129-172, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

129-1301
μήτ’ ἀρετὴν εὔχου Πολυπαΐδη ἔξοχος εἶναι
   μήτ’ ἄφενος∙ μοῦνον δ’ ἀνδρὶ γένοιτο τύχη.

131-1322
οὐδὲν ἐν ἀνθρώποισι πατρὸς καὶ μητρὸς ἄμεινον
   ἔπλεθ’,  ὅσοις ὁσίη Κύρνε μέμηλε δίκη.

133-1423
οὐδεὶς Κύρν’ ἄτης καὶ κέρδεος αἴτιος αὐτός,
   ἀλλὰ θεοὶ τούτων δώτορες ἀμφοτέρων∙
οὐδέ τις ἀνθρώπων ἐργάζεται ἐν φρεσὶν εἰδὼς
   ἐς τέλος εἴτ’ ἀγαθὸν γίνεται εἴτε κακόν.
πολλάκι γὰρ δοκέων θήσειν κακὸν ἐσθλὸν ἔθηκεν,
   καί τε δοκῶν θήσειν ἐσθλὸν ἔθηκε κακόν.
οὐδέ τῳ ἀνθρώπων παραγίνεται ὅσσ’ ἐθέλῃσιν∙
   ἴσχει γὰρ χαλεπῆς πείρατ’ ἀμηχανίης.
ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν, εἰδότες οὐδέν∙
   θεοὶ δὲ κατὰ σφέτερον πάντα τελοῦσι νόον.

143-1444
οὐδείς πω ξεῖνον Πολυπαΐδη ἐξαπατήσας
   οὐδ’ ἱκέτην θνητῶν ἀθανάτους ἔλαθεν.  

145-1485
βούλεο δ’ εὐσεβέων ὀλίγοις σὺν χρήμασιν οἰκεῖν
   á¼¢ πλουτεῖν ἀδίκως χρήματα πασάμενος.  
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ’ ἀρετή ’στιν,
   πᾶς δέ Ï„’ ἀνὴρ ἀγαθὸς Κύρνε δίκαιος ἐών.

149-1506
χρήματα μὲν δαίμων καὶ παγκάκῳ ἀνδρὶ δίδωσιν
   Κύρν’∙ ἀρετῆς δ’ ὀλίγοις ἀνδράσι μοῖρ’ ἕπεται.

151-1527
ὕβριν Κύρνε θεὸς πρῶτον κακῷ ὤπασεν ἀνδρί,
   οὗ μέλλει χώρην μηδεμίαν θέμεναι.

153-1548
τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται
   ἀνθρώπωι καὶ ὅτωι μὴ νόος ἄρτιος á¾–.

155-1589
μήποτέ μοι πενίην θυμοφθόρον ἀνδρὶ χαλεφθεὶς
   μηδ’ ἀχρησμοσύνην οὐλομένην πρόφερε∙
Ζεὺς γάρ τοι τὸ τάλαντον ἐπιρρέπει ἄλλοτε ἄλλως,
   ἄλλοτε μὲν πλουτεῖν, ἄλλοτε μηδὲν ἔχειν.

159-16010
μήποτε Κύρν’ ἀγορᾶσθαι ἔπος μέγα∙ οἶδε γὰρ οὐδεὶς
   ἀνθρώπων ὅτι νὺξ χἠμέρη ἀνδρὶ τελεῖ.

161-16411
πολλοί τοι χρῶνται δειλαῖς φρεσί, δαίμονι δ’ ἐσθλῷ,
   οἷς τὸ κακὸν δοκέον γίνεται εἰς ἀγαθόν∙
εἰσὶν δ’ οἳ βουλῇ Ï„’ ἀγαθῇ καὶ δαίμονι δειλῷ
   μοχθίζουσι, τέλος δ’ ἔργμασιν οὐχ ἕπεται.  

165-16612
οὐδεὶς ἀνθρώπων οὔτ’ ὄλβιος οὔτε πενιχρὸς
   οὔτε κακὸς νόσφιν δαίμονος οὔτ’ ἀγαθός.

167-16813
ἄλλ’ ἄλλῳ κακόν ἐστι, τὸ δ’ ἀτρεκὲς ὄλβιος οὐδεὶς
   ἀνθρώπων ὁπόσους ἠέλιος καθορᾷ.

169-17014
ὃν δὲ θεοὶ τιμῶσιν, ὁ καὶ μωμεύμενος αἰνεῖ∙
   ἀνδρὸς δὲ σπουδὴ γίνεται οὐδεμία.

