1135-1162, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

1135-1150
Ἐλπὶς ἐν ἀνθρώποισι μόνη θεὸς ἐσθλὴ ἔνεστιν,
ἄλλοι δ’ Οὔλυμπόν<δ’>  ἐκπρολιπόντες ἔβαν.
ὤιχετο μὲν Πίστις, μεγάλη θεός, ὤιχετο δ’ ἀνδρῶν
Σωφροσύνη, Χάριτές Ï„’ ὦ φίλε γῆν ἔλιπον∙
ὅρκοι δ’ οὐκέτι πιστοὶ ἐν ἀνθρώποισι δίκαιοι,
οὐδὲ θεοὺς οὐδεὶς ἅζεται ἀθανάτους,
εὐσεβέων δ’ ἀνδρῶν γένος ἔφθιτο, οὐδὲ θέμιστας
οὐκέτι γινώσκουσ’ οὐδὲ μὲν εὐσεβίας.
ἀλλ’ ὄφρά τις ζώει καὶ ὁρᾶι φάος ἠελίοιο
εὐσεβέων περὶ θεούς, ἐλπίδα προσμενέτω∙
εὐχέσθω δὲ θεοῖσι, καὶ ἀγλαὰ μηρία καίων
Ἐλπίδι τε πρώτηι καὶ πυμάτηι θυέτω.
φραζέσθω δ’ ἀδίκων ἀνδρῶν σκολιὸν λόγον αἰεί,
οἳ θεῶν ἀθανάτων οὐδὲν ὀπιζόμενοι
αἰὲν ἐπ’ ἀλλοτρίοις κτεάνοις ἐπέχουσι νόημα,
αἰσχρὰ κακοῖς ἔργοις σύμβολα θηκάμενοι.

1151-1152
μήποτε τὸν παρεόντα μεθεὶς φίλον ἄλλον ἐρεύνα  
δειλῶν ἀνθρώπων ῥήμασι πειθόμενος.            

1153-1154
εἴη μοι πλουτεῦντι κακῶν ἀπάτερθε μεριμνέων
ζώειν ἀβλαβέως μηδὲν ἔχοντι κακόν.

1155-1156
οὐκ ἔραμαι πλουτεῖν οὐδ’ εὔχομαι, ἀλλά μοι εἴη
ζῆν ἀπὸ τῶν ὀλίγων μηδὲν ἔχοντι κακόν.

1157-1160
<πλοῦτος καὶ σοφίη θνητοῖς ἀμαχώτατοι αἰεί∙
οὔτε γὰρ ἂν πλούτου θυμὸν ὑπερκορέσαις∙>
ὣς δ’ αὔτως σοφίην ὁ σοφώτατος οὐκ ἀποφεύγει,
ἀλλ’ ἔραται, θυμὸν δ’ οὐ δύναται τελέσαι.

1160a-1160b
ὠνέο σοι νῦν ἄλλον∙ ἐμοί γε μὲν οὔ τις ἀνάγκη 
ταῦτ’ ἔρδειν∙ τῶν μοι πρόσθε χάριν τίθεσο.   

1161-1162
οὐδένα θησαυρὸν παισὶν καταθήσει ἀμείνω 
αἰδοῦς, ἢν ἀγαθοῖς ἀνδράσι Κύρνε διδῶις.   

1135-1150
Η Ελπίδα είναι η μόνη αγαθή θεά που υπάρχει στον κόσμο, γιατί οι άλλοι θεοί άφησαν τους ανθρώπους κι έφυγαν στον Όλυμπο. Έφυγε η Εμπιστοσύνη, μεγάλη θεά, έφυγε και η Σωφροσύνη των ανθρώπων, και οι Χάριτες, φίλε, εγκατέλειψαν τη γη. Στους ανθρώπους δεν υπάρχουν πια όρκοι αξιόπιστοι και δίκαιοι, ούτε φοβάται πια κανείς τους αθανάτους, των ευσεβών το γένος συρρικνώθηκε, κι οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ούτε από νόμους ούτε από ευσέβεια. Αλλά όσο ζει κανείς και βλέπει το φως του ήλιου ευσεβής όντας προς τους θεούς, ας έχει ελπίδα· και στους θεούς ας προσεύχεται, και λαμπρές θυσίες ας κάνει στην Ελπίδα, πρώτη και τελευταία· κι ας έχει πάντα κατά νου τον σκολιό τον λόγο των άδικων ανθρώπων, οι οποίοι, χωρίς φόβο κανένα για τους θεούς, τον νου τους πάντα έχουν στην ξένη περιουσία, επονείδιστες συμφωνίες κάνοντας για τις άθλιές τους πράξεις.

1151-1152
Ποτέ μην αφήνεις τον φίλο που είναι δίπλα σου για να αναζητήσεις άλλον, ακούγοντας τα λόγια άθλιων ανθρώπων.

1153-1154
Είθε να ήμουν πλούσιος μακριά από τις άχαρες τις έγνοιες να ζούσα ασφαλής χωρίς καμία συμφορά.

1155-1156
Δεν αγαπώ τον πλούτο ούτε τον εύχομαι, να μπορούσα μόνο να ζω από τα λίγα χωρίς καμία συμφορά.

1157-1160
Ποτέ δεν μπορεί ο άνθρωπος να πολεμήσει τον πλούτο και τη σοφία· γιατί ούτε με τον πλούτο δεν θα μπορούσες να χορτάσεις την ψυχή σου· παρόμοια κι ο σοφότατος δεν αποφεύγει τη σοφία, μα την αγαπά, και δεν μπορεί την ψυχή του να ικανοποιήσει.

1160a-1160b ≈ 1095-1096
Ψώνισε κανέναν άλλο τώρα· γιατί εγώ δεν έχω πια ανάγκη να τα κάνω αυτά· για όσα έκανα μέχρι τώρα να μου δείχνεις ευγνωμοσύνη.

1161-1162 ≈ 409-410
Κανέναν θησαυρό δεν θα κληροδοτήσεις καλύτερο στα παιδιά σου, Κύρνε, από την αιδώ, αν την προσφέρεις σε αγαθούς ανθρώπους.