129-130
ΠολυπαÎδη, μην Ï€ÏοσεÏχεσαι μήτε ανώτεÏος μήτε πιο πλοÏσιος να είσαι από τους άλλους· Ï„Ïχη μονάχα να υπάÏχει στον άνθÏωπο.
131-132
ΚÏÏνε, για όσους την ιεÏή δικαιοσÏνη νοιάζονται, τίποτα δεν υπάÏχει ανώτεÏο στη ζωή από τον πατÎÏα και τη μητÎÏα.
133-142
ΚÏÏνε, κανείς δεν είναι ο ίδιος αίτιος της συμφοÏάς και της ευημεÏίας, αλλά οι θεοί παÏÎχουν και το Îνα και το άλλο· και οÏτε ενεÏγεί κανείς γνωÏίζοντας αν θα γίνει τελικά κάτι καλό ή κάτι κακό. Γιατί συχνά, ενώ νομίζει ότι κάνει κάτι κακό, κάνει κάτι καλό, και πάλι ενώ νομίζει ότι κάνει κάτι καλό, κάνει κάτι κακό. ΟÏτε και συμβαίνουν σε κανÎναν όλα όσα επιθυμεί· γιατί τον κÏατά δÎσμιο η φοβεÏή και ανυπÎÏβλητη αμηχανία. Γνώμες κενÎÏ‚ Îχουμε οι άνθÏωποι, εμείς που τίποτα δεν γνωÏίζουμε· οι θεοί τα φÎÏουν όλα εις Ï€ÎÏας κατά τη βοÏλησή τους.
143-144
ÎœÎχÏι στιγμής, ΠολυπαÎδη, όσοι εξαπάτησαν άνθÏωπο ξÎνο ή ικÎτη, κανείς τους δεν διÎφυγε την Ï€Ïοσοχή των αθανάτων.
145-148
Με λίγα χÏήματα και ευσεβής να Ï€Ïοτιμάς να ζεις, ΚÏÏνε, παÏά με άδικο Ï„Ïόπο να κεÏδίζεις χÏήματα και να πλουτίζεις. Γιατί στη δικαιοσÏνη υπάÏχουν όλες οι αÏετÎÏ‚: αν είναι δίκαιος κανείς, είναι και αγαθός.
149-150
ΧÏήματα, ΚÏÏνε, δίνει ο θεός και στον πιο άθλιο απ’ τους ανθÏώπους· λίγοι, όμως, Îχουν μεÏίδιο στην αÏετή.
151-152
Την ÏβÏη, ΚÏÏνε, Îδωσε Ï€Ïώτα ο θεός στον άνθÏωπο τον ευτελή: σ’ αυτόν τόπο κανÎναν να σταθεί δεν Ï€Ïόκειται να δώσει.
153-154
Ο κόÏος γεννά την ÏβÏη, όταν πλουτίζει άνθÏωπος με ταπεινή καταγωγή και νου φυÏÏŒ.
155-158
ΠοτΠμην οÏγιστείς μαζί μου και μη με κÏίνεις για την πενία την ψυχοφθόÏο και την καταÏαμÎνη φτώχεια· γιατί ο Δίας τη ζυγαÏιά κάθε φοÏά διαφοÏετικά τη γÎÏνει, άλλοτε να πλουτίζεις κι άλλοτε τίποτα να μην Îχεις.
159-160
ΚÏÏνε, ποτΠμη λες μεγάλα λόγια· γιατί κανείς απ’ τους ανθÏώπους δεν γνωÏίζει τι φÎÏνει η νÏχτα και η ημÎÏα.
161-164
Πολλοί είναι αυτοί που Îχουν σκÎψεις άσχημες, μα δαίμονα αγαθό: γι’ αυτοÏÏ‚, αυτό που φαίνεται κακό, καλό αποβαίνει· κι υπάÏχουν κι άλλοι που μοχθοÏν με σκÎψη αγαθή και δαίμονα κακό: οι Ï€Ïάξεις τους δεν καταλήγουν πουθενά.
165-166
ΧωÏίς τη θεία βοÏληση κανείς δεν είναι πλοÏσιος, κανείς φτωχός, οÏτε χειÏότεÏος οÏτε καλÏτεÏος.
167-168
ΔιαφοÏετική η συμφοÏά που Ï€Îφτει στον καθÎνα, γιατί Ï€Ïαγματικά ευτυχισμÎνος δεν είναι κανείς απ’ τους ανθÏώπους που ζουν κάτω απ’ τον ήλιο.
169-170
Αυτόν που οι θεοί τιμοÏν τον επαινεί ακόμη κι όποιος τον κατηγοÏεί· ατελÎσφοÏη μÎνει η Ï€Ïοσπάθεια του ανθÏώπου.
171-172
Στους θεοÏÏ‚ να Ï€ÏοσεÏχεσαι: δική τους η δÏναμη· χωÏίς τους θεοÏÏ‚ τίποτα στους ανθÏώπους δεν συμβαίνει, οÏτε τα αγαθά, οÏτε οι συμφοÏÎÏ‚.