1178a-1178b ≈ 555-556
Αυτός που η καÏδιά του γνωÏίζει πόνο δÏσκολο Ï€ÏÎπει να δείχνει θάÏÏος, κι απ’ τους θεοÏÏ‚ τους αθανάτους να ζητεί τη λÏÏ„Ïωση.
1179-1180
ΚÏÏνε, τους θεοÏÏ‚ να σÎβεσαι και να φοβάσαι· γιατί τοÏτο εμποδίζει τον άνθÏωπο και από Ï€Ïάξεις και από λόγους ασεβείς.
1181-1182
Τον Ï„ÏÏαννο που τον λαό κατατÏώγει ανάτÏεψΠτον με όποιον Ï„Ïόπο θÎλεις· καθόλου δεν θα αγανακτήσουν οι θεοί.
1182-1184b ≈ 367-368
ΚÏÏνε, η φθονεÏή η κατηγόÏια κÏÎμεται πάνω από όλους τους ανθÏώπους, όσους φωτίζει με τις αχτίδες του ο ήλιος· δεν μποÏÏŽ να καταλάβω πώς σκÎφτονται οι πολίτες· δεν τους ευχαÏιστώ οÏτε με καλÎÏ‚ οÏτε με άσχημες Ï€Ïάξεις.
1185-1186
Αγαθό ο νους, και ο λόγος· λίγοι, όμως, τα διαθÎτουν και τα δÏο και τα ελÎγχουν.
1187-1190
Κανείς δεν θα μποÏοÏσε να αποφÏγει τον θάνατο, οÏτε και τη βαÏιά την κακοδαιμονία, ακόμη κι αν πληÏώσει, αν δεν θÎσει το Ï„Îλος η μοίÏα, οÏτε και τις φÏοντίδες θα μποÏοÏσε κάποιος θνητός και με δώÏα ακόμη να ξεφÏγει, όταν ο θεός στÎλνει δυσκολίες.
1191-1194
Δεν θÎλω σε θÏόνο βασιλικό να κάθομαι Î±Ï†Î¿Ï Ï€ÎµÎ¸Î¬Î½Ï‰, μα όσο ζω κάτι αγαθό να Ï„Ïχει. Για τον νεκÏÏŒ οι ασπάλαθοι στÏώνονται όμοια όπως Îνα χαλί· σκληÏÏŒ ή μαλακό, του είναι αδιάφοÏο.
1195-1196
ÎŒÏκους ψευδείς Ï€Ïος τους θεοÏÏ‚ να μην οÏκίζεσαι· γιατί δεν είναι ανεκτό το χÏÎος το οφειλόμενο απ’ τους θεοÏÏ‚ να κÏÏβεις.
1197-1202
Γιε του ΠολÏπαου, άκουσα τη φωνή Ï€Î¿Ï…Î»Î¹Î¿Ï Ï€Î¿Ï… ÎκÏωζε δυνατά, κι ήÏθε να αναγγείλει την εποχή του οÏγώματος· και την καÏδιά μου τη σκοτεινή την Îπληξε, γιατί σε άλλων χÎÏια βÏίσκονται οι ολάνθιστοί μου οι αγÏοί, και τα υποζÏγια δεν σÎÏνουν πια για μÎνα το κυÏÏ„ÏŒ το άÏοτÏο, λόγω της άλλης Îγνοιας, της ναυτιλίας.