Αργοναυτικά 1.774-910, Απολλώνιος Ρόδιος
Κείμενο Μετάφραση

Bῆ δ’ ἴμεναι προτὶ ἄστυ, φαεινῷ ἀστέρι ἶσος1 ,
ὅν ῥά τε νηγατέῃσιν2 ἐεργόμεναι καλύβῃσι
νύμφαι θηήσαντο δόμων ὕπερ ἀντέλλοντα,
καί σφισι κυανέοιο δι’ἠέρος ὄμματα θέλγει
καλὸν ἐρευθόμενος, γάνυται δέ τε ἠιθέοιο
παρθένος ἱμείρουσα μετ’ἀλλοδαποῖσιν ἐόντος,
ἀνδράσιν, ᾧ καί μιν μνηστὴν κομέουσι τοκῆες∙
τῷ ἴκελος προπόλοιο κατὰ στίβον ἤιεν ἥρως.
Καί á¿¥’ὅτε δὴ πυλέων τε καὶ ἄστεος ἐντὸς ἔβησαν,
δημότεραι μὲν ὄπισθεν ἐπεκλονέοντο3 γυναῖκες
γηθόσυναι ξείνῳ∙ ὁ δ’ἐπὶ χθονὸς ὄμματ’ἐρείσας
νίσετ’ ἀπηλεγέως, ὄφρ’ἀγλαὰ δώμαθ’ ἵκανεν
Ὑψιπύλης. Ἄνεσαν δὲ θύρας προφανέντι θεράπναι
δικλίδας, εὐτύκτοισιν ἀρηρεμένας σανίδεσσιν∙
ἔνθα μιν Ἰφινόη κλισμῷ4 ἐνὶ παμφανόωντι
ἐσυμμένως καλῆς διὰ παστάδος5 εἷσεν ἄγουσα
ἀντία δεσποίνης. Ἡ δ’ἐγκλιδὸν ὄσσε βαλοῦσα6
παρθενικὰς ἐρύθηνε παρηίδας∙ ἔμπα δὲ τόν γε
αἰδομένη μύθοισι προσέννεπεν αἱμυλίοισι7 ∙
‘’Ξεῖνε, τίη μίμνοντες ἐπὶ χρόνον ἔκτοθι πύργων
ἧσθ’αὔτως, ἐπεὶ οὐ μὲν ὑπ’ἀνδράσι ναίεται ἄστυ,
ἀλλὰ Θρηικίης ἐπινάστιοι ἠπείροιο
πυροφόρους ἀρόωσι γύας; Κακότητα δὲ πᾶσαν
ἐξερέω νημερτές, ἵν’εὖ γνοίητε καὶ αὐτοί.
Εὖτε Θόας ἀστοῖσι πατὴρ ἐμὸς ἐμβασίλευε,
τηνίκα Θρηικίην οἵ Ï„’ἀντία ναιετάουσι
δήμου ἀπορνύμενοι λαοί πέρθεσκον ἐπαύλους
ἐκ νηῶν, αὐτῇσι δ’ἀπείρονα ληίδα κούραις
δεῦρ’ἄγον. Οὐλομένης δὲ θεᾶς πορσύνετο μῆνις8
Κύπριδος9 , ἥ τέ σφιν θυμοφθόρον ἔμβαλεν ἄτην∙
δὴ γὰρ κουριδίας μὲν ἀπέστυγον ἔκ τε μελάθρων
ᾗ ματίῃ εἴξαντες ἀπεσσεύοντο γυναῖκας,
αὐτὰρ ληιάδεσσι δορικτήταις παρίαυον,
σχέτλιοι. á¼® μὲν δηρὸν ἐτέτλαμεν, εἴ κέ ποτ’αὖτις
ὀψὲ μεταστρέψωσι νόον∙ τὸ δὲ διπλόον αἰεὶ
πῆμα κακὸν προύβαινεν. Ἀτιμάζοντο δὲ τέκνα
γνήσι’ ἐνὶ μεγάροις, σκοτίη δ’ἀνέτελλε γενέθλη∙
αὔτως δ’ἀδμῆτές10 τε κόραι χῆραί Ï„’ἐπὶ τῇσι
μητέρες ἂμ πτολίεθρον ἀτημελέως11 ἀλάληντο.
