53-681
ΚÏÏνε, πόλις μὲν ἔθ’ ἥδε πόλις, λαοὶ δὲ δὴ ἄλλοι,
οἳ Ï€Ïόσθ’ οὔτε δίκας ᾔδεσαν οὔτε νόμους,
ἀλλ’ ἀμφὶ πλευÏαῖσι δοÏá½°Ï‚ αἰγῶν κατÎÏ„Ïιβον,
ἔξω δ’ ὥστ’ ἔλαφοι τῆσδ’ á¼Î½Îμοντο πόλεος.
καὶ νῦν εἰσ’ ἀγαθοὶ ΠολυπαÎδη∙ οἱ δὲ Ï€Ïὶν á¼ÏƒÎ¸Î»Î¿á½¶
νῦν δειλοί. τίς κεν ταῦτ’ ἀνÎχοιτ’ á¼ÏƒÎ¿Ïῶν;...
ἀλλήλους δ’ ἀπατῶσιν á¼Ï€’ ἀλλήλοισι γελῶντες,
οὔτε κακῶν γνώμας εἰδότες οὔτ’ ἀγαθῶν.
μηδÎνα τῶνδε φίλον ποιεῦ ΠολυπαÎδη ἀστῶν
á¼Îº θυμοῦ χÏείης οὕνεκα μηδεμιῆς∙
ἀλλὰ δόκει μὲν πᾶσιν ἀπὸ γλώσσης φίλος εἶναι,
χÏῆμα δὲ συμμείξῃς μηδενὶ μηδ’ á½Ï„ιοῦν
σπουδαῖον∙ γνώσῃ Î³á½°Ï á½€Î¹Î¶Ï…Ïῶν φÏÎνας ἀνδÏῶν,
ὥς σφιν á¼Ï€’ á¼”Ïγοισιν πίστις ἔπ’ οá½Î´ÎµÎ¼Î¯Î±,
ἀλλὰ δόλους ἀπάτας τε πολυπλοκίας Ï„’ á¼Ï†Î¯Î»Î·ÏƒÎ±Î½
οὕτως ὡς ἄνδÏες μηκÎτι σῳζόμενοι.2
|
53-68
ΚÏÏνε, η πόλη, βÎβαια, είναι ακόμη η ίδια πόλη, μα ο λαός της είναι άλλος, αυτοί που Ï€Ïιν δεν γνώÏιζαν οÏτε δικαιοσÏνη οÏτε νόμους, αλλά Îλιωναν πάνω στα πλευÏά τους τις Ï€ÏοβιÎÏ‚, και ζοÏσαν Îξω από την πόλη αυτή σαν τα ελάφια. Και Ï„ÏŽÏα είναι ευγενείς, ΠολυπαÎδη· και όσοι ήταν ευγενείς, άθλιοι Ï„ÏŽÏα. Ποιος θα μποÏοÏσε να το ανεχτεί να βλÎπει Ï„Îτοια Ï€Ïάγματα; ... ΕξαπατοÏν ο Îνας τον άλλο, γελοÏν ο Îνας εις βάÏος του άλλου, γιατί τα γνωÏίσματα δεν γνωÏίζουν οÏτε των ευγενών οÏτε των φαÏλων. Από αυτοÏÏ‚ τους αστοÏÏ‚, ΠολυπαÎδη, κανÎναν μην κάνεις φίλο σου ολόψυχα, και σε καμία ανάγκη· αλλά σε όλους να φαίνεσαι φίλος στα λόγια, μα μαζί τους μη μοιÏαστείς καμία σοβαÏή υπόθεση· γιατί θα γνωÏίσεις τότε ποιος είναι ο νους ανδÏών που είναι άθλιοι και πως στις Ï€Ïάξεις τους εμπιστοσÏνη καμία δεν υπάÏχει, αλλά τους δόλους αγαποÏν και τις απάτες και τις λοβιτοÏÏες, σαν άνθÏωποι που δεν Ï€Ïόκειται πλÎον να σωθοÏν.
|