989-1012, Θέογνις
Κείμενο Μετάφραση

989-990
πῖν’ ὁπόταν πίνωσιν∙ ὅταν δέ τι θυμὸν ἀσηθῆις,
μηδεὶς ἀνθρώπων γνῶι σε βαρυνόμενον.

991-992
ἄλλοτέ τοι πάσχων ἀνιήσεαι, ἄλλοτε δ’ ἔρδων
χαιρήσει∙ δύναται δ’ ἄλλοτε ἄλλος ἀνήρ.

993-1002
εἰ θείης Ἀκάδημε ἐφίμερον ὕμνον ἀείδειν,
ἆθλον δ’ ἐν μέσσωι παῖς καλὸν ἄνθος ἔχων
σοί Ï„’ εἴη καὶ ἐμοὶ σοφίης πέρι δηρισάντοιν,
γνοίς χ’ ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι.
τῆμος δ’ ἠέλιος μὲν ἐν αἰθέρι μώνυχας ἵππους
ἄρτι πάραντ’ ἐλάοι μέσσατον ἦμαρ ἔχων,
δείπνου δὲ λήγοιμεν, ὅπου τινὰ θυμὸς ἀνώγοι,
παντοίων ἀγαθῶν γαστρὶ χαριζόμενοι,
χέρνιβα δ’ αἶψα θύραζε φέροι, στεφανώματα δ’ εἴσω,
εὐειδὴς ῥαδιναῖς χερσὶ Λάκαινα κόρη.

1003-1006
ἥδ’ ἀρετή, τόδ’ ἄεθλον ἐν ἀνθρώποισιν ἄριστον
κάλλιστόν τε φέρειν γίνεται ἀνδρὶ σοφῶι,
ξυνὸν δ’ ἐσθλὸν τοῦτο πόληί τε παντί τε δήμωι,
ὅστις ἀνὴρ διαβὰς ἐν προμάχοισι μένηι.

1007-1012
ξυνὸν δ’ ἀνθρωποις ὑποθήσομαι, ὄφρα τις ἥβης
ἀγλαὸν ἄνθος ἔχων καὶ φρεσὶν ἐσθλὰ νοῆι,
τῶν αὐτοῦ κτεάνων εὖ πασχέμεν∙ οὐ γὰρ ἀνηβᾶν
δὶς πέλεται πρὸς θεῶν, οὐδὲ λύσις θανάτου
θνητοῖς ἀνθρώποισι, κακὸν δ’ ἐπὶ γῆρας ἐλέγχει
οὐλόμενον, κεφαλῆς δ’ ἅπτεται ἀκροτάτης.

989-990
Πίνε όταν πίνουνε· όταν, όμως, αισθανθείς αηδία, κανείς ας μην σε καταλάβει ότι έχεις μεθύσει.

991-992
Άλλοτε θα στεναχωριέσαι με όσα σου κάνουν, άλλοτε θα χαίρεσαι με όσα κάνεις· η δύναμη ανήκει άλλοτε στον έναν κι άλλοτε στον άλλο.

993-1002
Ακάδημε, αν όριζες να τραγουδήσουμε έναν ύμνο γλυκό, κι αν για σένα και για μένα, που θα αγωνιζόμασταν στη σοφία, το έπαθλο ήταν ένα αγόρι στο άνθος της ομορφιάς του, θα μάθαινες πόσο ανώτερα είναι τα μουλάρια από τα γαϊδούρια. Τότε, τη στιγμή ακριβώς που ο ήλιος μεσουρανεί, τα άλογά του τα μονόνυχα ας οδηγήσει παράμερα, κι ας τελειώνουμε με το δείπνο, όπου τραβάει η καρδιά του καθενός, ευαρεστώντας την κοιλιά μας με όλου του κόσμου Ï„’ αγαθά, κάποιος να φέρει αμέσως το νερό, κι η όμορφη κόρη από τη Λακωνία με τα λεπτοκαμωμένα της χεράκια ας φέρει τα στεφάνια.

1003-1006
Αυτή είναι η αρετή, αυτό είναι το έπαθλο το καλύτερο κι ομορφότερο στον κόσμο που μπορεί να κερδίσει ο σοφός άνθρωπος, κοινό αγαθό και για την πόλη και για όλο τον λαό, όταν στέκεται κανείς σταθερός κι αμετακίνητος μες στους προμάχους.

1007-1012
Κοινή στους ανθρώπους θ’ αφήσω συμβουλή, όσο βρίσκεται κανείς στο λαμπρό άνθος της νιότης και σκέφτεται στρωτά, αυτά που του ανήκουν να χαρεί· γιατί τα νιάτα δυο φορές δεν δίνουν οι θεοί, ούτε απ’ τον θάνατο υπάρχει απαλλαγή για τους ανθρώπους, μα τα άχαρα τα γηρατειά τους ατιμάζουν, τα καταραμένα, και αγγίζουν της κεφαλής τους την άκρη.