Οὐδὲ πατὴρ ὀλίγον περ ἑῆς ἀλέγιζε θυγατρός,
εἰ καὶ ἐν ὀφθαλμοῖσι δαϊζομένην ὁρόῳτο
μητρυιῆς ὑπὸ χερσὶν ἀτασθάλου12 ˙οὐδ’ἀπὸ μητρὸς
λώβην ὡς τὸ πάροιθεν ἀεικέα παῖδες ἄμυνον,
οὐδὲ κασιγνήτοισι κασιγνήτη μέλε θυμῷ.
Ἀλλ’οἶαι κοῦραι ληίτιδες ἔν τε δόμοισιν
ἔν τε χοροῖς ἀγορῇ τε καὶ εἰλαπίνῃσι μέλοντο13 ,
εἰσόκε τις θεὸς ἄμμιν ὑπέρβιον ἔμβαλε θάρσος
ἄψ ἀναερχομένους Θρῃκῶν ἄπο μηκέτι πύργοις
δέχθαι, ἵν’á¼¢ φρονέοιεν á¼… περ θέμις, ἠέ πῃ ἄλλῃ
αὐταῖς ληιάδεσσιν ἀφορμηθέντες ἵκοιντο.
Οἱ δ’ἄρα θεσσάμενοι παίδων γένος ὅσσον ἔλειπτο
ἄρσεν ἀνὰ πτολίεθρον, ἔβαν πάλιν ἔνθ’ἔτι νῦν περ
Θρηικίης ἄροσιν χιονώδεα ναιετάουσι.
Τῶ ὑμεῖς στρωφᾶσθ’ἐπιδήμιοι. Εἰ δέ κεν αὖθι
ναιετάειν ἐθέλοις καί τοι ἅδοι, ἦ Ï„’ἂν ἔπειτα
πατρὸς ἐμεῖο Θόαντος ἔχοις γέρας14 . Οὐδέ σ’ὀίω
γαῖαν ὀνόσσεσθαι˙ περὶ γὰρ βαθυλήιος ἄλλων
νήσων Αἰγαίῃ ὅσαι εἰν ἁλί ναιετάουσιν.
Ἀλλ’ἄγε νῦν ἐπὶ νῆα κιών ἑτάροισιν ἐνίσπες
μύθους ἡμετέρους, μηδ’ἔκτοθι μίμνε πόληος.’’
Ἴσκεν, ἀμαλδύνουσα φόνου τέλος οἷον ἐτύχθη
ἀνδράσιν˙ αὐτὰρ ὁ τήν γε παραβλήδην προσέειπεν˙
‘’Ὑψιπύλη, μάλα κεν θυμηδέος ἀντιάσαιμεν
χρησμοσύνης ἣν ἄμμι σέθεν χατέουσιν ὀπάζεις˙
εἶμι δ’ὑπότροπος αὖτις ἀνὰ πτόλιν, εὖτ’ἂν ἕκαστα
ἐξείπω κατὰ κόσμον. Ἀνακτορίη δὲ μελέσθω
σοί γ’αὐτῇ καὶ νῆσος· ἔγωγε μὲν οὐκ ἀθερίζων
χάζομαι, ἀλλά με λυγροὶ ἐπισπέρχουσιν ἄεθλοι.’’
