Κείμενο | Μετάφραση |
Divitias alius fulvo sibi congerat auro
    Et teneat culti iugera multa soli, Quem labor adsiduus vicino terreat hoste,     Martia cui somnos classica pulsa fugent: Me mea paupertas vita traducat inerti,              5     Dum meus adsiduo luceat igne focus. Ipse seram teneras maturo tempore vites     Rusticus et facili grandia poma manu; Nec spes destituat, sed frugum semper acervos     Praebeat et pleno pinguia musta lacu.              10 Nam veneror, seu stipes habet desertus in agris     Seu vetus in trivio florida serta lapis, Et quodcumque mihi pomum novus educat annus,     Libatum agricolae ponitur ante deo. Flava Ceres, tibi sit nostro de rure corona              15     Spicea, quae templi pendeat ante fores, Pomosisque ruber custos ponatur in hortis,     Terreat ut saeva falce Priapus aves. Vos quoque, felicis quondam, nunc pauperis agri     Custodes, fertis munera vestra, Lares.              20 Tunc vitula innumeros lustrabat caesa iuvencos,     Nunc agna exigui est hostia parva soli. Agna cadet vobis, quam circum rustica pubes     Clamet 'io messes et bona vina date'. Iam modo iam possim contentus vivere parvo              25     Nec semper longae deditus esse viae, Sed Canis aestivos ortus vitare sub umbra     Arboris ad rivos praetereuntis aquae. Nec tamen interdum pudeat tenuisse bidentem     Aut stimulo tardos increpuisse boves,              30 Non agnamve sinu pigeat fetumve capellae     Desertum oblita matre referre domum. At vos exiguo pecori, furesque lupique,     Parcite: de magno est praeda petenda grege. Hic ego pastoremque meum lustrare quotannis              35     Et placidam soleo spargere lacte Palem. Adsitis, divi, neu vos e paupere mensa     Dona nec e puris spernite fictilibus. Fictilia antiquus primum sibi fecit agrestis     Pocula, de facili conposuitque luto.              40 Non ego divitias patrum fructusque requiro,     Quos tulit antiquo condita messis avo: Parva seges satis est, satis requiescere lecto     Si licet et solito membra levare toro. Quam iuvat inmites ventos audire cubantem              45     Et dominam tenero continuisse sinu Aut, gelidas hibernus aquas cum fuderit Auster,     Securum somnos igne iuvante sequi. Hoc mihi contingat. Sit dives iure, furorem     Qui maris et tristes ferre potest pluvias.              