1.1, TIBULLUS
Κείμενο Μετάφραση
Divitias alius fulvo sibi congerat auro
     Et teneat culti iugera multa soli,
Quem labor adsiduus vicino terreat hoste,
     Martia cui somnos classica pulsa fugent:
Me mea paupertas vita traducat inerti,               5
     Dum meus adsiduo luceat igne focus.
Ipse seram teneras maturo tempore vites
     Rusticus et facili grandia poma manu;
Nec spes destituat, sed frugum semper acervos
     Praebeat et pleno pinguia musta lacu.               10
Nam veneror, seu stipes habet desertus in agris
     Seu vetus in trivio florida serta lapis,
Et quodcumque mihi pomum novus educat annus,
     Libatum agricolae ponitur ante deo.
Flava Ceres, tibi sit nostro de rure corona               15
     Spicea, quae templi pendeat ante fores,
Pomosisque ruber custos ponatur in hortis,
     Terreat ut saeva falce Priapus aves.
Vos quoque, felicis quondam, nunc pauperis agri
     Custodes, fertis munera vestra, Lares.               20
Tunc vitula innumeros lustrabat caesa iuvencos,
     Nunc agna exigui est hostia parva soli.
Agna cadet vobis, quam circum rustica pubes
     Clamet 'io messes et bona vina date'.
Iam modo iam possim contentus vivere parvo               25
     Nec semper longae deditus esse viae,
Sed Canis aestivos ortus vitare sub umbra
     Arboris ad rivos praetereuntis aquae.
Nec tamen interdum pudeat tenuisse bidentem
     Aut stimulo tardos increpuisse boves,               30
Non agnamve sinu pigeat fetumve capellae
     Desertum oblita matre referre domum.
At vos exiguo pecori, furesque lupique,
     Parcite: de magno est praeda petenda grege.
Hic ego pastoremque meum lustrare quotannis               35
     Et placidam soleo spargere lacte Palem.
Adsitis, divi, neu vos e paupere mensa
     Dona nec e puris spernite fictilibus.
Fictilia antiquus primum sibi fecit agrestis
     Pocula, de facili conposuitque luto.               40
Non ego divitias patrum fructusque requiro,
     Quos tulit antiquo condita messis avo:
Parva seges satis est, satis requiescere lecto
     Si licet et solito membra levare toro.
Quam iuvat inmites ventos audire cubantem               45
     Et dominam tenero continuisse sinu
Aut, gelidas hibernus aquas cum fuderit Auster,
     Securum somnos igne iuvante sequi.
Hoc mihi contingat. Sit dives iure, furorem
     Qui maris et tristes ferre potest pluvias.               50
O quantum est auri pereat potiusque smaragdi,
     Quam fleat ob nostras ulla puella vias.
Te bellare decet terra, Messalla, marique,
     Ut domus hostiles praeferat exuvias;
Me retinent vinctum formosae vincla puellae,               55
     Et sedeo duras ianitor ante fores.
Non ego laudari curo, mea Delia; tecum
     Dum modo sim, quaeso segnis inersque vocer.
Te spectem, suprema mihi cum venerit hora,
     Te teneam moriens deficiente manu.               60
Flebis et arsuro positum me, Delia, lecto,
     Tristibus et lacrimis oscula mixta dabis.
Flebis: non tua sunt duro praecordia ferro
     Vincta, neque in tenero stat tibi corde silex.
Illo non iuvenis poterit de funere quisquam               65
     Lumina, non virgo, sicca referre domum.
Tu manes ne laede meos, sed parce solutis
     Crinibus et teneris, Delia, parce genis.
Interea, dum fata sinunt, iungamus amores:
     Iam veniet tenebris Mors adoperta caput,               70
Iam subrepet iners aetas, nec amare decebit,
     Dicere nec cano blanditias capite.
Nunc levis est tractanda Venus, dum frangere postes
     Non pudet et rixas inseruisse iuvat.
Hic ego dux milesque bonus: vos, signa tubaeque,               75
     Ite procul, cupidis volnera ferte viris,
Ferte et opes: ego conposito securus acervo
     Despiciam dites despiciamque famem.
