ανθÏώπου, την εσωτεÏική του αξία, γιατί αυτό είναι το σημείο γÏÏω από το οποίο θα αναπτυχθεί στη συνÎχεια το ποίημα. Και ακολουθεί η αποÏία: πώς είναι δυνατόν να γνωÏίζει ο Δίας, κι όμως να Îχει στην ίδια μοίÏα ἀλιτÏοÏÏ‚ και δικαίους, την σωφÏοσÏνην και την ὕβÏιν; Δεν συμμετÎχουν οι θεοί; Δεν υπάÏχει Ï„Ïόπος για τους θνητοÏÏ‚ να τους ευχαÏιστήσουν; Έως εδώ, σ’ αυτό το Ï€Ïώτο μÎÏος, ο ποιητής εκφÏάζεται με Ï„Ïόπο γενικό. Ο τόνος είναι Ï€Ïοσωπικός δίχως άλλο, και η αποÏία ειλικÏινής, βαθÏτατη και όλο πάθος. Στους στίχους που ακολουθοÏν ο ποιητής επεξηγεί, οÏίζει με Ï„Ïόπο σαφή το παÏάπονό του, και το πάθος γίνεται εμπάθεια που αποτυπώνεται στη σÏνταξη και τη Ïοή του λόγου. Το ἔμπης του στ. 383 μας οδηγεί στην υπόθεση ότι υπάÏχει κάποιο χάσμα Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Ï„Ï‰Î½ στ. 382 και 383: αν κÏίνουμε από τους στίχους που ακολουθοÏν, οι οποίοι αναφÎÏονται αντιθετικά στη αδικαιολόγητη δυστυχία των δικαίων, καθώς και από την αναφοÏά στον ὄλβον ἀπήμονα στον στ. 383, μποÏοÏμε να εικάσουμε ότι στους στίχους που απουσιάζουν ο ποιητής Îκανε λόγο για όσους ευτυχοÏν χωÏίς να το αξίζουν. Οι στ. 383-392 είναι φοÏτισμÎνοι, με όλο το βάÏος λÎξεων αÏνητικών που διαδÎχονται η μία την άλλη με μεγάλη ταχÏτητα: ιδιαίτεÏη σημασία Îχουν οι ÏŒÏοι που δηλώνουν τον πεÏιοÏισμό, την ακÏÏωση της ελεÏθεÏης βοÏλησης και την αδυναμία, όπως ἀμηχανίη (385), παÏάγει (386), κÏατεÏῆς á½Ï€’ ἀνάγκης (387), τολμᾷ (388), οá½Îº á¼Î¸Îλων (388), φÎÏειν (388), εἴκων (389), οá½Îº á¼Î¸Îλοντα (391), ἀμηχανίην (392)· οι λÎξεις αυτÎÏ‚ συμπληÏώνονται νοηματικά από μια άλλη ομάδα, τις λÎξεις που παÏαπÎμπουν στην ὕβÏιν: δειλῶν á¼”Ïγων (383), ἀμπλακίην (386), βλάπτουσα (387), αἴσχεα (388), κακά (389), ψεÏδεα, á¼Î¾Î±Ï€Î¬Ï„ας, á¼”Ïιδας (390), κακόν (391). Στο τελευταίο μÎÏος του ποιήματος (393-400) η εμπάθεια αÏχίζει να υποχωÏεί: οι Ï€Ïοτάσεις πιο μικÏÎÏ‚, πιο στÏωτÎÏ‚, ενισχÏουν με το γνωστό αποφθεγματικό τους Ïφος το κÏÏος του Ï€Î¿Î¹Î·Ï„Î¹ÎºÎ¿Ï Î»ÏŒÎ³Î¿Ï…. Η αντίθεση Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï Î´ÎµÎ¹Î»Î¿á¿¦ και ἀγαθοῦ συνεχίζεται και ιδÎες οικείες από τη συλλογή επανÎÏχονται: από τη μία ο ἀγαθός, ο νόος που φÏονεῖ δίκαια (395), η ἰθεῖα γνώμη (396), η καÏτεÏικότητα και η δÏναμη (398), η αἰδώς Ï€Ïος τους φίλους (399)· από την άλλη ο δειλός/κακός, που δεν γνωÏίζει πώς να σκεφτεί οÏτε στη χαÏά οÏτε στη συμφοÏά (397). Και το ποίημα κλείνει με την επαναφοÏά στους θεοÏÏ‚: είναι η μῆνις των θεών που οÏίζει τη συμπεÏιφοÏά του ἀγαθοῦ, η θεοδικία, η πίστη σε μια αιτιακή σχÎση Î¼ÎµÏ„Î±Î¾Ï ÏƒÏ‰Ï†ÏοσÏνης και ὄλβου – η ίδια ιδÎα την οποία Îχει φτάσει να αμφισβητεί ο ποιητής.
ΠαÏά τον βαθÏτατο Ï€Ïοβληματισμό του ποιητή, δεν μποÏοÏμε να παÏαβλÎψουμε πως το ποίημα φÎÏει ευδιάκÏιτα τα σημάδια μιας Ï€Ïοσωπικής Ï€Ïοοπτικής που δεν μποÏεί τελικά να απελευθεÏώσει το κείμενο και τη σκÎψη από το συγκεκÏιμÎνο και ειδικό και να Ï€ÏοχωÏήσει στο γενικό και πανανθÏώπινο. Στο επίκεντÏο όλης αυτής της παθιασμÎνης απόγνωσης βÏίσκεται η πενίη: αυτή είναι η αδικαιολόγητη δυστυχία που πλήττει τον ἀγαθόν και τον αναγκάζει, διδάσκοντάς του κακά, να Ï€Ïάττει όπως δεν θα ÎÏ€Ïαττε αν είχε την απόλυτη ελευθεÏία του ὄλβου. Κοινή λογική, Îως Îναν βαθμό, και δικαιολογημÎνη αντίδÏαση ενός ανθÏώπου που βÏÎθηκε Ï€Ïο εκπλήξεων όταν καταÏÏίφθηκε το σÏστημα αξιών που στήÏιζε την ίδια του την ÏπαÏξη: η ανατÏοπή της οικονομικής ισοÏÏοπίας σημαίνει αναπόφευκτα και την απώλεια της κοινωνικής ταυτότητας· για τον ποιητή το Ï€Ïακτικό και ηθικό Ï€Ïόβλημα της κατανομής του ὄλβου είναι Îνα Ï€Ïόβλημα βαθÏτατα υπαÏξιακό. Την ίδια στιγμή, όμως, η κοινή αυτή λογική και η δικαιολογημÎνη ανησυχία καταλήγουν παÏάλογη εμμονή, που κÏατά τη σκÎψη του ποιητή δεμÎνη στις συνθήκες της ιδιαίτεÏης Ï€Ïοσωπικής εμπειÏίας και δεν της επιτÏÎπει να μετουσιωθεί σε σκÎψη γνήσια ηθική. |
|