1203-1206
Δεν θα πάω, οÏτε και το όνομά του θα φωνάξω. ΟÏτε και θα θÏηνήσω όταν ο Ï„ÏÏαννος στον τάφο του, κάτω απ’ τη γη, θα πάει, και οÏτε και εκείνος θα στεναχωÏιόταν αν Ï€Îθαινα εγώ, οÏτε θα Îκλαιγε με μαÏÏο δάκÏÏ….
1207-1208
ΟÏτε σε εμποδίζουμε να διασκεδάσεις μαζί μας, οÏτε σε Ï€ÏοσκαλοÏμε· ευχάÏιστος είσαι όταν είσαι εδώ, κι αξιαγάπητος όταν απουσιάζεις.
1209-1210
Αίθων ονομάζομαι από τη γÎννησή μου, και κατοικώ στην καλοτειχισμÎνη της Θήβας πόλη, διωγμÎνος από την πατÏίδα μου.
1211-1216
Μη Ï€Ïοσβάλλεις τους γονείς μου, ΑÏγυÏή, παίζοντας επιπόλαια μαζί μου· γιατί ÎµÏƒÏ Ï‰Ï‚ δοÏλα υποφÎÏεις, κι εγώ, γυναίκα, άλλες γνωÏίζω συμφοÏÎÏ‚ πολλÎÏ‚, γιατί απ’ την πατÏίδα μου με διώξανε, μα τη σκληÏή δουλεία δεν τη γνωÏίζω, κι οÏτε και Ï€Ïόκειται να πουληθώ· Îχω, βÎβαια, κι εγώ πόλη όμοÏφη, που βÏίσκεται κοντά στην πεδιάδα της Λήθης.
1217-1218
ΚÏÏνε, [ποτÎ] να μη γελάσουμε, με τα δικά μας αγαθά χαÏοÏμενοι, ενώ καθόμαστε δίπλα σε άνθÏωπο που κλαίει.
1219-1220
ΔÏσκολο είναι, ΚÏÏνε, να εξαπατήσεις άνθÏωπο μισητό και δυσμενή· μα για τον φίλο εÏκολο είναι τον φίλο να εξαπατά.
1221-1222
ΚÏÏνε, όταν η κÏίση είναι ταÏαγμÎνη, ο λόγος συνηθίζει να Ï€Ïοκαλεί στους ανθÏώπους πολλά ολισθήματα.
1223-1224
ΚÏÏνε, τίποτα δεν είναι πιο άδικο απ’ την οÏγή: τον οÏγισμÎνο βλάπτει, Ï€ÏοσφÎÏοντας χάÏες άθλιες στην ψυχή του.
1225-1226
ΚÏÏνε, τίποτα δεν είναι πιο γλυκό από την καλή γυναίκα· μάÏÏ„Ï…Ï‚ εγώ, και γίνε μάÏÏ„Ï…Ï‚ δικός μου κι ÎµÏƒÏ Ï€Ï‰Ï‚ λÎω την αλήθεια.
1229-1230
Με Îχει καλÎσει ήδη σπίτι ο θάλασσιος νεκÏός, που, αν και νεκÏός, μιλά με στόμα ζωντανοÏ.