Κείμενο | Μετάφραση |
ΠΑ 6.245 ΔΙΟΔΩΡΟΥ 1
ΚαÏπαθίην ὅτε νυκτὸς ἅλα στÏέψαντος ἀήτου λαίλαπι ΒοÏÏαίῃ κλασθὲν á¼ÏƒÎµá¿–δε κέÏας͵
εὔξατο κῆÏα φυγών͵ Βοιώτιε͵ σοί με͵ ΚάβειÏε δέσποτα͵ χειμεÏίης ἄνθεμα ναυτιλίης͵
á¼€Ïτήσειν á¼Î³á½·Î¿Î¹Ï‚ τόδε λώπιον á¼Î½ Ï€Ïοπυλαίοις Διογένης· ἀλέκοις δ΄ ἀνέÏι καὶ πενίην. 2     |
Όταν είδε την κεÏαία του πλοίου να συντÏίβεται από τη λαίλαπα του ΒοÏιά καθώς οι βίαιες ÏιπÎÏ‚ του αÎÏα στÏοβίλισαν τη νÏχτα το ΚαÏπάθιο Ï€Îλαγος, ο ΔιογÎνης οÏκίστηκε ότι αν ξεφÏγει από τον θάνατο, Ï€Ïος τιμήν σου, Βοιώτιε άÏχοντα ΚάβειÏε, θα κÏεμάσει εμÎνα, αυτό το μικÏÏŒ ιμάτιο, ως ανάθημα από το Ï„Ïικυμιώδες του ταξίδι, στα άγιά σου Ï€ÏοπÏλαια. ΜακάÏι να τον Ï€ÏοστατεÏεις και από την φτώχεια. |