50 O quantum est auri pereat potiusque smaragdi,     Quam fleat ob nostras ulla puella vias. Te bellare decet terra, Messalla, marique,     Ut domus hostiles praeferat exuvias; Me retinent vinctum formosae vincla puellae,              55     Et sedeo duras ianitor ante fores. Non ego laudari curo, mea Delia; tecum     Dum modo sim, quaeso segnis inersque vocer. Te spectem, suprema mihi cum venerit hora,     Te teneam moriens deficiente manu.              60 Flebis et arsuro positum me, Delia, lecto,     Tristibus et lacrimis oscula mixta dabis. Flebis: non tua sunt duro praecordia ferro     Vincta, neque in tenero stat tibi corde silex. Illo non iuvenis poterit de funere quisquam              65     Lumina, non virgo, sicca referre domum. Tu manes ne laede meos, sed parce solutis     Crinibus et teneris, Delia, parce genis. Interea, dum fata sinunt, iungamus amores:     Iam veniet tenebris Mors adoperta caput,              70 Iam subrepet iners aetas, nec amare decebit,     Dicere nec cano blanditias capite. Nunc levis est tractanda Venus, dum frangere postes     Non pudet et rixas inseruisse iuvat. Hic ego dux milesque bonus: vos, signa tubaeque,              75     Ite procul, cupidis volnera ferte viris, Ferte et opes: ego conposito securus acervo     Despiciam dites despiciamque famem. |
Άλλος ας συλλÎγει για τον εαυτό του πλοÏτη από ξανθό χÏυσάφι και ας κατÎχει πολλά πλÎθÏα καλλιεÏγημÎνης γης, αυτόν ας τον Ï„Ïομάζει ο αδιάλειπτος μόχθος με τον γειτονικό εχθÏÏŒ και απ αυτόν ας διώχνουν τον Ïπνο του τα πολεμικά σαλπίσματα που ηχοÏν. ΕμÎνα ας με μεταφÎÏει η φτώχεια μου στην αδÏάνεια, ενώ η εστία μου λάμπει από τη συνεχή φωτιά. Εγώ ο ίδιος θα φυτÎψω τον κατάλληλο χÏόνο Ï„ÏυφεÏÎÏ‚ αμπÎλους και ψηλά οπωÏοφόÏα δÎντÏα ως αγÏότης με ευκίνητο χÎÏι. Η ελπίδα ας μη με διαψεÏσει, αλλά ας μου παÏÎχει πάντα πλήθος από καÏποÏÏ‚ και άφθονο μοÏστο σε γεμάτο δοχείο. Γι' αυτό εÏχομαι είτε ο ÎÏημος κοÏμός στους αγÏοÏÏ‚ είτε ο παλιός λίθος στο Ï„ÏίστÏατο Îχει ανθηÏά στεφάνια και οποιοδήποτε καÏπό θÏÎψει για μÎνα ο νÎος χÏόνος, αφιεÏώνεται στον γεωÏγό θεό. Ξανθιά ΔήμητÏα, για σÎνα ας υπάÏχει στάχινο στεφάνι από τον αγÏÏŒ μου, για να κÏÎμεται στις πόÏτες του Î½Î±Î¿Ï ÏƒÎ¿Ï… και ας τοποθετηθεί ο εÏυθÏός Î Ïίαπος φÏουÏός στους οπωÏοφόÏους κήπους σου, για να Ï„Ïομάζει τα πουλιά με άγÏιο δÏεπάνι. Και εσείς, ΛάÏητες, κάποτε ευτυχισμÎνοι, Ï„ÏŽÏα φÏλακες Ï†Ï„Ï‰Ï‡Î¿Ï Î±Î³ÏοÏ, πάÏτε τα δώÏα σας. Κάποτε μια δαμάλα που σφαζόταν εξάγνιζε αμÎÏ„Ïητα μοσχάÏια. ΤώÏα στη μικÏή μου γη υπάÏχει Îνα μικÏÏŒ αÏνί για σφάγιο. Θα σφαχτεί για σας το αÏνί, γÏÏω από το οποίο η αγÏοτική νεολαία ας φωνάζει: "ω, δώστε θεÏισμό και καλό κÏασί". ΠλÎον μποÏÏŽ να ζω ολιγαÏκής και να μην εξαÏτώμαι από τον ατÎλειωτο δÏόμο, αλλά να αποφεÏγω τη θεÏινή ανατολή του Κυνός κάτω από τη σκιά του δÎντÏου κοντά στα Ïυάκια με Ï„ÏεχοÏμενο νεÏÏŒ. ΟÏτε ντÏÎπομαι να κÏατάω ενίοτε τη δικÎλλα ή να επιπλήττω τα αÏγοκίνητα βόδια με το μαστίγιο. ΟÏτε με ντÏοπιάζει να μεταφÎÏω σπίτι μου Îνα αÏνί στην αγκαλιά μου ή Îνα μωÏÏŒ αίγας που εγκαταλείφθηκε από την αδιάφοÏη μητÎÏα του. Και εσείς, κλÎφτες και λÏκοι, μη βλάψετε τα ολιγάÏιθμα ζώα μου. Η λεία Ï€ÏÎπει να ζητηθεί από μεγάλα κοπάδια. Εδώ εγώ συνηθίζω να εξαγνίζω το βοσκό μου και να Ïαίνω την Ï€Ïάα Πάλη με γάλα. Θεοί, ας είστε παÏόντες και μην πεÏιφÏονείτε τα δώÏα από φτωχό Ï„ÏαπÎζι και καθαÏά κεÏαμικά σκεÏη. Τα κεÏαμικά σκεÏη τα Îφτιαξε για σας Ï€Ïιν από καιÏÏŒ Îνας χÏηστός αγÏότης και Îφτιαξε κοÏπες από εÏπλαστη λάσπη. Εγώ δεν ποθώ τα πλοÏτη και τις ωφÎλειες των γονιών μου, τα οποία ÎφεÏε στον Ï€Ïοπάππου μου ο θεÏισμός που συλλÎχτηκε. Είναι αÏκετή μια μικÏή συγκομιδή, είναι αÏκετή η ανάπαυση στο κÏεβάτι αν επιτÏÎπεται και να ανακουφίσεις τα μÎλη σου στη συνηθισμÎνη κλίνη. Πόσο ευφÏαίνει να ακοÏÏ‚ ξαπλωμÎνος τους άγÏιους ανÎμους και να κÏατάς στην Ï„ÏυφεÏή αγκαλιά σου μια δÎσποινα! Ή όταν ο χειμωνιάτικος νοτιάς χÏνει παγωμÎνα νεÏά (πόσο ευφÏαίνει να ακολουθεί Ïπνος σε ασφάλεια με τη φωτιά να βοηθά! Ας μου συμβεί αυτό. Ας είναι πλοÏσιοι, όπως είναι δίκαιο, αυτί που μποÏοÏν να υπομÎνουν την Ï„ÏÎλα της θάλασσας και τη λυπηÏή βÏοχή. Ω! είναι καλÏτεÏο να χαθεί κάθε χÏυσάφι και σμαÏάγδι, παÏά να κλαίει κάποια κοπÎλα για τη φυγή μας. ΑÏμόζει σε εσÎνα Μεσσάλλα, να πολεμήσεις σε στεÏιά και θάλασσα για να Îχει το σπίτι εχθÏικά λάφυÏα. ΕμÎνα με κÏατοÏν δεμÎνο τα δεσμά μιας όμοÏφης κοπÎλας και κάθομαι Σα θυÏωÏός μπÏοστά στις σκληÏÎÏ‚ πόÏτες της. Δε με νοιάζει να επαινεθώ, Δηλία μου. Ας με αποκαλÎσουν αν θÎλουν νωθÏÏŒ και άπÏαγο, αÏκεί μόνο να είμαι μαζί σου. Ας βλÎπω εσÎνα όταν θα Îχει ÎÏθει η τελευταία μου ÏŽÏα. Ας κÏατώ στα αδÏναμα χÎÏια μου εσÎνα πεθαίνοντας. Δηλία, θα κλαις για μÎνα τον τοποθετημÎνο στο κÏεβάτι της πυÏάς και θα μου δίνεις φιλιά ανάμεικτα με θλιβεÏά δάκÏια. Θα κλαις. Η καÏδιά σου δεν είναι κλεισμÎνη με σκληÏÏŒ σίδηÏο, οÏτε υπάÏχει Ï€ÎÏ„Ïα στην Ï„ÏυφεÏή καÏδιά σου. Από αυτή την κηδεία οÏτε νÎος οÏτε παÏθÎνα δεν θα μποÏÎσει να γυÏίσει στο σπίτι με στεγνά τα μάτια. Μη βλάψεις, Δηλία, τη νεκÏή ψυχή μου, αλλά δείξε φειδώ στα λυμÎνα μαλλιά σου και στα Ï„ÏυφεÏά σου μάγουλα. Στοπ μεταξÏ, όσο το πεπÏωμÎνο το επιτÏÎπει, ας συνάψουμε ÎÏωτες. Θα ÎÏθει κιόλας ο θάνατος με καλυμμÎνο το κεφάλι στο σκοτάδι. Ήδη τα γηÏατειά θα ÎÏθουν κÏυφά και δεν θα επιτÏÎπεται οÏτε να εÏωτευόμαστε, οÏτε να λÎμε κολακείες με λευκό κεφάλι. Η Ï„ÏυφεÏή ΑφÏοδίτη Ï€ÏÎπει Ï„ÏŽÏα να αξιοποιηθεί, όσο δεν είναι ντÏοπή να σπάζουν οι πόÏτες και μας ευχαÏιστεί να μπαίνουμε σε ÎÏιδες. Εδώ εγώ είμαι καλός αÏχηγός και στÏατιώτης. Εσείς, σημαίες και σάλπιγγες, πάτε μακÏιά. ΦÎÏτε Ï„ÏαÏματα στους άπληστους άνδÏες, φÎÏτε τους και πλοÏτη. Εγώ, ασφαλής με τον συναθÏοισμÎνο σωÏÏŒ μου πεÏιφÏονώ τους πλοÏσιους, πεÏιφÏονώ και την πείνα.
|