171-17215
θεοῖς εὔχου, θεοῖς οἷσιν ἔπι κράτος∙ οὔτοι ἄτερ θεῶν
   γίνεται ἀνθρώποις οὔτ’ ἀγάθ’ οὔτε κακά.

129-130
Πολυπαΐδη, μην προσεύχεσαι μήτε ανώτερος μήτε πιο πλούσιος να είσαι από τους άλλους· τύχη μονάχα να υπάρχει στον άνθρωπο.

131-132
Κύρνε, για όσους την ιερή δικαιοσύνη νοιάζονται, τίποτα δεν υπάρχει ανώτερο στη ζωή από τον πατέρα και τη μητέρα.

133-142
Κύρνε, κανείς δεν είναι ο ίδιος αίτιος της συμφοράς και της ευημερίας, αλλά οι θεοί παρέχουν και το ένα και το άλλο· και ούτε ενεργεί κανείς γνωρίζοντας αν θα γίνει τελικά κάτι καλό ή κάτι κακό. Γιατί συχνά, ενώ νομίζει ότι κάνει κάτι κακό, κάνει κάτι καλό, και πάλι ενώ νομίζει ότι κάνει κάτι καλό, κάνει κάτι κακό. Ούτε και συμβαίνουν σε κανέναν όλα όσα επιθυμεί· γιατί τον κρατά δέσμιο η φοβερή και ανυπέρβλητη αμηχανία. Γνώμες κενές έχουμε οι άνθρωποι, εμείς που τίποτα δεν γνωρίζουμε· οι θεοί τα φέρουν όλα εις πέρας κατά τη βούλησή τους.

143-144
Μέχρι στιγμής, Πολυπαΐδη, όσοι εξαπάτησαν άνθρωπο ξένο ή ικέτη, κανείς τους δεν διέφυγε την προσοχή των αθανάτων.

145-148
Με λίγα χρήματα και ευσεβής να προτιμάς να ζεις, Κύρνε, παρά με άδικο τρόπο να κερδίζεις χρήματα και να πλουτίζεις. Γιατί στη δικαιοσύνη υπάρχουν όλες οι αρετές: αν είναι δίκαιος κανείς, είναι και αγαθός.

149-150
Χρήματα, Κύρνε, δίνει ο θεός και στον πιο άθλιο απ’ τους ανθρώπους· λίγοι, όμως, έχουν μερίδιο στην αρετή.

151-152
Την ύβρη, Κύρνε, έδωσε πρώτα ο θεός στον άνθρωπο τον ευτελή: σ’ αυτόν τόπο κανέναν να σταθεί δεν πρόκειται να δώσει.

153-154
Ο κόρος γεννά την ύβρη, όταν πλουτίζει άνθρωπος με ταπεινή καταγωγή και νου φυρό.

155-158
Ποτέ μην οργιστείς μαζί μου και μη με κρίνεις για την πενία την ψυχοφθόρο και την καταραμένη φτώχεια· γιατί ο Δίας τη ζυγαριά κάθε φορά διαφορετικά τη γέρνει, άλλοτε να πλουτίζεις κι άλλοτε τίποτα να μην έχεις.

159-160
Κύρνε, ποτέ μη λες μεγάλα λόγια· γιατί κανείς απ’ τους ανθρώπους δεν γνωρίζει τι φέρνει η νύχτα και η ημέρα.

161-164
Πολλοί είναι αυτοί που έχουν σκέψεις άσχημες, μα δαίμονα αγαθό: γι’ αυτούς, αυτό που φαίνεται κακό, ÎºÎ±Î»ÏŒ Î±Ï€Î¿Î²Î±Î¯Î½ÎµÎ¹· κι υπάρχουν κι άλλοι που μοχθούν με σκέψη αγαθή και δαίμονα κακό: οι πράξεις τους δεν καταλήγουν πουθενά.

165-166
Χωρίς τη θεία βούληση κανείς δεν είναι πλούσιος, κανείς φτωχός, ούτε χειρότερος ούτε καλύτερος.

167-168
Διαφορετική η συμφορά που πέφτει στον καθένα, γιατί πραγματικά ευτυχισμένος δεν είναι κανείς απ’ τους ανθρώπους που ζουν κάτω απ’ τον ήλιο.

169-170
Αυτόν που οι θεοί τιμούν τον επαινεί ακόμη κι όποιος τον κατηγορεί· ατελέσφορη μένει η προσπάθεια του ανθρώπου.

171-172
Στους θεούς να προσεύχεσαι: δική τους η δύναμη· χωρίς τους θεούς τίποτα στους ανθρώπους δεν συμβαίνει, ούτε τα αγαθά, ούτε οι συμφορές.