á¼® καὶ δεξιτερῆς χειρὸς θίγεν. Αἶψα δ’ὀπίσσω
βῆ á¿¥’ ἴμεν· ἀμφὶ δὲ τόν γε νεήνιδες ἄλλοθεν ἄλλαι
μυρίαι εἱλίσσοντο κεχαρμέναι, ὄφρα πυλάων
ἐξέμολεν. Μετέπειτα δ’εὐτροχάλοισιν ἀμάξαις
ἀκτὴν εἰσανέβαν ξεινήια πολλὰ φέρουσαι,
μῦθον á½…Ï„’ἤδη πάντα διηνεκέως ἀγόρευσε
τόν ῥα καλεσσαμένη διεπέφραδεν Ὑψιπύλεια.
Καὶ δ’αὐτοὺς ξεινοῦσθαι15 ἐπὶ σφεὰ δώματ’ἄγεσκον
ῥηιδίως· Κύπρις γὰρ ἐπὶ γλυκὺν ἵμερον ὦρσεν
Ἡφαίστοιο χάριν16 πολυμήτιος17 , ὄφρα κεν αὖτις
ναίηται μετόπισθεν ἀκήρατος18 ἀνδράσι Λῆμνος.
Ἔνθ’ὁ μὲν Ὑψιπύλης βασιλήιον ἐς δόμον ὦρτο
Αἰσονίδης· οἱ δ’ἄλλοι, ὅπῃ καὶ ἔκυρσαν ἕκαστος,
Ἡρακλῆος ἄνευθεν· ὁ γὰρ παρὰ νηὶ λέλειπτο
αὐτὸς ἑκὼν παῦροί τε διακρινθέντες ἑταῖροι.
Αὐτίκα δ’ἄστυ χοροῖσι καὶ εἰλαπίνῃσι γεγήθει
καπνῷ κνισήεντι περίπλεον· ἔξοχα δ’ἄλλων
ἀθανάτων Ἥρης υἷα19 κλυτὸν ἠδὲ καὶ αυτὴν
Κύπριν20 ἀοιδῇσιν θυέεσσί τε μειλίσσοντο.
Ἀμβολίη δ’εἰς ἦμαρ ἀεὶ ἐξ ἤματος ἦεν
ναυτιλίης· δηρὸν δ’ἂν ἐλίνυον αὖθι μένοντες21 ,
εἰ μὴ ἀολίσσας ἑτάρους ἀπάνευθε γυναικῶν
Ἡρακλέης τοίοισιν ἐνιπτάζων μετέειπε·
«Î”αιμόνιοι, πάτρης ἐμφύλιον αἷμ’ἀποέργει
ἡμέας; Ἦε γάμων ἐπιδευέες ἐνθάδ’ἔβημεν
κεῖθεν, ὀνοσσάμενοι πολιήτιδας; Αὖθι δ’ἕαδε
ναίοντας λιπαρὴν ἄροσιν Λήμνοιο ταμέσθαι22 ;
Οὐ μὰν εὐκλειεῖς γε σὺν ὀθνείῃσι γυναιξὶν
ἐσσόμεθ’ὧδ’ἐπὶ δηρὸν ἐελμένοι· οὐδέ τι κῶας
αὐτόματον23 δώσει τις ἑλὼν θεὸς εὐξαμένοισιν.
Ἴομεν αὖτις ἕκαστοι ἐπὶ σφεά· τὸν δ’ἐνὶ λέκτροις
Ὑψιπύλης εἰᾶτε πανήμερον, εἰσόκε Λῆμνον
παισὶν ἐπανδρώσῃ μεγάλη τέ ἑ βάξις ἵκηται.»
Ὣς νείκεσσεν ὅμιλον· ἐναντία δ’οὔ νύ τις ἔτλη
ὄμματ’ἀνασχεθέειν οὐδὲ προτιμυθήσασθαι·
ἀλλ’αὔτως ἀγορῆθεν ἐπαρτίζοντο νέεσθαι
σπερχόμενοι. Ταὶ δέ σφιν ἐπέδραμον, εὖτ’ἐδάησαν.
