Κείμενο | Μετάφραση |
Quisquis adest, faueat: fruges lustramus et agros,
ritus ut a prisco traditus extat auo.
Bacche, ueni, dulcisque tuis e cornibus uuapendeat, et spicis tempora cinge, Ceres.
luce sacra requiescat humus, requiescat arator,et graue suspenso uomere cesset opus.
soluite uincla iugis: nunc ad praesepia debentplena coronato stare boues capite.
omnia sint operata deo: non audeat ullalanificam pensis imposuisse manum.
uos quoque abesse procul iubeo, discedat ab aris,cui tulit hesterna gaudia nocte Venus.
casta placent superis: pura cum ueste ueniteet manibus puris sumite fontis aquam.
cernite, fulgentes ut eat sacer agnus ad arasuinctaque post olea candida turba comas.
di patrii, purgarnus agros, purgamus agrestes:uos mala de nostris pellite limitibus,
neu seges eludat messem fallacibus herbis,neu timeat celeres tardior agna lupos.
tunc nitidus plenis confisus rusticus agrisingeret ardenti grandia ligna foco,
turbaque uernarum, saturi bona signa coloni,ludet et ex uirgis extruet ante casas.
euentura precor: uiden ut felicibus extissignificet placidos nuntia fibra deos?
nunc mihi fumosos ueteris proferte Falernosconsulis et Chio soluite uincla cado.
uina diem celebrent: non festa luce madereest rubor, errantes et male ferre pedes.
sed 'bene Messallam' sua quisque ad pocula dicat,nomen et absentis singula uerba sonent.
gentis Aquitanae celeber Messalla triumphiset magna intonsis gloria uictor auis,
huc ades aspiraque mihi, dum carmine nostroredditur agricolis gratia caelitibus.
rura cano rurisque deos. his uita magistrisdesueuit querna pellere glande famem:
illi compositis primum docuere tigillisexiguam uiridi fronde operire domum:
illi etiam tauros primi docuisse ferunturseruitium et plaustro supposuisse rotam.
tum uictus abiere feri, tum consita pomus,tum bibit inriguas fertilis hortus aquas,
aurea tum pressos pedibus dedit uua liquoresmixtaque securo est sobria lympha mero.
rura ferunt messes, calidi cum sideris aestudeponit flauas annua terra comas.
rure leuis uerno flores apis ingerit alueo,compleat ut dulci sedula melle fauos.
agricola adsiduo primum satiatus aratrocantauit certo rustica uerba pede
et satur arenti primum est modulatus auenacarmen, ut ornatos diceret ante deos,
agricola et minio suffusus, Bacche, rubentiprimus inexperta duxit ab arte choros.
huic datus a pleno memorabile munus ouilidux pecoris curtas auxerat hircus opes.
rure puer uerno primum de flore coronamfecit et antiquis imposuit Laribus.
rure etiam teneris curam exhibitura puellismolle gerit tergo lucida uellus ouis.
hinc et femineus labor est, hinc pensa colusque,fusus et adposito pollice uersat opus:
atque aliqua adsiduae textrix operata mineruaecantat, et a pulso tela sonat latere.
ipse quoque inter agros interque armenta Cupidonatus et indomitas dicitur inter equas.
illic indocto primum se exercuit arcu:ei mihi, quam doctas nunc habet ille manus!
nec pecudes, uelut ante, petit: fixisse puellasgestit et audaces perdomuisse uiros.
hic iuueni detraxit opes, hic dicere iussitlimen ad iratae uerba pudenda senem:
hoc duce custodes furtim transgressa iacentesad iuuenem tenebris sola puella uenit
et pedibus praetemptat iter suspensa timore,explorat caecas cui manus ante uias.
a miseri, quos hic grauiter deus urget! at illefelix, cui placidus leniter adflat Amor.
sancte, ueni dapibus festis, sed pone sagittaset procul ardentes hinc precor abde faces.
uos celebrem cantate deum pecorique uocateuoce: palam pecori, clam sibi quisque uocet.
aut etiam sibi quisque palam: nam rurba iocosaobstrepit et Phrygio tibia curua sono.
ludite: iam Nox iungit equos, currumque sequunturmatris lasciuo sidera fulua choro,
postque uenit tacitus furuis circumdatus alisSomnus et incerto Somnia nigra pede. |
Όποιος είναι παÏών ας σωπάσει. Εξαγνίζουμε τους καÏποÏÏ‚ και τους αγÏοÏÏ‚, όπως σώζεται η συνήθεια που παÏαδόθηκε από τους αÏχαίους μας Ï€Ïογόνους. Βάκχε, Îλα, κÏÎμεται γλυκό σταφÏλι από τα κÎÏατά σου, και ΔήμητÏα, ζώσε τους κÏοτάφους ου με στάχια. Η γη ησυχάζει στο ιεÏÏŒ φως, ο αγÏότης ησυχάζει και η βαÏιά εÏγασία καθυστεÏεί μόλις κÏεμαστεί το Ïννι. ΛÏστε τα δεσμά από τους ζυγοÏÏ‚. ΤώÏα τα βόδια οφείλουν να σταθοÏν σε γεμάτο στάβλο με στεφανωμÎνο το κεφάλι. Όλα Îχουν ετοιμαστεί για τον θεό. Καμιά να μην τολμήσει να θÎσει τα δολοφονικά της χÎÏια πάνω στο ÎÏγο. ΕπιπλÎον, διατάζω να στÎκεται μακÏιά, να αποχωÏήσει από τους βωμοÏÏ‚ αυτός στον οποίο η ΑφÏοδίτη ÎφεÏε χαÏά τη χθεσινή νÏχτα. Η αγνότητα αÏÎσει στους θεοÏÏ‚. Ελάτε με καθαÏή Îσθητα και με καθαÏά χÎÏια πάÏτε νεÏÏŒ από τις πηγÎÏ‚.
