1203-1230, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

 

1203-1206
οὐκ εἶμ’, οὐδ’ ὑπ’ ἐμοῦ κεκλήσεται. οὐδ’ ἐπὶ τύμβωι
οἰμωχθεὶς ὑπὸ γῆν εἶσι τύραννος ἀνήρ,
οὐδ’ ἂν ἐκεῖνος ἐμοῦ τεθνηότος οὔτ’ ἀνιῶιτο
οὔτε κατὰ βλεφάρων θερμὰ βάλοι δάκρυα.

1207-1208
οὔτέ σε κωμάζειν ἀπερύκομεν οὔτε καλοῦμεν∙
ἁρπαλέος παρεών, καὶ φίλος εὖτ’ ἂν ἀπῆις.

1209-1210
Αἴθων μὲν γένος εἰμί, πόλιν δ’ εὐτείχεα Θήβην
οἰκῶ, πατρώιας γῆς ἀπερυκόμενος.

1211-1216
μή μ’ ἀφελῶς παίζουσα φίλους δένναζε τοκῆας
Ἀργυρί∙ σοὶ μὲν γὰρ δούλιον ἦμαρ ἔπι,
ἡμῖν δ’ ἄλλα μέν ἐστι γύναι κακὰ πόλλ’, ἐπεὶ ἐκ γῆς
φεύγομεν, ἀργαλέη δ’ οὐκ ἔπι δουλοσύνη,
οὔθ’ ἡμᾶς περνᾶσι∙ πόλις γε μέν ἐστι καὶ ἡμῖν
καλή, Ληθαίωι κεκλιμένη πεδίωι.

1217-1218
[μήποτε] πὰρ κλαίοντα καθεζόμενοι γελάσωμεν
τοῖς αὐτῶν ἀγαθοῖς Κύρν’ ἐπιτερπόμενοι.

1219-1220
ἐχθρὸν μὲν χαλεπὸν καὶ δυσμενῆ ἐξαπατῆσαι
Κύρνε∙ φίλον δὲ φίλωι ῥάιδιον ἐξαπατᾶν.

1221-1222
πολλὰ φέρειν εἴωθε λόγος θνητοῖσι βροτοῖσιν
πταίσματα τῆς γνώμης Κύρνε ταρασσομένης.

1223-1224
οὐδὲν Κύρν’ ὀργῆς ἀδικώτερον, á¼£ τὸν ἔχοντα 
πημαίνει θυμῶι δειλὰ χαριζομένη.

1225-1226
οὐδὲν Κύρν’ ἀγαθῆς γλυκερώτερόν ἐστι γυναικός∙
μάρτυς ἐγώ, σὺ δ’ ἐμοὶ γίνου ἀληθοσύνης.

1229-1230
ἤδη γάρ με κέκληκε θαλάσσιος οἴκαδε νεκρός,
τεθνηκὼς ζωῶι φθεγγόμενος στόματι.

1203-1206
Δεν θα πάω, ούτε και το όνομά του θα φωνάξω. Ούτε και θα θρηνήσω όταν ο τύραννος στον τάφο του, κάτω απ’ τη γη, θα πάει, και ούτε και εκείνος θα στεναχωριόταν αν πέθαινα εγώ, ούτε θα έκλαιγε με μαύρο δάκρυ.

1207-1208
Ούτε σε εμποδίζουμε να διασκεδάσεις μαζί μας, ούτε σε προσκαλούμε· ευχάριστος είσαι όταν είσαι εδώ, κι αξιαγάπητος όταν απουσιάζεις.

1209-1210
Αίθων ονομάζομαι από τη γέννησή μου, και κατοικώ στην καλοτειχισμένη της Θήβας πόλη, διωγμένος από την πατρίδα μου.

1211-1216
Μη προσβάλλεις τους γονείς μου, Αργυρή, παίζοντας επιπόλαια μαζί μου· γιατί εσύ ως δούλα υποφέρεις, κι εγώ, γυναίκα, άλλες γνωρίζω συμφορές πολλές, γιατί απ’ την πατρίδα μου με διώξανε, μα τη σκληρή δουλεία δεν τη γνωρίζω, κι ούτε και πρόκειται να πουληθώ· έχω, βέβαια, κι εγώ πόλη όμορφη, που βρίσκεται κοντά στην πεδιάδα της Λήθης.

1217-1218
Κύρνε, [ποτέ] να μη γελάσουμε, με τα δικά μας αγαθά χαρούμενοι, ενώ καθόμαστε δίπλα σε άνθρωπο που κλαίει.

1219-1220
Δύσκολο είναι, Κύρνε, να εξαπατήσεις άνθρωπο μισητό και δυσμενή· μα για τον φίλο εύκολο είναι τον φίλο να εξαπατά.

1221-1222
Κύρνε, όταν η κρίση είναι ταραγμένη, ο λόγος συνηθίζει να προκαλεί στους ανθρώπους πολλά ολισθήματα.

1223-1224
Κύρνε, τίποτα δεν είναι πιο άδικο απ’ την οργή: τον οργισμένο βλάπτει, προσφέροντας χάρες άθλιες στην ψυχή του.

1225-1226
Κύρνε, τίποτα δεν είναι πιο γλυκό από την καλή γυναίκα· μάρτυς εγώ, και γίνε μάρτυς δικός μου κι εσύ πως λέω την αλήθεια.

1229-1230
Με έχει καλέσει ήδη σπίτι ο θάλασσιος νεκρός, που, αν και νεκρός, μιλά με στόμα ζωντανού.