Ὡς δ’ὅτε λείρια καλὰ περιβρομέουσι μέλισσαι24
πέτρης ἐκχύμεναι σιμβληίδος25 , ἀμφὶ δὲ λειμὼν
ἑρσήεις γάνυται, ταὶ δὲ γλυκὺν ἄλλοτε ἄλλον
καρπὸν ἀμέργουσιν πεποτημέναι· ὥς ἄρα ταὶ γε
ἐνδυκὲς ἀνέρας ἀμφὶ κινυρόμεναι προχέοντο
χερσί τε καὶ μύθοισιν ἐδεικανόωντο ἕκαστον,
εὐχόμεναι μακάρεσσιν ἀπήμονα νόστον ὀπάσσαι.
Ὣς δὲ καὶ Ὑψιπύλη ἠρήσατο χεῖρας ἑλοῦσα
Αἰσονίδεω, Ï„á½° δέ οἱ ῥέε δάκρυα χήτει ἰόντος26 ·
«ÎÎ¯ÏƒÎµÎ¿, καί σε θεοὶ σὺν ἀπηρέσιν αὖτις ἑταίροις
χρύσειον βασιλῆι δέρος κομίσειαν ἄγοντα,
αὔτως ὡς ἐθέλεις καί τοι φίλον. Ἥδε δὲ νῆσος
σκῆπτρά τε πατρὸς ἐμεῖο παρέσσεται, ἢν καὶ ὀπίσσω
δή ποτε νοστήσας ἐθέλῃς ἄψορρον ἱκέσθαι·
ῥηιδίως δ’ἂν ἑοῖ καὶ ἀπείρονα λαὸν ἀγείραις
ἄλλων ἐκ πολίων. Ἀλλ’οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν
σχήσεις, οὔτ’αὐτὴ προτιόσσομαι ὧδε τελεῖσθαι.
Μνώεο27 μήν, ἀπεὼν περ ὁμῶς καὶ νόστιμος ἤδη,
Ὑψιπύλης· λίπε δ’ἧμιν ἔπος, Ï„ÏŒ κεν ἐξανύσαιμι
πρόφρων, ἢν ἄρα δή με θεοὶ δώωσι τεκέσθαι28
Τὴν δ’αὖτ’Αἴσονος υἱὸς ἀγαιόμενος προσέειπεν·
«á½™ÏˆÎ¹Ï€ÏÎ»Î·, Ï„á½° μὲν οὕτω ἐναίσιμα πάντα γένοιτο
ἐκ μακάρων· τύνη δ’ἐμέθεν πέρι θυμὸν ἀρείω
ἴσχαν’, ἐπεὶ πάτρην μοι ἅλις Πελίαο ἕκητι
ναιετάειν· μοῦνόν με θεοὶ λύσειαν ἀέθλων.
Εἰ δ’οὔ μοι πέπρωται ἐς Ἑλλάδα γαῖαν ἱκέσθαι
τηλοῦ ἀναπλώοντι, σὺ δ’ἄρσενα παῖδα τέκηαι,
πέμπε μιν ἡβήσαντα Πελασγίδος ἔνδον Ἰωλκοῦ
πατρί Ï„’ἐμῷ καὶ μητρὶ δύης ἄκος, ἢν ἄρα τοὺς γε
τέτμῃ ἔτι ζώοντας, ἵν’ἄνδιχα τοῖο ἄνακτος29
σφοῖσιν πορσύνωνται ἐφέστιοι ἐν μεγάροισιν30

Τράβηξε για την πόλη όμοιος με φωτεινό αστέρι
που την ανατολή του ατενίζουν οι ανύπαντρες κοπέλες,
κλεισμένες στα καινούργια τους δώματα.
Η κοκκινωπή του λάμψη στον σκοτεινό ουρανό θαμπώνει τα μάτια τους.
Κι η παρθένα αγαλλιάζει νοσταλγώντας με πόθο το παλικάρι
που είναι μακριά στην ξενιτειά, τον σύζυγο που της προορίζουν οι γονείς της. Έτσι μοιάζοντας ακολουθούσε ο ήρωας την αγγελιαφόρο.
Όταν διάβηκαν την πύλη και μπήκαν στην πόλη,
οι γυναίκες του τόπου συνωστίζονταν πίσω τους
γεμάτες θαυμασμό για τον ξένο. Αυτός όμως με τα μάτια καρφωμένα στο έδαφος
προχωρούσε αδιαφορώντας, ώσπου έφτασε στο λαμπρό παλάτι της Υψιπύλης. Μόλις φάνηκε, οι θεραπαινίδες άνοιξαν
την καλοδουλεμένη ξυλόγλυπτη πύλη και
περνώντας τον βιαστικά από έναν όμορφο προθάλαμο
η Ιφινόη τον οδήγησε σε έναν λαμπρό θρόνο απέναντι από τη βασίλισσα. Αυτή χαμήλωσε τα μάτια και τα παρθενικά της μάγουλα κοκκίνισαν.
Παρά τη συστολή της όμως του μίλησε με λόγια περίτεχνα:
‘’Ξένε, γιατί κάθεστε τόσον καιρό έξω από τα τείχη;
Στην πόλη μας δεν υπάρχουν άντρες,
αφού όλοι τους έχουν εγκατασταθεί απέναντι στη στεριά, στη Θράκη,
και καλλιεργούν τα γόνιμα χωράφια της. Και αυτή μας τη συμφορά
θα σας την εξηγήσω ακριβώς, για να την ξέρετε κι εσείς.
Όταν ακόμη βασίλευε στο λαό μας ο Θόας, ο πατέρας μου,
άντρες από τον τόπο μας επιδίδονταν σε επιδρομές
με τα πλοία τους απέναντι στη Θράκη
και έφερναν εδώ πλούσια λεία καθώς και αιχμάλωτες κοπέλες.
Η οργή της φοβερής θεάς, της Αφροδίτης τότε
προκάλεσε μεγάλη συμφορά εμπνέοντάς τους πάθη τυφλά.
Γιατί μίσησαν τις νόμιμες συζύγους τους
και παραδομένοι στον άνομο πόθο τις έδιωξαν απ’τα σπίτια τους
κι έφεραν στα κρεβάτια τους, οι άθλιοι, τις σκλάβες που είχαν φέρει αιχμάλωτες. Υπομείναμε αυτή την κατάσταση για αρκετό καιρό ελπίζοντας πως αργά ή γρήγορα θα ξανάρθουν στα λογικά τους, αλλά το κακό όλο και χειροτέρευε. Μέσα στα ίδια τους τα σπίτια
τα νόμιμα παιδιά ατιμάζονταν και στη θέση τους ξεφύτρωνε μια νόθα γενιά. Ανύπαντρες κοπέλες και μαζί τους χήρες μητέρες τριγυρνούσαν εξαθλιωμένες στην πόλη.
Και ο πατέρας αδιαφορούσε για την κόρη, ακόμα κι αν την έβλεπε μπροστά στα μάτια του σφαγμένη από τα χέρια κάποιας παράνομης κακιάς μητρυιάς. Ούτε οι γιοι υπερασπίζονταν τις μητέρες τους από ξεδιάντροπες προσβολές όπως παλιά, ούτε φρόντιζε ο αδελφός την αδελφή του.
