255-294, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

255-2561
κάλλιστον τὸ δικαιότατον∙ λῷστον δ’ ὑγιαίνειν∙
   πρᾶγμα δὲ τερπνότατον, τοῦ τις ἐρᾷ, τὸ τυχεῖν.

257-2602
ἵππος ἐγὼ καλὴ καὶ ἀεθλίη, ἀλλὰ κάκιστον
   ἄνδρα φέρω, καί μοι τοῦτ’ ἀνιηρότατον.
πολλάκι δὴ ’μέλλησα διαρρήξασα χαλινὸν
   φεύγειν ὠσαμένη τὸν κακὸν ἡνίοχον.

261-2663
οὔ μοι πίνεται οἶνος, ἐπεὶ παρὰ παιδὶ τερείνῃ
   ἄλλος ἀνὴρ κατέχει πολλὸν ἐμοῦ κακίων.
ψυχρόν μοι παρὰ τῇδε φίλοι πίνουσι τοκῆες,
   ὡς θαμά θ’ ὑδρεύει καί με γοῶσα φέρει,
ἔνθα μέσην περὶ παῖδα λαβὼν ἀγκῶν’ ἐφίλησα
   δειρήν, ἡ δὲ τέρεν φθέγγετ’ ἀπὸ στόματος.

267-2704
γνωτή τοι Πενίη γε καὶ ἀλλοτρίη περ ἐοῦσα∙
   οὔτε γὰρ εἰς ἀγορὴν ἔρχεται οὔτε δίκας∙
πάντῃ γὰρ τοὔλασσον ἔχει, πάντῃ δ’ ἐπίμυκτος,
   πάντῃ δ’ ἐχθρὴ ὁμῶς γίνεται, ἔνθά περ á¾–.

271-2785
ἴσως τοι τὰ μὲν ἄλλα θεοὶ θνητοῖς ἀνθρώποις
   γῆράς Ï„’ οὐλόμενον καὶ νεότητ’ ἔδοσαν·
τῶν πάντων δὲ κάκιστον ἐν ἀνθρώποις θανάτου τε
   καὶ πασέων νούσων ἐστὶ πονηρότατον,
παῖδας ἐπεὶ θρέψαιο καὶ ἄρμενα πάντα παράσχοις,
   χρήματα δ’ ἐγκαταθῇς πόλλ’ ἀνιηρὰ παθών,
τὸν πατέρ’ ἐχθαίρουσι, καταρῶνται δ’ ἀπολέσθαι,
   καὶ στυγέουσ’ ὥσπερ πτωχὸν ἐσερχόμενον.

279-2826
εἰκὸς τὸν κακὸν ἄνδρα κακῶς τὰ δίκαια νομίζειν,
   μηδεμίαν κατόπισθ’ ἁζόμενον νέμεσιν∙
δειλῷ γάρ Ï„’ ἀπάλαμνα βροτῷ πάρα πόλλ’ ἀνελέσθαι
   πὰρ ποδός, ἡγεῖσθαί θ’ ὡς καλὰ πάντα τιθεῖ.

283-2867
ἀστῶν μηδενὶ πιστὸς ἐὼν πόδα τῶνδε πρόβαινε,
   μήθ’ ὅρκῳ πίσυνος μήτε φιλημοσύνῃ,
μηδ’ εἰ Ζῆν’ ἐθέλῃ παρέχειν βασιλῆα μέγιστον
   ἔγγυον ἀθανάτων πιστὰ τιθεῖν ἐθέλων.

287-2928
ἐν γάρ τοι πόλει ὧδε κακοψόγῳ ἁνδάνει οὐδέν∙
   ὡς δὲ τόσως αἰεὶ πολλοὶ ἀνολβότεροι.
νῦν δὲ τὰ τῶν ἀγαθῶν κακὰ γίνεται ἐσθλὰ κακοῖσιν
   ἀνδρῶν∙ γαίονται δ’ ἐκτραπέλοισι νόμοις∙
αἰδὼς μὲν γὰρ ὄλωλεν, ἀναιδείη δὲ καὶ ὕβρις
   νικήσασα δίκην γῆν κατὰ πᾶσαν ἔχει.