Δείτε, πως το ιεÏÏŒ αÏνί Ï€ÏοχωÏά στους λαμπεÏοÏÏ‚ βωμοÏÏ‚ και το λαμπεÏÏŒ πλήθος Îχει στεφανώσει τα μαλλιά του με ελιά. ΠατÏώοι θεοί, εξαγνίζουμε τους αγÏοÏÏ‚, εξαγνίζουμε τους αγÏότες: εσείς διώξτε τις συμφοÏÎÏ‚ από τα σÏνοÏά μας και να μην εξαπατά η σπόÏιμη γη το θεÏισμό με χοÏτάÏια που αποτυγχάνουν να βλαστήσουν, οÏτε τα αÏγά αÏνιά μας να φοβοÏνται τους γÏήγοÏους λÏκους. Τότε ο κομψός αγÏότης, Îχοντας εμπιστοσÏνη στους γεμάτους αγÏοÏÏ‚ φÎÏνει στη φλεγόμενη εστία μεγάλα ξÏλα και το πλήθος των οικογενειακών δοÏλων, αληθινά σημάδια του πλοÏτου, παίζει και χτίζει από Ï€Ïιν καλÏβες από κλαδιά. Î ÏοσεÏχομαι επιτυχώς . ΒλÎπεις πώς τα ευνοϊκά σπλάχνα ÏƒÏ…ÎºÏ‰Ï„Î¹Î¿Ï Î´ÎµÎ¯Ï‡Î½Î¿Ï…Î½ ότι οι θεοί είναι ευνοϊκοί; Ï„ÏŽÏα φÎÏτε μου καπνισμÎνα ΦαλεÏνικά κÏασιά από την εποχή των παλιών υπάτων και λÏστε τα δεσμά από τον πήλινο κάδο από τη Χίο. ΚÏασιά ας γιοÏτάσουν τη μÎÏα: δεν είναι ντÏοπή να μεθÏσουμε κατά τη γιοÏτάσιμη μÎÏα και πεÏιπλανώμενοι να στÏαβοπατάμε. Αλλά ο καθÎνας στο ποτήÏι του ας λÎει: “στην υγεία σου Μεσσάλλα, ονομαστΠαπό τους θÏιάμβους κατά του γÎνους των Ακουιτανών και νικητή, που φÎÏνεις μεγάλη δόξα στους ακοÏÏευτους Ï€Ïογόνους, εδώ ας είσαι και ενÎπνευσΠμε ενόσω με το Ï„ÏαγοÏδι μου επανÎÏχεται η χάÏη στους αγÏοτικοÏÏ‚ θεοÏÏ‚. ΤÏαγουδάω τους αγÏοÏÏ‚ και τους θεοÏÏ‚ του αγÏοÏ. Îœ' αυτοÏÏ‚ οδηγοÏÏ‚, η ζωή ξεσυνηθίζει να διώχνει την πείνα από την δÏÏινη βάλανο. Εκείνοι δίδαξαν Ï€Ïώτα, Î±Ï†Î¿Ï ÏƒÏ…Î½Î±ÏμολογηθοÏν οι δοκοί, να επικαλÏπτεται το μικÏÏŒ σπίτι με ανθηÏÏŒ φÏλλωμα. Εκείνοι επιπλÎον λÎγεται ότι δίδαξαν Ï€Ïώτοι τους ταÏÏους να υποτάσσονται και να μπαίνει Ïόδα κάτω από την άμαξα. Τότε οι άγÏιοι Ï„Ïόποι εξαφανίστηκαν, τότε φυτεÏτηκε το καÏποφόÏο δÎντÏο, τότε ο εÏφοÏος κήπος ήπιε το νεÏÏŒ που πότιζε. Τότε το χÏυσό σταφÏλι Îδωσε υγÏά, Î±Ï†Î¿Ï Ï€Î¹Îστηκε από τα πόδια και το νηφάλιο νεÏÏŒ αναμείχθηκε με το ξÎγνοιαστο κÏασί. Οι αγÏοί φÎÏνουν θεÏισμό, όταν στη φλογεÏή θεÏμότητα του ουÏÎ±Î½Î¿Ï Î· γη κάθε χÏόνο Ïίχνει κάτω την ξανθιά της κόμη. Η γÏήγοÏη μÎλισσα συσσωÏεÏει στην κυψÎλη της γÏÏω από τα ανοιξιάτικα λουλοÏδια, ώστε φιλόπονη να γεμίσει με γλυκό μÎλι την κηÏÏθÏα. ΑγÏότης, χοÏτασμÎνος, με ÏŒÏγωμα σταθεÏÏŒ, Ï„ÏαγουδοÏσε Ï€Ïώτα με σίγουÏο μÎÏ„Ïο αγÏοτικά Ï„ÏαγοÏδια