Μόνο για τις αιχμάλωτες νοιάζονταν, τόσο στα σπίτια τους όσο και στα γλέντια, στην αγορά και στα συμπόσια, ώσπου
στο τέλος κάποιος θεός ενέπνευσε με θάρρος παράτολμο,
να μη τους δεχτούμε μέσα στα τείχη όταν επέστρεψαν από τη Θράκη, μέχρι είτε να φερθούν επιτέλους σωστά, είτε να φύγουν και να πάνε κάπου αλλού να ζήσουν μαζί με τις αιχμάλωτές τους. Αυτοί λοιπόν ζήτησαν όσα αρσενικά παιδιά είχαν απομείνει στην πόλη και γύρισαν πίσω, εκεί που κατοικούν και τώρα, στα χιονισμένα εδάφη της Θράκης. Ελάτε λοιπόν να μείνετε στην πόλη μας. Κι αν σ’αρέσει εδώ και θελήσεις να μείνεις για πάντα, θα πάρεις τον θρόνο του πατέρα μου, του Θόαντα.
Κι η χώρα μας δεν θα σε απογοητεύσει, νομίζω, γιατί το χώμα της είναι το πιο παχύ απ’όλα τα νησιά του Αιγαίου.
Εμπρός λοιπόν, γύρνα στο πλοίο σου, πες στους συντρόφους σου την πρότασή μου και μην μένετε άλλο έξω από την πόλη.
Αυτά του είπε ‘απαλύνοντας’ αυτό που έγινε πραγματικά, τον φόνο των ανδρών. Κι αυτός αμέσως της απάντησε:
«Î¥ÏˆÎ¹Ï€ÏÎ»Î·, μας δίνει μεγάλη χαρά η βοήθεια
που μας προσφέρεις στην ανάγκη μας.
Θα επιστρέψω αμέσως στην πόλη σας
αφού μεταφέρω πιστά στους συντρόφους μου αυτά που συζητήσαμε.
Η βασιλεία όμως του νησιού είναι δική σου υπόθεση. Την αρνιέμαι όχι από περιφρόνηση, αλλά γιατί με περιμένουν δύσκολοι αγώνες.
Έτσι της μίλησε, έπιασε το δεξί της χέρι
και γύρισε να φύγει. Τριγύρω του καθώς έφευγε
ακολουθούσε όλο χαρά ένα πλήθος από κορίτσια
μέχρι που βγήκε από τα τείχη. Αυτές τότε ανέβηκαν σε γρήγορα άρματα φέρνοντας δώρα στους Αργοναύτες και έφτασαν στην ακτή μόλις εκείνος είχε τελειώσει την αφήγησή του για τα όσα του είπε η Υψιπύλη όταν τον κάλεσε στο παλάτι της. 
Πρόθυμα τότε εκείνοι ακολούθησαν τις κοπέλες που τους πρόσφεραν φιλοξενία στα σπίτια τους∙ γιατί η Αφροδίτη είχε ξεσηκώσει γλυκό πόθο μέσα τους για χάρη του πολυμήχανου Ηφαίστου, ώστε να κατοικηθεί και πάλι από άνδρες το αγνό νησί της Λήμνου.
Ο γιος του Αίσονα κατευθύνθηκε στο παλάτι της Υψιπύλης, ενώ οι άλλοι σκόρπισαν τυχαία από δω κι από εκεί, εκτός από τον Ηρακλή. Αυτός προτίμησε να μείνει στο πλοίο μαζί με λίγους συντρόφους του.
Αμέσως άρχισαν γλέντια και χοροί, κι ολόκληρη η  πόλη μοσχοβολούσε από την τσίκνα. Πάνω απ’όλους τιμούσαν με τους ύμνους και τις θυσίες τους τον ξακουστό γιο της Ήρας και την ίδια την Κύπριδα.
