69-72
ΚÏÏνε, όταν σκοπεÏεις κάποια σπουδαία υπόθεση να φÎÏεις εις Ï€ÎÏας, ποτΠμην συμβουλεÏεσαι με εμπιστοσÏνη άνθÏωπο φαÏλο, μα άνδÏα ευγενή να αναζητήσεις και να Ï€Ïοτιμάς και Ï€Î¿Î»Ï Î½Î± κοπιάσεις και δÏόμο μακÏÏ Î½Î± πεÏάσεις, ΚÏÏνε.
73-74
Τις δουλειÎÏ‚ σου οÏτε με τους φίλους σου να μην τις μοιÏάζεσαι τελείως· λίγοι ανάμεσα στους πολλοÏÏ‚ είναι εμπιστοσÏνης.
75-76
Τα μεγάλα ÎÏγα να τα επιχειÏείς σε λίγους δείχνοντας εμπιστοσÏνη, για να μη βÏεις κάποια στιγμή, ΚÏÏνε, αγιάτÏευτη στεναχώÏια.
77-78
Στην ÏŽÏα της σκληÏής διχοστασίας, ΚÏÏνε, ο άνθÏωπος που είναι Îμπιστος αξίζει όσο ο χÏυσός και το ασήμι.
79-82
Λίγους απ’ τους συντÏόφους σου θα βÏεις, ΠολυπαÎδη, να αποδεικνÏονται πιστοί στις δÏσκολες στιγμÎÏ‚, που θα τολμοÏσαν, με φÏόνημα όμοιο με το δικό σου, να συμμετÎχουν σε αγαθά εξίσου και σε συμφοÏÎÏ‚.
83-86
Και σ’ όλο τον κόσμο να Îψαχνες, ανθÏώπους με αιδώ στα λόγια και στα μάτια, που να μη σÎÏνονται από το κÎÏδος σε Ï€Ïάξεις αδιάντÏοπες, δεν θα μποÏοÏσες να βÏεις πεÏισσότεÏους απ’ όσους χωÏοÏν σε Îνα πλοίο.
87-92
Μη μ’ αγαπάς στα λόγια, και στÏÎφεις το νου και το μυαλό σου αλλοÏ, αν είσαι φίλος και είναι η σκÎψη σου Îμπιστη. Ή θα είσαι φίλος με σκÎψη καθαÏή, ή άφησΠμε και μίσησΠμε, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Ïώτα στα φανεÏά φιλονικήσεις μαζί μου. Όποιος με μια κουβÎντα τη σκÎψη του μοιÏάζει στα δÏο, αυτός είναι σÏντÏοφος φοβεÏός, ΚÏÏνε· εχθÏός Ï€ÏοτιμότεÏος παÏά φίλος.
93-100
Αν κάποιος σε επαινÎσει για τόσον καιÏÏŒ όσο τον βλÎπεις, μα σε κακολογήσει σαν απομακÏυνθείς, αυτός ο σÏντÏοφος, βÎβαια, δεν είναι και Ï€Î¿Î»Ï ÎºÎ±Î»ÏŒÏ‚ φίλος, που ευχάÏιστα λόγια θα πει, μα σκÎφτεται άλλα. Μα εγώ για φίλο μου μακάÏι να είχα εκείνον που ξÎÏει τον σÏντÏοφο και τον Îχει σαν αδεÏφό, ακόμη και όταν η διάθεσή του είναι βαÏιά. Κι εσÏ, φίλε μου, σε παÏακαλώ, Îχε τα τοÏτα στο μυαλό σου, και θα με θυμηθείς κάποια στιγμή στο μÎλλον.
101-112
ΚÏÏνε, κανείς να μη σε πείσει να γίνεις φίλος ανθÏώπου φαÏλου· ποιο το όφελος στη φιλία άθλιου ανθÏώπου; ΟÏτε από πόνο φοβεÏÏŒ και συμφοÏά θα σ’ Îσωζε, οÏτε κι αν είχε κάτι καλό θα ήθελε μαζί σου να το μοιÏαστεί. Μάταιη Ï€Î¿Î»Ï Î· γενναιοδωÏία Î±Ï…Ï„Î¿Ï Ï€Î¿Ï… τους αθλίους ευεÏγετεί· όμοια σαν να σπÎÏνει τη βαθιά γκÏίζα θάλασσα· γιατί, οÏτε αν σπείÏεις τη θάλασσα θα Îχεις πλοÏσια σοδειά, οÏτε αν ευεÏγετήσεις τους φαÏλους θα βÏεις κάποια ανταπόδοση. Γιατί Îχουν άπληστο νου οι ταπεινοί· στο Ï€Ïώτο λάθος σβήνει η φιλία για όλα όσα Ï€Ïοηγήθηκαν· οι ευγενείς, όμως, όταν ευεÏγετοÏνται χαίÏονται την πιο μεγάλη χαÏά και θυμοÏνται και τα αγαθά και την ευγνωμοσÏνη.
113-114
ΠοτΠμην κάνεις σÏντÏοφο τον άνθÏωπο τον ευτελή, αλλά να τον αποφεÏγεις όμοια όπως το κακό λιμάνι.
115-116
Πολλοί είναι σÏντÏοφοι στο ποτό και το φαÎ, λιγότεÏοι, όμως, στις σοβαÏÎÏ‚ τις υποθÎσεις.
117-118
Τίποτε δεν είναι πιο δυσδιάκÏιτο, ΚÏÏνε, από τον κίβδηλο άνθÏωπο· από αυτόν Ï€ÏÎπει το πιο Ï€Î¿Î»Ï Î½Î± φυλάγεται κανείς
119-128
Τη συμφοÏά του κίβδηλου χÏÏ…ÏƒÎ¿Ï ÎºÎ±Î¹ του αÏγÏÏου μποÏεί κανείς να την αντÎξει, ΚÏÏνε, κι εκείνος που γνωÏίζει εÏκολα μποÏεί να τα ανακαλÏψει· αν, όμως, είναι η σκÎψη του φίλου, κÏυφά μÎσα στα στήθη του, ψεÏτικη, κι είναι η καÏδιά του δόλια, αυτό είναι ÏŒ,τι πιο κίβδηλο Îκανε ο θεός για τους ανθÏώπους, και είναι αυτό το πιο στενάχωÏο απ’ όλα να γνωÏίσεις. Γιατί δεν θα μποÏοÏσες να γνωÏίζεις ποια είναι η σκÎψη ενός ανθÏώπου, άνδÏα ή γυναίκας, Ï€ÏÎ¿Ï„Î¿Ï Ï„Î¿Ï…Ï‚ δοκιμάσεις όπως δοκιμάζεις το υποζÏγιο, οÏτε και θα μποÏοÏσες να μαντÎψεις Ï€Ïιν ÎÏθει η κατάλληλη στιγμή. Γιατί πολλÎÏ‚ φοÏÎÏ‚ τα φαινόμενα εξαπατοÏν την κÏίση.