1178a-1202, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

1178a-1178b
τολμᾶν χρὴ χαλεποῖσιν ἐπ’ ἄλγεσιν ἢτον ἔχοντα,  
πρὸς δὲ θεῶν αἰτεῖν ἔκλυσιν ἀθανάτων.    

1179-1180
Κύρνε, θεοὺς αἰδοῦ καὶ δείδιθι∙ τοῦτο γὰρ ἄνδρα
εἴργει μήτ’ ἔρδειν μήτε λέγειν ἀσεβῆ.

1181-1182
δημοφάγον δὲ τύραννον ὅπως ἐθέλεις κατακλῖναι∙
οὐ νέμεσις πρὸς θεῶν γίνεται οὐδεμία.

1183-1184b
οὐδένα Κύρν’ αὐγαὶ φαεσιμβρότου ἠελίοιο
ἄνδρ’ ἐφορῶσ’ ὧι μὴ μῶμος ἐπικρέμαται∙
ἀστῶν δ’ οὐ δύναμι γνῶναι νόον ὅντιν’ ἔχουσιν∙  
οὔτε γὰρ εὖ ἔρδων ἁνδάνω οὔτε κακῶς.   

1185-1186
νοῦς ἀγαθόν, καὶ γλῶσσα∙ Ï„á½° δ’ ἐν παύροισι πέφυκεν
ἀνδράσιν οἳ τούτων ἀμφοτέρων ταμίαι.

1187-1190
οὔτις ἄποινα διδοὺς θάνατον φύγοι οὐδὲ βαρεῖαν
δυστυχίην, εἰ μὴ μοῖρ’ ἐπὶ τέρμα βάλοι,
οὐδ’ ἂν δυσφροσύνας, ὅτε δὴ θεὸς ἄλγεα πέμπηι,
θνητὸς ἀνὴρ δώροις βουλόμενος προφυγεῖν.

1191-1194
οὐκ ἔραμαι κλισμῶι βασιληΐωι ἐγκατακεῖσθαι
τεθνεώς, ἀλλά τί μοι ζῶντι γένοιτ’ ἀγαθόν.
ἀσπάλαθοι δὲ τάπησιν ὁμοῖον στρῶμα θανόντι∙
τῶι ξυνόν, σκληρὸν γίνεται ἦ μαλακόν.

1195-1196
μή τι θεοὺς ἐπίορκον ἐπόμνυθι∙ οὐ γὰρ ἀνεκτὸν
ἀθανάτους κρύψαι χρεῖος ὀφειλόμενον.

1197-1202
ὄρνιθος φωνὴν Πολυπαΐδη ὀξὺ βοώσης
ἤκουσ’, á¼¥ τε βροτοῖς ἄγγελος ἦλθ’ ἀρότου
ὡραίου∙ καί μοι κραδίην ἐπάταξε μέλαιναν,
ὅττί μοι εὐανθεῖς ἄλλοι ἔχουσιν ἀγρούς,
οὐδέ μοι ἡμίονοι κυφὸν ἕλκουσιν ἄροτρον
†Ï„ῆς ἄλλης μνηστῆς† εἵνεκα ναυτιλίης.

1178a-1178b ≈ 555-556
Αυτός που η καρδιά του γνωρίζει πόνο δύσκολο πρέπει να δείχνει θάρρος, κι απ’ τους θεούς τους αθανάτους να ζητεί τη λύτρωση.

1179-1180
Κύρνε, τους θεούς να σέβεσαι και να φοβάσαι· γιατί τούτο εμποδίζει τον άνθρωπο και από πράξεις και από λόγους ασεβείς.

1181-1182
Τον τύραννο που τον λαό κατατρώγει ανάτρεψέ τον με όποιον τρόπο θέλεις· καθόλου δεν θα αγανακτήσουν οι θεοί.

1182-1184b ≈ 367-368
Κύρνε, η φθονερή η κατηγόρια κρέμεται πάνω από όλους τους ανθρώπους, όσους φωτίζει με τις αχτίδες του ο ήλιος· δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτονται οι πολίτες· δεν τους ευχαριστώ ούτε με καλές ούτε με άσχημες πράξεις.

1185-1186
Αγαθό ο νους, και ο λόγος· λίγοι, όμως, τα διαθέτουν και τα δύο και τα ελέγχουν.

1187-1190
Κανείς δεν θα μπορούσε να αποφύγει τον θάνατο, ούτε και τη βαριά την κακοδαιμονία, ακόμη κι αν πληρώσει, αν δεν θέσει το τέλος η μοίρα, ούτε και τις φροντίδες θα μπορούσε κάποιος θνητός και με δώρα ακόμη να ξεφύγει, όταν ο θεός στέλνει δυσκολίες.

1191-1194
Δεν θέλω σε θρόνο βασιλικό να κάθομαι αφού πεθάνω, μα όσο ζω κάτι αγαθό να τύχει. Για τον νεκρό οι ασπάλαθοι στρώνονται όμοια όπως ένα χαλί· σκληρό ή μαλακό, του είναι αδιάφορο. 

1195-1196
Όρκους ψευδείς προς τους θεούς να μην ορκίζεσαι· γιατί δεν είναι ανεκτό το χρέος το οφειλόμενο απ’ τους θεούς να κρύβεις.

1197-1202
Γιε του Πολύπαου, άκουσα τη φωνή πουλιού που έκρωζε δυνατά, κι ήρθε να αναγγείλει την εποχή του οργώματος· και την καρδιά μου τη σκοτεινή την έπληξε, γιατί σε άλλων χέρια βρίσκονται οι ολάνθιστοί μου οι αγροί, και τα υποζύγια δεν σέρνουν πια για μένα το κυρτό το άροτρο, λόγω της άλλης έγνοιας, της ναυτιλίας.