και κοÏεσμÎνος από την ξηÏασία Ïυθμίζει Ï€Ïώτα με τον αυλό ωδή, για να ψάλλει ενώπιον των καλλωπισμÎνων θεών. Και αγÏότης, βαμμÎνος με κόκκινο κιννάβαÏι, Βάκχε, Ï€Ïώτος οδηγεί με ανειδίκευτη Ï„Îχνη τους χοÏοÏÏ‚. Σ' αυτόν Î±Ï†Î¿Ï Î´Î¿Î¸ÎµÎ¯ αξιομνημόνευτο δώÏο από γεμάτο μαντÏί, Ï„Ïάγος της αγÎλης, αυξάνει την ελλιπή δÏναμη. Στον αγÏÏŒ Îνα παιδί Ï€Ïώτο Îφτιαξε στεφάνι από ανοιξιάτικα λουλοÏδια και το αφιÎÏωσε στους αÏχαίους ΛάÏητες. Στον αγÏÏŒ επίσης το λαμπÏÏŒ Ï€Ïόβατο φÎÏει στη Ïάχη του το απαλό μαλλί για να φÏοντίζει τις Ï„ÏυφεÏÎÏ‚ κοπÎλες. Από εδώ Ï€ÏοÎÏχονται ο γυναικείο μόχθος, από εδώ τα ημεÏήσια ÎÏγα και η ηλακάτη, η άτÏακτος και το ÎÏγο στÏÎφεται Î±Ï†Î¿Ï Ï€Ïοστεθεί ο αντίχειÏας και κάποια υφάντÏια ασχολοÏμενη συνεχώς με το ÎÏγο της Αθηνάς Ï„Ïαγουδά και ο ιστός ηχεί από το πιεσμÎνο πλευÏÏŒ. Ο ίδιος ο Cupidus επίσης, λÎγεται ότι γεννήθηκε ανάμεσα στους αγÏοÏÏ‚ και ανάμεσα στα κοπάδια και ανάμεσα στις αδάμαστες φοÏάδες. Εκεί Ï€Ïώτα εξάσκησε το απαίδευτο τόξο. Αλίμονό μου, πόσο ÎμπειÏα είναι Ï„ÏŽÏα τα χÎÏια του! Δε ζητά κοπάδια όπως Ï€Ïιν: ΧαίÏεται να Ï„Ïυπά τις κοπÎλες και να δαμάζει τους τολμηÏοÏÏ‚ άνδÏες. Αυτός Ï„Ïαβά τα πλοÏτη μακÏιά από τους νÎους, αυτός διατάζει τους γÎÏους να λÎνε αισχÏά λόγια στο κατώφλι της οÏγισμÎνης κυÏίας. Îœ' αυτόν αÏχηγό η κοπÎλα μόνη υπεÏβαίνοντας κÏυφά τους φÏουÏοÏÏ‚ που βÏίσκονταν εδώ και εκεί πηγαίνει στο νÎο μÎσα στα σκοτάδια. Δοκιμάζει το δÏόμο με τα πόδια, ταλαντευόμενη από το φόβο, δοκιμάζει με το χÎÏι της Ï€ÏοηγουμÎνως κÏυφοÏÏ‚ δÏόμους. Α! ΔÏστυχοι, τους οποίους ο θεός πιÎζει με δÏναμη! Και ευτυχισμÎνος εκείνος, στον οποίο ο ήσυχος ÎÏωτας ÎÏχεται ήπια. ΙεÏÎ, Îλα στα γιοÏτινά δείπνα, αλλά άσε τις σαϊτες και κÏÏψε μακÏιά από εδώ σε παÏακαλώ τις φλογεÏÎÏ‚ δάδες. Εσείς Ï„Ïαγουδάτε τον Îνδοξο θεό καλÎστε τον με τη φωνή σας στο κοπάδι: ο καθÎνας ας τον καλÎσει φανεÏά στο κοπάδι, κÏυφά στον εαυτό του. Ή ακόμα φανεÏά ο καθÎνας ο καθÎνας για τον εαυτό του. Γιατί το παιχνιδιάÏικο πλήθος θοÏυβεί και ο κοίλος αυλός ηχεί με φÏυγικό ήχο. Παίξτε: ήδη η νÏχτα ζεÏει τα άλογα, και τα ξανθά αστÎÏια ακολουθοÏν το άÏμα της μητÎÏας με ακόλαστο χοÏÏŒ, και από πίσω ÎÏχεται σιωπηλός ο Ύπνος με αβÎβαιο πόδι, πεÏιβαλλόμενος από κÏυφά φτεÏά και μαÏÏα όνειÏα. |