Η αναχώρηση αναβαλλόταν από μέρα σε μέρα κι αν δεν τους καλούσε ο Ηρακλής χώρια από τις γυναίκες για να τους επιπλήξει θα καθυστερούσαν κι άλλο μένοντας εκεί:
‘Ανόητοι, μήπως χύσαμε αίμα συγγενικό κι αυτό μας εμποδίζει να γυρίσουμε; Ή ήρθαμε εδώ για παντρολογήματα, περιφρονώντας τις συμπατριώτισσές μας; Θέλουμε πράγματι να ζήσουμε εδώ και να οργώνουμε την εύφορη γη της Λήμνου;
Καμιά δόξα δεν θα κερδίσουμε μένοντας για πάντα εδώ με ξένες γυναίκες. Με προσευχές μόνο, κανένας θεός δεν θα μας δώσει το δέρας έτοιμο. Ας επιστρέψουμε ο καθένας στο σπίτι του κι αυτόν αφήστε τον στο κρεβάτι της Υψιπύλης όλη μέρα, ώσπου να γεμίσει τη Λήμνο με γιους, κι έτσι να γίνει ξακουστός.
Έτσι μίλησε στους συγκεντρωμένους Αργοναύτες. Κανείς δεν τόλμησε να τον κοιτάξει στα μάτια ή να του αντιμιλήσει, αλλά αμέσως διέλυσαν τη συγκέντρωση κι άρχισαν ετοιμασίες για αναχώρηση.
Οι γυναίκες ήρθαν τρέχοντας μόλις έμαθαν τα νέα.
Όπως οι μέλισσες βουίζουν γύρω απ’τα όμορφα κρίνα, ορμώντας από την κυψέλη στο βράχο, και το ολόδροσο λιβάδι αναγαλλιάζει καθώς πετούν εδώ κι εκεί μαζεύοντας τη γλυκιά γύρη, έτσι κι οι γυναίκες συνωστίζονταν γύρω από τους άνδρες κλαίγοντας
κι αγκαλιάζοντάς τους καθώς τους αποχαιρετούσαν
και προσεύχονταν να τους χαρίσουν οι αθάνατοι ασφαλή επιστροφή.
Έτσι και η Υψιπύλη πιάνοντας τα χέρια του γιου του Αίσονα ευχήθηκε με ποταμούς δακρύων:
«Î¦ÏÎ³Îµ τώρα. Μακάρι οι θεοί να σε στείλουν πίσω σώο
μαζί με τους συντρόφους σου και με το χρυσόμαλλο δέρας για τον βασιλιά σου, όπως θέλεις και σου αρέσει. Το νησί και ο θρόνος του πατέρα μου θα σε περιμένουν, αν μετά την επιστροφή σου θελήσεις ποτέ να γυρίσεις εδώ. Εύκολα θα μπορούσες να συγκεντρώσεις αναρίθμητο λαό από άλλες πόλεις. Δεν θέλεις όμως να το κάνεις, ούτε και προβλέπω πως θα συμβεί. Να την θυμάσαι όμως φεύγοντας την Υψιπύλη, ακόμα κι όταν θά’σαι πια στην πατρίδα σου και να μου αφήσεις οδηγίες, που θα τις ακολουθήσω πρόθυμα, αν οι θεοί δώσουν να αποκτήσω παιδί.
Συγκινημένος ο γιος του Αίσονα της απάντησε:
«Î¥ÏˆÎ¹Ï€ÏÎ»Î·, μακάρι όλα αυτά να πραγματοποιηθούν με τη βοήθεια των θεών. Κι εσύ να εύχεσαι το καλύτερο για μένα, που είναι να
μου επιτρέψει ο Πελίας να ζω στην πατρίδα μου, αρκεί μόνο 
να με απαλλάξουν οι θεοί από τους αγώνες. 
Αλλά αν μου είναι γραφτό να μην επιστρέψω στην Ελλάδα από αυτό το μακρινό ταξίδι κι εσύ γεννήσεις αρσενικό παιδί,
στείλε το όταν μεγαλώσει στον πατέρα μου και στη μητέρα μου στην πελασγική Ιωλκό. Θα απαλύνει τον πόνο τους, αν ζουν ακόμη
και θα τους φροντίζει μέσα στο σπίτι τους μακριά από τέτοιο βασιλιά.