1041-1042
Εδώ Îλα μαζι με τον αυλητή· δίπλα σ’ αυτόν που κλαίει ας πίνουμε κι ας γελάμε, χαÏά βÏίσκοντας στις στεναχώÏιες του.
1043-1044
Ας κοιμηθοÏμε· την πόλη μας, την αγαπημÎνη μας πατÏίδα θα φÏοντίσουν να τη φυλάξουν σταθεÏή οι φÏλακες.
1045-1046
Îαι, μα τον Δία, και αν ακόμη κάποιος από αυτοÏÏ‚ κοιμάται κάτω από τα σκεπάσματα, με μεγάλη Ï€Ïοθυμία θα υποδεχτεί τη συντÏοφιά μας.
1047-1048
ΤώÏα ας χαÏοÏμε το ποτό μας, όμοÏφα λόγια λÎγοντας· όσα θα γίνουν Îπειτα είναι φÏοντίδα των θεών.
1049-1054
Εγώ ο ίδιος θα σου δώσω συμβουλÎÏ‚ καλÎÏ‚, σαν αυτÎÏ‚ που δίνει ο πατÎÏας στο παιδί του· κι ÎµÏƒÏ Î²Î¬Î»’ τα αυτά καλά στον νου σου. ΠοτΠμην βιάζεσαι να κάνεις κακό, αλλά βαθιά μÎσα σου να σκÎφτεσαι και με το στÏωτό σου το μυαλό. Μόνο οι Ï„Ïελοί Îχουν καÏδιά και μυαλό που πετάει εδώ κι εκεί· η σκÎψη, όμως, οδηγεί στο αγαθό ακόμη και το στÏωτό μυαλό.
1055-1058
Αλλά ας αφήσουμε αυτή την κουβÎντα· παίξε μου κάτι στον αυλό κι ας θυμηθοÏμε και οι δυο τις ΜοÏσες· γιατί αυτÎÏ‚ χάÏισαν σε σÎνα και σε μÎνα αυτά εδώ τα ευχάÏιστα τα δώÏα, εμείς να τα χαιÏόμαστε κι οι γείτονÎÏ‚ μας να το γνωÏίζουν.
1059-1062
ΤιμαγόÏα, δεν είναι εÏκολο να διακÏίνεις από μακÏιά και να γνωÏίσεις τη διάθεση πολλών, ακόμη και αν είσαι σοφός. Άλλοι κÏÏβουν την αθλιότητά τους με τον πλοÏτο, κι άλλοι την αÏετή με την καταÏαμÎνη φτώχια.
1063-1068
Σαν είναι νÎος κανείς μποÏεί όλη νÏχτα με νÎο να κοιμάται, τον πόθο Ï€Ïάξεων ποθητών χοÏταίνοντας. Και μποÏεί ακόμη να διασκεδάζει και να Ï„Ïαγουδάει παÏÎα με τον αυλητή. Τίποτε πιο ευχάÏιστο δεν υπάÏχει από αυτά για άνδÏες και γυναίκες· τι μου χÏειάζεται κι ο πλοÏτος κι ο σεβασμός; Η ευχαÏίστηση που συνοδεÏεται από χαÏά είναι ÏŒ,τι καλÏτεÏο.
1069-1070
ΆφÏονες άνθÏωποι κι ανόητοι, που κλαίνε τους νεκÏοÏÏ‚ κι όχι το άνθος της νιότης που χάνεται.