1135-1150
Η Ελπίδα είναι η μόνη αγαθή θεά που υπάÏχει στον κόσμο, γιατί οι άλλοι θεοί άφησαν τους ανθÏώπους κι Îφυγαν στον Όλυμπο. Έφυγε η ΕμπιστοσÏνη, μεγάλη θεά, Îφυγε και η ΣωφÏοσÏνη των ανθÏώπων, και οι ΧάÏιτες, φίλε, εγκατÎλειψαν τη γη. Στους ανθÏώπους δεν υπάÏχουν πια ÏŒÏκοι αξιόπιστοι και δίκαιοι, οÏτε φοβάται πια κανείς τους αθανάτους, των ευσεβών το γÎνος συÏÏικνώθηκε, κι οι άνθÏωποι δεν γνωÏίζουν οÏτε από νόμους οÏτε από ευσÎβεια. Αλλά όσο ζει κανείς και βλÎπει το φως του ήλιου ευσεβής όντας Ï€Ïος τους θεοÏÏ‚, ας Îχει ελπίδα· και στους θεοÏÏ‚ ας Ï€ÏοσεÏχεται, και λαμπÏÎÏ‚ θυσίες ας κάνει στην Ελπίδα, Ï€Ïώτη και τελευταία· κι ας Îχει πάντα κατά νου τον σκολιό τον λόγο των άδικων ανθÏώπων, οι οποίοι, χωÏίς φόβο κανÎνα για τους θεοÏÏ‚, τον νου τους πάντα Îχουν στην ξÎνη πεÏιουσία, επονείδιστες συμφωνίες κάνοντας για τις άθλιÎÏ‚ τους Ï€Ïάξεις.
1151-1152
ΠοτΠμην αφήνεις τον φίλο που είναι δίπλα σου για να αναζητήσεις άλλον, ακοÏγοντας τα λόγια άθλιων ανθÏώπων.
1153-1154
Είθε να ήμουν πλοÏσιος μακÏιά από τις άχαÏες τις Îγνοιες να ζοÏσα ασφαλής χωÏίς καμία συμφοÏά.
1155-1156
Δεν αγαπώ τον πλοÏτο οÏτε τον εÏχομαι, να μποÏοÏσα μόνο να ζω από τα λίγα χωÏίς καμία συμφοÏά.
1157-1160
ΠοτΠδεν μποÏεί ο άνθÏωπος να πολεμήσει τον πλοÏτο και τη σοφία· γιατί οÏτε με τον πλοÏτο δεν θα μποÏοÏσες να χοÏτάσεις την ψυχή σου· παÏόμοια κι ο σοφότατος δεν αποφεÏγει τη σοφία, μα την αγαπά, και δεν μποÏεί την ψυχή του να ικανοποιήσει.
1160a-1160b ≈ 1095-1096
Ψώνισε κανÎναν άλλο Ï„ÏŽÏα· γιατί εγώ δεν Îχω πια ανάγκη να τα κάνω αυτά· για όσα Îκανα μÎχÏι Ï„ÏŽÏα να μου δείχνεις ευγνωμοσÏνη.
1161-1162 ≈ 409-410
ΚανÎναν θησαυÏÏŒ δεν θα κληÏοδοτήσεις καλÏτεÏο στα παιδιά σου, ΚÏÏνε, από την αιδώ, αν την Ï€ÏοσφÎÏεις σε αγαθοÏÏ‚ ανθÏώπους.