Άλλος ας συλλέγει για τον εαυτό του πλούτη από ξανθό χρυσάφι και ας κατέχει πολλά πλέθρα καλλιεργημένης γης, αυτόν ας τον τρομάζει ο αδιάλειπτος μόχθος με τον γειτονικό εχθρό και απ αυτόν ας διώχνουν τον ύπνο του τα πολεμικά σαλπίσματα που ηχούν. Εμένα ας με μεταφέρει η φτώχεια μου στην αδράνεια, ενώ η εστία μου λάμπει από τη συνεχή φωτιά. Εγώ ο ίδιος θα φυτέψω τον κατάλληλο χρόνο τρυφερές αμπέλους και ψηλά οπωροφόρα δέντρα ως αγρότης με ευκίνητο χέρι. Η ελπίδα ας μη με διαψεύσει, αλλά ας μου παρέχει πάντα πλήθος από καρπούς και άφθονο μούστο σε γεμάτο δοχείο. Γι' αυτό εύχομαι είτε ο έρημος κορμός στους αγρούς είτε ο παλιός λίθος στο τρίστρατο έχει ανθηρά στεφάνια και οποιοδήποτε καρπό θρέψει για μένα ο νέος χρόνος, αφιερώνεται στον γεωργό θεό. Ξανθιά Δήμητρα, για σένα ας υπάρχει στάχινο στεφάνι από τον αγρό μου, για να κρέμεται στις πόρτες του ναού σου και ας τοποθετηθεί ο ερυθρός Πρίαπος φρουρός στους οπωροφόρους κήπους σου, για να τρομάζει τα πουλιά με άγριο δρεπάνι. Και εσείς, Λάρητες, κάποτε ευτυχισμένοι, τώρα φύλακες φτωχού αγρού, πάρτε τα δώρα σας. Κάποτε μια δαμάλα που σφαζόταν εξάγνιζε αμέτρητα μοσχάρια. Τώρα στη μικρή μου γη υπάρχει ένα μικρό αρνί για σφάγιο. Θα σφαχτεί για σας το αρνί, γύρω από το οποίο η αγροτική νεολαία ας φωνάζει: "ω, δώστε θερισμό και καλό κρασί". Πλέον μπορώ να ζω ολιγαρκής και να μην εξαρτώμαι από τον ατέλειωτο δρόμο, αλλά να αποφεύγω τη θερινή ανατολή του Κυνός κάτω από τη σκιά  του δέντρου κοντά στα ρυάκια με τρεχούμενο νερό. Ούτε ντρέπομαι να κρατάω ενίοτε τη δικέλλα ή να επιπλήττω τα αργοκίνητα βόδια με το μαστίγιο. Ούτε με ντροπιάζει να μεταφέρω σπίτι μου ένα αρνί στην αγκαλιά μου ή ένα μωρό αίγας που εγκαταλείφθηκε από την αδιάφορη μητέρα του. Και εσείς, κλέφτες και λύκοι, μη βλάψετε τα ολιγάριθμα ζώα μου. Η λεία πρέπει να ζητηθεί από μεγάλα κοπάδια. Εδώ εγώ συνηθίζω να εξαγνίζω το βοσκό μου και να ραίνω την πράα Πάλη με γάλα. Θεοί, ας είστε παρόντες και μην περιφρονείτε τα δώρα από φτωχό τραπέζι και καθαρά κεραμικά σκεύη. Τα κεραμικά σκεύη τα έφτιαξε για σας πριν από καιρό ένας χρηστός αγρότης και έφτιαξε κούπες από εύπλαστη λάσπη. Εγώ δεν ποθώ τα πλούτη και τις ωφέλειες των γονιών μου, τα οποία έφερε στον προπάππου μου ο θερισμός που συλλέχτηκε. Είναι αρκετή μια μικρή συγκομιδή, είναι αρκετή η ανάπαυση στο κρεβάτι αν επιτρέπεται και να ανακουφίσεις τα μέλη σου στη συνηθισμένη κλίνη. Πόσο ευφραίνει να ακούς ξαπλωμένος τους άγριους ανέμους και να κρατάς στην τρυφερή αγκαλιά σου μια δέσποινα! Ή όταν ο χειμωνιάτικος νοτιάς χύνει παγωμένα νερά (πόσο ευφραίνει να ακολουθεί ύπνος σε ασφάλεια με τη φωτιά να βοηθά! Ας μου συμβεί αυτό. Ας είναι πλούσιοι, όπως είναι δίκαιο, αυτί που μπορούν να υπομένουν την τρέλα της θάλασσας και τη λυπηρή βροχή. Ω! είναι καλύτερο να χαθεί κάθε χρυσάφι και σμαράγδι, παρά να κλαίει κάποια κοπέλα για τη φυγή μας. Αρμόζει σε εσένα Μεσσάλλα, να πολεμήσεις σε στεριά και θάλασσα για να έχει το σπίτι εχθρικά λάφυρα. Εμένα με κρατούν δεμένο τα δεσμά μιας όμορφης κοπέλας και κάθομαι Σα θυρωρός μπροστά στις σκληρές πόρτες της. Δε με νοιάζει να επαινεθώ, Δηλία μου. Ας με αποκαλέσουν αν θέλουν νωθρό και άπραγο, αρκεί μόνο να είμαι μαζί σου. Ας βλέπω εσένα όταν θα έχει έρθει η τελευταία μου ώρα. Ας κρατώ στα αδύναμα χέρια μου εσένα πεθαίνοντας. Δηλία, θα κλαις για μένα τον τοποθετημένο στο κρεβάτι της πυράς και θα μου δίνεις φιλιά ανάμεικτα με θλιβερά δάκρια. Θα κλαις. Η καρδιά σου δεν είναι κλεισμένη με σκληρό σίδηρο, ούτε υπάρχει πέτρα στην τρυφερή καρδιά σου. Από αυτή την κηδεία ούτε νέος ούτε παρθένα δεν θα μπορέσει να γυρίσει στο σπίτι με στεγνά τα μάτια. Μη βλάψεις, Δηλία, τη νεκρή  ψυχή μου, αλλά δείξε φειδώ στα λυμένα μαλλιά σου και στα τρυφερά σου μάγουλα. Στοπ μεταξύ, όσο το πεπρωμένο το επιτρέπει, ας συνάψουμε έρωτες. Θα έρθει κιόλας ο θάνατος με καλυμμένο το κεφάλι στο σκοτάδι. Ήδη τα γηρατειά θα έρθουν κρυφά και δεν θα επιτρέπεται ούτε να ερωτευόμαστε, ούτε να λέμε κολακείες με λευκό κεφάλι. Η τρυφερή Αφροδίτη πρέπει τώρα να αξιοποιηθεί, όσο δεν είναι ντροπή να σπάζουν οι πόρτες και μας ευχαριστεί να μπαίνουμε σε έριδες. Εδώ εγώ είμαι καλός αρχηγός και στρατιώτης. Εσείς, σημαίες και σάλπιγγες, πάτε μακριά. Φέρτε τραύματα στους άπληστους άνδρες, φέρτε τους και πλούτη. Εγώ, ασφαλής με τον συναθροισμένο σωρό μου περιφρονώ τους πλούσιους, περιφρονώ και την πείνα.