293-2949
οὐδὲ λέων αἰεὶ κρέα δαίνυται, ἀλλά μιν ἔμπης
   καὶ κρατερόν περ ἐόνθ’ αἱρεῖ ἀμηχανίη.

255-256
Πιο ωραίο το πιο δίκαιο· πιο ποθητό η υγεία· μα πιο τερπνό είναι να βρεις αυτό που αγαπάς.

257-260
Ίππος είμαι εγώ καλή και αθλοφόρος, μα τον χειρότερο άνδρα κουβαλώ, κι αυτό μου προκαλεί μεγάλη στεναχώρια. Πολλές φορές το σκέφτηκα να σπάσω τα χαλινάρια και να φύγω, αφού σπρώξω τον κακό ηνίοχο.

261-266
Δεν πίνουν κρασί για χάρη μου, γιατί κάποιος άλλος, πολύ χειρότερος από μένα, στέκεται δίπλα στην τρυφερή κοπέλα· δίπλα της οι γονείς, πίνουνε κρύο νερό για μένα, κι έτσι συχνά αντλεί νερό για χάρη τους και, ενώ το μεταφέρει, για χάρη δική μου κλαίει· εκεί κι εγώ αρπάζω την κοπέλα από τη μέση, φιλί της δίνω στο λαιμό και μια γλυκιά φωνή της ξέφυγε.

267-270
Αντιληπτή η πενία, ακόμη κι όταν ανήκει σ’ άλλον· γιατί δεν έρχεται ούτε στην αγορά ούτε στα δικαστήρια· γιατί από κάθε άποψη είναι σε υποδεέστερη μοίρα, χλευάζεται τελείως, είναι απόλυτα και πάντα μισητή, όπου κι αν βρίσκεται.

271-278
Σε ίσο βαθμό έδωσαν οι θεοί τα άλλα στους θνητούς, και τα καταραμένα τα γηρατειά και τη νεότητα, και το χειρότερο απ’ όλα αυτά για τους ανθρώπους, κι από το θάνατο κι από όλες τις αρρώστιες το πιο βαρύ, είναι αφού αναθρέψεις παιδιά και όλα τα εφόδια τους δώσεις, κι αφού έδωσες χρήματα γνωρίζοντας πολλές στεναχώριες, να απεχθάνονται τα παιδιά τον πατέρα τους, να εύχονται την καταστροφή του και να τον μισούν όπως έναν φτωχό που πλησιάζει.

279-282
Είναι φυσικό ο κακός κακή γνώμη να έχει για τη δικαιοσύνη, γιατί καθόλου δεν φοβάται τη μελλοντική τιμωρία· γιατί μπορεί να αναλαμβάνει πρόχειρα πολλά ανόσια πράγματα και να νομίζει ότι τα εκτελεί σωστά.

283-286
Προχώρει, μα σε κανέναν από τούτους εδώ τους αστούς μην έχεις εμπιστοσύνη, μήτε στους όρκους τους μήτε και στη φιλία, ακόμη κι αν θελήσουν να προβάλουν ως εγγυητή τον Δία, τον μέγιστο των αθανάτων βασιλιά, θέλοντας έτσι να παρέχουν εγγυήσεις.

287-292
Σε μία πόλη τόσο φιλοκατήγορη, βέβαια, τίποτα δεν προκαλεί ευχαρίστηση· και έφθασαν τα πράγματα σε τέτοιο σημείο ώστε οι κακότυχοι και δυστυχείς να είναι πάντοτε πολλοί. Τώρα, λοιπόν, οι ατυχίες των ευγενών γίνονται ευτυχία των κατωτέρων· και χαίρονται με νόμους άνομους· χάθηκε η αιδώς, η αδιαντροπιά και η ύβρις κατατρόπωσαν τη δικαιοσύνη και κατέλαβαν όλη τη γη.

293-294
Ακόμη και το λιοντάρι δεν τρώει μόνο και πάντα κρέας, μα ακόμη κι αυτό το καταβάλλει η αμηχανία, κι ας είναι δυνατό.

.